Της Νίκης Διονυσίου Τζουανοπούλου
Όπως είναι ευρέως γνωστό οι φαρμακευτικές ουσίες χρησιμοποιούνται στην πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία ασθενειών. Τα φάρμακα έχουν σχεδιαστεί να είναι χημικά σταθερά προκειμένου να φτάσουν και να αλληλοεπιδράσουν με μόρια στόχους και να προκαλούν συγκεκριμένες βιολογικές επιδράσεις σε ανθρώπους ή ζώα σε χαμηλές συγκεντρώσεις.
Από μια σύντομη ανασκόπηση στις βάσεις δεδομένων του ΟΟΣΑ διαπιστώνεται αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες στην κατανάλωση φαρμάκων, που αποδίδεται κυρίως στην γήρανση του πληθυσμού και την αύξηση της διάρκειας ζωής (αύξηση του ηλικιωμένου πληθυσμού με ρυθμό 3% ετησίως), τις χρόνιες παθήσεις αλλά και τις αλλαγές στην κλινική πρακτική.
Έχει βρεθεί ότι υπολείμματα από εκατοντάδες, ευρέως χρησιμοποιούμενες φαρμακευτικές ουσίες δύναται να εισέλθουν στο περιβάλλον μέσα από ένα πολύπλοκο δίκτυο πηγών και οδών, που διασκορπίζεται σε πολλά μέρη της κοινωνίας. Η κύρια πηγή εισόδου τους εντοπίζεται στην ανθρώπινη κατανάλωση σε σπίτια ή νοσοκομεία. Με τη διαδικασία της απέκκρισης και μέσω των υπονόμων φαρμακευτικά ενεργές ουσίες καταλήγουν στα συστήματα αστικών λυμάτων και απορρίπτονται στους υδάτινους υποδοχείς κυρίως ως συνέπεια της ατελούς απομάκρυνσής τους από μονάδες επεξεργασίας υγρών αποβλήτων.
Φαρμακευτικοί ρυπαντές έχουν βρεθεί στα επιφανειακά ύδατα συμπεριλαμβανομένων των οικοσυστημάτων γλυκού νερού, εκβολές ποταμών, θαλάσσια περιβάλλοντα, στα υπόγεια ύδατα αλλά και στο πόσιμο νερό. Οι συγκεντρώσεις τους έχει διαπιστωθεί ότι κυμαίνονται στην περιοχή των ng/l και μg/l με τα επίπεδα ρύπανσης να εντοπίζονται μεγαλύτερα στην εκροή των εγκαταστάσεων επεξεργασίας υγρών αποβλήτων και μικρότερα στα ποτάμια και το θαλασσινό νερό. Σημαντική παρουσιάζεται να είναι η ρύπανση των υπόγειων υδάτων, που μπορεί να παραμείνει για δεκαετίες και να επηρεάσει άμεσα τα συνδεόμενα υδατικά και χερσαία οικοσυστήματα, εάν η φυσική εξασθένηση των ρύπων, κάτω από την επιφάνεια, δεν είναι επαρκής.
Σύμφωνα με δημοσιευμένες μελέτες, οι φαρμακευτικές ουσίες που ανιχνεύονται περισσότερο στα υδάτινα περιβάλλοντα είναι τα αναλγητικά και τα αντιφλεγμονώδη λόγω της ευρείας χρήσης τους ενώ ακολουθούν τα αντιβιοτικά, η αντιεπιληπτική καρβαμαζεπίνη και άλλες θεραπευτικές κατηγορίες φαρμάκων.
Μικρές παρενέργειες σε φάρμακα που χορηγούνται σε συνταγογραφούμενες δόσεις είναι κοινές, αλλά συνήθως αντισταθμίζονται από τα οφέλη του φαρμάκου για την υγεία. Αυτό δεν θα συνέβαινε στην περίπτωση ακούσιας, τακτικής έκθεσης σε φάρμακα ή μείγμα φαρμάκων. Η χρόνια έκθεση σε ιχνοστοιχεία φαρμακευτικών μειγμάτων μπορεί να είναι ουσιαστική και να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία και ανεπιθύμητες επιδράσεις στα οικοσυστήματα όπως η χρόνια τοξικότητα, η ανάπτυξη ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων και οι ενδοκρινικές διαταραχές.
Η πιθανή επίδραση στη δημόσια υγεία κυρίως μέσω της τροφικής αλυσίδας εγείρει την ανησυχία καθώς φαρμακευτικά υπολείμματα αντιβιοτικών, ορμονών, αναλγητικών και άλλων θεραπευτικών ομάδων έχει βρεθεί, από εργαστηριακές μελέτες, ότι επιδρούν στη φυσιολογία των υδρόβιων οργανισμών. Η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και λήψη μέτρων για τη διαχείριση των κινδύνων διατυπώνεται από πολλούς ερευνητές.
*Η Νίκη Διονυσίου Τζουανοπούλου είναι Υγιεινολόγος, MBA, MSc Επόπτρια Δημόσιας Υγείας Γ. Ν Παπαγεωργίου
Όπως είναι ευρέως γνωστό οι φαρμακευτικές ουσίες χρησιμοποιούνται στην πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία ασθενειών. Τα φάρμακα έχουν σχεδιαστεί να είναι χημικά σταθερά προκειμένου να φτάσουν και να αλληλοεπιδράσουν με μόρια στόχους και να προκαλούν συγκεκριμένες βιολογικές επιδράσεις σε ανθρώπους ή ζώα σε χαμηλές συγκεντρώσεις.
Από μια σύντομη ανασκόπηση στις βάσεις δεδομένων του ΟΟΣΑ διαπιστώνεται αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες στην κατανάλωση φαρμάκων, που αποδίδεται κυρίως στην γήρανση του πληθυσμού και την αύξηση της διάρκειας ζωής (αύξηση του ηλικιωμένου πληθυσμού με ρυθμό 3% ετησίως), τις χρόνιες παθήσεις αλλά και τις αλλαγές στην κλινική πρακτική.
Έχει βρεθεί ότι υπολείμματα από εκατοντάδες, ευρέως χρησιμοποιούμενες φαρμακευτικές ουσίες δύναται να εισέλθουν στο περιβάλλον μέσα από ένα πολύπλοκο δίκτυο πηγών και οδών, που διασκορπίζεται σε πολλά μέρη της κοινωνίας. Η κύρια πηγή εισόδου τους εντοπίζεται στην ανθρώπινη κατανάλωση σε σπίτια ή νοσοκομεία. Με τη διαδικασία της απέκκρισης και μέσω των υπονόμων φαρμακευτικά ενεργές ουσίες καταλήγουν στα συστήματα αστικών λυμάτων και απορρίπτονται στους υδάτινους υποδοχείς κυρίως ως συνέπεια της ατελούς απομάκρυνσής τους από μονάδες επεξεργασίας υγρών αποβλήτων.
Φαρμακευτικοί ρυπαντές έχουν βρεθεί στα επιφανειακά ύδατα συμπεριλαμβανομένων των οικοσυστημάτων γλυκού νερού, εκβολές ποταμών, θαλάσσια περιβάλλοντα, στα υπόγεια ύδατα αλλά και στο πόσιμο νερό. Οι συγκεντρώσεις τους έχει διαπιστωθεί ότι κυμαίνονται στην περιοχή των ng/l και μg/l με τα επίπεδα ρύπανσης να εντοπίζονται μεγαλύτερα στην εκροή των εγκαταστάσεων επεξεργασίας υγρών αποβλήτων και μικρότερα στα ποτάμια και το θαλασσινό νερό. Σημαντική παρουσιάζεται να είναι η ρύπανση των υπόγειων υδάτων, που μπορεί να παραμείνει για δεκαετίες και να επηρεάσει άμεσα τα συνδεόμενα υδατικά και χερσαία οικοσυστήματα, εάν η φυσική εξασθένηση των ρύπων, κάτω από την επιφάνεια, δεν είναι επαρκής.
Σύμφωνα με δημοσιευμένες μελέτες, οι φαρμακευτικές ουσίες που ανιχνεύονται περισσότερο στα υδάτινα περιβάλλοντα είναι τα αναλγητικά και τα αντιφλεγμονώδη λόγω της ευρείας χρήσης τους ενώ ακολουθούν τα αντιβιοτικά, η αντιεπιληπτική καρβαμαζεπίνη και άλλες θεραπευτικές κατηγορίες φαρμάκων.
Μικρές παρενέργειες σε φάρμακα που χορηγούνται σε συνταγογραφούμενες δόσεις είναι κοινές, αλλά συνήθως αντισταθμίζονται από τα οφέλη του φαρμάκου για την υγεία. Αυτό δεν θα συνέβαινε στην περίπτωση ακούσιας, τακτικής έκθεσης σε φάρμακα ή μείγμα φαρμάκων. Η χρόνια έκθεση σε ιχνοστοιχεία φαρμακευτικών μειγμάτων μπορεί να είναι ουσιαστική και να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία και ανεπιθύμητες επιδράσεις στα οικοσυστήματα όπως η χρόνια τοξικότητα, η ανάπτυξη ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων και οι ενδοκρινικές διαταραχές.
Η πιθανή επίδραση στη δημόσια υγεία κυρίως μέσω της τροφικής αλυσίδας εγείρει την ανησυχία καθώς φαρμακευτικά υπολείμματα αντιβιοτικών, ορμονών, αναλγητικών και άλλων θεραπευτικών ομάδων έχει βρεθεί, από εργαστηριακές μελέτες, ότι επιδρούν στη φυσιολογία των υδρόβιων οργανισμών. Η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και λήψη μέτρων για τη διαχείριση των κινδύνων διατυπώνεται από πολλούς ερευνητές.
*Η Νίκη Διονυσίου Τζουανοπούλου είναι Υγιεινολόγος, MBA, MSc Επόπτρια Δημόσιας Υγείας Γ. Ν Παπαγεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου