Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Γεώργιος Σουρής, διαχρονικά επίκαιρος...

Σαν σήμερα φεύγει από τη ζωή ο σπουδαίος σατιρικός ποιητής, Γεώργιος Σουρής.



Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853 και ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής, ο οποίος έλαβε μεγάλη καταξίωση όσο ήταν εν ζωή έχοντας μάλιστα χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης».

Ο ίδιος γεννήθηκε μέσα σε εύπορη οικογένεια, αν και ο πατέρας του μετά από κάποια χρόνια χρεοκόπησε. Τότε, ο πατέρας του τον έστειλε να εργαστεί ως υπάλληλος στο κατάστημα ενός θείου του που ήταν σιτέμπορος στη Ρωσία. Παρόλα αυτά εκείνη την περίοδο ο Σουρής ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους του στα κατάστιχα και μετά από δύο μήνες αποχώρησε.

Έπειτα, μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του Σιμτέλο στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους. Ωστόσο, η οξύνοια και ο πνευματικός πλούτος που διέθετε τον βοήθησαν βιοποριστεί παραδίδοντας μαθήματα, ενώ παράλληλα εργαζόταν και ως δημοσιογράφος.

Στις 2 Απριλίου 1883, όντας σε ηλικία 30 ετών, έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», και ήταν μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε ως τις 17 Νοεμβρίου 1918.

Το 1900, στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών, παρουσιάστηκαν με επιτυχία οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, σε έμμετρη απόδοσή του. Σε γενικές γραμμές ο Γεώργιος Σουρής είχε γράψει αρκετές έμμετρες κωμωδίες, οι οποίες καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής που ζούσε. Μάλιστα, δε δίστασε μέσω του έργου του να καυτηριάσει πολύ έντονα το θεσμό της Βασιλείας στη χώρα μας, κάτι για το οποίο διώχθηκε ποινικά.

Ειδικότερα, το 1897 ο Γεώργιος Σουρής διώχθηκε ποινικά, για το ποίημά του «Ο Φασουλής συνομιλεί με την κυρίαν Φασουλήν», που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στον «Ρωμηό». Τότε, η Εισαγγελία Αθηνών εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του ποιητή και ένταλμα κατάσχεσης του συγκεκριμένου τεύχους, θεωρώντας ότι περιείχε υβριστικούς υπαινιγμούς για το θεσμό της Βασιλείας γενικά, και της Βασίλισσας Όλγας συγκεκριμένα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ποιητής είχε επίσης διωχτεί το 1896, όταν σατίρισε τον βασιλιά Γεώργιο με αφορμή το ταξίδι του στο Παρίσι και την γνωριμία του με την Σάρα Μπερνάρ. Σε γενικές γραμμές ο Γεώργιος Σουρής όντας ένας σατιρικός ποιητής είχε ένα ιδιαίτερο στιλ γραφής, το οποίο ασκούσε έντονη κριτική. Παρ’ όλα αυτά αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την διάρκεια της ζωής του προτάθηκε για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνολικά 5 φορές.

Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 26 Αυγούστου 1919, Νέο Φάληρο, όπου κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.
Πηγή:neolaia.gr


3 ποιήματα του Γεώργιου Σουρή με αφορμή το θάνατό του



1. «Ο Ρωμηός»

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ..

2. «Φόροι»

Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη,

ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα

σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι

κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα

Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει

βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει.


Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει

στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα

μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει

φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα

του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα

και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.

Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει

ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει

χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι

κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη.

Τέτοιοι χωριάτες που ‘μαστε αντέχουμε εις όλα

και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.

Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι

και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι

Πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι

και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι

Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη

κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει.

Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει

τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία

Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει

γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία

Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος:

Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος

Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει

για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά

Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει

χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά

Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος

Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος – μάρτυς – ήρως

3. «Ποιος είδε κράτος λιγοστό»

Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;

Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;

Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;

* * *

Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.

* * *

Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

* * *

Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.

* * *

Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται

* * *

Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!

* * *

Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη…
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.

* * *

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ

* * *

Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.

Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.

* * *

Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;. 


Πηγή:itzikas.wordpress.com



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου