Τον χαρακτήρισαν αναμορφωτή της νεοελληνικής σκηνής, «πατριάρχη» του μεταπολεμικού θεάτρου. Στα πάνω από 50 χρόνια δημιουργίας του άφησε το έντονο και αποφασιστικό του στίγμα στον θεατρικό μας χώρο. Αυτός ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, που το λογοτεχνικό έτος 2022 είναι αφιερωμένο στον ίδιο και στο πλούσιο έργο του.
Τέτοιες διαπιστώσεις όμως όπως οι παραπάνω καταντούν κενές νοήματος, αν δεν φτάσει κανείς στους βαθύτερους λόγους που έκαναν το έργο του να έχει τόσο μεγάλη απήχηση. Το έργο του Καμπανέλλη έφτασε να αγγίξει τέτοιο πλήθος ανθρώπων λόγω του βάθους του περιεχομένου του. Οχι μόνο γιατί η δημιουργία του εμπνεύστηκε από τα προβλήματα του λαού, την εσωτερική μετανάστευση, την προσφυγιά, την αντίσταση στον φασισμό, τη φρίκη του οποίου έζησε και ο ίδιος στο κολαστήριο του Μαουτχάουζεν, αλλά και γιατί στο έργο του πάντοτε έβρισκαν ενσάρκωση τα όνειρα των καταπιεσμένων για υπέρβαση των προβλημάτων αυτών, για ένα καλύτερο αύριο.
Από τη Νάξο στο Μεταξουργείο
Γεννήθηκε στις 2/12/1921 στη Νάξο, έναν τόπο που ήταν «μαγικός για την παιδική φαντασία. Παίζαμε με τη θάλασσα, τον αέρα, τον ήλιο, την τρικυμία, τα σοκάκια της πόλης...».
Η μετάβαση στην ενηλικίωση για τον Καμπανέλλη γίνεται απότομα, καθώς βιοποριστικά προβλήματα αναγκάζουν την πολυμελή οικογένεια να εγκαταλείψει τη Νάξο. Στα 14 χρόνια του φτάνει στη μεσοπολεμική Αθήνα της κρίσης, της φτώχειας, των προσφυγικών συνοικισμών, αλλά και των ταξικών αγώνων. Στο Μεταξουργείο γνωρίζει και την αθηναϊκή αυλή των παλιών σπιτιών, με τους απλούς ανθρώπους.
Σε αυτήν τη συνοικία κάνει παρέα με συνομήλικούς του που αγαπούν το διάβασμα και μοιράζονται κοινές λογοτεχνικές ανησυχίες: Τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Κώστα Κοτζιά, τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Ο νεαρός Καμπανέλλης αναγκάζεται να διακόψει το Γυμνάσιο προκειμένου να εργαστεί, ενώ τα βράδια σπουδάζει σχεδιαστής τεχνικού σχεδίου στη Σιβιτανίδειο. Οπως ο ίδιος έλεγε: «Η διαμόρφωση των αρχών μου ξεκίνησε από τη λαϊκή μου καταγωγή».
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής προσπαθεί μαζί με έναν φίλο του να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Στη διάρκεια της διαδρομής συλλαμβάνεται από τους ναζί και καταλήγει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, όπου παρέμεινε δύο ολόκληρα χρόνια, μέχρι το τέλος του πολέμου.
«Η πνευματική μου καταγωγή είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης», θα πει χρόνια αργότερα στον «Ριζοσπάστη». «Σε αυτήν την πρώτη και μεγαλύτερη εμπειρία μου ανακάλυψα τη ζωή και τον άνθρωπο. Είδα τι σημαίνει να ζεις με τον άλλο, να συμπάσχεις μαζί του, να ασχολείσαι με τα προβλήματά του. Το στρατόπεδο μου διαμόρφωσε την αντίληψη της συλλογικής αντιμετώπισης των καταστάσεων. Εμαθα να με απασχολούν θέματα κοινά που ενδιέφεραν τους πολλούς. Αυτός ήταν ο λόγος που ίσως οδηγήθηκα να γράψω. Μια ανάγκη επικοινωνίας, συνομιλίας με τους πολλούς... Δεν μπορούσα να δω θεατρικά έργα που αναφέρονταν σε μεμονωμένες περιπτώσεις... Με ενδιέφεραν πάντα τα δημόσια θέματα, οι δημόσιοι χώροι, τα δημόσια πρόσωπα».
Τις εμπειρίες του από το Μαουτχάουζεν θα τις καταγράψει 20 χρόνια αργότερα στο ομώνυμο μυθιστόρημα, που είναι και το μοναδικό του, ενώ την ίδια περίοδο θα γράψει και τέσσερα ποιήματα σαν μία σμίκρυνση τεσσάρων αντίστοιχων επεισοδίων από το βιβλίο του, τα οποία θα κυκλοφορήσουν στον εμβληματικό δίσκο «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» του Μίκη Θεοδωράκη.
Ενώ το 1993, σαν μια διαρκή υπόμνηση, έγραφε: «Είμαι ένας από τους επιζήσαντες κρατούμενους στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Ενας από εκείνους που τον Μάη του 1945, κλαίγοντας και ελπίζοντας, εφώναζαν "ποτέ πια"! Ηταν τότε που οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον πόλεμο. Ο ναζισμός, όμως, επέζησε. Κυρίως γιατί οι αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Και μένουν ακόμα! Και, επιπλέον, γιατί η αντικομμουνιστική υστερία έκαμε τον ναζισμό να ξεχνιέται και κάποτε να αθωώνεται...».
Η αρχή της καθιέρωσης
Είναι Δεκέμβρης του 1945 και ο Καμπανέλλης έχει επιστρέψει στην Αθήνα. «Κάνει κρύο, είμαι στην οδό Σταδίου. Μπαίνω σε ένα θέατρο για πρώτη φορά, που είχε μια επιγραφή "Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν". Μπαίνω απλώς για να περάσει η ώρα. Σιγά - σιγά η παράσταση άρχισε να με κλέβει και στο τέλος έφυγα συγκλονισμένος από ένα έργο».
Αυτό το αίσθημα τον συνταράσσει και με αυτόν τον τρόπο ανακαλύπτει την τρομερή δύναμη της Τέχνης. «Προσπαθώ να γίνω ηθοποιός. Αδύνατο. Υπήρχε ένας νόμος ο οποίος καθόριζε ότι ήταν απαραίτητο πτυχίο Γυμνασίου. Ψάχνω να βρω την άλλη είσοδο στο θέατρο. Ο μόνος τρόπος για να φτάσεις στο θέατρο είναι το να γράψεις θέατρο. Και αρχίζω να δοκιμάζω να γράφω θεατρικό έργο».
Με το «Χορός πάνω στα στάχυα» (1950), που ανεβαίνει από τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού, εγκαινιάζεται η θεατρική του διαδρομή. Η αναγνώρισή του ως θεατρικού συγγραφέα έρχεται με το έργο «Εβδομη Μέρα της Δημιουργίας» (1956), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο, που «τότε ήταν απόρθητο για νέους συγγραφείς».
Το πλέον εμβληματικό του έργο έρχεται μια χρονιά αργότερα: «Η Αυλή των Θαυμάτων». Ο Κουν, ακούγοντας τις τρεις πρώτες πράξεις, πριν ακόμα ολοκληρωθεί το έργο λέει στον Καμπανέλλη: «Το θέλω και θα αρχίσω και πρόβες». Ανέβηκε το 1957 σε σκηνοθεσία Κουν, μουσική Χατζιδάκι και σκηνικά Τσαρούχη. Η υπόθεση του έργου προέρχεται από τα βιώματα του Καμπανέλλη. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 έμενε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ελβετίας, στον Βύρωνα, απέναντι από μια τέτοια αυλή. «Η αυλή ήταν ο δημόσιος χώρος τους... Μάντευα τους χαρακτήρες, τα προβλήματά τους...».
Παράλληλα δουλεύει πάνω σε διασκευές θεατρικών έργων για τις ραδιοφωνικές εκπομπές «Το θέατρο της Κυριακής» και «Το θέατρο της Τετάρτης», αναγνωρίζοντας ότι ήταν μια σπουδή του θεάτρου σε βάθος. «Ενα πλησίασμα μέχρι τα αφανή της ουσίας και της τεχνικής του έργου και του συγγραφέα...». «Επρεπε να αποδομήσω το έργο και να το αναδομήσω, για να το φέρω στα χρονικά όρια της εκπομπής... Τι μέγα μάθημα ήταν για το θέατρο».
Γεννήθηκε στις 2/12/1921 στη Νάξο, έναν τόπο που ήταν «μαγικός για την παιδική φαντασία. Παίζαμε με τη θάλασσα, τον αέρα, τον ήλιο, την τρικυμία, τα σοκάκια της πόλης...».
Η μετάβαση στην ενηλικίωση για τον Καμπανέλλη γίνεται απότομα, καθώς βιοποριστικά προβλήματα αναγκάζουν την πολυμελή οικογένεια να εγκαταλείψει τη Νάξο. Στα 14 χρόνια του φτάνει στη μεσοπολεμική Αθήνα της κρίσης, της φτώχειας, των προσφυγικών συνοικισμών, αλλά και των ταξικών αγώνων. Στο Μεταξουργείο γνωρίζει και την αθηναϊκή αυλή των παλιών σπιτιών, με τους απλούς ανθρώπους.
Σε αυτήν τη συνοικία κάνει παρέα με συνομήλικούς του που αγαπούν το διάβασμα και μοιράζονται κοινές λογοτεχνικές ανησυχίες: Τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Κώστα Κοτζιά, τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Ο νεαρός Καμπανέλλης αναγκάζεται να διακόψει το Γυμνάσιο προκειμένου να εργαστεί, ενώ τα βράδια σπουδάζει σχεδιαστής τεχνικού σχεδίου στη Σιβιτανίδειο. Οπως ο ίδιος έλεγε: «Η διαμόρφωση των αρχών μου ξεκίνησε από τη λαϊκή μου καταγωγή».
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής προσπαθεί μαζί με έναν φίλο του να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Στη διάρκεια της διαδρομής συλλαμβάνεται από τους ναζί και καταλήγει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, όπου παρέμεινε δύο ολόκληρα χρόνια, μέχρι το τέλος του πολέμου.
«Η πνευματική μου καταγωγή είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης», θα πει χρόνια αργότερα στον «Ριζοσπάστη». «Σε αυτήν την πρώτη και μεγαλύτερη εμπειρία μου ανακάλυψα τη ζωή και τον άνθρωπο. Είδα τι σημαίνει να ζεις με τον άλλο, να συμπάσχεις μαζί του, να ασχολείσαι με τα προβλήματά του. Το στρατόπεδο μου διαμόρφωσε την αντίληψη της συλλογικής αντιμετώπισης των καταστάσεων. Εμαθα να με απασχολούν θέματα κοινά που ενδιέφεραν τους πολλούς. Αυτός ήταν ο λόγος που ίσως οδηγήθηκα να γράψω. Μια ανάγκη επικοινωνίας, συνομιλίας με τους πολλούς... Δεν μπορούσα να δω θεατρικά έργα που αναφέρονταν σε μεμονωμένες περιπτώσεις... Με ενδιέφεραν πάντα τα δημόσια θέματα, οι δημόσιοι χώροι, τα δημόσια πρόσωπα».
Τις εμπειρίες του από το Μαουτχάουζεν θα τις καταγράψει 20 χρόνια αργότερα στο ομώνυμο μυθιστόρημα, που είναι και το μοναδικό του, ενώ την ίδια περίοδο θα γράψει και τέσσερα ποιήματα σαν μία σμίκρυνση τεσσάρων αντίστοιχων επεισοδίων από το βιβλίο του, τα οποία θα κυκλοφορήσουν στον εμβληματικό δίσκο «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» του Μίκη Θεοδωράκη.
Ενώ το 1993, σαν μια διαρκή υπόμνηση, έγραφε: «Είμαι ένας από τους επιζήσαντες κρατούμενους στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Ενας από εκείνους που τον Μάη του 1945, κλαίγοντας και ελπίζοντας, εφώναζαν "ποτέ πια"! Ηταν τότε που οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον πόλεμο. Ο ναζισμός, όμως, επέζησε. Κυρίως γιατί οι αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Και μένουν ακόμα! Και, επιπλέον, γιατί η αντικομμουνιστική υστερία έκαμε τον ναζισμό να ξεχνιέται και κάποτε να αθωώνεται...».
Η αρχή της καθιέρωσης
Είναι Δεκέμβρης του 1945 και ο Καμπανέλλης έχει επιστρέψει στην Αθήνα. «Κάνει κρύο, είμαι στην οδό Σταδίου. Μπαίνω σε ένα θέατρο για πρώτη φορά, που είχε μια επιγραφή "Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν". Μπαίνω απλώς για να περάσει η ώρα. Σιγά - σιγά η παράσταση άρχισε να με κλέβει και στο τέλος έφυγα συγκλονισμένος από ένα έργο».
Αυτό το αίσθημα τον συνταράσσει και με αυτόν τον τρόπο ανακαλύπτει την τρομερή δύναμη της Τέχνης. «Προσπαθώ να γίνω ηθοποιός. Αδύνατο. Υπήρχε ένας νόμος ο οποίος καθόριζε ότι ήταν απαραίτητο πτυχίο Γυμνασίου. Ψάχνω να βρω την άλλη είσοδο στο θέατρο. Ο μόνος τρόπος για να φτάσεις στο θέατρο είναι το να γράψεις θέατρο. Και αρχίζω να δοκιμάζω να γράφω θεατρικό έργο».
Με το «Χορός πάνω στα στάχυα» (1950), που ανεβαίνει από τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού, εγκαινιάζεται η θεατρική του διαδρομή. Η αναγνώρισή του ως θεατρικού συγγραφέα έρχεται με το έργο «Εβδομη Μέρα της Δημιουργίας» (1956), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο, που «τότε ήταν απόρθητο για νέους συγγραφείς».
Το πλέον εμβληματικό του έργο έρχεται μια χρονιά αργότερα: «Η Αυλή των Θαυμάτων». Ο Κουν, ακούγοντας τις τρεις πρώτες πράξεις, πριν ακόμα ολοκληρωθεί το έργο λέει στον Καμπανέλλη: «Το θέλω και θα αρχίσω και πρόβες». Ανέβηκε το 1957 σε σκηνοθεσία Κουν, μουσική Χατζιδάκι και σκηνικά Τσαρούχη. Η υπόθεση του έργου προέρχεται από τα βιώματα του Καμπανέλλη. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 έμενε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ελβετίας, στον Βύρωνα, απέναντι από μια τέτοια αυλή. «Η αυλή ήταν ο δημόσιος χώρος τους... Μάντευα τους χαρακτήρες, τα προβλήματά τους...».
Παράλληλα δουλεύει πάνω σε διασκευές θεατρικών έργων για τις ραδιοφωνικές εκπομπές «Το θέατρο της Κυριακής» και «Το θέατρο της Τετάρτης», αναγνωρίζοντας ότι ήταν μια σπουδή του θεάτρου σε βάθος. «Ενα πλησίασμα μέχρι τα αφανή της ουσίας και της τεχνικής του έργου και του συγγραφέα...». «Επρεπε να αποδομήσω το έργο και να το αναδομήσω, για να το φέρω στα χρονικά όρια της εκπομπής... Τι μέγα μάθημα ήταν για το θέατρο».
Μια μεγάλη διαδρομή
Στην πολύχρονη διαδρομή του ο Καμπανέλλης έγραψε 40 θεατρικά έργα. Ηταν ο πρώτος που ξεπέρασε την επιδερμική ή ηθογραφική αντιμετώπιση του σύγχρονου Ελληνα και του έδωσε μια θεατρική καθολικότητα, ανιχνεύοντας τη σχέση με τον κοινωνικό του περίγυρο.
Ηταν ένας ευαίσθητος δέκτης των κραδασμών της εποχής του. «Ο κάθε συγγραφέας, ό,τι και να γράφει,πρώτα και κύρια είναι καλός παρατηρητής. Τον μύθο, τους χαρακτήρες ενός θεατρικού έργου, τους συναντάς δίπλα σου», έλεγε. Μέσα από το έργο του επιδιώκει να φανερώνει αθέατες πλευρές. «Δεν νομίζω ότι μόνο με το συναίσθημα μπορεί κανείς να εισπράξει και να αποδώσει τα πάντα. Ξέρω πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί, η κοινωνία, τα κέντρα αποφάσεων, και στα έργα μου δεν υπάρχει μόνο το συναίσθημα μα και ο νους που προσπαθεί να διαπιστώσει, να διαγνώσει και στη συνέχεια να τις φανερώσει...».
Είναι κοινή επίσης η διαπίστωση ότι ξαφνιάζει με τον τρόπο γραφής, τη λεπτή ειρωνεία, αλλά και τη μεγάλη ευαισθησία του. Η πολυμορφία και η διαρκής ανανέωση της γραφής του του προσδίδουν μία ιδιαίτερη αξία και την ικανότητα να ξεφεύγει από την τυποποίηση. Επιπλέον, είναι αυτός που ανοίγει τον δρόμο και σε άλλους συνοδοιπόρους του θεατρικούς συγγραφείς: Κεχαΐδη, Αναγνωστάκη, Σκούρτη, Μουρσελά, Ποντίκα, Διαλεγμένο, Ευθυμιάδη.
Ανάμεσα στα έργα του, ο Γ. Πεφάνης ξεχωρίζει τρεις τριλογίες: Η τριλογία της αυλής («Εβδομη Μέρα της Δημιουργίας» 1956, «Η αυλή των θαυμάτων» 1957 και «Ηλικία της Νύχτας» 1959), του πολέμου ή της «σατιρικής αλληγορίας» («Παραμύθι χωρίς όνομα» 1959, «Οδυσσέα γύρισε σπίτι» 1966 και «Ο μπαμπάς ο πόλεμος» 1980) και του σύγχρονου αστικού ήθους («Τα Τέσσερα Πόδια του Τραπεζιού» 1978, «Αόρατος Θίασος» 1988 και «Ο δρόμος περνά από μέσα» 1990).
Εντυπωσιακή είναι και η σταδιοδρομία του ως σεναριογράφου και στιχουργού. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, αλλά και πολλά τραγούδια του που έχουν μελοποιηθεί από τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, έχουν αγαπηθεί πολύ και συνεχίζουν μέχρι τις μέρες μας να τραγουδιούνται.
Στην πολύχρονη διαδρομή του ο Καμπανέλλης έγραψε 40 θεατρικά έργα. Ηταν ο πρώτος που ξεπέρασε την επιδερμική ή ηθογραφική αντιμετώπιση του σύγχρονου Ελληνα και του έδωσε μια θεατρική καθολικότητα, ανιχνεύοντας τη σχέση με τον κοινωνικό του περίγυρο.
Ηταν ένας ευαίσθητος δέκτης των κραδασμών της εποχής του. «Ο κάθε συγγραφέας, ό,τι και να γράφει,πρώτα και κύρια είναι καλός παρατηρητής. Τον μύθο, τους χαρακτήρες ενός θεατρικού έργου, τους συναντάς δίπλα σου», έλεγε. Μέσα από το έργο του επιδιώκει να φανερώνει αθέατες πλευρές. «Δεν νομίζω ότι μόνο με το συναίσθημα μπορεί κανείς να εισπράξει και να αποδώσει τα πάντα. Ξέρω πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί, η κοινωνία, τα κέντρα αποφάσεων, και στα έργα μου δεν υπάρχει μόνο το συναίσθημα μα και ο νους που προσπαθεί να διαπιστώσει, να διαγνώσει και στη συνέχεια να τις φανερώσει...».
Είναι κοινή επίσης η διαπίστωση ότι ξαφνιάζει με τον τρόπο γραφής, τη λεπτή ειρωνεία, αλλά και τη μεγάλη ευαισθησία του. Η πολυμορφία και η διαρκής ανανέωση της γραφής του του προσδίδουν μία ιδιαίτερη αξία και την ικανότητα να ξεφεύγει από την τυποποίηση. Επιπλέον, είναι αυτός που ανοίγει τον δρόμο και σε άλλους συνοδοιπόρους του θεατρικούς συγγραφείς: Κεχαΐδη, Αναγνωστάκη, Σκούρτη, Μουρσελά, Ποντίκα, Διαλεγμένο, Ευθυμιάδη.
Ανάμεσα στα έργα του, ο Γ. Πεφάνης ξεχωρίζει τρεις τριλογίες: Η τριλογία της αυλής («Εβδομη Μέρα της Δημιουργίας» 1956, «Η αυλή των θαυμάτων» 1957 και «Ηλικία της Νύχτας» 1959), του πολέμου ή της «σατιρικής αλληγορίας» («Παραμύθι χωρίς όνομα» 1959, «Οδυσσέα γύρισε σπίτι» 1966 και «Ο μπαμπάς ο πόλεμος» 1980) και του σύγχρονου αστικού ήθους («Τα Τέσσερα Πόδια του Τραπεζιού» 1978, «Αόρατος Θίασος» 1988 και «Ο δρόμος περνά από μέσα» 1990).
Εντυπωσιακή είναι και η σταδιοδρομία του ως σεναριογράφου και στιχουργού. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, αλλά και πολλά τραγούδια του που έχουν μελοποιηθεί από τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, έχουν αγαπηθεί πολύ και συνεχίζουν μέχρι τις μέρες μας να τραγουδιούνται.
«Το Μεγάλο μας Τσίρκο»
Το 1972 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος προτείνουν στον Καμπανέλλη να γράψει ένα πανόραμα της ελληνικής Ιστορίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι και την Κατοχή. Τα θεατρικά μέρη και τους στίχους γράφει ο Καμπανέλλης, τη μουσική ο Ξαρχάκος και τα τραγούδια ερμηνεύει επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάσκεται από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακοσμεί και τον χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν οι Καζάκος, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος, Περλέγκας, Καλαβρούζος. «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» ανεβαίνει το 1973.
Οι συντελεστές καταφέρνουν να διαφύγουν έξυπνα από τη λογοκρισία. Καταθέτουν στην επιτροπή πολλά επεισόδια του έργου, κάποια από τα οποία έχουν φανερό αντιχουντικό περιεχόμενο. Τα συγκεκριμένα κόβονται, και έτσι περνάνε τα κείμενα που ήθελαν. Ομως, ακόμα και μετά τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, που οι διαταγές για περικοπές έρχονταν απανωτές, το έργο μπορεί να έχανε σε κείμενο «μα τι περίεργο, η δύναμή του στην παράσταση εξακολουθούσε να φτάνει και να περισσεύει», θυμόταν ο Καμπανέλλης.
Τις παραστάσεις, που εξελίχθηκαν σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις, υπολογίζεται ότι είδαν περίπου 400.000 άνθρωποι σε Αθήνα και επαρχία. Το έργο, όπως ομολογούσε και ο ίδιος ο Καμπανέλλης, ξεπέρασε το θεατρικό γεγονός και έγινε ένα πολιτικό γεγονός, «ό,τι πιο πολύ μπορεί να προσδοκά ένας συγγραφέας...».
Συνεχίζει να δημιουργεί μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2011.
Πηγές:
«Ριζοσπάστης» (1/2/1981)
Περιοδικό «Μετρονόμος», τ. 79
«Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ανιχνεύσεις και προσεγγίσεις στο θεατρικό του έργο», «Κέδρος», Γιώργος Πεφάνης
«Μονόγραμμα» των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη από το αρχείο της ΕΡΤ
kambanellis.gr.
Πηγή:rizospastis
Η Σφήκα: Επιλογές
Από πρόβα της παράστασης "Το μεγάλο μας τσίρκο" |
Οι συντελεστές καταφέρνουν να διαφύγουν έξυπνα από τη λογοκρισία. Καταθέτουν στην επιτροπή πολλά επεισόδια του έργου, κάποια από τα οποία έχουν φανερό αντιχουντικό περιεχόμενο. Τα συγκεκριμένα κόβονται, και έτσι περνάνε τα κείμενα που ήθελαν. Ομως, ακόμα και μετά τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, που οι διαταγές για περικοπές έρχονταν απανωτές, το έργο μπορεί να έχανε σε κείμενο «μα τι περίεργο, η δύναμή του στην παράσταση εξακολουθούσε να φτάνει και να περισσεύει», θυμόταν ο Καμπανέλλης.
Τις παραστάσεις, που εξελίχθηκαν σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις, υπολογίζεται ότι είδαν περίπου 400.000 άνθρωποι σε Αθήνα και επαρχία. Το έργο, όπως ομολογούσε και ο ίδιος ο Καμπανέλλης, ξεπέρασε το θεατρικό γεγονός και έγινε ένα πολιτικό γεγονός, «ό,τι πιο πολύ μπορεί να προσδοκά ένας συγγραφέας...».
Συνεχίζει να δημιουργεί μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2011.
Πηγές:
«Ριζοσπάστης» (1/2/1981)
Περιοδικό «Μετρονόμος», τ. 79
«Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ανιχνεύσεις και προσεγγίσεις στο θεατρικό του έργο», «Κέδρος», Γιώργος Πεφάνης
«Μονόγραμμα» των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη από το αρχείο της ΕΡΤ
kambanellis.gr.
Α. Π.
Πηγή:rizospastis
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου