ΟΛΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ εδώ και μήνες πως ο συνδυασμός covid με γηροκομεία, και ειδικότερα το φριχτό κι ανόσιο τρίπτυχο covid – γηροκομεία – άνοια, έγινε το κεντρικό μοτίβο μιας από τις πιο μεγάλες και πιο αποτρόπαιες τραγωδίες αυτής της πανδημίας. Της πιο μεγάλης ίσως. Τρόμος και ψυχολογικό δράμα στην πιο ακραία τους διάσταση. Ηλικιωμένοι άνθρωποι που υπέφεραν τρομαγμένοι στο σκοτάδι μακριά από τα οικεία τους πρόσωπα, πριν τους τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες ο ιός, ενώ τα παιδιά τους δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα – ούτε καν να τους δουν για τελευταία φορά – παρά μόνο να βουλιάξουν στην απελπισία και στις ενοχές, αδυνατώντας να μεταβούν στα αναγκαία στάδια του θρήνου.
Διέλυσε πολύ κόσμο και κοσμάκη ανά τον πλανήτη αυτή η φρίκη, και το μακελειό των ηλικιωμένων στο γηροκομείο των Χανίων μας υπενθύμισε με τον πιο συνταρακτικό κι ανατριχιαστικό τρόπο αυτό που θέλουμε να ξεχνάμε: τον παράλληλο κόσμο στον οποίο ζουν οι έγκλειστοι τρόφιμοι αυτών των ιδρυμάτων και τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να γίνουν αντικείμενα στυγνής κι απάνθρωπης εκμετάλλευσης, ειδικά όταν δεν υπάρχει κανείς να κάνει κάτι. Ειδικά όταν δεν μπορούσαν εδώ και τόσο καιρό να δεχτούν επισκέψεις από τους δικούς τους ανθρώπους, λόγω της πανδημίας.
Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε – αν βρούμε την ψυχραιμία – αυτό το συμβάν πέρα από το σοκ και την συντριβή που μας προκαλεί μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία; Ως μια κυνική μπίζνα με real estate προεκτάσεις, επίορκους γιατρούς και αδίστακτους κερδοσκόπους; Ως ντόπια εκδοχή της κομπίνας «μεταβίβασης περιουσιών» ηλικιωμένων με άνοια, όπως είδαμε στο “I Care A Lot” του Netflix; Ως εγκληματική οργάνωση; Ως εταιρεία δολοφόνων; Ως πλήρη αποτυχία των θεσμών και ως κατάρρευση κάθε ηθικής τάξης; Τίποτα δεν βοηθάει, στην πραγματικότητα.
Η μητέρα μου βρίσκεται επίσης σε γηροκομείο της Κρήτης. Στο Ηράκλειο. Κοντά στον αδελφό μου και την οικογένειά του. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι και να μην εξισώνω όλα τα αντίστοιχα ιδρύματα αλλά είναι δύσκολο. Η ανησυχία και οι ενοχές με πνίγουν, παρότι καλά την άκουσα στο τηλέφωνο προχθές, ασχέτως αν δεν είμαι καθόλου σίγουρος πλέον ότι θυμάται ποιος ακριβώς είμαι. Είναι κι η κουλτούρα μας τέτοια που θεωρεί εξ αναφοράς «κολαστήρια» αυτά τα μέρη, ακόμα και τα καλύτερα. Είναι μεγάλη η ντροπή και η ενοχή σ’ αυτή τη χώρα όταν δεν μπορούν τα παιδιά να κρατήσουν τους γονείς κοντά τους. Παντού το ίδιο ισχύει όμως στην πραγματικότητα, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, με εξαίρεση ίσως τις σκανδιναβικές χώρες. Δεν κρίνω αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει να κρατήσουμε τους γονείς μας υπό την δική μας φροντίδα, επίβλεψη κι ευθύνη, πάση θυσία. Ίσως έχουν δίκιο. Ούτε βέβαια κρίνω, όπως κάνουν πάρα πολλοί, όλους όσους φτάνουν στο σημείο να «εγκαταλείψουν» τον ανήμπορο – και αγνώριστο συχνά – γονιό τους σε μια δομή ηλικιωμένων.
Η μητέρα μου είναι πλέον μια ηλικιωμένη γυναίκα με προχωρημένη άνοια που έφτασε να έχει ανάγκη από 24ωρη φροντίδα. Η κατάσταση της επιδεινωνόταν διαρκώς τα τελευταία τέσσερα - πέντε χρόνια, ειδικά από τη στιγμή που έφυγε από την ζωή και το τελευταίο από τα αδέλφια της (ο πατέρας μου κοντεύει να κλείσει εικοσαετία που την άφησε κι εκείνος). Ακολούθησαν τα τυπικά στάδια: ατύχημα στην κουζίνα που οδήγησε σε πυρκαγιά, αδυναμία αυτοπροστασίας και αυτοσυντήρησης, σύγχυση τόπου και χρόνου, παρελθόντος και παρόντος, ισχυρές και μάταιες φαρμακευτικές αγωγές, πτώσεις, επείγοντα, χειρουργεία, φροντίδα στο σπίτι, διαρκής αναζήτηση της σωστής «γυναίκας» για να αναλάβει μέρος του φορτίου, κατάθλιψη, αγωνία, πόνος (και για τους δυο μας).
Όσοι το έχουν περάσει, το ξέρουν καλά το έργο. Είναι φριχτό, δεν καλυτερεύει – παρά τις όποιες φευγαλέες εκλάμψεις και ψευδαισθήσεις – και δεν έχει ποτέ χάπι εντ. Η μεταφορά της σε χώρο διαρκούς (και επαγγελματικής) φροντίδας έμοιαζε απαραίτητη. Ένα μήνα μετά, έσκασε ο κορωνοϊός. Από τότε έχω να την δω. Ναι. Πάνω από ένα χρόνο. Τουλάχιστον έχει κάνει πια τα εμβόλια. Ελπίζω να τα καταφέρω πολύ σύντομα, όσο οδυνηρό κι αν αποδειχτεί αυτό προς στιγμή για μένα. Θα είναι και λυτρωτικό. Έτσι κι αλλιώς, πολύ πιο οδυνηρές και ακατάβλητες είναι οι τύψεις που σε τρώνε επειδή δεν έκανες το καλύτερο που μπορούσες. Ακόμα κι αν το έκανες. Καλύτερα να έχω μια φρέσκια, ζωντανή, φυσική εικόνα της, όποια κι αν είναι αυτή, παρά να μείνει κι άλλο στο μυαλό μου αυτή η ιδέα που γιγαντώθηκε μέσα στην πανδημία, ότι δεν μ’ αφήνουν να πάω να την δω, όχι λόγω του αυστηρού υγειονομικού πρωτοκόλλου και για την δική της προστασία, αλλά ως τιμωρία επειδή δεν ήμουν άξιος να την κρατήσω.
Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε – αν βρούμε την ψυχραιμία – αυτό το συμβάν πέρα από το σοκ και την συντριβή που μας προκαλεί μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία; Ως μια κυνική μπίζνα με real estate προεκτάσεις, επίορκους γιατρούς και αδίστακτους κερδοσκόπους; Ως ντόπια εκδοχή της κομπίνας «μεταβίβασης περιουσιών» ηλικιωμένων με άνοια, όπως είδαμε στο “I Care A Lot” του Netflix; Ως εγκληματική οργάνωση; Ως εταιρεία δολοφόνων; Ως πλήρη αποτυχία των θεσμών και ως κατάρρευση κάθε ηθικής τάξης; Τίποτα δεν βοηθάει, στην πραγματικότητα.
Η μητέρα μου βρίσκεται επίσης σε γηροκομείο της Κρήτης. Στο Ηράκλειο. Κοντά στον αδελφό μου και την οικογένειά του. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι και να μην εξισώνω όλα τα αντίστοιχα ιδρύματα αλλά είναι δύσκολο. Η ανησυχία και οι ενοχές με πνίγουν, παρότι καλά την άκουσα στο τηλέφωνο προχθές, ασχέτως αν δεν είμαι καθόλου σίγουρος πλέον ότι θυμάται ποιος ακριβώς είμαι. Είναι κι η κουλτούρα μας τέτοια που θεωρεί εξ αναφοράς «κολαστήρια» αυτά τα μέρη, ακόμα και τα καλύτερα. Είναι μεγάλη η ντροπή και η ενοχή σ’ αυτή τη χώρα όταν δεν μπορούν τα παιδιά να κρατήσουν τους γονείς κοντά τους. Παντού το ίδιο ισχύει όμως στην πραγματικότητα, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, με εξαίρεση ίσως τις σκανδιναβικές χώρες. Δεν κρίνω αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει να κρατήσουμε τους γονείς μας υπό την δική μας φροντίδα, επίβλεψη κι ευθύνη, πάση θυσία. Ίσως έχουν δίκιο. Ούτε βέβαια κρίνω, όπως κάνουν πάρα πολλοί, όλους όσους φτάνουν στο σημείο να «εγκαταλείψουν» τον ανήμπορο – και αγνώριστο συχνά – γονιό τους σε μια δομή ηλικιωμένων.
Η μητέρα μου είναι πλέον μια ηλικιωμένη γυναίκα με προχωρημένη άνοια που έφτασε να έχει ανάγκη από 24ωρη φροντίδα. Η κατάσταση της επιδεινωνόταν διαρκώς τα τελευταία τέσσερα - πέντε χρόνια, ειδικά από τη στιγμή που έφυγε από την ζωή και το τελευταίο από τα αδέλφια της (ο πατέρας μου κοντεύει να κλείσει εικοσαετία που την άφησε κι εκείνος). Ακολούθησαν τα τυπικά στάδια: ατύχημα στην κουζίνα που οδήγησε σε πυρκαγιά, αδυναμία αυτοπροστασίας και αυτοσυντήρησης, σύγχυση τόπου και χρόνου, παρελθόντος και παρόντος, ισχυρές και μάταιες φαρμακευτικές αγωγές, πτώσεις, επείγοντα, χειρουργεία, φροντίδα στο σπίτι, διαρκής αναζήτηση της σωστής «γυναίκας» για να αναλάβει μέρος του φορτίου, κατάθλιψη, αγωνία, πόνος (και για τους δυο μας).
Όσοι το έχουν περάσει, το ξέρουν καλά το έργο. Είναι φριχτό, δεν καλυτερεύει – παρά τις όποιες φευγαλέες εκλάμψεις και ψευδαισθήσεις – και δεν έχει ποτέ χάπι εντ. Η μεταφορά της σε χώρο διαρκούς (και επαγγελματικής) φροντίδας έμοιαζε απαραίτητη. Ένα μήνα μετά, έσκασε ο κορωνοϊός. Από τότε έχω να την δω. Ναι. Πάνω από ένα χρόνο. Τουλάχιστον έχει κάνει πια τα εμβόλια. Ελπίζω να τα καταφέρω πολύ σύντομα, όσο οδυνηρό κι αν αποδειχτεί αυτό προς στιγμή για μένα. Θα είναι και λυτρωτικό. Έτσι κι αλλιώς, πολύ πιο οδυνηρές και ακατάβλητες είναι οι τύψεις που σε τρώνε επειδή δεν έκανες το καλύτερο που μπορούσες. Ακόμα κι αν το έκανες. Καλύτερα να έχω μια φρέσκια, ζωντανή, φυσική εικόνα της, όποια κι αν είναι αυτή, παρά να μείνει κι άλλο στο μυαλό μου αυτή η ιδέα που γιγαντώθηκε μέσα στην πανδημία, ότι δεν μ’ αφήνουν να πάω να την δω, όχι λόγω του αυστηρού υγειονομικού πρωτοκόλλου και για την δική της προστασία, αλλά ως τιμωρία επειδή δεν ήμουν άξιος να την κρατήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου