Κόσμος
Ο Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet, Θεσσαλονίκη 15 Ιανουαρίου 1902 – Μόσχα 3 Ιουνίου 1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στην Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Βαρσοβίας στις 19/8/1952 μετέδωσε γράμμα που απηύθυνε ο μεγάλος Τούρκος ποιητής και μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης Ναζίμ Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό. Στο γράμμα του ο Ναζίμ Χικμέτ ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρει:
«Αδέλφια Ελληνες,
Υπάρχουν δύο Τουρκίες και δύο Ελλάδες. Η αληθινή και η ψεύτικη. Η ανεξάρτητη και η δουλική. Η μια είναι η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων Ελλήνων πατριωτών που υποφέρουν στις φυλακές. Η πατρίδα του ελληνικού λαού. Αυτή είναι η γνήσια Ελλάδα. Είναι η Τουρκία με τους χιλιάδες Τούρκους πατριώτες, που σαπίζουν στα μπουντρούμια. Η Τουρκία του τούρκικου λαού. Αυτή είναι η γνήσια Τουρκία.
Υπάρχουν και η Τουρκία και η Ελλάδα του Μεντερές και του Πλαστήρα. Είναι οι επίσημες, όχι οι πραγματικές. Είναι αυτές που με τους ελάχιστους υποστηριχτές τους, ξεπούλησαν και τις δύο χώρες στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τώρα τελευταία, κάτω απ’ τις αμερικάνικες ευλογίες, ο Μεντερές και ο Πλαστήρας έσφιξαν τα χέρια στην Αθήνα.
Τα ματωβαμμένα χέρια τους, που στέλνουν Τούρκους και Έλληνες στρατιώτες στην Κορέα. Τα ματωβαμμένα χέρια τους που ετοιμάζουν νέο πόλεμο. Τη φιλία αυτή την καταλαβαίνουμε όλοι. Να χτυπούν μαζί τους αγωνιστές του τούρκικου και ελληνικού λαού, που παλεύουν για την ανεξαρτησία, ειρήνη και ελευθερία. Να αλέσουν στον ίδιο αμερικάνικο κρεατόμυλο, παιδιά του ελληνικού και του τούρκικου λαού. Να υποχρεώσουν το λαό της Τουρκίας και της Ελλάδας, να σκύβει το κεφάλι και να προσκυνάει τα αφεντικά τους και τα αφεντικά των αφεντικών τους.
Όμως οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, δίνουν πέρα για πέρα διαφορετικό νόημα στην ελληνο-τουρκική φιλία. Γι’ αυτούς η φιλία σημαίνει κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Για την εθνική ανεξαρτησία, για την ευτυχία, για να μπορούν να γεύονται πλάι πλάι στο αδελφικό τραπέζι της φιλίας το ψωμί και τις ελιές του τόπου τους.
Φίλοι μου Έλληνες.Πρέπει ν’ αγωνιστούμε μαζί, χέρι με χέρι για την εθνική ανεξαρτησία των χωρών μας, για τη δημοκρατία ενάντια σε κάθε εκδήλωση φασισμού, ενάντια στους ιμπεριαλιστές.
Αδέλφια μου Ελληνες…να λευτερώσετε την Ελλάδα από τα νύχια των ιμπεριαλιστών και φασιστών. Να φτιάσετε μια ανεξάρτητη, λεύτερη, ευτυχισμένη Ελλάδα. Ετσι τα παιδιά του λαού θά χουν δικαίωμα στο γέλιο και στη χαρά».
Σήμερα η επιστολή του παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ. Σε μια περίοδο, που ο τουρκικός εθνικισμός λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, τα λόγια του Χικμέτ οφείλουν να θυμίζουν και στους δύο λαούς, ότι δεν πρέπει να γίνονται θύματα της εθνικιστικής δημαγωγίας των πολιτικών ηγετών.
Ο Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet, Θεσσαλονίκη 15 Ιανουαρίου 1902 – Μόσχα 3 Ιουνίου 1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στην Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Βαρσοβίας στις 19/8/1952 μετέδωσε γράμμα που απηύθυνε ο μεγάλος Τούρκος ποιητής και μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης Ναζίμ Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό. Στο γράμμα του ο Ναζίμ Χικμέτ ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρει:
«Αδέλφια Ελληνες,
Υπάρχουν δύο Τουρκίες και δύο Ελλάδες. Η αληθινή και η ψεύτικη. Η ανεξάρτητη και η δουλική. Η μια είναι η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων Ελλήνων πατριωτών που υποφέρουν στις φυλακές. Η πατρίδα του ελληνικού λαού. Αυτή είναι η γνήσια Ελλάδα. Είναι η Τουρκία με τους χιλιάδες Τούρκους πατριώτες, που σαπίζουν στα μπουντρούμια. Η Τουρκία του τούρκικου λαού. Αυτή είναι η γνήσια Τουρκία.
Υπάρχουν και η Τουρκία και η Ελλάδα του Μεντερές και του Πλαστήρα. Είναι οι επίσημες, όχι οι πραγματικές. Είναι αυτές που με τους ελάχιστους υποστηριχτές τους, ξεπούλησαν και τις δύο χώρες στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τώρα τελευταία, κάτω απ’ τις αμερικάνικες ευλογίες, ο Μεντερές και ο Πλαστήρας έσφιξαν τα χέρια στην Αθήνα.
Τα ματωβαμμένα χέρια τους, που στέλνουν Τούρκους και Έλληνες στρατιώτες στην Κορέα. Τα ματωβαμμένα χέρια τους που ετοιμάζουν νέο πόλεμο. Τη φιλία αυτή την καταλαβαίνουμε όλοι. Να χτυπούν μαζί τους αγωνιστές του τούρκικου και ελληνικού λαού, που παλεύουν για την ανεξαρτησία, ειρήνη και ελευθερία. Να αλέσουν στον ίδιο αμερικάνικο κρεατόμυλο, παιδιά του ελληνικού και του τούρκικου λαού. Να υποχρεώσουν το λαό της Τουρκίας και της Ελλάδας, να σκύβει το κεφάλι και να προσκυνάει τα αφεντικά τους και τα αφεντικά των αφεντικών τους.
Όμως οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, δίνουν πέρα για πέρα διαφορετικό νόημα στην ελληνο-τουρκική φιλία. Γι’ αυτούς η φιλία σημαίνει κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Για την εθνική ανεξαρτησία, για την ευτυχία, για να μπορούν να γεύονται πλάι πλάι στο αδελφικό τραπέζι της φιλίας το ψωμί και τις ελιές του τόπου τους.
Φίλοι μου Έλληνες.Πρέπει ν’ αγωνιστούμε μαζί, χέρι με χέρι για την εθνική ανεξαρτησία των χωρών μας, για τη δημοκρατία ενάντια σε κάθε εκδήλωση φασισμού, ενάντια στους ιμπεριαλιστές.
Αδέλφια μου Ελληνες…να λευτερώσετε την Ελλάδα από τα νύχια των ιμπεριαλιστών και φασιστών. Να φτιάσετε μια ανεξάρτητη, λεύτερη, ευτυχισμένη Ελλάδα. Ετσι τα παιδιά του λαού θά χουν δικαίωμα στο γέλιο και στη χαρά».
Σήμερα η επιστολή του παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ. Σε μια περίοδο, που ο τουρκικός εθνικισμός λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, τα λόγια του Χικμέτ οφείλουν να θυμίζουν και στους δύο λαούς, ότι δεν πρέπει να γίνονται θύματα της εθνικιστικής δημαγωγίας των πολιτικών ηγετών.
Πηγή:rosa.gr
Ακολουθούν ορισμένα ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ με αφορμή τη γέννησή του…
Μονάκριβή μου
(σε απόδοση του Γιάννη Ρίτσου)
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα:
«πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου,
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».
Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,
Η ανάμνησή μου σαν μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις, αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ῾να χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.
Ο θάνατος
Ένας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη του σκοινιού
σε τούτον ῾δω το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου.
Μα να ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
αν το μαύρο και μαλλιαρό χέρι ενός φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά
άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ να δούν το φόβο.
Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου και σένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα
παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού.
Γυναίκα μου
Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά
Μέλισσά μου με τα μάτια πιο γλυκά απ᾿ το μέλι
Τι κάθησα και σου ῾γραψα πως ζήτησαν το θάνατό μου.
Η δίκη μόλις άρχισε
Δεν κόβουν δα και στα καλά καθούμενα έτσι το κεφάλι
όπως ένα γογγύλι.
Έλα, έλα, μη μου σκας
Αυτά είναι μακρινά ενδεχόμενα.
Αν έχεις τίποτα λεφτά
Αγόρασέ μου ένα μάλλινο σώβρακο
Μου μένει ακόμα κείνη η ισχιαλγία στο πόδι
Και μην ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
Δεν πρέπει να ῾χει μαύρες έγνοιες.
Η πιο όμορφη θάλασσα
Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα
Για τη ζωή
Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένει τίποτα
Δε θα `χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.
Η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα `χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι
Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σαν να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά.
Αυτό ειν’ όλο
Ζω στη φεγγοβολή
που προχωράει
ολόγιομα ειν’ τα χέρια μου
με πόθους
κι ο κόσμος είναι όμορφος πολύ,
μοσκοβολάει
Τα μάτια μου λιμπίστηκαν
τα δέντρα
τα δέντρα που γιομίσανε ελπίδες
και ντύθηκαν την πράσινη στολή
το λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ’ ολόδροσο χαλί
κι απ’ το φεγγίτη με καλεί
στις πράσινες νησίδες
Κι ούτε μυρίζομαι τα φάρμακα
Τ’ αναρωτήριο πια δε μου βρωμάει
-θ’ ανοίξουν τα γαρούφαλα
-η ώρα η καλή!-
Τί τάχα αν είσαι φυλακή;
-Να μη λυγάς!
αυτό ειν’ όλο.
Δεν είναι άλλη συμβουλή.
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, έφυγε από τη ζωή όντας εξόριστος στη Μόσχα στις 3 Ιουνίου 1963 από καρδιακή προσβολή. Η επιθυμία του ήταν να ταφεί κάτω από ένα πλάτανο σ’ ένα οποιοδήποτε νεκροταφείο της Μικράς Ασίας και δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Αντιθέτως, μετά τον θάνατό του ενταφιάστηκε στο ονομαστό κοιμητήριο της ρωσικής πρωτεύουσας Νοβοντονίτσκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου