Κώστας Βάρναλης
Πολλά γέρικα τελώνια τραβάνε με τα δυο τους τα χέρια το σκοινί της Καμπάνας. Και το μπρούτζινο τέρας, αφου έτρεξε πάνω στους αρμούς του, βρόντηξε τόσο δυνατά, που όλοι ανοίξανε τα στόματα και βουλλώσανε τ’ αυτιά τους.
"Σκλάβοι πολιορκημένοι" 1927
Μες το δροσάνεμο,που αναγαλλιάζωκι ο νους βυθίζεταισε χάος γαλάζο,ανθρώποι, αφήστε μενα ξεχαστώφωτοπερίχυτη,στόμα κλειστό.Ποιο χέρι απλώθηκενα με σπαράξει,-απ’ το χρυσόνειροστην μαύρη πράξη!Ο πρώτος ήχος μουπρώτη πληγήμε τραβάς, αίμα μουξανά στη Γη.Ω σεις χαμόσυρτα,λέρα σκουλήκια,η άλαμπη ζήση σαςζήση ναι δίκια.Μια τρύπα ο κόσμος σαςκαι μέσα κειο Χάρος λύτρωσηκι ώρα γλυκή!Δεν είναι κέντρισμανα σας κουνήσει,κορμιά, που η άλυσσοτα χει τσακίσει.Σκέψη, ποιος άνεμοςθάν’ αξιωθείνα σ’ ανατάραζε,σκότος βαθή;Πίσω απ’ τα λόγια μου,πικρά φαρμάκι,τι κόσμοι απέραντοι,βυθοί λουλάκι!Μάτι δε βρίσκεταινα θαμπωθείκι αφτί δε βρίσκεταινα λιγωθεί!Να ταν να ξήλωνεναπ’ την καρδιά μουΜοίρα καλόβουλητ’ άγρια καρφιά μουκαι να με σήκωνεμ’ άξιο φτερόσκέψη, που μέστωσεμε τον καιρό.Πάνω από θάλασσεςπάνω από χώρες,με τους καλόκαιρουςκαι με τις μπόρεςνα με κατέβαζεναγαλινά,όπου τ’ ανθρώπινοπλήθος πονά.Σε μίνες φόνισσεςμπουχές καζέρνες,λιμάνια ολόκαπνα,βοερές ταβέρνες,σπιτάλια σκοτεινάκαι φυλακές,μπορντέλ’ ακάθαρτακαι προσευκές.Στα στήθη να μπαινασαν την ανέσα,σφυγμός βαθύριζοςστις φλέβες μέσα,στο νου σαν άστραμακαι στην ψυχή,ν’ αχούσ’ αδιάκοπατη διδαχή:«Όλα τελειώνουνεκι όλα περνάνε!Ιδέες βασίλισσεςκακογερνάνε,στις νέες ανάγκες σου-κόπος βαρής!-σκοπούς αλάθεφτουςκοίτα να βρεις.»«Αν είν’ η σκέψη σουπριν από σένα,δεν είναι απόκομμαθεού και γέννα:τη σκλάβα σκέψη σου;σκλάβα δετήσου τηνε πλάσανεοι Δυνατοί.»«Φτωχέ, σου μάρανανκόποι και πόνοιτη θέληση άβουλη,πιωμένη αφιόνι!Αν είν’ ο λάκκος σουπολύ βαθής,χρέος με τα χέρια σουνα σηκωθείς».«Τ’ άσκημα χέρια σου,των όλω αιτία,βαστάνε μάργελητην πολιτεία.Βγαίνει απ’ τα χέρια σουκάθ’ αγαθότου ωραίου περίθετοτο χρυσανθό».Σφίξε τα χέρια σου,για σένα κράτειτ’ άμοιαστον έργο σου,την Πλάση ακράτηκι όλο ανεβαίνονταςπρος τη Χαρά,μέσα σου θά ναβενάστρων σπορά!»Κι όπου σε σφάζουνεδεμένον πίσου,να βρόνταα άξαφνασεισμός αβύσσου,χίλια αστροπέλεκα:«Δεν είναι μπρος,ειν’ πίσω σουχρόνια ο οχτρός!»Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα.Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη.Κ' ύστερα γυρίσανε όλοι στα σπίτια τους με την φανφάρα,που έπαιζε χαρούμενα κομμάτια.Εκεί στο σπίτι τους ανάμενε ζεστό φαγί και ζεστή αγκαλιά.Κ' είτανε όλοι τους βαθιά περήφανοι με την ιδέα,πως έχουνε την πιο καινούρια και την πιο μεγάλη Καμπάνασ' όλη τη γης.
"Σκλάβοι πολιορκημένοι" 1927
Μελοποιημένο απο τους Active Member:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου