Υψηλοί τόνοι» και «βαριές κουβέντες», εκλογολογία και διαγκωνισμοί για το ποιος μπορεί να διασφαλίσει την αντιλαϊκή «σταθερότητα» για τα κέρδη του κεφαλαίου. Διαξιφισμοί για το ποιος είναι πιο «χουβαρντάς» με τα ψίχουλα που περισσεύουν από το καρβέλι που παράγουν οι εργαζόμενοι και μασουλάνε οι επιχειρηματικοί όμιλοι, για να μένει σταθερά στον «πάτο» ο πήχης των εργαζομένων και του λαού, μπροστά και στα ακόμα πιο δύσκολα που είναι μπροστά. Αυτά ήταν τα όσα είδαμε σε μια ακόμα συζήτηση στη Βουλή την Τετάρτη, ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα αστικά κόμματα.
-- Για τα Εργασιακά; ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και λοιποί έβγαλαν τα «κομπιουτεράκια» για να μετρήσουν ποιος αύξησε περισσότερο τον κατώτατο μισθό, αυτόν τον μισθό που μετά από... τόσες αυξήσεις (με απόφαση υπουργού και απαγόρευση στους εργαζόμενους να τον διαπραγματεύονται όπως προβλέπει ο νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου) παραμένει μικρότερος απ' ό,τι 13 χρόνια πριν.
Τσακώθηκαν για το ποιος εφαρμόζει τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ και «ποιος βάζει τάξη στο εργασιακό τοπίο»: Η «ψηφιακή κάρτα» που θα μετράει λεπτό λεπτό την εργασιακή εξόντωση, όπως έδειξαν οι καταγγελίες ήδη από την πρώτη μέρα εφαρμογής της; `Η μήπως το ΣΕΠΕ που θα το επαναφέρει, λέει, στο προηγούμενο καθεστώς ο ΣΥΡΙΖΑ, εκείνο δηλαδή που δεν φτάνουν ούτε 8 χρόνια για να ελέγξει όλες τις επιχειρήσεις;
«Μετρήθηκαν» και για το ποιος τάχα μείωσε περισσότερο την ανεργία, κόβοντας τη μια θέση δουλειάς σε δύο και τρεις, μετρώντας ως εργαζόμενους κι όσους δουλεύουν μια μέρα τον μήνα. Για το ποιος «αξιοποίησε» περισσότερο τα «προγράμματα κατάρτισης» για τζάμπα δουλειά στη μεγαλοεργοδοσία.
Και πού έγινε αυτή η «μονομαχία» στα «σημεία»; Βαθιά μέσα στην εργασιακή ζούγκλα που έχουν διαμορφώσει οι νόμοι όλων των κυβερνήσεων, μετά από τρία απανωτά μνημόνια με την υπογραφή όλων τους και δύο χρόνια πανδημίας που αξιοποιήθηκαν ως «ευκαιρία» για να περάσει ό,τι πιο αντεργατικό είχε μείνει σε εκκρεμότητα: Η εκ περιτροπής εργασία και οι απλήρωτες υπερωρίες, η χωρίς όριο μετακίνηση των εργαζομένων, οι αναγκαστικές άδειες και οι αναστολές συμβάσεων, η τηλεργασία και η προσπάθεια να μπουν στο γύψο οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, ο νόμος Χατζηδάκη, που πάνω απ' τα μισά άρθρα του, συμπεριλαμβανομένης και της «ψηφιακής κάρτας», ψήφισε κι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από αυτήν τη ζούγκλα, όχι μόνο δεν αγγίζουν τρίχα τα μέτρα τους, αλλά αντίθετα έρχονται να τη θωρακίσουν παραπέρα στο όνομα της προστασίας των εργαζομένων, με νέα π.χ. «κίνητρα» στη μεγαλοεργοδοσία.
Μέτρο άλλωστε και των δύο είναι η ανταγωνιστικότητα, τα κέρδη του κεφαλαίου, που και οι δυο παρουσιάζουν ως προϋπόθεση για να πέσει κάποιο ψίχουλο για τον λαό: «Η ανάπτυξη της χώρας πρέπει τελικά να ωφελεί όλους, χωρίς όμως ταυτόχρονα να απειλείται η δημοσιονομική ισορροπία ούτε προφανώς η ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας», έλεγε ο πρωθυπουργός.
Το μέτρο των εργαζομένων όμως δεν μπορεί παρά να είναι οι σύγχρονες ανάγκες τους και ο αμύθητος πλούτος που εκείνοι παράγουν και γίνεται κέρδη στα σεντούκια των καπιταλιστών. Αυτό προσπαθεί να κρύψει η «ψιχουλομαχία» των κυβερνητικών «σωτήρων» του λαού.
-- Για την ακρίβεια και την ενεργειακή φτώχεια; Η κυβέρνηση αράδιασε τα διάφορα «pass» που έχουν εξανεμιστεί πριν καλά καλά ανακοινωθούν και φρόντισε να ξεκαθαρίσει ότι τα ψίχουλα που θα δίνει θα είναι πάντα πίσω από τις ανάγκες: «Ο,τι και να κάνουμε θα μοιάζει πάντα μικρό, θα μοιάζει "λίγο", καθώς οι ανάγκες είναι μεγάλες και δυστυχώς αυξάνονται», έλεγε ο πρωθυπουργός.
Κι ο ΣΥΡΙΖΑ έδειχνε το δέντρο της αισχροκέρδειας για να κρύψει το δάσος της κοινής πολιτικής τους, ζητούσε μειώσεις φόρων «ισόποσα, για να μείνουν σε καθαρό ισοζύγιο τα έσοδα», κι έλεγε λίγο - πολύ ότι η κυβέρνηση... σπαταλάει, ισχυριζόμενος ότι τα δικά του ματωμένα πλεονάσματα «δεν ήταν από το χρέος της χώρας», σε αντίθεση με την κυβέρνηση που «συσσωρεύετε χρέος (...) για να έρθετε κάποια στιγμή να δώσετε κάποια επιδόματα προεκλογικά». Καλώντας δηλαδή τον λαό να διαλέξει από ποια τσέπη θα χάσει, κι από ποια θα πληρώνει για την ανακύκλωση της φτώχειας.
Και πού έγινε όλη αυτή η αντιπαράθεση; Βαθιά μέσα στο βούρκο της «πράσινης» καπιταλιστικής ανάπτυξης που και οι δύο υπερασπίζονται, εκεί όπου ο λαός βυθίζεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο βαθιά στη μεγαλύτερη ενεργειακή φτώχεια και την ακρίβεια.
Αυτήν την πολιτική υλοποίησαν και οι δύο, προωθώντας εναλλάξ την «απελευθέρωση» της Ενέργειας, νομοθετώντας το Χρηματιστήριο Ενέργειας και την απολιγνιτοποίηση, τη μετατροπή του φυσικού αερίου σε «μεταβατικό καύσιμο», προκρίνοντας τη «μονοκαλλιέργεια» των ΑΠΕ για να βρουν νέα πεδία κερδοφορίας οι επιχειρηματικοί όμιλοι, εκτοξεύοντας το κόστος για τον λαό.
Αυτήν την πολιτική προσυπογράφουν και σήμερα με το Ταμείο Ανάκαμψης για την επιτάχυνση των επενδυτικών σχεδιασμών του κεφαλαίου, που πέρα από τις αντιλαϊκές ανατροπές που προβλέπει θα μετατρέψει ακόμα περισσότερο σε «είδος πολυτελείας» την Ενέργεια, τις μετακινήσεις, την κατοικία, κάθε λαϊκή ανάγκη. Αλλά και με τη στήριξη και από τους δύο του «πολέμου των κυρώσεων» στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη Ρωσία.
Πάνω σε αυτό το έδαφος λοιπόν «κύλησε» και κυλάει ο καβγάς τους. Τι κρύβει; Οτι σήμερα υπάρχουν όλες οι δυνατότητες για φτηνό ρεύμα για τον λαό, αξιοποιώντας συνδυασμένα όλες τις πηγές Ενέργειας, αλλά εμπόδιο είναι τα καπιταλιστικά κέρδη, και η Ενέργεια - εμπόρευμα, η πολιτική της «πράσινης» καπιταλιστικής ανάπτυξης.
-- Για την Υγεία, την Πρόνοια, την κοινωνική πολιτική; «Τσακώθηκαν» για το ποιος πετσόκοψε περισσότερο τους προϋπολογισμούς και τα κονδύλια, για το ποιος ευθύνεται περισσότερο για τα ξεχαρβαλωμένα νοσοκομεία και δομές Υγείας και την εξόντωση γιατρών και υγειονομικών, για τα χάλια στην Παιδεία όπου οι οικογένειες πληρώνουν έναν μισθό για τα φροντιστήρια και τις σπουδές των παιδιών τους. Αλλά και για το ποιος έχει τις πιο «καινοτόμες» προτάσεις για τη στέγη, με το κράτος σε ρόλο μεσίτη για να διαμορφώνει ζώνες εγγυημένης κερδοφορίας για το κεφάλαιο.
Κι όλα αυτά στο έδαφος της εμπορευματοποίησης της Υγείας, της Πρόνοιας, της Παιδείας, με τους δύο να «τσακώνονται» για το ποιος μπορεί ως κυβέρνηση να ανοίγει κερδοφόρα πεδία στο κεφάλαιο, και την ίδια ώρα να διασφαλίζει την «κοινωνική ειρήνη», την υποταγή των εργαζομένων στην πολιτική τους που θα τους βυθίζει όλο και πιο βαθιά στη φτώχεια.
Με το κράτος σε ρόλο «εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, ως εχέγγυο για την ομαλή λειτουργία του κύκλου της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας», όπως έλεγε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι όμως αυτή η «ομαλή» παραγωγική δραστηριότητα του καπιταλιστικού συστήματος, που το μόνο που μπορεί να «διασφαλίσει» στον λαό είναι το σάρωμα δικαιωμάτων, την μια κρίση πίσω από την άλλη, με τον λογαριασμό να πηγαίνει στον λαό, την ψαλίδα που μεγαλώνει ανάμεσα στις ανάγκες του και την ικανοποίησή τους.
«Αντιπαραθέσεις» για το πόσα θα χάσει ο λαός
-- Για τα Εργασιακά; ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και λοιποί έβγαλαν τα «κομπιουτεράκια» για να μετρήσουν ποιος αύξησε περισσότερο τον κατώτατο μισθό, αυτόν τον μισθό που μετά από... τόσες αυξήσεις (με απόφαση υπουργού και απαγόρευση στους εργαζόμενους να τον διαπραγματεύονται όπως προβλέπει ο νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου) παραμένει μικρότερος απ' ό,τι 13 χρόνια πριν.
Τσακώθηκαν για το ποιος εφαρμόζει τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ και «ποιος βάζει τάξη στο εργασιακό τοπίο»: Η «ψηφιακή κάρτα» που θα μετράει λεπτό λεπτό την εργασιακή εξόντωση, όπως έδειξαν οι καταγγελίες ήδη από την πρώτη μέρα εφαρμογής της; `Η μήπως το ΣΕΠΕ που θα το επαναφέρει, λέει, στο προηγούμενο καθεστώς ο ΣΥΡΙΖΑ, εκείνο δηλαδή που δεν φτάνουν ούτε 8 χρόνια για να ελέγξει όλες τις επιχειρήσεις;
«Μετρήθηκαν» και για το ποιος τάχα μείωσε περισσότερο την ανεργία, κόβοντας τη μια θέση δουλειάς σε δύο και τρεις, μετρώντας ως εργαζόμενους κι όσους δουλεύουν μια μέρα τον μήνα. Για το ποιος «αξιοποίησε» περισσότερο τα «προγράμματα κατάρτισης» για τζάμπα δουλειά στη μεγαλοεργοδοσία.
Και πού έγινε αυτή η «μονομαχία» στα «σημεία»; Βαθιά μέσα στην εργασιακή ζούγκλα που έχουν διαμορφώσει οι νόμοι όλων των κυβερνήσεων, μετά από τρία απανωτά μνημόνια με την υπογραφή όλων τους και δύο χρόνια πανδημίας που αξιοποιήθηκαν ως «ευκαιρία» για να περάσει ό,τι πιο αντεργατικό είχε μείνει σε εκκρεμότητα: Η εκ περιτροπής εργασία και οι απλήρωτες υπερωρίες, η χωρίς όριο μετακίνηση των εργαζομένων, οι αναγκαστικές άδειες και οι αναστολές συμβάσεων, η τηλεργασία και η προσπάθεια να μπουν στο γύψο οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, ο νόμος Χατζηδάκη, που πάνω απ' τα μισά άρθρα του, συμπεριλαμβανομένης και της «ψηφιακής κάρτας», ψήφισε κι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από αυτήν τη ζούγκλα, όχι μόνο δεν αγγίζουν τρίχα τα μέτρα τους, αλλά αντίθετα έρχονται να τη θωρακίσουν παραπέρα στο όνομα της προστασίας των εργαζομένων, με νέα π.χ. «κίνητρα» στη μεγαλοεργοδοσία.
Μέτρο άλλωστε και των δύο είναι η ανταγωνιστικότητα, τα κέρδη του κεφαλαίου, που και οι δυο παρουσιάζουν ως προϋπόθεση για να πέσει κάποιο ψίχουλο για τον λαό: «Η ανάπτυξη της χώρας πρέπει τελικά να ωφελεί όλους, χωρίς όμως ταυτόχρονα να απειλείται η δημοσιονομική ισορροπία ούτε προφανώς η ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας», έλεγε ο πρωθυπουργός.
Το μέτρο των εργαζομένων όμως δεν μπορεί παρά να είναι οι σύγχρονες ανάγκες τους και ο αμύθητος πλούτος που εκείνοι παράγουν και γίνεται κέρδη στα σεντούκια των καπιταλιστών. Αυτό προσπαθεί να κρύψει η «ψιχουλομαχία» των κυβερνητικών «σωτήρων» του λαού.
-- Για την ακρίβεια και την ενεργειακή φτώχεια; Η κυβέρνηση αράδιασε τα διάφορα «pass» που έχουν εξανεμιστεί πριν καλά καλά ανακοινωθούν και φρόντισε να ξεκαθαρίσει ότι τα ψίχουλα που θα δίνει θα είναι πάντα πίσω από τις ανάγκες: «Ο,τι και να κάνουμε θα μοιάζει πάντα μικρό, θα μοιάζει "λίγο", καθώς οι ανάγκες είναι μεγάλες και δυστυχώς αυξάνονται», έλεγε ο πρωθυπουργός.
Κι ο ΣΥΡΙΖΑ έδειχνε το δέντρο της αισχροκέρδειας για να κρύψει το δάσος της κοινής πολιτικής τους, ζητούσε μειώσεις φόρων «ισόποσα, για να μείνουν σε καθαρό ισοζύγιο τα έσοδα», κι έλεγε λίγο - πολύ ότι η κυβέρνηση... σπαταλάει, ισχυριζόμενος ότι τα δικά του ματωμένα πλεονάσματα «δεν ήταν από το χρέος της χώρας», σε αντίθεση με την κυβέρνηση που «συσσωρεύετε χρέος (...) για να έρθετε κάποια στιγμή να δώσετε κάποια επιδόματα προεκλογικά». Καλώντας δηλαδή τον λαό να διαλέξει από ποια τσέπη θα χάσει, κι από ποια θα πληρώνει για την ανακύκλωση της φτώχειας.
Και πού έγινε όλη αυτή η αντιπαράθεση; Βαθιά μέσα στο βούρκο της «πράσινης» καπιταλιστικής ανάπτυξης που και οι δύο υπερασπίζονται, εκεί όπου ο λαός βυθίζεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο βαθιά στη μεγαλύτερη ενεργειακή φτώχεια και την ακρίβεια.
Αυτήν την πολιτική υλοποίησαν και οι δύο, προωθώντας εναλλάξ την «απελευθέρωση» της Ενέργειας, νομοθετώντας το Χρηματιστήριο Ενέργειας και την απολιγνιτοποίηση, τη μετατροπή του φυσικού αερίου σε «μεταβατικό καύσιμο», προκρίνοντας τη «μονοκαλλιέργεια» των ΑΠΕ για να βρουν νέα πεδία κερδοφορίας οι επιχειρηματικοί όμιλοι, εκτοξεύοντας το κόστος για τον λαό.
Αυτήν την πολιτική προσυπογράφουν και σήμερα με το Ταμείο Ανάκαμψης για την επιτάχυνση των επενδυτικών σχεδιασμών του κεφαλαίου, που πέρα από τις αντιλαϊκές ανατροπές που προβλέπει θα μετατρέψει ακόμα περισσότερο σε «είδος πολυτελείας» την Ενέργεια, τις μετακινήσεις, την κατοικία, κάθε λαϊκή ανάγκη. Αλλά και με τη στήριξη και από τους δύο του «πολέμου των κυρώσεων» στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη Ρωσία.
Πάνω σε αυτό το έδαφος λοιπόν «κύλησε» και κυλάει ο καβγάς τους. Τι κρύβει; Οτι σήμερα υπάρχουν όλες οι δυνατότητες για φτηνό ρεύμα για τον λαό, αξιοποιώντας συνδυασμένα όλες τις πηγές Ενέργειας, αλλά εμπόδιο είναι τα καπιταλιστικά κέρδη, και η Ενέργεια - εμπόρευμα, η πολιτική της «πράσινης» καπιταλιστικής ανάπτυξης.
-- Για την Υγεία, την Πρόνοια, την κοινωνική πολιτική; «Τσακώθηκαν» για το ποιος πετσόκοψε περισσότερο τους προϋπολογισμούς και τα κονδύλια, για το ποιος ευθύνεται περισσότερο για τα ξεχαρβαλωμένα νοσοκομεία και δομές Υγείας και την εξόντωση γιατρών και υγειονομικών, για τα χάλια στην Παιδεία όπου οι οικογένειες πληρώνουν έναν μισθό για τα φροντιστήρια και τις σπουδές των παιδιών τους. Αλλά και για το ποιος έχει τις πιο «καινοτόμες» προτάσεις για τη στέγη, με το κράτος σε ρόλο μεσίτη για να διαμορφώνει ζώνες εγγυημένης κερδοφορίας για το κεφάλαιο.
Κι όλα αυτά στο έδαφος της εμπορευματοποίησης της Υγείας, της Πρόνοιας, της Παιδείας, με τους δύο να «τσακώνονται» για το ποιος μπορεί ως κυβέρνηση να ανοίγει κερδοφόρα πεδία στο κεφάλαιο, και την ίδια ώρα να διασφαλίζει την «κοινωνική ειρήνη», την υποταγή των εργαζομένων στην πολιτική τους που θα τους βυθίζει όλο και πιο βαθιά στη φτώχεια.
Με το κράτος σε ρόλο «εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, ως εχέγγυο για την ομαλή λειτουργία του κύκλου της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας», όπως έλεγε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι όμως αυτή η «ομαλή» παραγωγική δραστηριότητα του καπιταλιστικού συστήματος, που το μόνο που μπορεί να «διασφαλίσει» στον λαό είναι το σάρωμα δικαιωμάτων, την μια κρίση πίσω από την άλλη, με τον λογαριασμό να πηγαίνει στον λαό, την ψαλίδα που μεγαλώνει ανάμεσα στις ανάγκες του και την ικανοποίησή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου