Άνοιξα ένα κουτί νοσταλγίας για να βρω παλιές φωτογραφίες. Ανάμεσα στις εικόνες ενός εαυτού που είχα ξεχάσει βρήκα κι αυτό το στιχάκι. Το είχα γράψει στην Νάξο, κάτω από μια λάμπα του δρόμου, εικοσικάτι χρονών.
Βρήκα κι ένα γράμμα του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Διαβάζοντας την απάντηση του θυμήθηκα τι του είχα γράψει (ρομαντικός, οπισθοδρομικός αν θέλετε, είχα αναλογική αλληλογραφία μαζί του. Αναλογική σημαίνει με φάκελο, γραμματόσημο και αναμονή στο ταχυδρομείο).
Εκείνο το βράδυ είχαμε δει με την αγαπημένη μου ένα ντοκιμαντέρ για τον Ξυλούρη. Κι είχαμε πλαντάξει στο κλάμα με τη φωνή του Αρχάγγελου, με το Μεγάλο μας Τσίρκο.
Ήταν το 2004, η εποχή της Εθνικής Μανίας. Όλα καλά, διακοποδάνεια, Χρηματιστήριο, Παπαρίζου στο Γιουροβιζιόν, όλα καλά, ευρωπαϊκό κύπελλο στην Πορτογαλία, Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, όλα καλά, Καραμανλής κι ευρώ-αφθονία.
Σαν τέλειωσε το ντοκιμαντέρ έκατσα στο μπαλκόνι-γραφείο κι έγραψα στον Καμπανέλλη μια ερώτηση: «Για ποιο λόγο γράφουμε;»
Κι άλλα δραματικά, έτσι όπως τα ένιωθα. Κάπου εκεί του έγραψα και για εμάς τους «μαλάκες που χάνουν τη ζωή τους με τη συγγραφή.»
Το ξέρω, δεν είναι σωστό να γράφεις «μαλάκες» όταν απευθύνεσαι στον Καμπανέλλη, αλλά δεν είμαι πολιτικός ούτε δημοσιογράφος, δεν έχω τακτ, γράφω όπως νιώθω.
Ο Καμπανέλλης, θα το δείτε στο τέλος της επιστολής του, μου εξήγησε με δυο προτάσεις γιατί γράφουμε και γιατί χρειαζόμαστε τους … που γράφουν.
Τον θυμήθηκα σαν είδα το γράμμα -και σκέφτηκα ότι δεν λυπάμαι που πέθανε. Έζησε 9+1 ζωές γεμάτες πόνο, έρωτα, τέχνη, αγώνες -και χρόνια.
Μόνο χαίρομαι που έτυχε να τον γνωρίσω.
Είναι το μόνο πιο όμορφο απ’ τον έναστρο ουρανό:
Οι άνθρωποι που συναντήσαμε.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου