Θέμος Κορνάρος
Στην αυλή των μαγειρείων συγκεντρώθηκαν. Το Στρατόπεδο διαλύθηκε.Αισθάνεσαι σα να πέρασε μιαν εγχείρηση οδυνηρή το σύνολο του Στρατοπέδου. Χωρίς υπνωτικά, έσυραν και κάρφωσαν τα νυστέρια στο κορμί του. Τριγυρίζουμε τους διακόσους. Κοντά μας είναι κι οι Γερμανοί. Οι φρουροί ξεχάστηκαν να βλέπουνε, και τ’ αυτόματα κρέμονται στους ώμους τους, σα θλιβερά όργανα, σαν άχρηστα σιδερικά, που απόμειναν ύστερ’ από μία μάχη που έσβησε όλη την γνωστή θεωρητική των πολέμων.
Όλοι τους κρατούνε τα πράγματά τους στα χέρια. Πράγματα! Πού είναι τα κουστούμια, τα μπαούλα κ’ οι κουβέρτες τους;
Σύμφωνα με τον κανονισμό, αυτά είναι « λεία πολέμου!» Και πρέπει να παραδοθούν εδώ, πριν να ξεκινήσουνε. Παραδίνονται για να σταλούν στην Γερμανία.
Οι κατάδικοι πρόλαβαν. Πήρε καθένας από κάτι. Οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι τα μοίρασαν . αυτά δεν είναι οποιαδήποτε, που μπορούν μ’ αυτά να οικονομηθούνε οι Γερμανικές συνοικίες. Είναι λάβαρα. Είναι θυμτάρια ιερά και αγιασμένα. Γίνονται φλάμπουρα στους αγώνες των Ελλήνων.
Γι’ αυτό τους βλέπεις εδώ, έτοιμους να παραδώσουν μόνο μια ξεσκισμένη ξεθωριασμένη κουβέρτα.
Ο διοικητής το παίρνει είδηση. Όμως δεν μιλεί. Τι να πει; Φωνάζει τον Ναπολέοντα χωριστά. Του μιλεί πολλήν ώρα. Αυτός ακούει προσεχτικά, σοβαρός, και μια ρυτίδα, κοφτή σα σπαθιά, αυλακώνει το πλατύ, φωτεινό του μέτωπο.
Ο διοικητής χειρονομεί, δεν κουμαντάρει τα χέρια του και οι χειρονομίες του δεν αρμονίζονται καθόλου με το όλο του παρουσιαστικό και με το παρακαλεστικό ύφος του προσώπου. Σα ζητιάνος, που παρακαλεί γονατιστός, από την όψη του ξεχειλά η δουλικότητα και με τα χέρια αγωνίζεται να δείξει την αξιοπρέπεια που δεν έχει. Κάνει την ύστατη προσπάθεια να μεταπείσει το Ναπολέοντα να μην επιμένει. Να δεχτεί την αντικατάστασή του μ’ έναν άλλο. «…Γιατί αυτός είναι χρήσιμος και για σήμερα και για αύριο».
-Η ζωή του κάθε Έλληνα, κύριε δοικητά, αξίζει όσο και η δική μου.Μια Μάνα τον περιμένει κι αυτόν όπως και μένα.Ευχαριστώ για το ενδιαφέρο και για την αξία που μου δίνετε. Αλλά, μόλις δεχτώ την πρότασή σας, αυτόματα παύω να είμαι εγώ. Γίνομαι τίποτα.Και κάτι χειρότερο: Δολοφόνος και προδότης! Γιατί μην ξεχνούμε, κ. διοικητά, πώς εσείς είστε πάντα καταχτητής κι εγώ αγωνιστής για την ελευθερία της πατρίδας μου. Είμαστε εχθροί!...
Ο Διοικητής επιστρατεύει και το τελευταίο επιχείρημα:
-Σ’ όποιο στρατόπεδο κι αν ανήκουν οι αληθινοί ήρωες, η στρατιωτική τιμή μας επιβάλλει να τους σεβασθούμε.
-Πολύ σωστά! Αλλά εσείς κάνετε το αντίθετο.Θέλετε τον εξευτελισμό τους.
-Πώς λοιπόν; Μα γιατί, Ναπολέων;
-Δέχεστε να βάλετε στη θέση μου τον πιο σκάρτο Γερμανό στρατιώτη; Τότες δέχομαι τη ζωή και σας αναγνωρίζω την καλή πρόθεση και την ιπποτική συμπεριφορά πολεμιστή προς πολεμιστή!
Ο διοικητής εσώπασε! Χτυπά το Ναπολέοντα στον ώμο και του δίνει το χέρι του.
-Δεν υπήρξες ποτέ σκλάβος, του λέει.
Και μ’ αυτό τον τρόπο τον αποχαιρετά και παραδέχεται τον εξευτελισμό και την ήττα του, σαν καταχτητής και σαν άτομο.
Τ’ αυτοκίνητα με την φρουρά συνοδείας, περιμένουν όξω από την πύλη. Εκεί σταμάτησαν από το πρωί. Κάθε τόσο έρχεται ένας αξιωματικός και ρωτάει, αν είναι ώρα να μπούνε. Αυτός απαντά ξερά, βλοσυρά, απότομα, όχι!
Δεν απομένει παρά να τους μεταφέρουνε στο 15, για να γδυθούνε. Στο εκτελεστικό απόσπασμα σέρνεται ο κάθε μελλοθάνατος μόνο με τα εσώρουχα. Κουστούμι, παπούτσια, καπέλο, παρδίνονται. Λεία Πολέμου. Ή πιο σωστά, μερίδιο του γερμανικού Λαού, από τη λαφυραγωγία της Ευρώπης. Κουρελάκια κι’ αποφόρια είναι η αμοιβή του, επειδή εδέχτηκε το ναζισμό και τον εστήλωσε με καντάρια αίματα, με τα εκατομμύρια πτώματα των παιδιών του. Αν είχε λίγη φαντασία αυτός ο Λαός!...
Μα τότε δεν θα ήταν αυτός! Δεν θα ήταν ο θλιβερότερος κι ο μόνος αξιομίσητος δούλος της ιστορίας.
Οι μελλοθάνατοι αρνούνται να βοηθήσουνε στον εμπαιγμό αυτού του Λαού. Δεν είν’ αυτοί, που με οποιοδήποτε τρόπο, θα ενισχύσουνε τον τύραννο να δημαγωγεί και ν’ απατά το δούλο και το θύμα του. Έπειτα, τη ληστεία των νεκρών η ελληνική γλώσσα τη λέει « ιεροσυλία» όχι λεία πολέμου. Εκεί μπροστά μας, κάτω απ’ τη μύτη των Γερμανών, συνεννοούνται και παίρνουν απόφαση: Θα τουφεκιστούμε ντυμένοι.
Την απόφαση την επιβάλλουνε. Ο Ναπολέων την κάνει γνωστή στο διοικητή. Αν εξακολουθούσε να είναι καταχτητής στον τόπο τούτο, θα την απόρριπτε.Μα τώρα… μήτ’ αυτός δεν ξέρει τι μπορεί να είναι. Η κατάντια το έφτασε στο σημείο ν’ αμφιβάλλει και για το ό,τι βλέπει και για το ό,τι ακούει. Παράλυσε, κι όχι μόνο θα πάνε ντυμένοι, φρέσκοι, σιδερωμένοι, να παρουσιαστούνε στο Θάνατο, μα και θα τσαλαπατήσουνε πιο μπροστά, εδώ, σε τούτη την αυλή, τον κάθε εχθρό, είτε καταχτητής λέγεται, είτε Χάρος. Με τον πρώτο ξόφλησαν. Τον εξευτέλισαν, τον έχουνε και στέκεται άβουλος κι ανίκανος να παρακολουθεί με ποιο μεγαλείο εκδηλώνεται αυτό το θαύμα, που λέγεται Ελληνική ψυχή.
Με τον δεύτερο, με το Χάρο, απομένει να τα πούνε ακόμη. Ο γερό Μήτσος ο καπνεργάτης, ο Μήτσος Ρόδης, από την Καβάλα, ανοίγει το χορό.
Διακόσια κορμιά ταλαντεύονται, μεταπατούνε γρήγορα, ανησυχούνε από τα νύχια ως την κορφή, λες και ζητούνε από τη Γης να σταματήσει αμέσως το στριφογύρισμά της στο κενό. Αν γυρεύει, με την αιώνια περιστροφή της, να βρει κολώνες για να στηριχτεί και να γεφυρώσει το χάος, να εδώ 200 κολώνες, γι’ αυτό το σκοπό.
Επιμέλεια Λίλα Μήτσουρα
Απόσπασμα από το βιβλίο του Θέμου Κορνάρου, που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Ναπολέοντα Σουκατζίδη*
Νεολληνικές εκδόσεις, βιβλιοθήκη του λαού, Αθήνα 1963
Σελίδες 190,191, 192,193.
*Ναπολέων (1909 - 1 Μαΐου 1944) : O κομμουνιστής Ναπολέων Σουκατζίδης, ήταν ένας από τους 200 εκτελεσμένους στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του '44.
Πολύπλευρη προσωπικότητα, σύνδεσε από νωρίς τη μοίρα του με το εργατικό - λαϊκό κίνημα. Μέλος της ΟΚΝΕ από το 1927, γλωσσομαθής (από 19 χρόνων μιλούσε και έγραφε έξι γλώσσες). Παρότι σπούδασε Οικονομικά, ανέπτυξε δράση και στο χώρο του πολιτισμού (είχε οργανώσει μια φιλολογική συντροφιά στην οποία μετείχε και η σπουδαία δασκάλα και λαογράφος της Κρήτης, Μαρία Λιουδάκη). Δημοσίευσε επιφυλλίδες «με χαρακτήρα μικρού δοκιμίου σε εκλαϊκευτική μορφή» και χρονογραφήματα. Πηγή: kke.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Πολύπλευρη προσωπικότητα, σύνδεσε από νωρίς τη μοίρα του με το εργατικό - λαϊκό κίνημα. Μέλος της ΟΚΝΕ από το 1927, γλωσσομαθής (από 19 χρόνων μιλούσε και έγραφε έξι γλώσσες). Παρότι σπούδασε Οικονομικά, ανέπτυξε δράση και στο χώρο του πολιτισμού (είχε οργανώσει μια φιλολογική συντροφιά στην οποία μετείχε και η σπουδαία δασκάλα και λαογράφος της Κρήτης, Μαρία Λιουδάκη). Δημοσίευσε επιφυλλίδες «με χαρακτήρα μικρού δοκιμίου σε εκλαϊκευτική μορφή» και χρονογραφήματα. Πηγή: kke.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου