Την επόμενη μέρα του θανάτου του Μίκη, εθεάθη ογδονταπεντάχρονος να τριγυρνά στον παλιό σταθμό του τραίνου, στο Βραχάτι. Στην ερώτηση διερχόμενου μήπως αναζητά κάτι και χρειάζεται βοήθεια, ο παππούς ολόρθος του έδωσε την απάντηση ότι περιμένει να περάσει το τραίνο. Στη σύντομη κουβέντα τους και επειδή δεν τον είχε ξαναδεί στα μέρη τους, τον πληροφόρησε ότι το τραίνο έπαψε να περνά εδώ και χρόνια. Οι γραμμές χορτάριασαν και ο σταθμός εγκαταλείφθηκε. Ο ηλικιωμένος σε απόλυτη συνάφεια με το περιβάλλον έδειξε να μην τον απασχολεί η πληροφορία. Ακούμπησε παράμερα στον κορμό ενός δένδρου και περίμενε. Όπως και τότε.
Τέλος καλοκαιριού του 1968, νέος ο Κ. με μαύρα μαλλιά, είχε κατέβει από το ερειπωμένο σπίτι που κρυβόταν σε ορεινό χωριό της Κορινθίας, στο Βραχάτι και περίμενε ναρθεί από την Πάτρα ένας σύντροφος, κυνηγημένος κι αυτός, “ως αντεθνικώς δράσας”. Αναγκάστηκαν να περάσουν στην παρανομία. Το 1968 τα πράγματα είχαν δυσκολέψει αρκετά. Όχι για όλους, περισσότερο για όσους χαρακτηρίζονταν από την ερυθρότητα των κοινωνικών φρονημάτων και προς το παρόν είχαν αποφύγει τη σύλληψη.
Με βρώμικο κασκέτο και παλιόρουχα ώστε να δείχνει ζητιάνος αλλά και τα μάτια του δεκατέσσερα γιατί πάντα υπήρχαν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τη Χούντα, τινάχτηκε με αγωνία στο πρώτο σφύριγμα του τραίνου. Ώρες περίμενε να φανεί, μαζί του κι ο Παντελής, από χωριό της Αχαΐας που δεν τον χωρούσε ο τόπος από το ’67 και μετά. Σχεδίαζαν να μείνουν όσο μπορούσαν στα ορεινά της Κορινθίας, συνεχίζοντας τη δική τους αντίσταση με μυστικούς συνδέσμους. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά όταν αντίκρισε μακριά στους ευκαλύπτους το πρώτο βαγόνι. Όσο αυτό πλησίαζε τόσο ο χτύπος της καρδιάς του γινόταν ένα με το χτύπο της μηχανής. Ώσπου το τραίνο με κομμένη ταχύτητα σύρθηκε απρόθυμα στις ράγες και σταμάτησε λίγο πιο μπροστά από το σταθμό. Στην αναμονή κομμένη ήταν και η δική του ανάσα. Δεν θα φανερωνόταν αμέσως, ειδικά αν δεν είχε πολύ κόσμο για να μη καούν. Μόλις ο σύντροφος ξεμάκραινε λίγο, θα τον πλησίαζε. Με τα πόδια θα πήγαιναν μέχρι τ’ αμπέλια έξω από το χωριό και σιγά σιγά προς τα πάνω οι εργάτες μιλημένοι περίμεναν για τον τρύγο. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ο Παντελής, που κατέβηκε αργά και αθόρυβα από το βαγόνι ώστε να δείχνει ανήμπορος. Όταν τον εντόπισε, περίμενε λίγο και χωρίς να τον χάσει από τα μάτια του τον ακολουθούσε από μακριά. Φρόνιμο δεν ήταν να μένουν άλλο εκεί ειδικά όταν ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα ότι λόγω μηχανικής βλάβης το τραίνο δεν θα αναχωρούσε αμέσως. Σε απόσταση ο ένας από τον άλλον κινήθηκαν με προσοχή προς την ίδια κατεύθυνση.
Ούτε που κατάλαβαν για πότε τους κύκλωσαν. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Οι “μυστικοί” επιβάτες που πετάχτηκαν από διαφορετικά βαγόνια γνώριζαν τη δουλειά τους.
Κρατούμενοι στο πίσω βαγόνι πήραν το δρόμο της εξορίας για τη Λέρο ως επικίνδυνοι κομμουνιστές. Η Πατρίς έκανε το χρέος της. Με την ολοκλήρωση της επιχείρησης αποκαταστάθηκε και η δήθεν μηχανική βλάβη στο σταθμό του Βραχατίου.
Το τραίνο φεύγει στις οκτώ… ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα. Όλα υπό έλεγχο! Τον ίδιο καιρό ο Μίκης ευρισκόμενος υπό περιορισμό στο σπίτι του στο Βραχάτι (Μάρτιος- Αύγουστος `68), συνέθετε τα “Λαϊκά” που δεν ακούστηκαν την περίοδο αυτή στην Ελλάδα.
Τα “Λαϊκά” λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκαν από την χούντα των συνταγματαρχών με την περίφημη υπ’ αρ. 13 Διαταγή του Στρατηγού Αγγελή. Ωστόσο, “το τραίνο φεύγει στις οκτώ”, το λιγότερο λαϊκό από τα “Λαϊκά”, αγαπήθηκε και χιλιοτραγουδήθηκε από το Λαό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου