«Οσα κλείνει η πόρτα σου», έλεγαν συχνά οι μεγαλύτεροι στους νέους, τις εποχές που η σοφία μεταλαμπαδευόταν από στόμα σε στόμα, από γιαγιά σε εγγονή, από πατέρα σε γιο. Και ως φράση ήταν ό,τι πιο πολύτιμο μπορούσε να συμβουλεύσει ένας έμπειρος στη ζωή άνθρωπος, συχνά ταλαιπωρημένος, ενίοτε αδικημένος και πάντα μα πάντα επαγρυπνών, διότι η Ιστορία στο συλλογικό ασυνείδητο επαναλαμβάνεται. Γιατί τι μπορεί να πάει στραβά εάν δημιουργήσεις την εσωτερική σου ασφάλεια, μεγαλώσεις με χρηστό τρόπο τα παιδιά σου, κοιτάζεις μόνο τη δουλειά σου; Για τα άλλα ας νοιαστούν άλλοι, ας κοιτάξει ο καθένας το κονάκι του.
Η ανάγκη σε μια μετεμφυλιακή Ελλάδα να μην ενοχλείς, να μη θίγεις κακώς κείμενα και κυρίως να μην ανακατεύεσαι, ακόμα και εάν βλέπεις ή ακούς κάτι που δεν σου ταιριάζει, ερχόταν απευθείας από την ανάγκη της επιβίωσης, από τον συνεχή κίνδυνο που υπήρχε ότι εάν ανακατεύεσαι θα στοχοποιηθείς. Αδικίες συνέβαιναν και θα συμβαίνουν, αλλά κανείς δεν άντεχε σε μια ταλανισμένη, φτωχή, ορφανή χώρα να σηκώσει στις πλάτες του το δίκαιο τούτου του κόσμου. Η φράση της μετεμφυλιακής Ελλάδας «όσα κλείνει η πόρτα σου» έδωσε σιγά σιγά τη θέση της στη φράση «δεν ξέρεις τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες». Αυτό πολλές φορές λειτουργούσε και καθαρτικά, τα όσα στραβά συνέβαιναν στη δική σου οικογένεια δεν θα συγκρίνονταν με τα άλλα, που ήταν πάντα περισσότερα, και ας μη φαίνονταν προς τα έξω. Και ήταν καθησυχαστικό. Σαν νανούρισμα. Ούτε να ψάξουμε τα εντός μας, ούτε λόγος φυσικά για να κοιτάξουμε τα εκτός μας. Ποιος λόγος θα μας έπεφτε; Η ζωή άλλωστε είναι τόσο μικρή και οι οδύνες συνέβαιναν μακριά από εμάς.
Από «πόρτα» σε «πόρτα» φαίνεται ότι σκάσαμε σε τοίχο. Η σημερινή κατάσταση μας φέρνει καθημερινά αντιμέτωπους και με τις δύο εκφράσεις. «Εγκλήματα τιμής», «εγκλήματα πάθους», γυναίκες που σκοτώνονται καθημερινά, παιδιά που τσιμεντώνονται από ακατάλληλες οικογένειες, παιδιά που βρίσκονται νεκρά υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, πατεράδες που λυγίζουν από το βάρος μιας αποκάλυψης. Οι κοινωνίες της «τιμής» έχουν δώσει τη θέση τους στις κοινωνίες της «ντροπής». Γιατί αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια μάς θέτει όλους προ των ευθυνών μας. Πώς φτάσαμε μέχρις εδώ;
Μια γειτόνισσα ακούει στον κάτω όροφο ένα παιδί να κλαίει σπαρακτικά. Ο πατέρας το χτυπάει, δεν είναι η πρώτη φορά. Οταν το αναφέρει, της λένε να κοιτάει τη δουλειά της. Μια ψυχολόγος δέχεται καθημερινά στο ειδικό σχολείο που δουλεύει ένα παιδί με εμφανή τα σημάδια της κακοποίησης. Το λέει στον πατέρα, που μάλλον είναι ο κακοποιητής, αυτός την εκφοβίζει. Παίρνει μια σύνταξη εκείνος εξαιτίας της αναπηρίας του παιδιού, δεν διανοείται να τη χάσει. Η ψυχολόγος θέλει να το προχωρήσει το θέμα, όλο όμως το σχολείο είναι εναντίον της. Θα τους εκθέσει, της λένε. Ενα μεγάλο σκάνδαλο ξεσπάει σε οικοτροφείο. Τι συμβαίνει με τους υπεύθυνους εκεί; Τι μοίρα έχουν τα παιδιά; Μια δασκάλα που έχει μαθητή ένα από αυτά τα παιδιά αγωνιά. Θέλει να μάθει πού είναι το παιδί, πώς να το βοηθήσει. Η διεύθυνση όμως του σχολείου δεν θέλει να θίξει το θέμα, να αγγίξουν ευαίσθητα θέματα που έχουν πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης.
Η πραγματικότητα μας γονατίζει, αλλά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεριεύουμε. Εκεί οι άνθρωποι παίρνουμε φωτιά. Ο καθένας κάνει και μια καταγγελία στον προσωπικό του λογαριασμό. Μιλάμε ανοιχτά, έχουμε όλοι ή σχεδόν όλοι γνώμη. Ακυρώνουμε πρόσωπα και πράγματα, επιτιθέμεθα, αποδοκιμάζουμε, αφανίζουμε. «Να το κακό», σαν μια ορδή αναφωνούμε και το σκοτώνουμε. Από το πληκτρολόγιο. Γινόμαστε γιατροί, ψυχολόγοι, δικαστές, ιεροκήρυκες. Πατάσσεται η αδικία. Είμαστε όμως όλοι παιδιά και της μιας πόρτας και της άλλης. Παιδιά της παράδοσης και του πληκτρολογίου. Είμαστε παιδιά της «τιμής» και της «ντροπής». Ετσι μεγαλώσαμε. Ολοι μας βεβαρημένοι με προσωπικά τραύματα, συμπεριφερθήκαμε σαν ιδιώτες μέσα στην κοινωνία και όχι ως πολίτες. Στη δουλειά μας, στην πολυκατοικία, στη γειτονιά, δεν υπερασπιστήκαμε τον αδύνατο όταν έπρεπε, και δεν χάσαμε τη δουλειά μας όταν έπρεπε να υπερασπιστούμε το δίκαιο. Γιατί είχε κόστος. Το γάλα του παιδιού μας. Και είναι θεμιτό.
Το ζήτημα πλέον όμως που τίθεται τώρα που αγρίεψε η κατάσταση είναι να μην αρκεστούμε στο να πληκτρολογούμε μόνο, και να αναλάβουμε το ρίσκο να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Να συνειδητοποιήσουμε ότι ταυτίσαμε την πρόοδό μας με το προφίλ μας στο fb, ανοίξαμε μια «πόρτα» στον κόσμο για να παινέψουμε τα παιδιά μας, να αναζητήσουμε φίλους και συντρόφους, να πάρουμε likes για την άποψή μας, ή για τα τραύματά μας, αλλά από αυτό το σημείο μέχρι να καταφέρουμε να γίνουμε υπεύθυνοι, συνετοί, ώριμοι πολίτες απέχουμε πολύ. Γιατί η δουλειά που πρέπει να γίνει δεν αφορά το έξω μας, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο. Αχνό αλλά πολύ στέρεο. Το ότι η κάθε «πόρτα» μας ανοίγει με ευκολία όταν δεν υπάρχει κόστος. Οταν όμως στο τέλος έρχεται ένας λογαριασμός και μια συνέπεια για την πράξη μας, παρά το ανοιχτό Facebook, οι πόρτες μας κλείνουν. Ας δούμε στα σοβαρά τι χρειάζεται για να ξαναχτιστεί η αλυσίδα που λέγεται κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου