Έρμαν Έσσε
Διάβασα μερικές γραμμές, ήταν τα συνηθισμένα, η καθεμιά από τις στερεότυπες αυτές βρισιές μού ήταν εδώ και χρόνια με το παραπάνω γνωστή.
«Όχι», είπα, «δεν με ενοχλεί, αυτά τα έχω συνηθίσει από καιρό. Έχω εκφράσει μερικές φορές τη γνώμη πως κάθε λαός, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, αντί να αφήνεται να τον νανουρίζουν οι πολιτικοί με υποκριτικά «ζητήματα ευθύνης’ θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο ευθύνεται ο ίδιος, με λάθη, παραλείψεις και κακές συνήθειες, για τον πόλεμο και για τα άλλα παγκόσμια δεινά, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να αποφύγουμε ίσως τον επόμενο πόλεμο. Αυτό δεν μου το συγχωρούν, γιατί φυσικά αυτοί οι ίδιοι είναι εντελώς αθώοι: Ο αυτοκράτορας, οι στρατηγοί, οι μεγαλοβιομήχανοι, οι πολιτικοί, οι εφημερίδες – κανένας δεν βρίσκει ούτε το ελάχιστο να προσάψει στον εαυτό του, κανένας δεν έχει κάποια ενοχή!
Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως όλα πηγαίνουν θαυμάσια στον κόσμο, μόνο που κείτονται κάτω από την γη δώδεκα εκατομμύρια σκοτωμένοι άνθρωποι. Και δες Ερμίνε, ακόμα κι αν δεν μ’ενοχλούν πλέον αυτά τα υβριστικά άρθρα, καμιά φορά μου φέρνουν θλίψη.
Τα δύο τρίτα από τους συμπατριώτες μου διαβάζουν αυτού του είδους τις εφημερίδες, διαβάζουν κάθε πρωί και κάθε βράδυ αυτές τις εκφράσεις, κάθε μέρα τους επεξεργάζονται, τους νουθετούν, τους φανατίζουν, γίνονται κακοί, νιώθουν δυσαρεστημένοι, και ο στόχος και η κατάληξη όλων αυτών είναι πάλι ο πόλεμος, είναι ο επόμενος πόλεμος που έρχεται, που μάλλον θα είναι πιο φρικτός από τούτον που πέρασε.
Όλα αυτά είναι απλά και καθαρά, κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να τα καταλάβει, θα μπορούσε να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα αν καθόταν να σκεφτεί μία ώρα. Αλλά αυτό κανείς δεν το θέλει, κανείς δεν θέλει να αποφύγει τον επόμενο πόλεμο, κανείς δεν θέλει να προφυλάξει τον εαυτό του και τα παιδιά του από την επόμενη σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων, εφόσον υπάρχουν φτηνότερες λύσεις.
Βλέπεις, κανένας δεν θέλει να σκεφτεί μία ώρα, να κλειστεί στον εαυτό του και να αναρωτηθεί πόσο μερίδιο έχει ο ίδιος στην αναστάτωση και στη κακία του κόσμου και πόσο είναι συνυπεύθυνος!
Έτσι αυτό θα γίνεται συνέχεια, και ο επόμενος πόλεμος προετοιμάζεται κάθε μέρα με ζήλο από πολλές χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό, από τότε που το κατάλαβα, μ’έχει παραλύσει, μου φέρνει απελπισία, για μένα δεν υπάρχει πλέον καμιά πατρίδα, κανένα ιδανικό, όλα αυτά είναι απλώς και μόνο ένας διάκοσμος για τους κυρίους που προετοιμάζουν τις επόμενες σφαγές.
Δεν έχει κανένα νόημα να σκέφτεσαι, να μιλάς, να γράφεις οτιδήποτε ανθρώπινο , δεν έχει κανένα νόημα να κυκλοφορούν στο κεφάλι σου καλές σκέψεις – στους δύο ή τρεις ανθρώπους που το κάνουν αυτό αναλογούν μέρα με τη μέρα χιλιάδες εφημερίδες, περιοδικά, λόγοι, δημόσιες και μυστικές συνεδριάσεις που αποβλέπουν στο αντίθετο και τελικά το καταφέρνουν».
Η Ερμίνε άκουγε με ενδιαφέρον.
«Ναι», είπε στο τέλος, «σ’αυτό έχεις δίκιο. Φυσικά και θα γίνει πόλεμος, δεν χρειάζεται να διαβάζεις εφημερίδα για να το μάθεις. Μπορεί να λυπάται κανείς φυσικά, αλλά αυτό δεν έχει καμιά αξία. Είναι το ίδιο όπως όταν κάποιος λυπάται επειδή αναμφίβολα θα πεθάνει μια μέρα, παρ’όλα όσα έκανε για να το αποφύγει. Ο αγώνας ενάντια στον θάνατο, Χάρυ, είναι πάντα μια ωραία, ευγενική, θαυμάσια και σεβαστή υπόθεση, όπως κι ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο. Αλλά είναι επίσης πάντα ένας ανέλπιδος δονκιχοτισμός».
«Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια», φώναξα με πάθος, «αλλά με τέτοιες αλήθειες σαν αυτήν, πως τελικά όλοι θα πεθάνουμε σύντομα και γι’αυτό όλα είναι άσκοπα και αδιάφορα, κάνουμε τη ζωή μας επίπεδη και ηλίθια. Πρέπει λοιπόν όλα να τα πετάξουμε, να παραιτηθούμε από το πνεύμα, από τις προσπάθειες από κάθε ανθρωπισμό, να αφήσουμε τη φιλοδοξία και το χρήμα να κυβερνούν και να αναμένουμε την επόμενη επιστράτευση δίπλα σε ένα ποτήρι μπύρα;»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Έρμαν Έσσε, "Ο λύκος της στέπας", σελ.159, 160, 161.
«Όχι», είπα, «δεν με ενοχλεί, αυτά τα έχω συνηθίσει από καιρό. Έχω εκφράσει μερικές φορές τη γνώμη πως κάθε λαός, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, αντί να αφήνεται να τον νανουρίζουν οι πολιτικοί με υποκριτικά «ζητήματα ευθύνης’ θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο ευθύνεται ο ίδιος, με λάθη, παραλείψεις και κακές συνήθειες, για τον πόλεμο και για τα άλλα παγκόσμια δεινά, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να αποφύγουμε ίσως τον επόμενο πόλεμο. Αυτό δεν μου το συγχωρούν, γιατί φυσικά αυτοί οι ίδιοι είναι εντελώς αθώοι: Ο αυτοκράτορας, οι στρατηγοί, οι μεγαλοβιομήχανοι, οι πολιτικοί, οι εφημερίδες – κανένας δεν βρίσκει ούτε το ελάχιστο να προσάψει στον εαυτό του, κανένας δεν έχει κάποια ενοχή!
Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως όλα πηγαίνουν θαυμάσια στον κόσμο, μόνο που κείτονται κάτω από την γη δώδεκα εκατομμύρια σκοτωμένοι άνθρωποι. Και δες Ερμίνε, ακόμα κι αν δεν μ’ενοχλούν πλέον αυτά τα υβριστικά άρθρα, καμιά φορά μου φέρνουν θλίψη.
Τα δύο τρίτα από τους συμπατριώτες μου διαβάζουν αυτού του είδους τις εφημερίδες, διαβάζουν κάθε πρωί και κάθε βράδυ αυτές τις εκφράσεις, κάθε μέρα τους επεξεργάζονται, τους νουθετούν, τους φανατίζουν, γίνονται κακοί, νιώθουν δυσαρεστημένοι, και ο στόχος και η κατάληξη όλων αυτών είναι πάλι ο πόλεμος, είναι ο επόμενος πόλεμος που έρχεται, που μάλλον θα είναι πιο φρικτός από τούτον που πέρασε.
Όλα αυτά είναι απλά και καθαρά, κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να τα καταλάβει, θα μπορούσε να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα αν καθόταν να σκεφτεί μία ώρα. Αλλά αυτό κανείς δεν το θέλει, κανείς δεν θέλει να αποφύγει τον επόμενο πόλεμο, κανείς δεν θέλει να προφυλάξει τον εαυτό του και τα παιδιά του από την επόμενη σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων, εφόσον υπάρχουν φτηνότερες λύσεις.
Βλέπεις, κανένας δεν θέλει να σκεφτεί μία ώρα, να κλειστεί στον εαυτό του και να αναρωτηθεί πόσο μερίδιο έχει ο ίδιος στην αναστάτωση και στη κακία του κόσμου και πόσο είναι συνυπεύθυνος!
Έτσι αυτό θα γίνεται συνέχεια, και ο επόμενος πόλεμος προετοιμάζεται κάθε μέρα με ζήλο από πολλές χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό, από τότε που το κατάλαβα, μ’έχει παραλύσει, μου φέρνει απελπισία, για μένα δεν υπάρχει πλέον καμιά πατρίδα, κανένα ιδανικό, όλα αυτά είναι απλώς και μόνο ένας διάκοσμος για τους κυρίους που προετοιμάζουν τις επόμενες σφαγές.
Δεν έχει κανένα νόημα να σκέφτεσαι, να μιλάς, να γράφεις οτιδήποτε ανθρώπινο , δεν έχει κανένα νόημα να κυκλοφορούν στο κεφάλι σου καλές σκέψεις – στους δύο ή τρεις ανθρώπους που το κάνουν αυτό αναλογούν μέρα με τη μέρα χιλιάδες εφημερίδες, περιοδικά, λόγοι, δημόσιες και μυστικές συνεδριάσεις που αποβλέπουν στο αντίθετο και τελικά το καταφέρνουν».
Η Ερμίνε άκουγε με ενδιαφέρον.
«Ναι», είπε στο τέλος, «σ’αυτό έχεις δίκιο. Φυσικά και θα γίνει πόλεμος, δεν χρειάζεται να διαβάζεις εφημερίδα για να το μάθεις. Μπορεί να λυπάται κανείς φυσικά, αλλά αυτό δεν έχει καμιά αξία. Είναι το ίδιο όπως όταν κάποιος λυπάται επειδή αναμφίβολα θα πεθάνει μια μέρα, παρ’όλα όσα έκανε για να το αποφύγει. Ο αγώνας ενάντια στον θάνατο, Χάρυ, είναι πάντα μια ωραία, ευγενική, θαυμάσια και σεβαστή υπόθεση, όπως κι ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο. Αλλά είναι επίσης πάντα ένας ανέλπιδος δονκιχοτισμός».
«Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια», φώναξα με πάθος, «αλλά με τέτοιες αλήθειες σαν αυτήν, πως τελικά όλοι θα πεθάνουμε σύντομα και γι’αυτό όλα είναι άσκοπα και αδιάφορα, κάνουμε τη ζωή μας επίπεδη και ηλίθια. Πρέπει λοιπόν όλα να τα πετάξουμε, να παραιτηθούμε από το πνεύμα, από τις προσπάθειες από κάθε ανθρωπισμό, να αφήσουμε τη φιλοδοξία και το χρήμα να κυβερνούν και να αναμένουμε την επόμενη επιστράτευση δίπλα σε ένα ποτήρι μπύρα;»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Έρμαν Έσσε, "Ο λύκος της στέπας", σελ.159, 160, 161.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου