Ρεπορτάζ: Βάσω NΙΕΡΡΗ
ΒΟΡΕΙΑ ΕΥΒΟΙΑ:Οδοιπορικό του «Ριζοσπάστη» δείχνει την παντελή έλλειψη προληπτικών μέτρων μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού
Πέμπτη πρωί. Κατηφορίζοντας τον Αγιο με προορισμό την Αγία Αννα και το Αχλάδι, η ομίχλη πυκνή να την κόψεις με μαχαίρι, το δάσος ακμαίο, ο τελευταίος πνεύμονας πρασίνου στη βόρεια Εύβοια εκτείνεται έως το Μαντούδι. Τίποτα δεν προϊδεάζει τον επισκέπτη γι' αυτό που θα αντικρίσει παραπέρα, παρά μόνο ένα πανό του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών στην είσοδο του χωριού Προκόπι, με το αίτημα για έργα αντιπλημμυρικής προστασίας τώρα.
Δύο μήνες μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου, που ρήμαξαν τη βόρεια Εύβοια, θα πίστευε κανείς πως κάτι έχει γίνει. Κάτι έπρεπε να έχει γίνει.
Ωστόσο, μία βδομάδα πριν, μια τυπική για την περιοχή βροχή επιβεβαίωσε τους φόβους των κατοίκων της. Τα τεράστια προβλήματα που προκάλεσε απέδειξαν ότι δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική παρέμβαση αντιπλημμυρικής προστασίας.
Την Πέμπτη, εν αναμονή της κακοκαιρίας «Μπάλλος», οι κάτοικοι των χωριών που επλήγησαν περισσότερο, στην Αγία Αννα και στο Αχλάδι, περιμένουν το κακό με κομμένη την ανάσα. Οι πληροφορίες μιλούσαν για μεγάλη νεροποντή το απόγευμα της Πέμπτης και την Παρασκευή, ανεβάζοντας «στο κόκκινο» την αγωνία και την ανησυχία .
Κάνουν αυτό που ξέρουν, αυτό που μπορούν, αυτό που η επιλεκτική γύμνια του κρατικού μηχανισμού τούς αναγκάζει. Παίρνουν όσα μέτρα μπορούν μόνοι τους, να θωρακίσουν τα σπίτια τους, να προστατέψουν τις ζωές τους, αυτήν τη φορά απ' το νερό, όπως το έπραξαν πριν από δύο μήνες με αντίπαλο τη φωτιά.
Στον δρόμο προς τον Αγιο Βασίλη, την παραλία της Αγίας Αννας, τα κουφάρια των δέντρων και η οφθαλμοφανής διάβρωση του εδάφους μαρτυρούν αυτό που θα συμβεί σε μια επόμενη νεροποντή. Μάταια αναζητεί κανείς κάποιο έργο, κάποια παρέμβαση. Ρέματα στενά και τυφλά, έχουν διανοιχτεί όπως όπως. Εύκολα καταλαβαίνει και ο πλέον ανίδεος ότι δεν πρόκειται να συγκρατήσουν τίποτα.
Η παραλία έρημη. Σπίτια ερμητικά κλειστά. Περιτριγυρισμένα από λόφους και βουνά που πριν από λίγο καιρό έδιναν ζωή, αλλά τώρα εγκυμονούν θάνατο.
«Μόνοι μας κάνουμε ό,τι κάνουμε»
Η Μαρία και η Δήμητρα έχουν ήδη προετοιμαστεί. Μετέφεραν όλα τα έπιπλα από το ισόγειο στον πρώτο όροφο του σπιτιού, τοποθέτησαν σακιά με άμμο εκεί που τους υπέδειξαν οι πιο ειδικοί, γέμισαν τα ντουλάπια τους με τρόφιμα που δεν χρειάζονται ψυγείο, γιατί όπως λένε, αν η κακοκαιρία έχει την ένταση που βεβαιώνουν οι ειδικοί, τότε φοβούνται ότι θα μείνουν χωρίς ρεύμα. «Και μετά;» τις ρωτάμε. «Μετά, θα ανασκουμπωθούμε κι αν υπάρχει ακόμα ο τόπος και δεν έρθουν όλα αυτά κάτω», λένε, και δείχνουν τους λόφους τριγύρω, «θα προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε τις ζωές μας, αν μπορούμε ακόμα να λέμε ότι εδώ υπάρχει ζωή». Τις ρωτάμε αν παρατήρησαν κάποια έργα οχύρωσης της περιοχής. «Από ποιους; Απ' αυτούς που άφησαν ανοχύρωτες τις ζωές μας στην πυρκαγιά; Στην πρώτη πλημμύρα; Στον σεισμό κάπου αλλού, τις ζωές κάποιων άλλων; Οχι! Απ' αυτούς απαιτούμε αλλά κρατάμε μικρό καλάθι. Μόνοι μας ό,τι κάνουμε, με την προσπάθεια όλων ίσως κάτι γίνει».
Οι κάτοικοι οχυρώνονται μόνοι τους
Συνεχίζουμε τον δρόμο μας προς την παραλία του χωριού Αχλάδι. Συναντάμε τον κύριο Νίκο. Στην άκρη του δρόμου κάτω απ' το σπίτι του, κοιτάζει πιο κάτω το ποτάμι. «Ο κόσμος έχει πάθει σοβαρές ζημιές, πολύ σοβαρές», μας λέει. «Εχει γίνει κάποια παρέμβαση για αντιπλημμυρική προστασία;» τον ρωτάμε. «Τι να γίνει; Να εδώ κοιτάξτε, μπήκαν ανοίξανε το ρέμα, μα το είχαν και πριν ανοίξει, το καθαρίσανε πάλι, μα πάλι θα φέρει φερτά υλικά. Αυτό το φαράγγι εδώ μέχρι επάνω είναι φορτωμένο με κροκάλες, χώμα, όλα εδώ θα έρθουν. Το καθάρισμα από μόνο του δεν λέει τίποτα. Περιμένουμε την κακοκαιρία με την ψυχή στο στόμα, να δούμε τι θα γίνει. Ολα αυτά τα σπίτια εδώ στην άκρη στο ποτάμι έχουν σοβαρό πρόβλημα. Αν η κακοκαιρία είναι μεγαλύτερη απ' αυτή που πέρασε δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα γίνει», μας λέει.
Τον αποχαιρετούμε με την ευχή για «καλή δύναμη». Είναι το μόνο που σίγουρα θα χρειαστούν οι κάτοικοι της περιοχής. Προχωράμε προς το Αχλάδι. Δεξιά - αριστερά του δρόμου απότομες πλαγιές, κάπου παίρνει το μάτι κάποια λίγα κορμοδέματα που έχουν τοποθετηθεί. Σταγόνα στον ωκεανό. Με τον φραγμό του δάσους να λείπει, κάθε πέτρα, κάθε βράχος μοιάζει με φονικό όπλο. Στο καφενείο του χωριού συναντάμε τον Βαγγέλη και τον Γιώργο. «Περιμένουμε την κακοκαιρία», μας λένε με ένα ειρωνικό χαμόγελο και μας δείχνουν την πλαγιά που σκεπάζει τη μία άκρη του χωριού και ήδη ένα μέρος της υποχώρησε με την προηγούμενη βροχή. Οσοι έχουν σπίτι κοντά, τους ζητήθηκε να τα εκκενώσουν. Κάποιοι έφυγαν. «Εντολή για εκκένωση! Και πού να πάω; Να φύγω απ' το σπίτι μου να πάω πού; Μήπως γίνεται τίποτα οργανωμένα;», μας λένε και προσθέτουν: «Και στη φωτιά έδωσαν εντολή για εκκένωση. Αν τους είχαμε ακούσει όλο το χωριό, όλα τα χωριά θα είχαν καεί. Τα σώσαμε επειδή δεν υπακούσαμε». Τους ρωτάμε για παρεμβάσεις, αν έγιναν, αν είδαν. «Κάποια κορμοφράγματα, αλλά με τα ψέματα θα κρατήσεις το νερό; Καμιά φορά δεν έγιναν έργα σωστά, όλα πρόχειρα και αν... Καιγόμαστε, πλημμυρίζουμε, μόνοι μας, αποζημιώσεις τίποτα, χαθήκανε πεύκα, ελιές, αμπέλια. Πώς θα επιβιώσει ο κόσμος; Κοροϊδία μια ζωή, αλλά φταίμε κι εμείς που τους το επιτρέπουμε», μας λένε.
Παραδίπλα κάθεται η Αντριάννα. Αγωνία, φόβος, αλλά και αποφασιστικότητα. «Το χωριό δεν το εγκαταλείπουμε. Θα μείνουμε στα σπίτια μας», λέει. «Μας άφησαν να καούμε, μας αφήνουν να πνιγούμε, τι να πούμε τώρα; Μας έχει πνίξει το άγχος. Δεν ξέρω πώς θα ζήσουμε. Κάθε που βρέχει βγαίνω και κοιτάζω το βουνό μην πέσει πάνω μας. Να σε διώχνουν απ' το σπίτι σου είναι άσχημο πράγμα. Ούτε τα προσχήματα δεν κρατάνε. Εμείς πνιγόμαστε κι αυτοί χαριεντίζονται στα κανάλια. Δεν το βάζουμε κάτω. Αλλά έχουν και συνείδηση της καταστροφής που έχει γίνει, λένε δεν είχαμε θύματα. Ενα έχω να τους πω: Τα μάτια του ο άνθρωπος μια φορά τα κλείνει για να πεθάνει. Εδώ αργοπεθαίνει ο κόσμος δίχως προοπτική και με τον φόβο μιας καταστροφής».
Λίγο πριν τους αποχαιρετήσουμε, με την ίδια πάντα ευχή για δύναμη στον αγώνα που έχουν μπροστά τους, συναντάμε τον Κώστα. Νέο παιδί, με το μωρό του, ετοιμάζεται να φύγει για Μαντούδι να μεταφέρει σακιά με άμμο για το χωριό. Μας οδηγεί στο σπίτι του. Η πλαγιά κρέμεται απειλητική από πάνω του. Ηδη ένα τεράστιο κομμάτι της αποκολλήθηκε και «ξάπλωσε» στην αυλή του στην προηγούμενη κακοκαιρία. «Το έσωσα απ' τη φωτιά - λέει - με τα βυτία και τις μάνικες. Δεν το εγκαταλείπω ούτε τώρα κι ας υπάρχει κίνδυνος κατολίσθησης». Η σύζυγός του, Ελένη, μας δείχνει στο κινητό της φωτογραφίες της πρώτης κατολίσθησης! Και οι δύο με χαμόγελο, απτόητοι, μας θυμίζουν ότι πάντα υπάρχει ελπίδα εκεί που οι άνθρωποι στυλώνουν τα πόδια κι αγωνίζονται.
Συνεχίζουμε τον δρόμο μας προς την παραλία του χωριού Αχλάδι. Συναντάμε τον κύριο Νίκο. Στην άκρη του δρόμου κάτω απ' το σπίτι του, κοιτάζει πιο κάτω το ποτάμι. «Ο κόσμος έχει πάθει σοβαρές ζημιές, πολύ σοβαρές», μας λέει. «Εχει γίνει κάποια παρέμβαση για αντιπλημμυρική προστασία;» τον ρωτάμε. «Τι να γίνει; Να εδώ κοιτάξτε, μπήκαν ανοίξανε το ρέμα, μα το είχαν και πριν ανοίξει, το καθαρίσανε πάλι, μα πάλι θα φέρει φερτά υλικά. Αυτό το φαράγγι εδώ μέχρι επάνω είναι φορτωμένο με κροκάλες, χώμα, όλα εδώ θα έρθουν. Το καθάρισμα από μόνο του δεν λέει τίποτα. Περιμένουμε την κακοκαιρία με την ψυχή στο στόμα, να δούμε τι θα γίνει. Ολα αυτά τα σπίτια εδώ στην άκρη στο ποτάμι έχουν σοβαρό πρόβλημα. Αν η κακοκαιρία είναι μεγαλύτερη απ' αυτή που πέρασε δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα γίνει», μας λέει.
Τον αποχαιρετούμε με την ευχή για «καλή δύναμη». Είναι το μόνο που σίγουρα θα χρειαστούν οι κάτοικοι της περιοχής. Προχωράμε προς το Αχλάδι. Δεξιά - αριστερά του δρόμου απότομες πλαγιές, κάπου παίρνει το μάτι κάποια λίγα κορμοδέματα που έχουν τοποθετηθεί. Σταγόνα στον ωκεανό. Με τον φραγμό του δάσους να λείπει, κάθε πέτρα, κάθε βράχος μοιάζει με φονικό όπλο. Στο καφενείο του χωριού συναντάμε τον Βαγγέλη και τον Γιώργο. «Περιμένουμε την κακοκαιρία», μας λένε με ένα ειρωνικό χαμόγελο και μας δείχνουν την πλαγιά που σκεπάζει τη μία άκρη του χωριού και ήδη ένα μέρος της υποχώρησε με την προηγούμενη βροχή. Οσοι έχουν σπίτι κοντά, τους ζητήθηκε να τα εκκενώσουν. Κάποιοι έφυγαν. «Εντολή για εκκένωση! Και πού να πάω; Να φύγω απ' το σπίτι μου να πάω πού; Μήπως γίνεται τίποτα οργανωμένα;», μας λένε και προσθέτουν: «Και στη φωτιά έδωσαν εντολή για εκκένωση. Αν τους είχαμε ακούσει όλο το χωριό, όλα τα χωριά θα είχαν καεί. Τα σώσαμε επειδή δεν υπακούσαμε». Τους ρωτάμε για παρεμβάσεις, αν έγιναν, αν είδαν. «Κάποια κορμοφράγματα, αλλά με τα ψέματα θα κρατήσεις το νερό; Καμιά φορά δεν έγιναν έργα σωστά, όλα πρόχειρα και αν... Καιγόμαστε, πλημμυρίζουμε, μόνοι μας, αποζημιώσεις τίποτα, χαθήκανε πεύκα, ελιές, αμπέλια. Πώς θα επιβιώσει ο κόσμος; Κοροϊδία μια ζωή, αλλά φταίμε κι εμείς που τους το επιτρέπουμε», μας λένε.
Παραδίπλα κάθεται η Αντριάννα. Αγωνία, φόβος, αλλά και αποφασιστικότητα. «Το χωριό δεν το εγκαταλείπουμε. Θα μείνουμε στα σπίτια μας», λέει. «Μας άφησαν να καούμε, μας αφήνουν να πνιγούμε, τι να πούμε τώρα; Μας έχει πνίξει το άγχος. Δεν ξέρω πώς θα ζήσουμε. Κάθε που βρέχει βγαίνω και κοιτάζω το βουνό μην πέσει πάνω μας. Να σε διώχνουν απ' το σπίτι σου είναι άσχημο πράγμα. Ούτε τα προσχήματα δεν κρατάνε. Εμείς πνιγόμαστε κι αυτοί χαριεντίζονται στα κανάλια. Δεν το βάζουμε κάτω. Αλλά έχουν και συνείδηση της καταστροφής που έχει γίνει, λένε δεν είχαμε θύματα. Ενα έχω να τους πω: Τα μάτια του ο άνθρωπος μια φορά τα κλείνει για να πεθάνει. Εδώ αργοπεθαίνει ο κόσμος δίχως προοπτική και με τον φόβο μιας καταστροφής».
Λίγο πριν τους αποχαιρετήσουμε, με την ίδια πάντα ευχή για δύναμη στον αγώνα που έχουν μπροστά τους, συναντάμε τον Κώστα. Νέο παιδί, με το μωρό του, ετοιμάζεται να φύγει για Μαντούδι να μεταφέρει σακιά με άμμο για το χωριό. Μας οδηγεί στο σπίτι του. Η πλαγιά κρέμεται απειλητική από πάνω του. Ηδη ένα τεράστιο κομμάτι της αποκολλήθηκε και «ξάπλωσε» στην αυλή του στην προηγούμενη κακοκαιρία. «Το έσωσα απ' τη φωτιά - λέει - με τα βυτία και τις μάνικες. Δεν το εγκαταλείπω ούτε τώρα κι ας υπάρχει κίνδυνος κατολίσθησης». Η σύζυγός του, Ελένη, μας δείχνει στο κινητό της φωτογραφίες της πρώτης κατολίσθησης! Και οι δύο με χαμόγελο, απτόητοι, μας θυμίζουν ότι πάντα υπάρχει ελπίδα εκεί που οι άνθρωποι στυλώνουν τα πόδια κι αγωνίζονται.
Η οργή γίνεται αποφασιστικότητα
Η αποφασιστικότητα όσων ανθρώπων συναντήσαμε και μιλήσαμε «θρέφεται» κι απ' την οργή τους. Εκφράζονται με σκληρά λόγια για όσους κυβερνούν και κυβέρνησαν, για τον κρατικό μηχανισμό και τη γύμνια του. Μια οργή που μοιάζει να σωρεύεται χρόνια, δεκαετίες στη Βόρεια Εύβοια. Στον τόπο που τους χειμώνες πλημμύριζε ή θαβόταν στα χιόνια και τα καλοκαίρια καιγόταν. Στον τόπο που οι διακοπές ρεύματος και νερού ήταν για χρόνια πολλά ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Ακόμα και τώρα όσοι έχουν στα πυρόπληκτα χωριά γονείς ή παππούδες αγωνιούν ξέροντας πως το πιο πιθανό είναι μετά την κακοκαιρία να καταρρεύσει το δίκτυο τηλεφωνίας ή να μείνουν χωρίς ρεύμα. Τρεις ώρες μακριά απ' την Αθήνα κι όμως παραμένουν ζητούμενο η απρόσκοπτη επικοινωνία και ο ηλεκτρισμός.
Κανόνας είναι και η απουσία βασικών υποδομών. Οσων βλέπει ο απλός επισκέπτης, όπως το άθλιο οδικό δίκτυο ή οι δομές Υγείας που μόνο υποτυπώδεις υπηρεσίες μπορούν να προσφέρουν και όσων βιώνουν με οδυνηρό τρόπο οι κάτοικοί του, όπως η απουσία κάθε δυνατότητας για πολιτιστική, αθλητική, ψυχαγωγική διέξοδο.
Ο «Μπάλλος» δεν θα σβήσει τον θυμό για τη χρόνια εγκατάλειψη που πυροδότησε η καταστροφή του Αυγούστου. Ισα ίσα, θα τον μεγαλώσει. Γιατί και αυτήν τη φορά οι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας δίνουν τη μάχη μόνοι τους, αλλά όλοι μαζί, αποφασισμένοι να σώσουν τα σπίτια, τον τόπο τους, να συνεχίσουν να ζουν εκεί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Ρεπορτάζ: Βάσω NΙΕΡΡΗ, φωτ.: Γιώργος ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου