ΝΙΚΟΣ ΓΟΥΡΛΑΣ
Όσοι περάσαμε την εφηβεία μας στην εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, δεν βιώσαμε καθόλου έτσι τη ζωή όπως περιγράφεται στη σειρά της ΕΡΤ «Τα καλύτερα μας χρόνια». Ήταν εποχές που επιβαλλόταν με την βία στην νεολαία ένας τρόπος ζωής ο οποίος απόρρεε από το γνωστό «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, πολλά άλλαξαν στο κοινωνικό περιβάλλον μας, στο σχολείο αλλά και στις συμπεριφορές των ανθρώπων.
Ο εκκλησιασμός έγινε υποχρεωτικός ενώ η συμμετοχή στο κατηχητικό ήταν το κριτήριο για να πάρεις καλό βαθμό στα Θρησκευτικά αφού προσκομίζαμε βεβαιώσεις στον καθηγητή που τα δίδασκε ότι παρακολουθούσαμε την κατήχηση. Στους παπάδες είχε ανατεθεί το καθήκον της ενοχοποίησης της σεξουαλικότητας των νέων. Τα πράγματα στην επαρχία ήταν ακόμα χειρότερα. Θυμάμαι όταν κατεβαίναμε στο νησί, βλέπαμε τους συνομήλικους μας να κυκλοφορoύν υποχρεωτικά με «πηλίκιο» ενώ απαγορευόταν να βρίσκονται έξω τα βράδια μετά από κάποια ώρα.
Κι αν σε τσιμπούσαν σε σφαιριστήριο να παίζεις ποδοσφαιράκι, καταντούσες να είσαι ο δακτυλοδεικτούμενος τετυμπόις της γειτονιάς, όνειδος για την οικογένεια άλλα και κίνδυνος για τα άλλα παιδιά που οι γονείς τους απαγόρευαν να τον συναναστρέφονται.
Όμως όλα αυτά, η δύναμη, η ανεμελιά και η ορμή της νεότητας έβρισκε τρόπους να τα ξεπερνά είτε μέσα από καθημερινές αρνήσεις που είχαν πολλαπλό κόστος, είτε μέσα από την χλεύη της «αγέλης». Σε όσους καθηγητές η βέργα ήταν προέκταση του χεριού τους, η απάντηση ήταν οι πινέζες που έμπαιναν στα καθίσματα τους, η καζούρα όταν γυρνούσαν να γράψουν στον πίνακα, με πιο προωθημένη «μορφή πάλης» το ξεφούσκωμα στα λάστιχα του αυτοκίνητου τους...
Όμως αυτό που τότε δύσκολα μπορούσες να αγνοήσεις ήταν ο χωροφύλακας.
Ο χωροφύλακας ήταν παρών όταν ο σκατόψυχος γείτονας τον καλούσε γιατί παίζαμε μπάλα στην αλάνα και τον ενοχλούσε το παιχνίδι, γιατί την Κυριακή το μεσημέρι έβαζαν τα ραδιόφωνα στην διαπασών στην εκπομπή της Κολούμπια με τα καινούργια τραγούδια του Καζαντζίδη, άλλα και γιατί πήρε η μάνα σου ένα μέτρο παραπάνω από την απλώστρα στην κοινή αυλή που όλοι κρέμαγαν τις μπουγάδες. Ο όρος «χωροφυλακίστικη συμπεριφορά» πάνω κάτω αυτό ήταν και συμπεριελάμβανε το ρουφιανιλίκι και την αυθαιρεσία της μικροεξουσίας.
Υπήρχε στην κοινωνία ένας διάχυτος φόβος για το χωροφύλακα που μπορεί να σε τύλιγε σε μια κόλλα χαρτί με άμεσες επιπτώσεις στη ζωή και την οικογένεια σου. Από το να χάσεις την δουλειά σου, μέχρι το φοβερό και τρομερό «φακέλωμα» που δεν θα σου επέτρεπε να βγάλεις ακόμα και δίπλωμα αυτοκίνητου. Ο χωροφύλακας ήταν παρών σε όλες τις διαμάχες, από τις πιο μικρές μέχρι τις πιο μεγάλες, ακόμα και ανάμεσα σε ζευγάρια που αλληλοκαταγγέλλονταν για μοιχεία. Ποιος από την δική μου γενιά δεν θυμάται τα περιστατικά με τους «μοιχούς» που οδηγούνταν με τα σεντόνια στο αστυνομικό τμήμα...
Τον φόβο του χωροφύλακα ιδιαίτερα στην επαρχία, η ελληνική κοινωνία έκανε χρόνια να τον ξεπεράσει μετά το ‘74, γιατί ήταν ένας μαζικός κοινωνικός φόβος που καλλιέργησε επιμελώς το μετεμφυλιακό κράτος. Δεν ήταν μόνο οι διώξεις των αριστερών άλλα και η προσπάθεια υποταγής και χειραγώγησης της κοινωνίας, η καθημερινή καλλιέργεια όλων των μορφών φόβου, η βάρβαρη καταστολή όταν ακόμα και για τα πιο μικρά «παραπτώματα» σε πλάκωνε στα χαστούκια ο χωροφύλακας. Ας πούμε γιατί μπήκες σε κινηματογράφο που έπαιζε ταινία «αυστηρώς ακατάλληλη», ενώ δεν είχες κλείσει τα 18.
Δεν θέλω να κάνω συσχετίσεις και παραλληλισμούς εκείνης της εποχής με το σήμερα, γιατί καμιά εποχή δεν επαναλαμβάνεται. Αυτό όμως που διαχρονικά επαναλαμβάνεται είναι οι τρόποι και οι μέθοδοι να δημιουργηθεί στην εποχή μας ο νέος συλλογικός «φόβος του χωροφύλακα», που θα καθηλώνει και θα παραλύει την κοινωνία, από μια κυβέρνηση που βρήκε την χρυσή ευκαιρία με την πανδημία να το κάνει πράξη.
Ο σύγχρονος «φόβος του χωροφύλακα» είναι ένα μίγμα από αβεβαιότητες στην εργασία και στο επίπεδο ζωής των ανθρώπων, που από την μια μέρα στην άλλη κινδυνεύουν να χάσουν την δουλειά τους, να μειωθεί το εισόδημα τους, να φτάσουν να ζουν την χαμοζωή των επιδομάτων και της ανέχειας.
Είναι ο φόβος του μικροεπαγγελματία που βλέπει τους κόπους μιας ζωής να καταστρέφονται από τα διαρκή λοκ ντάουν.
Είναι ο φόβος του φοιτητή που σπουδάζει και βλέπει ότι οι κόποι του για να περάσει στο πανεπιστήμιο και η φοίτηση του για 4 ή 5 χρόνια θα πάνε χαμένοι γιατί μια θεούσα υπουργός Παιδείας θεώρησε ότι τα τριετή πτυχία είναι ισότιμα με το δικό του.
Είναι οι φόβος των νέων πως μπορεί να βρεθούν στη ΓΑΔΑ και να βασανιστούν επειδή συμμετείχαν σε διαδήλωση, η ακόμα χειρότερα να σου φορτώσουν τον μισό ποινικό κώδικα να σε προφυλακίσουν και να παραμένεις προφυλακισμένος ακόμα και αν έπαιζες αποδεδειγμένα μπάσκετ την ώρα που σε κατηγορούν ότι έκανες «απόπειρα ανθρωποκτονίας» σε αστυνομικό.
Είναι ο φόβος των απλών ανθρώπων που την καθημερινότητα τους την καθορίζει με διατάγματα ο Χαρδαλιάς, καθώς ακόμα και μια απλή βόλτα στο πάρκο της γειτονιάς τους μπορεί να τους στοιχήσει 300 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση και ίσως και ένα γερό χέρι ξύλο από τους πραιτοριανούς του Χρυσοχοΐδη.
Ο σύγχρονος «φόβος του χωροφύλακα» είναι ένα απέραντο πλέγμα από πολιτικές εξουσίες μικρές και μεγάλες που όλες στοχεύουν στην καθυπόταξη του μυαλού, την πειθήνια συμπεριφορά, του δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Είναι ο φόβος του τηλεοπτικού εισαγγελέα ο οποίος μπαίνει κάθε μέρα και όλες τις ώρες σπίτι σου και σε καταγγέλλει ως αμελή, ανεύθυνο, τέλος πάντων ένοχο γιατί δεν τηρείς τα μέτρα της καραντίνας, γιατί τολμάς να διαδηλώνεις, γιατί τολμάς να καταγγέλλεις τις ελλείψεις και την ανικανότητα των αρίστων...
Μπορεί ο φόβος αυτός να μη είναι τόσο ορατός όσο στην περίοδο της δικτατορίας, είναι πιο αόρατος και ύπουλος, αλλά τον νοιώθεις στις συμπεριφορές των ανθρώπων.
Τον νοιώθεις στον εργαζόμενο που για 534 ευρώ θα δουλεύει έως και 10 ώρες και δεν θα διαμαρτυρηθεί, τον νοιώθεις από ανθρώπους με ευάλωτη υγεία που τρέμουν στην ιδέα ότι μπορεί να νοσηλευτούν αυτή την περίοδο όπου οι ασθενείς με ανάγκη εντατικής είναι στους διαδρόμους, όταν με περισσή αναλγησία και κυνισμό η Παπαευγγέλου θεώρει δικαιολογημένο να πεθαίνει ένα 20 % εκτός ΜΕΘ. Το νοιώθεις σε αυτούς που καταγγέλλουν τα βασανιστήρια και τους βιασμούς και τους οποίους το σύστημα τελικά κάνει τα πάντα για τους βγάλει ψεύτες και από κατήγορους κατηγορούμενους.
Όμως τελικά δεν θα νικήσει ο φόβος, κανένας φόβος διαχρονικά δεν νικά. Δεν νίκησε ο φόβος στον γερμανό κατακτητή, ούτε την μετεμφυλιακή εποχή του χωροφύλακα , ούτε στην δικτατορία, δεν θα νικήσει και τώρα, γιατί θα υπάρχουν και πάλι εκείνες οι αρνήσεις και ανυπακοές που στην αρχή μπορεί να φαίνονται μάταιες όμως είναι το φυτίλι για τις κοινωνικές εκρήξεις που ακολουθούν.
Οι χιλιάδες διαδηλωτές που βγήκαν στους δρόμους μετά τα γεγονότα στην Ν. Σμύρνη στις γειτονιές της Αθήνας αυτό ακριβώς επιβεβαιώνουν. Η νεολαία έφτυσε στην μούρη του συστήματος τους φόβους και τις αναστολές της, διαμηνύοντας σε κυβέρνηση και μηχανισμούς καταστολής ότι δεν θα περάσουν τα σχέδια της συλλογικής ενοχοποίησης στην κοινωνία.
Είναι αρνήσεις-οδηγός, οι προσωπικές αντιστάσεις που υπερβαίνουν όμως τα συγκεκριμένα πρόσωπα και γίνονται σύμβολα τα οποία εμπνέουν τη νεολαία και κουρελιάζουν την βαρβαρότητα της εξουσίας. Είναι η στάση του νεολαίου που υπερασπίστηκε στη Νέα Σμύρνη την γυναίκα γιατί της έκοψαν με το έτσι θέλω πρόστιμο οι μπάτσοι και το πλήρωσε με άγριο ξυλοδαρμό, είναι η κοπέλα στην κατάληψη της πρυτανείας στην Θεσσαλονίκη που φωνάζει ότι το πανεπιστήμιο είναι το δικό της «σπίτι» και προκαλεί τους μπάτσους να την συλλάβουν, είναι η άλλη κοπέλα η οποία προσπαθεί να τραβήξει τον σύντροφο της που τον βαράνε αλύπητα χτυπώντας με τις μικρές γροθιές της τον πάνοπλο ειδικό φρουρό, είναι η λεβέντικη στάση του Άρη στη ΓΑΔΑ που κατήγγειλε τους βασανισμούς του, είναι ο μαθητής που έμαθε την ώρα της προσαγωγής του ότι πέρασε από τους πρώτους στην Νομική.
Είναι όλοι αυτοί «που τους εμποδίζουν να βαδίσουν»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου