Ο συνεργάτης των Γερμανών “πρωθυπουργός” Ράλλης (δεξιά) και ο επικεφαλής Ταγμάτων Ασφαλείας Αττικής Πλυτζανόπουλος (με τη σημαία), μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, επί κατοχής…
Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης, ακόμα και τις φορές που γίνονται οξύτατες φτάνοντας μέχρι και την ένοπλη σύγκρουση, ακόμα και τότε, δεν είναι δυνατό να αναιρέσουν τη στάση του συνόλου της αστικής τάξης και των κομμάτων της απέναντι στην εργατική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Οτι, δηλαδή, ταυτόχρονα με τη μεταξύ τους διαπάλη, το κοινό τους μέλημα είναι η περιφρούρηση και διατήρηση της αστικής εξουσίας. Παρά τις διαφορές τους στην τακτική, ο βασικός στόχος παραμένει αμετάθετος.
Ως προς αυτό το τελευταίο, η στάση των αστικών δυνάμεων έναντι των κατοχικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα (1941 - 1944) είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Και, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, είναι συγκρίσιμη με τη σημερινή κατάσταση. Οχι βεβαίως επειδή υπάρχει κατοχή στην Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται δημαγωγικά και αντιεπιστημονικά αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα. Αλλά επειδή η κρατική καταστολή ενισχύεται και με αφορμή την άνοδο της επιρροής της φασιστικής Χρυσής Αυγής, ενώ το αστικό πολιτικό σύστημα, που αντιμετωπίζει δυσκολίες στην απρόσκοπτη λειτουργία του, αναμορφώνεται, προκειμένου να ενσωματώσει σταθερά τις λαϊκές δυνάμεις.
Η απόφαση για τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας» πάρθηκε αμέσως μετά από το σχηματισμό της κυβέρνησης του Ι. Δ. Ράλλη, τον Απρίλη του 1943. Εξάλλου, αποτελούσε όρο του, προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία. Στις 18 Ιούνη του 1943 δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» ο νόμος 260/1943 «Περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών τμημάτων». Και το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου άρχισε η συγκρότησή τους στην Αθήνα, η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη του Δεκέμβρη. Στη συνέχεια «Τάγματα Ασφαλείας» δημιουργήθηκαν στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στη Δυτική Στερεά, στην Ηπειρο, στη Θεσσαλία και σε Θεσσαλονίκη - Μακεδονία.
Από την άποψη των διεθνών και των εσωτερικών συνθηκών, έχει μεγάλη σημασία ο χρόνος, κατά τον οποίο συγκροτήθηκαν τα «Τάγματα Ασφαλείας». Οι βασικές παράμετροι των εξελίξεων ήταν οι εξής:
1. Η στροφή που σημειώθηκε τότε στην πορεία του πολέμου, με τη μεγαλειώδη νίκη του Κόκκινου Στρατού επί του γερμανικού στο Στάλινγκραντ (Φλεβάρης 1943). Η στροφή έγινε αμετάστρεπτη μετά και από τη συντριβή των γερμανικών στρατευμάτων στο Κουρσκ (Αύγουστος 1943). Από το Στάλινγκραντ και στη συνέχεια τέθηκε πιο ανάγλυφα επί τάπητος το ζήτημα των μεταπολεμικών εξελίξεων σε σειρά καπιταλιστικών χωρών, υποχρεώνοντας να πάρουν τα ανάλογα μέτρα η αστική τάξη και τα κόμματά της, καθώς και οι ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην αντιχιτλερική συμμαχία (ΗΠΑ, Αγγλία). Μεγάλης σημασίας ήταν η περίπτωση της Ελλάδας, λόγω της δεσπόζουσας γεωπολιτικής θέσης της.
Εκείνο το διάστημα κατέρρευσε και η γερμανο-ιταλική συμμαχία, αφού η μουσολινική Ιταλία υποχρεώθηκε σε συνθηκολόγηση (8 Σεπτέμβρη 1943).
2. Η στροφή στην πορεία του πολέμου επέδρασε σημαντικά στην ανάπτυξη του ΕΑΜικού κινήματος, διαμόρφωσε προϋποθέσεις ένοπλης αντίστασης με στήριγμα την πλατιά μαζική πάλη, ενώ συνέτριψε το μύθο για το «αήττητο της Γερμανίας». Χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα (5 Μάρτη 1943) που ματαίωσε την επιστράτευση Ελλήνων εργαζομένων, τους οποίους προόριζαν να πολεμήσουν κατά του Κόκκινου Στρατού. Η ορμητική άνοδος της λαϊκής πάλης και του ΚΚΕ ήταν επαρκείς λόγοι για τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας».
Ως προς το τελευταίο, ο πρωτεργάτης (μαζί με τους Πάγκαλο, Γονατά και Βουλπιώτη) της ίδρυσής τους Ι. Δ. Ράλλης υπήρξε αποκαλυπτικός:
«...Διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχε υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σχεδίων του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος»1.Και σε άλλο σημείο:
«Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση»2.
Ο Κομνηνός Πυρομάγλου χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Ράλλη ως εξής:
«...Η κυβέρνησις Ι. Ράλλη είναι, εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως της Ελλάδος, η πρώτη "Δυτικοσυμμαχική" Κυβέρνησις εις την Ελλάδα (...). Συνεπώς, η κυβέρνησις Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι απλώς μία Κατοχική Κυβέρνησις, αλλά προ παντός, η "Τρίτη Δύναμις", η δυναμική εμφάνισις των Παλαιών Κομμάτων, η διεκδικούσα εθνική και πολιτική δύναμις την Εξουσίαν μετά την απελευθέρωσιν»3.
Και ο Κρις Γουντχάουζ, αρχηγός της εγγλέζικης αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά από την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς:
«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος»4.
Ως προς αυτό το τελευταίο, η στάση των αστικών δυνάμεων έναντι των κατοχικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα (1941 - 1944) είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Και, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, είναι συγκρίσιμη με τη σημερινή κατάσταση. Οχι βεβαίως επειδή υπάρχει κατοχή στην Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται δημαγωγικά και αντιεπιστημονικά αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα. Αλλά επειδή η κρατική καταστολή ενισχύεται και με αφορμή την άνοδο της επιρροής της φασιστικής Χρυσής Αυγής, ενώ το αστικό πολιτικό σύστημα, που αντιμετωπίζει δυσκολίες στην απρόσκοπτη λειτουργία του, αναμορφώνεται, προκειμένου να ενσωματώσει σταθερά τις λαϊκές δυνάμεις.
Η απόφαση για τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας» πάρθηκε αμέσως μετά από το σχηματισμό της κυβέρνησης του Ι. Δ. Ράλλη, τον Απρίλη του 1943. Εξάλλου, αποτελούσε όρο του, προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία. Στις 18 Ιούνη του 1943 δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» ο νόμος 260/1943 «Περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών τμημάτων». Και το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου άρχισε η συγκρότησή τους στην Αθήνα, η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη του Δεκέμβρη. Στη συνέχεια «Τάγματα Ασφαλείας» δημιουργήθηκαν στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στη Δυτική Στερεά, στην Ηπειρο, στη Θεσσαλία και σε Θεσσαλονίκη - Μακεδονία.
Από την άποψη των διεθνών και των εσωτερικών συνθηκών, έχει μεγάλη σημασία ο χρόνος, κατά τον οποίο συγκροτήθηκαν τα «Τάγματα Ασφαλείας». Οι βασικές παράμετροι των εξελίξεων ήταν οι εξής:
1. Η στροφή που σημειώθηκε τότε στην πορεία του πολέμου, με τη μεγαλειώδη νίκη του Κόκκινου Στρατού επί του γερμανικού στο Στάλινγκραντ (Φλεβάρης 1943). Η στροφή έγινε αμετάστρεπτη μετά και από τη συντριβή των γερμανικών στρατευμάτων στο Κουρσκ (Αύγουστος 1943). Από το Στάλινγκραντ και στη συνέχεια τέθηκε πιο ανάγλυφα επί τάπητος το ζήτημα των μεταπολεμικών εξελίξεων σε σειρά καπιταλιστικών χωρών, υποχρεώνοντας να πάρουν τα ανάλογα μέτρα η αστική τάξη και τα κόμματά της, καθώς και οι ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην αντιχιτλερική συμμαχία (ΗΠΑ, Αγγλία). Μεγάλης σημασίας ήταν η περίπτωση της Ελλάδας, λόγω της δεσπόζουσας γεωπολιτικής θέσης της.
Εκείνο το διάστημα κατέρρευσε και η γερμανο-ιταλική συμμαχία, αφού η μουσολινική Ιταλία υποχρεώθηκε σε συνθηκολόγηση (8 Σεπτέμβρη 1943).
2. Η στροφή στην πορεία του πολέμου επέδρασε σημαντικά στην ανάπτυξη του ΕΑΜικού κινήματος, διαμόρφωσε προϋποθέσεις ένοπλης αντίστασης με στήριγμα την πλατιά μαζική πάλη, ενώ συνέτριψε το μύθο για το «αήττητο της Γερμανίας». Χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα (5 Μάρτη 1943) που ματαίωσε την επιστράτευση Ελλήνων εργαζομένων, τους οποίους προόριζαν να πολεμήσουν κατά του Κόκκινου Στρατού. Η ορμητική άνοδος της λαϊκής πάλης και του ΚΚΕ ήταν επαρκείς λόγοι για τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας».
Ως προς το τελευταίο, ο πρωτεργάτης (μαζί με τους Πάγκαλο, Γονατά και Βουλπιώτη) της ίδρυσής τους Ι. Δ. Ράλλης υπήρξε αποκαλυπτικός:
«...Διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχε υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σχεδίων του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος»1.Και σε άλλο σημείο:
«Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση»2.
Ο Κομνηνός Πυρομάγλου χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Ράλλη ως εξής:
«...Η κυβέρνησις Ι. Ράλλη είναι, εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως της Ελλάδος, η πρώτη "Δυτικοσυμμαχική" Κυβέρνησις εις την Ελλάδα (...). Συνεπώς, η κυβέρνησις Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι απλώς μία Κατοχική Κυβέρνησις, αλλά προ παντός, η "Τρίτη Δύναμις", η δυναμική εμφάνισις των Παλαιών Κομμάτων, η διεκδικούσα εθνική και πολιτική δύναμις την Εξουσίαν μετά την απελευθέρωσιν»3.
Και ο Κρις Γουντχάουζ, αρχηγός της εγγλέζικης αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά από την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς:
«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος»4.
Ο ρόλος των Εγγλέζων
Βεβαίως, από την πλευρά τους έβαλαν και οι Εγγλέζοι σε εφαρμογή την αναπροσαρμοσμένη - λόγω των εξελίξεων - τακτική τους.
Στις 29 Αυγούστου 1943 ο ιντελιτζενσερβίτης ταγματάρχης Ντ. Γουάλας, που δρούσε στα ελληνικά βουνά, παρέδωσε έκθεση στον Ρέτζιναλντ Λίπερ (πρέσβη της Αγγλίας στο Κάιρο) σχετικά με τη νέα κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει η εγγλέζικη τακτική απέναντι στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Η αναφορά του Γουάλας έγινε δεκτή από την κυβέρνηση της Αγγλίας: «Ελπίζω ότι πέτυχα να δείξω τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί η σημερινή πολιτική μας της υποστήριξης του ΕΑΜ...»5.
Στις 8 του Οκτώβρη 1943 ήρθε στην Αθήνα ο Νεοζηλανδός λοχαγός Ντον Στοτ. Πήρε μέρος σε σύσκεψη, την οποία οργάνωσε ο κατοχικός δήμαρχος Αγγελος Γεωργάτος. Πήραν μέρος επίσης ο Γ. Βεντήρης (βασιλικός), ο Παπαθανασόπουλος (ΕΔΕΣ), ο Γ. Γρίβας (αρχηγός της «Χ») και άλλοι, οι οποίοι υπέγραψαν σύμφωνο αντικομμουνιστικής δράσης. Το θέμα αφορούσε την κατάληψη της εξουσίας, μόλις οι Γερμανοί θα έφευγαν από την Ελλάδα 6.
Σημειωτέον ότι λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Οκτώβρη 1943, είχαν γενικευτεί οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ηπειρο ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ) διέκοψε τη βοήθεια προς τον ΕΛΑΣ και την αύξησε προς τον Ζέρβα (ΕΔΕΣ).
Οι «αφανείς» συνεργοί των κατοχικών κυβερνήσεων
Η αποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής από την Ελλάδα δημιούργησε ένα κενό που έπρεπε να καλυφθεί. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να αρθούν οι όποιες εναπομείνασες επιφυλάξεις των Γερμανών. Οι γερμανικές επιφυλάξεις ήταν δικαιολογημένες και στηρίζονταν στη βάσιμη αμφιβολία τους, αν τα «Τάγματα Ασφαλείας» θα παρέμεναν μέχρι τέλους στο πλευρό τους ή αν θα τάσσονταν κάποια στιγμή στο πλευρό των Εγγλέζων. Ας σημειωθεί ότι η γερμανική και η ιταλική διοίκηση είχαν απαγορεύσει στην κυβέρνηση Τσολάκογλου τη δημιουργία ταγμάτων. Εγραψε σχετικά ο Γ. Τσολάκογλου:
«Η δευτέρα ενέργειά μας απέβλεπε εις το να ζητήσωμεν να επιτραπή η οργάνωσις ταγμάτων τινών, διά να εμπνευσθή ο Λαός αίσθημα ασφαλείας (...) Αντί όλων τούτων επετράπη η οργάνωσις Τάγματος Φρουράς Αγνώστου Στρατιώτου μόνον»7.
Ωστόσο, εκτός από τη φανερή πλευρά Ι. Δ. Ράλλη - Γερμανών, στη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας» υπήρξε και η αθέατη, που γρήγορα έγινε εμφανής: Ο ρόλος που έπαιξαν στη συγκρότηση των δολοφονικών ταγμάτων πολλοί από τον αστικό πολιτικό κόσμο και φυσικά η Αγγλία. Πάντως, δίχως να σημαίνει ότι ήταν γερμανόφιλοι, είχαν αφήσει αποτυπώματα πριν τη συγκρότηση των ταγμάτων, συγχαίροντας τον Τσολάκογλου επί τη αναλήψει των καθηκόντων του. Ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός είναι αποκαλυπτικότατος:
«... τρανωτάτην απόδειξιν του ότι πάντες ήθελον την ύπαρξιν Κυβερνήσεως αποτελεί η γνώμη των αρχηγών πολιτικών κομμάτων της Χώρας (...) κληθέντες παρ' εμού εις το Πρωθυπουργικόν γραφείον (...) απεφάνθησαν πάντες ότι: Εθεώρουν προτιμοτέραν την Κυβέρνησιν από το Προτεκτοράτον. Επέδειξαν κατανόησιν της σοβαρότητος της πατριωτικής χειρονομίας που έκαμα και με ενεθάρρυναν εις το πατριωτικόν έργον (...)».8
Στις αθηναϊκές εφημερίδες της 9 και 10 Μάη 1941 («Ακρόπολις», «Καθημερινή», «Ελεύθερον Βήμα») αναφέρονται τα ονόματα των αστών πολιτικών που συναντήθηκαν με τον Τσολάκογλου:
Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Αλέξανδρος Οθωναίος, Δημήτριος Μάξιμος, Ντίνος Τσαλδάρης, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Βασίλης Δελιγιάννης, Γεώργιος Πεσματζόγλου, Γεώργιος Μερκούρης, Περικλής Ράλλης, Ιωάννης Σοφιανόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Ντίνος Ροδόπουλος, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Σταύρος Κωστόπουλος, Κρείττων Δηλαβέρης κ.ά. και ο στρατηγός Δημήτριος Καθενιώτης, καθώς και σειρά καθηγητών του πανεπιστημίου.
«... Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις: "... Πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς"».9
Ωστόσο, δεν πήγαν μόνο αυτοί. Οπως κατέθεσε στη δίκη των δοσιλόγων ο βουλευτής Θεσσαλονίκης Τζερμιάς «... απρόσκλητοι μετέβησαν περί τους 15 πολιτευόμενοι εις το γραφείον του Πρωθυπουργού και συγχαρέντες αυτόν, εδήλωσαν ότι είνε πρόθυμοι να τον συνδράμουν εις το δυσχερές, αλλά πατριωτικότατον έργον του»10.
Ομως, ο Γ. Τσολάκογλου συνεχίζει ακάθεκτος:
«ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΝΟΙ ΕΧΡΕΙΑΖΟΝΤΟ ΚΥΒΕΡΗΣΙΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. Ευθύς ως διετύπωσα την απόφασίν μου να απομακρυνθώ της Αρχής, η Μυστική Υπηρεσία των Αγγλων επρότεινε εις τον ναύαρχον Οικονόμου ν' αναλάβη την εξουσίαν, διότι θα της ήτο χρησιμώτερος από άλλους μνηστήρας. Ο ναύαρχος Οικονόμου κατέθεσεν ενώπιον του Δικαστηρίου τας συνθήκας υφ' ας εβολιδοσκοπήθη υπό των κατακτητών διά την ανάληψην της πρωθυπουργίας και τους λόγους δι' ους τελικώς δεν απεδέχθη (...). Εννέα μήνας μετά την παραίτησίν μου, η Μυστική εν Αθήναις των Βρεταννών Υπηρεσία, απετάθη προς εμέ διά προσώπου κοινής εμπιστοσύνης, διά να με ερωτήσει αν ήμην διατεθειμένος ν' αναλάβω και πάλιν τον σχηματισμόν κυβερνήσεως (...). Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών η Ιταλία ηναγκάσθη να συνθηκολογήση ανακωχήν προς τους Συμμάχους (...). Τότε η Αγγλική Υπηρεσία και πάλιν απηυθύνθη προς εμέ (...). Τότε διετύπωσα την απορίαν μου, διά τίνα λόγον επροτίμων εμέ, ενώ ο κύριος Ράλλης ή οιοσδήποτε άλλος θα επροθυμοποιείτο εις την εξυπηρέτησίν των».11
Βεβαίως, τον Ράλλη οι Εγγλέζοι τον προτίμησαν στη συνέχεια. Η μεταγενέστερη μαρτυρία του επιτετραμμένου του Ράιχ στην Ελλάδα Γκύντερ Αλτενμπούργκ έχει τη δική της αξία:
«... θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».12
Στο ίδιο πνεύμα και γράμμα και ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου αναφέρει:
«Η Κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται (...) με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των αρχών κατοχής εις την Ελλάδα (...). Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».13
Αποκαλύψεις στη δίκη
Στη δίκη των δοσιλόγων εξετάστηκε ως μάρτυρας κατηγορίας και ο πρώην πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης (αρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων). Ομως η κατάθεσή του ήταν κατάθεση μάρτυρα υπεράσπισης. Μεταξύ του Σοφούλη, του προέδρου του δικαστηρίου και του κατηγορούμενου Ράλλη, έγινε ο εξής χαρακτηριστικός διάλογος:
«ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο Τσολάκογλου και οι υπουργοί διευκόλυναν τον εχθρό;
ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Δεν το ξέρω. Ημουν ξένος προς τας ενεργείας αυτάς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διά την κυβέρνησιν Ράλλη; Μήπως ξέρετε υπό ποίας συνθήκας ανέλαβε;
ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Δεν γνωρίζω. Δεν παρηκολούθησα καθόλου αυτό το ζήτημα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διατί συνεκροτήθησαν τα Τάγματα Ασφαλείας;
ΣΟΦΟΥΛΗΣ: (...) Εγιναν διά να κτυπήσουν τα δήθεν τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις ηθέλησε να εξασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν(...).
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ετέθησαν όμως υπό τας διαταγάς των Γερμανών.
ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Δεν το γνωρίζω.
ΡΑΛΛΗΣ: Σας επισκέφθηκε ποτέ ο διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυτζανόπουλος; (...) Τον γνωρίζατε, διότι ο διακεκριμένος αυτός αξιωματικός ανήκε στην παράταξίν σας.
ΣΟΦΟΥΛΗΣ: Οχι δεν τον γνωρίζω. Συμμετέσχον όμως εις τα Τάγματα Ασφαλείας πολλοί διακεκριμένοι του κόμματός μου αξιωματικοί.
Τέλος ο Σοφούλης λέει: Ο Ιωάννης Ράλλης δεν είχεν δολίαν πρόθεσιν (...) ενόμιζε ότι καταλαμβάνων την αρχήν μπορούσε να εμποδίσει τους Γερμανούς από την διάπραξιν πολλών κακών εις βάρος του λαού».14
Από μάρτυρας κατηγορίας που κλήθηκε, μετατράπηκε σε μάρτυρα υπεράσπισης και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος:
«Δεν φρονώ ότι τα τάγματα ασφαλείας έγιναν διά να ωφελήσουν τους Γερμανούς».15 Απαντώντας στο αν χρησιμοποιήθηκαν από τον Παπανδρέου οι ταγματασφαλίτες τον Δεκέμβρη 1944, επικαλέστηκε «ότι το Αγγλικό στρατηγείο αρνήθηκε οπωσδήποτε τη συμμετοχή αυτή και ότι με την πληροφορία ότι αριθμός ανδρών των ταγμάτων διέφυγε από το στρατόπεδο διατάχθηκαν ανακρίσεις»!16
Ενώ ο Γ. Παπανδρέου ομολόγησε στην ίδια δίκη:
«Απεφασίσαμεν να οπλίσωμεν τους άνδρας των Ταγμάτων Ασφαλείας (...) διά την προσωπικήν των ασφάλειαν, διά να μη σφαγούν. Αυτό έγινεν από ανθρωπισμόν. Δεν τους μετεχειρίσθημεν όμως εις μάχας».17
Φυσικά τα «Τάγματα Ασφαλείας» χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του λαού και τον Δεκέμβρη 1944, όπως έγραψε και ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, τότε υφυπουργός Στρατιωτικών:
«Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε».18
Από την άλλη, ο Παπανδρέου προφασίστηκε άγνοια στην παρατήρηση του Ράλλη, ότι γνώριζε πως θα έφευγε για το Κάιρο και μάλιστα εγγυήθηκε προσωπικά γι' αυτόν... Σε ποιους άραγε εγγυήθηκε; (...).
Πλήθος και άλλων αποκαλύψεων έγινε στη δίκη των δωσίλογων, όπως για παράδειγμα ότι ο Παπανδρέου, όντας πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο, έστελνε από το Κάιρο όπλα στον Ζέρβα και στον Γρίβα (της «Χ») μέσω της κυβέρνησης Ράλλη, ενώ, πέρα από την προηγούμενη μαρτυρία του Τσολάκογλου και του Αλτενμπούργκ, κατατέθηκε και στη δίκη ότι στην πρωθυπουργία προώθησαν τον Ράλλη οι Εγγλέζοι κ.ά.
Νικόλαος Πλαστήρας
Στις προτάσεις του ταγματάρχη Γουάλλας βρισκόταν και ο Ν. Πλαστήρας. Στη διάρκεια της Κατοχής ο Ν. Πλαστήρας βρισκόταν στη Νίκαια της Γαλλίας, απ' όπου καθοδηγούσε τον ΕΔΕΣ. Ηταν ο ίδιος που κάλεσε το λαό σε υποταγή όταν τα γερμανικά στρατεύματα είχαν μπει το 1941 στην Ελλάδα και προχωρούσαν προς την Αθήνα, ενώ τότε είχε τοποθετηθεί υπέρ του σχηματισμού φιλογερμανικής κυβέρνησης «... Κι αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του Αξονος (όπερ απίθανον)»19.
Στην έκθεσή του, ο Γουάλλας αναφέρει για τον Πλαστήρα:
«... διαθέτει το μεγάλο προνόμιο να είναι αντικομμουνιστής και ταυτόχρονα συνδεδεμένος, στα μάτια της κοινής γνώμης, με τον αγώνα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Θα μπορούσε, λοιπόν, να γίνει ένας ιδιαίτερα πολύτιμος αντίθετος πόλος έλξης, απέναντι στην ευρεία αριστερή γοητεία του ΕΑΜ στην Ελλάδα (...). Ως προς την εξωτερική πολιτική, ο Πλαστήρας υπήρξε πάντοτε συνεπής αγγλόφιλος (...). Η αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού, μετά την απελευθέρωση, θα αντιμετωπίσει τρομακτικά προβλήματα και το μεγαλύτερο απ' αυτά θα είναι ασφαλώς, τι θα γίνει με τους αντάρτες. (...) Θα είναι πολύ πιο εύκολο για τον Πλαστήρα, παρά για έναν βασιλόφρονα υπουργό ή στρατηγό, να την αντιμετωπίσει».20
Ο Πλαστήρας έγινε πρωθυπουργός στις αρχές του 1945 για να συμβάλει πρωταγωνιστικά στην υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, έχοντας στους εκπροσώπους της κυβέρνησης και τον σοσιαλιστή Ιωάννη Σοφιανόπουλο, υπουργό Εξωτερικών.
Επειδή η ιστορική έρευνα έχει ουσιαστική αξία στο βαθμό που διδάσκει, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί από κάθε εργαζόμενο, ότι τα μάτια των αστικών κομμάτων είναι στραμμένα στο επαναστατικό κίνημα κι ας κουνάνε το δάχτυλο προς τη φασιστική Χρυσή Αυγή. Η αντιρατσιστική μεγαλοστομία τους δεν πρέπει να κρύβει ότι είναι πρώτα και πάνω απ' όλα στοχοπροσηλωμένοι στην υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές τους.
Παραπομπές:
1. Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου, Αθήνα, 1947, σελ. 59.
2. Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου, Αθήνα, 1947, σελ. 42.
3. Κομνηνού Πυρομάγλου, Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ, εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα, 1978, σελ. 385.
4. Σπύρου Γασπαρινάτου, Η ΚΑΤΟΧΗ, τ. Α΄, εκδ. Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, σελ. 222.
5. Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα, η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη David J. Wallace - 1943, εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ, Αθήνα, 2009, σελ. 138.
6. Πέτρου Ρούσου, Η μεγάλη πενταετία, τ. Α΄, Αθήνα, 1976, σελ. 509-510.
7. Γεωργίου Κ. Σ. Τσολάκογλου, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΙΣ «ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ», Αθήναι, 1959, σελ. 176.
8. Γεωργίου Κ. Σ. Τσολάκογλου, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΙΣ «ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ», Αθήναι, 1959, σελ. 165.
9. Κομνηνού Πυρομάγλου, Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του 1934-'57, τ. Α΄, εκδ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΑΘΗΝΑΙ, 1965.
10. Γεωργίου Κ.Σ. Τσολάκογλου, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΙΣ «ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ», Αθήναι, 1959, σελ. 166.
11. Γεωργίου Κ.Σ. Τσολάκογλου, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΙΣ «ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ», Αθήναι, 1959, σελ. 243-244.
12. Χάγκεν Φλάισερ, ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ, τ. Α΄, εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, σελ. 31.
13. Κομνηνού Πυρομάγλου, Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ, εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα, 1978, σελ. 384.
14. Νίκου Κ. Καρκάνη, Οι δοσίλογοι της κατοχής, Δίκες-Παρωδία, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 73, 74, 75.
15. Ο.π. σελ. 67.
16. Ο.π. σελ. 64-65.
17. Ο.π. σελ. 87.
18. Πέτρου Ρούσου, «Η μεγάλη πενταετία», τ. Β΄, Αθήνα, 1978, σελ. 358.
19. «Η Καθημερινή», 14 Σεπτέμβρη 1997.
20. Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα, η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη David J. Wallace - 1943, εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ, Αθήνα, 2009, σελ. 144, 145, 146, 147.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου