Τζένη Κριθαρά
Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που σπεύδουν (και ορθώς) να υπογράψουν κάθε ευρωπαϊκή ή διεθνή σύμβαση που προωθεί τα ιδεώδη της ισότητας και της δημοκρατίας, καθώς και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Λίγο το πνεύμα των αρχαίων ημών προγόνων, λίγο η αθηναϊκή δημοκρατία που αποτέλεσε λίκνο του παγκόσμιου πολιτισμού, οι ελληνικές κυβερνήσεις αισθάνονται διαχρονικά την υποχρέωση να συμμετέχουν σε αυτού του είδους τις πρωτοβουλίες. Δεν αισθάνονται, όμως, απαραίτητα και την ευθύνη να τηρούν τα όσα υπογράφουν. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι φορές που η χώρα μας έχει καταδικαστεί για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είτε πρόκειται για δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών, είτε για τα δικαιώματα φυλακισμένων, ομοφυλοφίλων και γυναικών, η Ελλάδα έχει δεχθεί βαριές «καμπάνες» από τα διεθνή δικαστήρια για την καταπάτησή τους.
Το νομοσχέδιο Τσιάρα, που ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο, αποτελεί ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα υποκρισίας και κυβερνητικής αυθαιρεσίας. Και εξηγούμαι. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που έχουν υπογράψει την λεγόμενη «Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης» για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας εναντίον των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Πρόκειται για το πρώτο νομικά δεσμευτικό διεθνές κείμενο που θέτει κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας. Πρόκειται, επίσης, για την Σύμβαση από την οποία αποχώρησε η Τουρκία πριν λίγο καιρό και δέχθηκε τα πυρά της πολιτισμένης και ευρωπαΪκής Ελλάδας για την καταπάτηση των γυναικείων δικαιωμάτων. Η ίδια κυβέρνηση που λοιδορούσε την γείτονα για την αποχώρησή της από την διεθνή συμφωνία είναι αυτή που έφερε και ψήφισε στο κοινοβούλιο ένα νομοσχέδιο που αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Διότι, γιατί να αποχωρήσεις από μία διεθνή σύμβαση, όταν μπορείς απλώς να την … καταπατήσεις;
Συγκεκριμένα, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης προβλέπει ρητά πως τα ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά των γυναικών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε ζητήματα που αφορούν την επιμέλεια των παιδιών, όπως επίσης και η Σύμβαση για τα δικαιώματα του Παιδιού. Το νομοσχέδιο Τσιάρα τράβηξε την προσοχή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που, σε επιστολή δύο εξέχοντων μελών του, υπογραμμίζει πως η ελληνική κυβέρνηση εκθέτει σε κίνδυνο τα θύματα οικογενειακής βίας. Η Ελίζαμπεθ Μπρόντερικ, επικεφαλής και Ειδική Εισηγήτρια της Ομάδας Εργασίας για τις διακρίσεις εναντίον των γυναικών και των κοριτσιών του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και η Ντουμπράβκα Σιμόνοβιτς, Ειδική Εισηγήτρια για τη βία ενάντια στις γυναίκες, τα αίτια και τις συνέπειες της, έστειλαν επιστολή στην κυβέρνηση για να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους για τις προτεινόμενες αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο- πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου.
Μελετώντας το νομοσχέδιο άρθρο προς άρθρο, τα δύο στελέχη του ΟΗΕ παρατηρούν πως υπάρχουν πολλά κενά, αλλά και πολλά σημεία που επιδέχονται πολλών ερμηνειών. Υπογραμμίζουν πως δεν προβλέπεται επαρκής εξέταση του εάν ένα παιδί κινδυνεύει από ενδοοικογενειακή βία με έναν από τους δύο γονείς του, ούτε περιλαμβάνει κάποια αναφορά στον κίνδυνο κακοποίησης ενός γονιού ή συντρόφου από τον άλλο. Ιδιαιτέρως προβληματική κρίνεται η αναφορά του άρθρου 11 στην «διευρυμένη οικογένεια του ενός γονιού ως πλευρά της εξέτασης του συμφέροντος του παιδιού». Παράλληλα, στο άρθρο 14 δεν παρέχονται οι απαραίτητες εγγυήσεις για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ενώ το σύνολο του νομοσχεδίου δεν προσφέρει έναν σαφή ορισμό του «συμφέροντος του παιδιού», την ώρα που η κυβέρνηση ευαγγελίζεται πως το συμφέρον των παιδιών είναι ο σκοπός αυτή της νομοθετικής αλλαγής.
Οι δύο εκπρόσωποι του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διατυπώνουν αντιρρήσεις στη βάση των κινδύνων να υποστούν διακρίσεις οι γυναίκες. Για παράδειγμα, στο άρθρο 8 που αναφέρεται στην διαδικασία μεσολάβησης, το νομοσχέδιο Τσιάρα δεν λαμβάνει υπόψη την οικονομική ανισότητα που συχνά υπάρχει ανάμεσα στους δύο γονείς.Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως αυτή η ανισότητα υποχρεώνει γυναίκες είτε να μένουν σε κακοποιητικές σχέσεις,είτε να χρειάζονται χρόνο μέχρι να ξανασταθούν οικονομικά στα πόδια τους μετά από ένα διαζύγιο.
Οι διαπιστώσεις των κυριών Μπρόντερικ και Σιμόνοβιτς είναι πολύ σοβαρές, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τον θεσμικό τους ρόλο. Ακόμη σοβαρότερα, όμως, είναι δύο περιστατικά που αποδεικνύουν πως το νομοσχέδιο Τσιάρα δεν αποσκοπεί ούτε στο συμφέρον των παιδιών, ούτε στην ισότιμη σχέση των γονέων με τα παιδιά τους. Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Θέμα», ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, δήλωσε πως οι ενστάσεις των βουλευτριών της ΝΔ Όλγας Κεφαλογιάννης και Μαριέττας Γιαννάκου σχετικά με το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια «προέρχονται από προσωπικά βιώματα» και πως «πρέπει να καταλάβουν ότι η νομοθέτηση δεν γίνεται με προσωπικά βιώματα». Ειλικρινά, δεν γνωρίζω σε ποια βιώματα των δύο γυναικών μπορεί να αναφέρεται ο κύριος Τσιάρας. Αυτό που γνωρίζω πολύ καλά είναι πως πρόκειται για μία άκρως σεξιστική και υποτιμητική δήλωση από τα χείλη του Υπουργού Δικαιοσύνης (!), ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ μας είπε ότι οι δύο γυναίκες που εναντιώνονται στο κυβερνητικό νομοθέτημα δεν σκέφτονται με καθαρό μυαλό. Μήπως, όμως, όταν μία γυναίκα έχει ένα τέτοιο βίωμα έχει καθαρότερο μυαλό από οποιονδήποτε άλλον που βρίσκεται «έξω από τον χορό»;
Το δεύτερο – και ακόμη πιο ανατριχιαστικό – περιστατικό, στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ είναι η τοποθέτηση του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Γιάννη Λοβέρδου από το βήμα της βουλής σχετικά με το νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια. Για να υποστηρίξει, λοιπόν, τις θέσεις της κυβέρνησης ο κύριος Λοβέρδος είπε: «ο κακός σύζυγος δεν σημαίνει ότι είναι κακός γονέας» και πρόσθεσε: «μπορεί να χώρισα και να έχω πάθος εναντίον της γυναίκας μου, αλλά να μην είμαι κακός πατέρας. Αντίστροφα, μπορεί μια γυναίκα να έπιασε τον άντρα της να την απατά και να την κακοποιούσε και να την έδερνε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν έχει δικαίωμα να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς». Ένας άντρας που χτυπάει την γυναίκα του, δηλαδή ένας κακοποιητικός άνθρωπος, μπορεί να μοιράζεται εξίσου τον χρόνο ανατροφής του παιδιού τους, σύμφωνα με τον κύριο Λοβέρδο. Το παιδί που έχει δει ή έχει ακούσει τον μπαμπά να χτυπάει την μαμά, το ρωτάει κανείς αν θέλει ζήσει μαζί του; Το ρωτάει κανείς αν φοβάται; Και ποιος εγγυάται ότι ο πατέρας δεν θα κακοποιήσει και το παιδί; Και στην τελική, τι παράδειγμα δίνεται σε αυτό το παιδί;
Εν κατακλείδι, βρίσκω πολύ παράξενη και πολύ ύποπτη την τόσο έντονη ανάγκη της κυβέρνησης να νομοθετήσει «για το συμφέρον του παιδιού» – ενώ στην πραγματικότητα νομοθετεί υπέρ των αντρών. Και για να μην ξεχνάμε και όσα ήδη ξέρουμε, η συνεπιμέλεια υπάρχει και εφαρμόζεται εδώ και χρόνια στην χώρα μας. Χιλιάδες πρώην ζευγάρια μοιράζονται ισότιμα την ανατροφή των παιδιών τους. Ποιος ο λόγος να αλλάξει ο νόμος και να αντικατασταθεί με έναν άλλο που αφήνει έκθετα τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου