Σε δύσκολες συνθήκες επιβίωσης όπως εξορία, φυλακή ή απομόνωση, ο άνθρωπος αναζητά διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας. Κατά καιρούς, από παλαιότερες καταγραφές, γνωρίζουμε ότι έχει εφεύρει ένα ιδιόμορφο γλωσσικό, συνθηματικό επινόημα. Είναι η κοινή γλώσσα επικοινωνίας που του επιτρέπει να γελάσει, να ανταλλάξει πληροφορίες, να μοιραστεί στιγμές με τους ομοίους του. Αυτή την ανάγκη επικοινωνίας καλύπτουν και τα καλιαρντά. Είναι μία ιδιάζουσα, τεχνητή διάλεκτος που δημιούργησαν οι ομοφυλόφιλοι της δεκαετίας του ΄40 κάτω από ένα καταπιεστικό ως και εχθρικό για αυτούς περιβάλλον περιθωριοποίησης.
Αρκετοί ισχυρίζονται ότι τα καλιαρντά ακούστηκαν πρώτη φορά στις αρχές του 20ου αιώνα. Πιθανόν έχουν επηρεαστεί από την αργκό των ιερόδουλων τα λουπινάρικα ή λουμπινίστικα ένα συνθηματικό λεξιλόγιο. Το γεγονός δεν μας εκπλήσσει καθώς εκείνη την εποχή είναι στενή η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ιερόδουλες και ομοφυλόφιλους. Πολλοί είναι οι ομοφυλόφιλοι που εργάζονταν στα πορνεία ως βοηθοί. Μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τα καλιαρντά διανθίζονταν με νέες λέξεις , αλλά σιγά σιγά άρχισαν να φθίνουν και να μην χρησιμοποιούνται μέχρι που χάθηκαν τελείως.
Τα καλιαρντά επηρεάστηκαν από την τούρκικη, γαλλική και ιταλική γλώσσα αλλά και από τη ρομανί. Διακρίνονται στα απλά καλιαρντά που είναι πιο διαδεδομένα και στα ντούρα καλιαρντά που έχουν πολλά στοιχεία καθαρεύουσας.
Η λέξη καλιαρντά έχει τις ρίζες της στη λέξη καλιαρντός που σημαίνει «άσχημος», «περίεργος». Ίσως, όμως, να προέρχεται και από τη γαλλική λέξη gaillard (αναιδής, τολμηρός, εύθυμος). Ακόμα πιο πιθανό από τη ρομανί, γλώσσα των τσιγγάνων και συγκεκριμένα από το επίθετο caliarda που σημαίνει μαύρος.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος (1928-2003) μελετητής του λαϊκού, ελληνικού πολιτισμού, συγγραφέας και δημοσιογράφος ασχολήθηκε επισταμένα με τα καλιαρντά και έγραψε και σχετικό βιβλίο το 1971. Το βιβλίο αυτό και οι πολιτικές τους τοποθετήσεις ήταν οι αφορμές για να κλειστεί φυλακή από τη Χούντα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε ότι ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος αναφερόντανε στα καλιαρντά ως «μπισκοτότεκνο» (μπισκότα Παπαδοπούλου -Γεώργιος Παπαδόπουλος και τεκνό).
Όπως αναφέρει και ο Η. Πετρόπουλος “βασικά χαρακτηριστικά της καλιαρντής ,αυτής της έξυπνης και πλαστικής γλώσσας είναι ο ιδιάζων επιτονισμός, η προφορά και ο ταχύτατος τρόπος ομιλίας“. Οι ομοφυλόφιλοι συνομιλούν τα καλιαρντά με γρηγοράδα έτσι ώστε κανείς να μην αντιλαμβάνεται τι λένε που ήταν και το ζητούμενο.
Με το πέρασμα των χρόνων διαδόθηκαν και στα θεατρικά σανίδια και ενσωματώθηκαν στα κείμενα των θεατρικών παραστάσεων ιδιαίτερα στις επιθεωρήσεις τις δεκαετίες ΄70 και ΄80. Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζοντας πρόσθεταν κάποια καλιαρντά στις ατάκες τους.
Σήμερα έχουν αφομοιωθεί στο καθημερινό μας λεξιλόγιο χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς τη σημασία του αλλά και τη γλωσσική τους ρίζα. Οι λέξεις «τζους» ή «κουλό» που χρησιμοποιούμε ευρέως ανήκουν στα καλιαρντά.
Ένας κώδικας επικοινωνίας για τους ανθρώπους που ήθελαν να εκφραστούν ελεύθερα, ερωτικά, τολμηρά, με χιούμορ αλλά δεν είχαν το «δικαίωμα». Τα καλιαρντά τελικά ανήκουν στην κατηγορία ενός συνθηματικού λεξικού κώδικα που κατάφερε να κάνει τους ανθρώπους που τα δημιούργησαν να νιώθουν ότι ανήκουν σε μία κοινωνική ομάδα που ήταν αποδεκτοί. Αφού η ευρύτερη κοινωνία τους έδειχνε με το δάχτυλο και τους άφηνε στο περιθώριο.
*Αφιερωμένο στη μνήμη της Δήμητρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου