Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Η Ιδιωτικοποίηση του Θανάτου ως Αφορμή Φιλοσοφικών Σκέψεων περί Χριστανισμού και Αθείας

Γιάννης Περάκης


Αφορμή για τούτες τις γραμμές ήταν η απόφαση του υπουργείου εσωτερικών που κατέθεσε τροπολογία σύμφωνα με την οποία η υπηρεσία ταφής και ανακομιδής νεκρών θα μπορεί να ανατίθεται σε ιδιωτικά συμφέροντα με αποφάσεις των οικονομικών επιτροπών των δήμων. Άσχετη ή σχετική η αφορμή αλλά «παραδόξως» ήρθε στο μυαλό τα περί θρησκείας και αθείας. Ίσως γιατι ο θάνατος ισχύει για όλους, αλλά η μεταθανάτια ζωή για «λίγους και εκλεκτούς».

Θα ήταν «φρόνιμο» να προειπωθεί, ότι ο συντάκτης αυτών των αράδων μεγάλωσε μέχρι τα δεκατέσσερα του σε πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική χώρα της Βόρειας Αφρικής. Σε καιρούς που τα πάθη και οι φανατισμοί δεν υπήρχαν. Ζούσαν αρμονικά και ειρηνικά μουσουλμάνοι, ορθόδοξοι, καθολικοί και κόπτες χριστιανοί.

Ίσως αυτή η πολυμορφία των θρησκειών στην καθημερινότητα όπλισε την ανοχή και τον σεβασμό στην πίστη του άλλου. Αντίθετα έδωσε επιχειρήματα για την απέχθεια στον φανατισμό των θρησκειών και πολύ περισσότερο όταν οι θρησκείες «ανακατεύονται» στην καθημερινότητα του ανθρώπου διαπλεκόμενες με την πολιτική εξουσία.

Άλλο το δημοκρατικό δικαίωμα της οποιαδήποτε πίστης ενός ανθρώπου και άλλο η επιβολή και η κατήχηση. Αυτά ως εισαγωγή για να μην χαρακτηριστεί κάποιος ως εμπαθών.

O Χριστιανισμός


Συνειδητά δεν επιλέχθηκε «λαικό ανάγνωσμα» περί χριστιανισμού αλλά η άποψη του π. Γ. Μεταλληνού, Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ως Εκκλησία του Χρίστου, εκ­φράστηκε από την ίδρυση του, την ήμερα της Πεντη­κοστής, όχι μόνο ως διδασκαλία, αλλά και ως λα­τρεία, που κατέλαβε κεντρική θέση στη ζωή του. Η λατρεία αποδείχτηκε όχι μόνο ο τρόπος, που η Εκ­κλησία εξέφρασε τον βαθύτερο εαυτό της, αλλά και ως το κατ' εξοχήν μέσο διαμόρφωσης της πίστης και όλης συνολικά της ζωής της. Χωρίς να εξαντλείται στη λατρεία η ζωή της Εκκλησίας, μεταμορφώνεται ολόκληρη σε λατρεία του Τριαδικού Θεού, ως απόλυ­του κέντρου και κεφαλής της.

Η εκκλησιαστική λατρεία είναι κατανοητή μόνο εν Χριστώ, στον όποιο γίνεται γνωστός ο Θεός (Ίω. 1, 18). Η πίστη στον Χριστό, ως Θεό και Σωτήρα, προηγείται της λατρείας Του. Ο Χριστός είναι αυτός, που διαφοροποιεί τη χριστιανική από κάθε άλλη λα­τρεία. Ο χριστοκεντρικός χαρατήρας της εκκλησια­στικής λατρείας τη διαχώρισε ριζικά όχι μόνο από την εθνική, αλλά και από την ιουδαϊκή λατρεία (βλ. Εβρ. κεφ. 9). Τα οποιαδήποτε εθνικά η ιουδαϊκά τελε­τουργικά στοιχεία, που προσέλαβε η Εκκλησία, είναι δευτερεύοντα και περιφερειακά και δεν αλλοιώνουν τη λατρεία της.

Ουσιαστικό στοιχείο της χριστιανικής λατρείας είναι η εσωτερικότητα η καρδιακή ευχαριστία και δοξολογία του Θεού για τις δωρεές Του. Γι' αυτό η χριστιανική λατρεία θεμελιώνεται στα όσα έπραξε ο Θεός για τον άνθρωπο και οχι στο τι μπορεί ο άνθρω­πος να πράξει, για να ευχαριστήσει τον Θεό και να Τον εξευμενίσει. Σκοπός της δεν είναι μία θρησκευτι­κή τελετουργία, αλλά η μέσω αυτής φανέρωση της Εκκλησίας ως «σώματος Χρίστου». Ο μόνος και α­ληθινός λειτουργός της Εκκλησίας είναι ο Ίησους Χριστός (Έβρ. 8, 2), ο όποιος στο πρόσωπο Του εισά­γει στην ιστορία ένα άλλο είδος ίερωσύνης. Η θυσία Του στη λατρεία της Εκκλησίας είναι αναί­μακτη και πνευματική και ο Χριστός, τελικά, είναι «ό προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος» τη θυσία. Οι ιερείς της Εκκλησίας δεν θυσιάζουν, ό­πως στα διάφορα θρησκεύματα του κόσμου, άλλά «δανείζουν» τη γλώσσα και τα χέρια τους στον Χρι­στό, για να τελέσει Αυτός τα πάντα (ι. Χρυσόστομος). Όλοι οι πιστοί, με το βάπτισμα και το χρίσμα τους, μετέχουν στην ιερωσύνη του Χρίστου, «παριστώντες τα σώματα αυτών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, εύάρεστον τω Θεώ»(Ρωμ. 12, 1).

Η Λατρεία της Εκκλησίας συνιστά αποκάλυψη του τριπλού μυστηρίου της ζωής: του μυστηρίου του Θεού, του μυστηρίου του άνθρωπου και του μυστη­ρίου της κτίσεως, καθώς και της μεταξύ τους σχέσης. Ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη τάσ­σεται υπό την εξουσία του Χρίστου και δοξάζει τον Τριαδικό Θεό, όπως Τον δοξάζουν στον ουρανό οι αγ­γελικές Δυνάμεις (Ήσ. 6, 1 έ.).

Στη χριστιανική λατρεία πραγματοποιείται μιία δι­πλή κίνηση: του άνθρωπου προς τον Θεό, που δέχεται την ευχαριστία και δοξολογία μας, και του Θεού προς τον άνθρωπο, που αγιάζεται από τη θεική Χάρη. Εί­ναι ένας διάλογος μεταξύ Πλάστη και πλάσματος, συ­νάντηση του άνθρωπου με τον «Αληθινόν» (Α' Ίω. 5, 20), προσφορά της ύπαρξης στην πηγή της, κατά τον λειτουργικό λόγο. Προσφέρει στον Θεό «άρτον και οίνον» και λαμβάνει σώμα και αίμα Χριστού προσφέρει θυ­μίαμα και δέχεται άκτιστη Χάρη. Η λατρεία της Εκ­κλησίας δεν προσφέρεται στον Θεό, διότι ο Θεός την έχει ανάγκη, αλλά για τον ίδιο τον άνθρωπο, που δέ­χεται πολύ περισσότερα και σημαντικότερα από τα ό­σα προσφέρει.
Βέβαια ο απλός λαός πιστεύει στο Σύμβολο τῆς Πίστεως:

1. Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.

2. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸνἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

3. Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
4. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

5. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.

6. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.

7. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
8. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
9. Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.

10. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.

12. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.

Αθεισμός

Ξεκινάμε την αναζήτηση του «θείου» λίγο πιο παλιά. Στους δικούς μας τους Έλληνες Προσωκρατικούς φιλοσόφους.Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία «ξελέει» τον μύθο και επιχειρεί να εξηγήσει τα πάντα με τη λογική. Για να υπάρχει θεός, θα έχει κάποια χρησιμότητα. Είτε θα δημιούργησε τον κόσμο, είτε θα κινεί τα νήματα των φυσικών νόμων. Των φυσικών όχι των θεϊκών. Το δωδεκάθεο σαφώς παραμερίζεται ως πολύ ανθρώπινο. Αν υπάρχει θεός θα είναι ένας και δεν θα συμμετέχει στα ανθρώπινα. Δεν προστατεύει, δεν νοιάζεται ούτε επιβραβεύει ή τιμωρεί. Κυρίως δεν χρειάζεται λατρεία ή θυσίες. Αυτά παραμένουν ως παράδοση, για τον λαό που εξακολουθεί να φοβάται και να περιμένει τους οιωνούς της μαντικής τέχνης. Ο φιλόσοφος όμως έχει κάνει το βήμα προς τη λογική. Και μόλις το κάνει, η πίστη καταρρέει. Ακόμη και ο ένας θεός, αν υπάρχει, θα πρέπει να έχει κάποια θέση στο Σύμπαν, στην κοσμική τάξη.

Ο Θαλής (6ος-5ος αι. π.Χ.), ο πρώτος φιλόσοφος και ένας από τους επτά σοφούς, θέτει το ερώτημα, δίνει τη δική του απάντηση και η πάλη πίστης και λογικής ξεκινά. Αν ουσία των όντων είναι το ύδωρ, όπως διατείνεται ο Θαλής, η θεϊκή παρέμβαση στη δημιουργία του κόσμου αποκλείεται. Η βόμβα που τοποθετεί ο Θαλής στην Ιωνία εκρήγνυται και παρασύρει ανθρώπους που αναζητούν την αλήθεια και τη λογική, γνωρίζοντας ότι δεν θα τη βρουν ποτέ. Αυτή είναι και η διαφορά, η αναζήτηση της αλήθειας, που δεν είναι μία, και προχωράει για κάποιους αιώνες, δίχως να επιστρέφει στην τυφλή πίστη. Ο Αναξίμανδρος, λίγο νεότερος του Θαλή, συνεχίζει, τοποθετώντας το «άπειρον» ως την ουσία των όντων. Οι φυσικοί νόμοι αρχίζουν να διαμορφώνονται, η Γη αιωρείται στο σύμπαν χωρίς καμιά βοήθεια και τα πρώτα ζώα (από τα οποία κατάγεται ο άνθρωπος) γεννιούνται στο υγρό στοιχείο. Ο Αναξιμένης (6ος-5ος αι. π.Χ.), θέτει τον «αέρα» ως ουσία των πάντων και ο Αναξαγόρας, τον «Νου». Ο δεύτερος εγκαταλείπει την Ιωνία για την Αθήνα όπου εγκαθίσταται για δύο δεκαετίες.

Οι απόψεις των Προσωκρατικών φιλοσόφων απείχαν πάρα πολύ από τις λαϊκές δοξασίες που ήθελαν τους θεούς αναμεμειγμένους στη ζωή των ανθρώπων. Ο Ηράκλειτος από την Έφεσο (6ος-5ος αι. π.Χ), καταδικάζει την κυρίαρχη ανθρωπομορφική αντίληψη των θεών που απαντάται στα Ομηρικά έπη. Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο (9.1) υποστηρίζει ότι «τον Όμηρο αξίζει να τον διώξουν από τους αγώνες και να τον ραπίσουν». Ο Εφέσιος φιλόσοφος αντιτίθεται στις θυσίες στους θεούς, χαρακτηρίζοντας «τρελό» όποιον «κάνει αυτή την πράξη» και παραλληλίζει την προσευχή στα αγάλματα με το να μιλάει κανείς σε τοίχους (DK Α5).

Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (περίπου 570-475 π.Χ.) στρέφεται κι αυτός εναντίον του Ομήρου, από τον οποίο τα μάθαμε όλα αλλά και του Ησίοδου: «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς όλα εκείνα που σχετίζονται με τις κατηγόριες και επικρίσεις μεταξύ των ανθρώπων: την κλοπή, την μοιχεία και την αμοιβαία εξαπάτηση.». Διακωμωδώντας την ανθρώπινη εφευρετικότητα για τους θεούς γράφει: «…αν τα άλογα και τα βόδια είχαν τα χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, οι θεοί τους θα έμοιαζαν πολύ με άλογα και βόδια». Για τον ίδιο είναι ξεκάθαρο ότι ο άνθρωπος δημιουργεί τους θεούς του και τους πλάθει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν: «Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι με κοντή μύτη. Οι Θράκες πως οι δικοί τους είναι γαλανομάτηδες και κοκκινοτρίχηδες.»

Η πρώιμη επιστημονική σκέψη των Ιώνων φιλοσόφων έχει στραφεί ήδη στην αστρονομία. Οι θεοί των ανθρώπων δεν κυβερνούν εκεί, εξορίζονται στη μυθολογική σφαίρα. Αλλά μαζί με αυτούς εξορίζεται και ο Αναξαγόρας (500-428 π.Χ.). Είμαστε στην εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου και με ψήφισμα του Διοπείθη «καταγγέλλονται όσοι δεν πιστεύουν στα θεία ή διδάσκουν άλλες θεωρίες για τα ουράνια φαινόμενα» (Πλούταρχος, Βίοι, Περικλής, 32.1) Οι Αθηναίοι κατηγορούν τον πρώτο τους φιλόσοφο για αθεΐα και ο Αναξαγόρας εγκαταλείπει την Αθήνα για τη Λάμψακο. Βάσει του ιδίου νόμου θα καταδικαστεί λίγο αργότερα ο Σωκράτης σε θάνατο, αντιμετωπίζοντας και αυτός την ίδια κατηγορία. Ο Πλούταρχος μεταφέρει (Νικίας, 23):

«Ο πρώτος άνθρωπος που έγραψε την πιο ξεκάθαρη και τολμηρή από όλες τις πραγματείες για την αλλαγή των φάσεων της σελήνης ήταν ο Αναξαγόρας. Αλλά δεν ήταν αρχαία αυθεντία, ούτε η πραγματεία του είχε μεγάλη φήμη… Δεν δεχόταν τους φυσικούς φιλοσόφους και τους μετεωρολέσχας, όπως τους ονόμαζαν που διασπούσαν τη θεότητα σε άλογες αιτίες, απρόβλεπτες δυνάμεις και αναγκαίες ιδιότητες. Ο Πρωταγόρας εξορίστηκε, ο Αναξαγόρας φυλακίστηκε και με δυσκολία τον έσωσε ο Περικλής, και ο Σωκράτης, μολονότι δεν είχε καμιά σχέση με τέτοια πράγματα, έχασε τη ζωή του για την αφοσίωσή του στη φιλοσοφία.»

Η κριτική ωστόσο της παραδοσιακής θρησκείας κορυφώνεται με τους Σοφιστές. Η αντίθεση «νόμος-φύσις» είναι εκείνη που γεννά μια αμφισβήτηση που φτάνει μέχρι την αθεΐα. Ο Πρωταγόρας με σοφιστική μαεστρία παραδέχεται τον αγνωστικισμό του όσον αφορά τη γνώση των θεών. Γράφει στο Περί θεών:«Σχετικά με τους θεούς δεν μπορώ να εξακριβώσω αν υπάρχουν ή όχι, ή ποια μορφή έχουν˙ γιατί υπάρχουν πολλά πράγματα που εμποδίζουν να τους γνωρίσουμε, η αβεβαιότητα σχετικά με το θέμα και η βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής.»

Ωστόσο, άλλοι σοφιστές είναι πιο τολμηροί. Ο Κριτίας επιχειρεί να δώσει εξήγηση για τη βάση της θρησκείας, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανθρώπινη ανακάλυψη (Β25):

(Μιλάει ο Σίσυφος). «Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία ή ανθρώπινη ζωή ήταν ακατάστατη, γεμάτη θηριωδία, υποταγμένη στη δύναμη· μια εποχή οπού ούτε οι καλοί άνθρωποι επιβραβεύονταν ούτε πάλι οι κακοί τιμωρούνταν. Ύστερα, νομίζω, οι άνθρωποι θέσπισαν νόμους που όριζαν ποινές, ώστε το δίκαιο να τους εξουσιάζει όλους εξίσου και να έχει την αλαζονεία υπόδουλη του· κι αν τυχόν κάποιος έκανε ένα λάθος, τον τιμωρούσαν. Στη συνέχεια, επειδή οι νόμοι εμπόδιζαν μεν τους ανθρώπους να αδικούν στα φανερά, αλλά ωστόσο οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να αδικούν στα κρυφά, τότε, νομίζω, για πρώτη φορά κάποιος έξυπνος και σοφός άνθρωπος σοφίστηκε για τους θνητούς τον φόβο των θεών, ώστε να υπάρχει κάτι πού να το φοβούνται οι κακοί ακόμη κι όταν κάνουν ή λένε ή διανοούνται κάτι στα κρυφά. Επινόησε έτσι το θείο, ότι δηλαδή υπάρχει ένας δαίμονας που ζει μια δίχως τέλος ακμή, ένας δαίμονας που ακούει και βλέπει νοερά, που στοχάζεται στο έπακρο, που προσέχει τα πάντα και που έχει περιβληθεί μια θεϊκή φύση: ο δαίμονας αυτός θα ακούει οτιδήποτε λέγεται ανάμεσα στους θνητούς και θα μπορεί να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε γίνεται. Κι αν σιωπηρά σχεδιάζεις κάτι κακό, δεν θα μείνει απαρατήρητο από τους θεούς. Γιατί ο λογισμός τους είναι πολύ δυνατός. Με αυτά τα λόγια παρουσίασε την πιο ελκυστική διδαχή, καλύπτοντας την αλήθεια πίσω από έναν ψεύτικο λόγο.»

Η αρχή έχει ήδη γίνει. Ο Στωικισμός και ο Επικουρισμός πατούν πλέον στο σταθερό έδαφος που τους προσφέρουν οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, ώστε να μη φοβούνται να εκθέσουν τη φιλοσοφία τους, που δεν περιλαμβάνει αναγκαστικά θεούς. Ο άνθρωπος θα είναι μόνο για μερικούς αιώνες ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει. Αλλά η φιλοσοφία έχει αποδείξει ότι δεν χρειάζεται κανέναν θεό που να διασφαλίζει το ηθικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ηθική στηρίζεται στον ίδιο τον άνθρωπο χωρίς έξωθεν τιμωρία. Το δίκαιο το ίδιο.

Υπάρχει θεός; Η φιλοσοφία δεν μπορεί να ασχοληθεί με αυτό το ερώτημα, καθώς δεν είναι φιλοσοφικό, δεν απαντάται λογικά. Όπως και δεν μπορεί να αποδείξει κανένας επιστήμονας την ύπαρξη ή μη του θεού.

Η δημιουργία του σοφιστικού κινήματος θεμελιώνει τη δημοκρατία και αναπτύσσει τη σοφιστική ηθική, το σχετικισμό και τη σοφιστική διαλεκτική. Υπήρξαν οι ιδρυτές της επ’ αμοιβή διδασκαλίας και χάραξαν την πορεία της “διαλεκτικής αμφισβήτησης” των πάντων. Όσο και αν πολεμήθηκαν από την αριστοκρατία και τους φιλοσόφους, η ιστορία τους καταξίωσε στη θέση των πνευματικών διδασκάλων της Ελλάδας και ολόκληρης της οικουμένης.

Γιατί η λογική και η πίστη δεν μπορούν να συμβαδίσουν. Η λογική συγκρούεται με την όποια μορφή πίστης, προκατάληψης ή σύμβασης. Και η φιλοσοφία έχει μόνο όπλο τη λογική.

Ο Θεός σήμερα, δεν αντιπροσωπεύει πλέον τις ίδιες δυνάμεις όπως στην αρχή της ύπαρξής του, ούτε κατευθύνει Αυτός το ανθρώπινο πεπρωμένο με το ίδιο σιδερένιο χέρι όπως άλλοτε. Μάλλον η ιδέα του Θεού εκφράζει ένα είδος πνευματικού ερεθίσματος για να ικανοποιήσει τις μανίες και τις φαντασίες κάθε απόχρωσης της ανθρώπινης αδυναμίας. Κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ανάπτυξης η ιδέα του Θεού αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε κάθε φάση των ανθρώπινων υποθέσεων, πράγμα απόλυτα σύμφωνο με την προέλευση της ίδιας της ιδέας.

Η ιδέα των Θεών προέρχεται από τον φόβο και την περιέργεια. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, ανίκανος να καταλάβει τα φαινόμενα της φύσης και παρενοχλημένος από αυτά, έβλεπε σε κάθε τρομακτική εκδήλωση κάποια απειλητική δύναμη κατευθυνόμενη ρητά ενάντια σε αυτόν· και δεδομένου ότι η άγνοια και ο φόβος είναι οι γονείς κάθε προκατάληψης, η ενοχλημένη φαντασία του πρωτόγονου ατόμου ύφανε την ιδέα των Θεών.

Ο αναρχικός, Μichael Bakunin, λέει στο μεγάλο του έργο «Θεός και Κράτος»: «Όλες οι θρησκείες, με τους Θεούς, ημίθεους και προφήτες τους, τους μεσσίες και Αγίους τους, δημιουργήθηκαν από την εύπιστη φαντασία των ανθρώπων που δεν είχαν ακόμα φθάσει στην πλήρη ανάπτυξη των πνευματικών τους ικανοτήτων. Συνεπώς, ο θρησκευτικός ουρανός είναι απλούστατα αντικατοπτρισμός όπου ο άνθρωπος, εκστασιασμένος από την άγνοια και την πίστη, ανακαλύπτει την εικόνα του, αλλά διευρυμένη και ανεστραμμένη δηλαδή θεοποιημένη. Η ιστορία των θρησκειών, της γέννησης, της ακμής, και της παρακμής των Θεών που δέσποσαν διαδοχικά στην ανθρώπινη πίστη, δεν είναι λοιπόν τίποτα άλλο, παρά η ανάπτυξη της συλλογικής νόησης και συνείδησης των ανθρώπων. Στο μέτρο που μέσα στην ιστορικά προοδευτική πορεία τους ανακάλυπταν, είτε στον εαυτό τους είτε στη φύση, μια δύναμη, ιδιότητα ή και σημαντικό ελάττωμα, τα απέδιδαν στους Θεούς τους, αφού προηγουμένως τους μεγαλοποιούσαν υπέρμετρα, καθώς συνηθίζουν να κάνουν τα παιδιά, με μία πράξη της θρησκευτικής φαντασίας τους [...]. Με όλο τον οφειλούμενο σεβασμό, λοιπόν, στους μεταφυσικούς και τους θρησκευτικούς ιδεαλιστές, τους φιλόσοφους, τους πολιτικούς ή τους ποιητές: η ιδέα του Θεού υπονοεί την παραίτηση του ανθρώπινου λόγου και της δικαιοσύνης, είναι η αποφασιστικότερη άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας, και αναγκαστικά καταλήγει στην υποδούλωση της ανθρωπότητας, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη».

Ήδη υπάρχουν ενδείξεις ότι ο θεϊσμός, που είναι η θεωρία της κερδοσκοπίας, αντικαθίσταται από τον αθεϊσμό, την επιστήμη που αναλύει και αποδεικνύει. Ο ένας στηρίζεται στα μεταφυσικά σύννεφα του Αγνώστου, ενώ ο άλλος έχει τις ρίζες του σταθερά στο χώμα. Είναι η γη, όχι ο ουρανός, αυτό που πρέπει να διασώσει ο άνθρωπος εάν θέλει πραγματικά να σωθεί.

Δεν περιγράφουν όλοι οι θεϊστές τη θεότητά τους ως το Θεό της αγάπης και της καλοσύνης; Ωστόσο μετά από χιλιάδες έτη τέτοιων κυρηγμάτων οι Θεοί παραμένουν κουφοί στην αγωνία της ανθρώπινης φυλής. Ο Κομφούκιος δεν ενδιαφέρεται για την φτώχεια, τις άσχημες συνθήκες και τη δυστυχία των πληθυσμών της Κίνας. Ο Βούδας παραμένει ανενόχλητος στη φιλοσοφική αδιαφορία του μπροστά στην πείνα και τους λιμούς στην Ινδία· ο Θεός παραμένει κουφός στην πικρή κραυγή του Ισραήλ, ενώ ο Ιησούς αρνείται να αναστηθεί από τους νεκρούς ενάντια στους Χριστιανούς του που σφάζουν ο ένας τον άλλον.

Επίλογος:Στις αρχές της μεταπολίτευσης υπήρχε ένα άρθρο στο περιοδικό της εποχής, η «Πολιτική και Οικονομική έρευνα» του Β. Κοκκάλα που τέλειωνε με την φράση «όσο ψηλώνει ο άνθρωπος, τόσο χαμηλώνει ο θεός».

Πηγές

1. Ο «θεός των Φιλοσόφων», Δρ. Έλσα Νικολαΐδου

2. Emma Goldman: Η φιλοσοφία του αθεϊσμού, θεωρητικά κείμενα δημοσιεύτηκε το 1916 στο περιοδικό Mother Earth



Γιάννης Περάκης
Οικονομολόγος



Γιάννης Περάκης: Σχετικά με το Συντάκτη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου