Στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιεύσει τρία διηγήματα του φίλου μας Κωστή Ανετάκη (το τελευταίο εδώ, με λινκ προς τα προηγούμενα) σήμερα όμως έχω τη χαρά να παρουσιάσω το καινούργιο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ανάτυπο, ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο Αναρούσες.
Γράφω στις Λέξεις που χάνονται: Αναρούσα και ανερούσα είναι μια λέξη με δυο σημασίες· αφενός, η επιστροφή του κύματος από την παραλία στη θάλασσα, αλλά και η δίνη μέσα στη θάλασσα, και αφετέρου η νεράιδα του γιαλού, το ξωτικό. Από τη μετοχή του αναρρέω, αναρρέουσα, με αποβολή του –ε υπό την επίδραση άλλων μετοχών όπως γλυκοφιλούσα. … στην Έρμη στα ξένα οι σκιαθίτισσες του Παπαδιαμάντη βάζουν λόγια στη νοικοκυρά, πως δεν έπρεπε να φέρει μαζί της την όμορφη και ψηλή υπηρέτριά της «κοτζάμ αναρρούσα παιδί μ’».
Όχι μόνο στον τίτλο του μυθιστορήματος, αλλά και σε όλο το κειμενο ο Ανετάκης χρησιμοποιεί λέξεις ιδιωματικές, από ντοπιολαλιές, που τις επεξηγεί συνήθως σε υποσημείωση, αλλά και βλάχικες στους διαλόγους, αφού το μυθιστόρημά του εκτυλίσσεται στην Πικρολίμνη, ένα (φανταστικό) κεφαλοχώρι ανάμεσα Μέτσοβο και Τρίκαλα, που κατοικείται από Βλάχους (στις «Ευχαριστίες» ο συγγραφέας ευχαριστεί τον φίλο μας τον Voulagx για τη βοήθειά του σε θέματα βλάχικης γλώσσας).
Ο αφηγητής, ο μπεστσελερίστας συγγραφέας Δάμος Σαρμάκος, έπειτα από ένα δύσκολο διαζύγιο και καθώς η έμπνευση τον έχει εγκαταλείψει, δέχεται την πρόσκληση ενός γκαρδιακού φίλου από τον στρατό, που του παραχωρεί δωρεάν κατάλυμα στο σπίτι του, στη μικρή λουτρόπολη Πικρολίμνη, πλάι στην ομώνυμη λίμνη. Η ιστορία του χωριού είναι μακραίωνη, γεμάτη θρύλους, αρχαία έθιμα και καλοκρυμμένα μυστικά, αλλά σταδιακά ο αφηγητής ανακαλύπτει πως δεν είναι όλα ξεχασμένα και περασμένα. Αυτός, ο ξενομερίτης, θα βρεθεί άθελά του στο κέντρο της δίνης -με πολλές σημασίες της λέξης.
Δεν θέλω να σποϊλάρω οπότε δεν θα περιγράψω την υπόθεση. Πάντως, η φαντασία του Ανετάκη αποδεικνύεται γόνιμη και συναρπαστική, χωρίς να πέφτει στην ευκολία του αχαλίνωτου υπερφυσικού. Το μυθιστόρημα, είδος βαλκανικού θρίλερ, το διάβασα μονοκοπανιά και το χάρηκα και δεν είναι υπερβολή να πω ότι δίνει υλικό για καλή ταινία -μέχρι και κυνηγητά με Μάζντα σε χωματόδρομους έχει.
Θα παρουσιάσω φυσικά ένα κομμάτι από το βιβλίο. Αν είχαμε συλλογή διηγημάτων, θα αναδημοσίευα ένα από τα διηγήματα. Με το μυθιστόρημα η λύση δεν είναι τόσο απλή. Διάλεξα λοιπόν ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, το δεύτερο, όπου ο αφηγητής μαθαίνει από έναν γέροντα την ιστορία του χωριού. Μια και εδώ λεξιλογούμε, το συγκεκριμένο κεφάλαιο προσφέρεται αφού βρίθει από ιδιωματικούς όρους.
Ο αφηγητής, μόλις έχει φτάσει στην Πικρολίμνη. Από μια παρέα στο καφενείο άκουσε κάτι για τους θρύλους του χωριού, που του κίνησε την περιέργεια, και σκέφτεται να μάθει περισσότερα, μήπως μπορέσει να τα εντάξει στο μυθιστόρημα που προσπαθεί να γράψει. Ο φίλος του ο Ηλίας, όμως, δεν μπορεί να του χρησιμέψει ως πηγή διότι δεν πιστεύει στα παραμύθια αυτά και τα περιφρονεί.
Νίκος Σαραντάκος
(…)
Λίγες μέρες αργότερα, μόλις γυρίσαμε από τα χωράφια, που είχαμε πάει να ποτίσουμε, καθίσαμε στο τραπέζι για φαγητό. Είδα το ζεύγος ν’ ανταλλάζουν πλάγιες ματιές κι έπιασα τον φίλο μου να χαϊδεύει το γόνατο της συμβίας του στα κλεφτά, κάτω από το τραπέζι. Ο παππούς του Ηλία, ο συνονόματος, πλατάγιζε αμέριμνος τη μασέλα του, καθώς καταβρόχθιζε το κοκκινιστό με τα μακαρόνια, δίχως να παραλείψει να παινέψει τη νύφη του, τι χρυσοχέρα που ήταν.
Ο φίλος μου τέλειωσε το γεύμα του με βιάση, χασμουρήθηκε κι είπε ότι ήταν πολύ κουρασμένος και ήθελε να πάρει έναν υπνάκο. Η Φωτεινή μάζεψε στα γρήγορα τα πιάτα, είπε πως κι αυτή ξύπνησε χαράματα, για να σκαλίσει τον μπαξέ, και τον ακολούθησε.
Ο γέρος την άφησε να βγει απ’ την τραπεζαρία κι άξαφνα παράτησε το αλλοπαρμένο του ύφος, με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα όλο διαύγεια κι έγνεψε με το φρύδι.
«Κάτι μ’ λέει πως, μετά από τούτο το μερεμέτι, θα ξυπνήσουνε σαν πουλάκια και τα δυο τ’ς» γέλασε πονηρά. «Άιντε, μπας και προκάμω να δω κάνα δισέγγονο».
«Μπαρμπα-Λια, θέλεις να ψήσω καφεδάκι και να πάμε στο λιακωτό να κάνουμε ένα τσιγάρο;» προσφέρθηκα. Ήταν η ευκαιρία μου να τον ξεμοναχιάσω.
«Ε, άμα ξες να τονε κάμεις μερακλίδικο, να ψένεις» έκανε αυτός, λίγο δύσπιστος.
«Έννοια σου κι η δικιά μου ήτανε μοντέρνα, μόνος μου έφτιαχνα τον καφέ» γέλασα εγώ.
«Γυναίκα που δεν ξέρει να ψένει καφέ, μονάχα τόπο πιάνει· καλά έκανες και τ’ς έδωκες πόδι, παλικάρι μου». Η πολιτική ορθότητα δεν ήτανε γνωστή στον αιώνα του.
Ο γέρος πρέπει να ήταν πάνω απ’ τα ογδόντα. Σταφιδιασμένος, κουκί φαλακρός, αλλά κοτσονάτος κι ευθυτενής, παρά τ’ αρθριτικά που τον ταλαιπωρούσαν, με μια κορμοστασιά που στον καιρό του θα πρέπει να έμοιαζε μ’ αυτήν του εγγονού του.
«Άιντε, να σε ιδώ αν είσαι μάστορης». Σηκώθηκε και κίνησε, αργοβάδιστος, για το λιακωτό. Έκατσε δίπλα στο γυάλινο τραπέζι κι άρχισε να γεμίζει το τσιμπούκι του, όσο εγώ έβαζα όλη μου την τέχνη στο ανατολίτικο ρόφημα. Μόλις το πέτυχα με μπόλικο καϊμάκι, έβαλα τα φλιτζάνια σ’ ένα δίσκο και βγήκα να του κάνω παρέα. Κάθισα στην αντικρινή καρέκλα κι έβγαλα να στρίψω τσιγάρο.
Ρούφηξε μια γουλιά με θόρυβο κι έπειτα άλλη μία. «Μωρέ ’συ ’σαι ταμπής[1] φτασμένος, τα συχαρίκια μ’» είπε με φανερή επιδοκιμασία. Ήπια κι εγώ λίγο κι άναψα το τσιγάρο.
«Και δε μου λες, μπαρμπα-Λια, ξέρεις τίποτα για τις Αναρούσες;» μπήκα ίσια στο θέμα. Με κοίταξε, καχύποπτος.
«Μπα, θαρρούσα θα τ’ς είχες συναπαντήσ’ ως τα τώρα» είπε με το πανούργο του χαμόγελο κι έβγαλε προς τα έξω τη μασέλα, για να την τραβήξει στα γρήγορα μέσα, σε μια κίνηση που θύμιζε σαύρα. «Κάτι σαν και του λόγου σ’ κυνηγάνε δαύτες. Τσι χωρισμένοι, τσι μοναχικοί, τσι φεγγαροπαρμένοι, μου κάμνει εντύπωση πώς δε σ’ έχουνε βάλει τόσες μέρες στο μάτι».
«Τι είναι, νεράιδες ή κάτι τέτοιο;»
«Κάτι τέτοιο. Μα όχι σαν κείνες τσι σουρλουλούδες που δείχνουνε τα παιδικά στο χαζοκούτι. Είν’ οι Κόρες του Εφιάλτη, πεντάμορφες και τρομερές, μπορούνε να κάμουν έναν άντρα να χάσει τη μιλιά τ’, απ’ το γιαγκίνι[2] ή απ’ το σκιάξιμο» έκανε, με τόνο που υπαινισσόταν πιο πολλά απ’ όσα φανέρωνε.
«Από τ’ όνομα, θα πρέπει να έχουν σχέση με τη λίμνη, αν κατάλαβα καλά» συνέχισα εγώ το ψάρεμα. Με κοίταξε με τα σαν χνωτισμένες λάμπες μυωπικά του μάτια. Έβγαλε τα ματογυάλια από την τσέπη του σακακιού και τα φόρεσε για να με βλέπει καλύτερα (γιατί, παππού, έχεις τόσο μεγάλα μάτια;).
«Σωστά το ’πιασες. Εμ βέβαια, δουλειά σ’ είναι να καταλαβαίνεις τσι λέξεις και τα ονόματα, καθένας στο είδος τ’».
Ύστερα, το ύφος του σκοτείνιασε πιότερο κι η φωνή του χαμήλωσε, συνωμοτική. «Έχουνε γάρμπος κι εμορφιά, μα η ψυχή τ’ς είν’ από σκοτάδι κι από βούρκο, σαν του κύρη τ’ς. Κάποιους τσι χαβώνουνε[3] και τσι παρασέρνουν μες στη λίμνη, μετά γένονται ρουφήχτρες και τσι καταπίνουν.
»Μερικούς τσι τραβάν στα βαρικά[4], απ’ την άλλη μεριά τσι λίμνης, και τσι βουλιάζουνε στο βούρκο. Άλλους πάλε τσι ρουφάνε την ψυχή στον ύπνο, τσι βρίσκουν το πουρνό με το κορμί γιομάτο γιαράδες[5] κι αίματα. Και να ’σαντε μονάχα αυτά…»
«Δηλαδή, ρε μπάρμπα, σαν πόσοι πήγαν έτσι, ξέρεις εσύ πολλούς;»
Γύρισε και κοίταξε πίσω του, μέσα στο σπίτι. Όλα ήταν ακόμα ήρεμα κι η πόρτα του ζεύγους σφαλιστή. Ξεθάρρεψε, έσκυψε όσο μπορούσε κατά μένα και ψιθύρισε, με φωνή που μόλις ακουγόταν: «Ξεύρω τον γιο μ’, τον Κώτσο. Έτσι τονε χάσαμε στα ξαφνικά. Άφηκε τον Λιάκο αρφανό από δέκα χρονώ παιδί». Με κοίταξε, για να βεβαιωθεί πως είχε κερδίσει την προσοχή μου, και συνέχισε.
«Ένα βράδυ, προτού είκοσι χρόνια, ο Κώτσος σκώθηκε μες στ’ άγρια μεσάνυχτα, δίχως κανείς να τονε πάρει χαμπάρι, τράβηξε ίσαμε τα βαλτοτόπια και φουντάρισε στα μπατάκια[6]. Βρήκανε κείθε το σακάκι τ’, μα τ’ αμάξι τ’ βρέθηκε παρατημένο στην Αλεξανδρούπολη. Ποιος να ξεύρει τι λογής καταχανάς[7] τον συνεπήρε νυχτιάτικο, μα όλοι λεν πως ήσαντε οι Αναρούσες.
»Ο Λιάκος δε σκώνει κουβέντα, Τούρκος γένεται άμα τ’ πεις γι’ αυτά. Για κείνονε, ο κύρης του το ’σκασε με την Τατιάνα, μια Ουκρανέζα μπαργουμάνα που ’γινε μπουχός κι αυτή περίπου τότες».
«Τώρα μεταξύ μας, μπάρμπα, το αυτοκίνητο δεν πήγε μονάχο του στην Αλεξανδρούπολη». Με κοίταξε λοξά και το σκέφτηκε για λίγο, προτού απαντήσει.
«Τέλος πάντων, καθένας πιστεύει ό,τι βαστάει η ψυχή τ’».
«Τουλάχιστον τον ψάξατε στο βάλτο;»
«Πώς δεν ψάξαμε. Πέσαν στον λάκου[8] βουτηχτάδες με στολές και φακούς, μα τα νερά ήσαντε τόσο θολά, που δε θωρούσαν ντιπ. Κοιτάξανε και στη λίμνη. Όλα τα ψαράδικα ανοίχτηκαν και πέσαν πάλι οι βουτηχτάδες. Αλλά η λίμνη είν’ πολύ βαθιά και πάλε τίποτις δε βρήκαν». Μετά, η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.
«Έχουνε χαθεί κι άλλοι, κάποιοι χωριανοί, μερικοί ξενομερίτες σαν την αφεντιά σ’, χώρια οι καλογέροι. Εγώ πέντε θυμάμαι στα χρόνια μ’ να ’χουνε σαλτάρει απ’ τις ντάπιες τσι μονής».
«Καλά τώρα, παντού στον κόσμο κάποιοι αυτοκτονούν ή γίνονται άφαντοι» τον τσίγκλησα.
«Ναι, μα οι παλιοί ξιστορούσανε πως τούτο γένεται απ’ τα χρόνια τ’ αρχαία, απ’ όσο υπάρχουνε αθρώποι να θυμούνται».
Ο Ηλίας δε μου ’χε μιλήσει ποτέ για τον πατέρα του. Δε θέλησα να σχολιάσω το οικογενειακό δράμα που άξαφνα μου φανερώθηκε, γι’ αυτό πήγα αλλού την κουβέντα, δίχως να ξεφύγω απ’ το θέμα. «Κάτι είπες για τον κύρη τους, ποιος είναι πάλι αυτός;»
Ο μπάρμπας πήρε ύφος πολυκάτεχο, σαν προφέσορας της Οξφόρδης. «Τούτη η λίμνη δε φτιάχτηκε στην τύχη, γιε μ’. Την έπλασε ο Ντουμνιτζέου[9] για να παραχώσει ένα τρομερό κακό, που σουρνότανε στη γης προτού κάμουνε την κουτσουκέλα τ’ς ο Αδάμ με την Εύα. Στον λασπερό τ’ς πάτο μπουντρούμιασε τον Ντράκου[10] μαζί με τ’ς αναθεματισμένες κόρες τ’, για να λυτρώσει τσι ψυχές μας, κι έβαλε τον Άγγιλου Βιγκλιτόρου[11] να τονε προσέχει». Έκανε μια θεατρική παύση κι έπειτα μίλησε ξαφνικά.
«Μα η Μαγίστρα δουλεύει τσι νύχτες για να τονε λευτερώσει». Δεν εννοούσε ν’ αφήσει τον ακροατή του να πάρει ανάσα.
«Η Μαγίστρα;» έκανα με όσο περισσότερο ενδιαφέρον μπορούσα να δείξω. Η ιστορία γινόταν όλο και πιο γαργαλιστική.
«Αυτή που ’χει τα παλάτια τ’ς πίσω απ’ το φεγγαρόφωτο, στην άφωτη μεριά. Κατεβαίνει και χορεύει και τσιτσιδώνεται μπροστά στον Άγγιλου για να τον ξελογιάσει, ν’ αφήσει μια στιγμή το πόστο τ’ και νά βρει ευκαιρία ο Ντράκου να το σκάσει».
«Και νογάει ο άγγελος από γυμνές χορεύτριες, μωρέ μπάρμπα; Αγρότης που συχνάζει στα καμπαρέ είναι;» περγέλασα εγώ. Ο μπαρμπα-Λιας έδειξε να θίγεται λιγάκι απ’ τη σύγκριση, αλλά δεν έχασε την ολύμπια ψυχραιμία του.
«Ο Άγγιλου είναι πνέμα και καμιά γυμνή μ’ αίμα και σάρκα δεν τονε ξελογιάζει. Μα κι η Μαγίστρα δεν έχει αίμα και σάρκα, πνέμα πονηρό και κολασμένο είναι. Έτσι, μαθές, μπορεί να τον μολέψει ακόμα κι αυτόνε.
»Μια τουλάχιστο φορά τα κατάφερε και τονε πλάνεψε, έλεγε ο προπάππους μ’, που πέθανε εκατόν πέντε χρονώ. Και τότες ξύπνησε ο μυριαναθεματισμένος, σκώθηκε απάνω απ’ τη λίμνη και ξαμόλησε τσι σκύλες τ’, να ορμήξουν στο χωριό. Κατασπαράξαν άντρες και γυναίκες, αρπάξαν τα μωρά μες απ’ τη σαρμανίτσα[12] και τα φάγαν ζωντανά, μετά γκρεμίσαν το χωριό σύσπιτο». Μηχανικά παλινδρόμησε δυο τρεις φορές τη μασέλα, με τον γνωστό σαυροειδή του τρόπο. Είχε λαχανιάσει. Πήρε μι’ ανάσα και συνέχισε.
«Ύστερις, ο Άγγιλου ήρθε στα συλλοϊκά τ’ κι άρχισε να πιλαλάει καταϊδρωμένος να μαζέψει τ’ ασυμμάζευτα. Τελικά, νίκησε τον Ντράκου, κατάφερε να ζωγρίσει[13] τσι πιο πολλές Αναρούσες και τσι φυλάκωσε, παρέα με τον τρισκατάρατο, ξανά μες στη λίμνη. Μα για τ’ς αθρώποι του χωριού ήτανε πια πολύ αργά. Τσι βρήκαν, όσους βρήκαν, άψυχους και σαρανταπληγιασμένους, άλλους μες στα νερά να πλέχουν, άλλους στις πλαγιάδες, και τα σπίτια γινήκανε βεράνι[14]».
Με κοίταξε σοβαρός, συνεπαρμένος κι αυτός απ’ την ίδια του την αφήγηση. Σηκωνότανε η τρίχα του καθώς μιλούσε κι είχε ασυναίσθητα καμπουριάσει κάμποσο, σάμπως να τον βάραινε αρχαίο δέος. Τα πιο ωραία παραμύθια, τα πιο μαυλιστικά, είναι κείνα που ο παραμυθάς τα πιστεύει με τα σωστά του.
«Λεν πως ο Άγγιλου δεν μπόρεσε να τ’ς έβρει ούλες τσι στρίγγλες, απά στη βιάση τ’, και κείνες που γλυτώσαν τρούπωσαν στις σπηλιές και στα ζεστά νερά και κριματίζουνε τ’ς αθρώποι».
Ξάφνου, άνοιξε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας κι ακούστηκαν τα βαριά βήματα του Ηλία. Ο μπάρμπας άφησε την κουβέντα του στη μέση και μίλησε σιγαλόφωνα.
«Το νου σ’, μιλιά στον εγγονό μ’, ’γω δεν ξεύρω τίποτις» έκανε, ταραγμένος, κι έπειτα πήρε απότομα το ξεκούτικο ύφος, ξανάναψε το τσιμπούκι του και ρούφηξε με θόρυβο τον μερακλίδικο καφέ που του ’χα ψήσει. Καθώς ο Ηλίας βάδιζε προς το μέρος μας, ο γέρος γύρισε προς τα μένα, σα να μην έτρεχε τίποτα, κι έπιασε πάλι το κουβεντολόι.
«Σ’ είπε κανείς για τον Μαύρο Γάμο; Ε, στρίψε τσιγάρο και κάτσε ν’ ακούσεις…»
[1] Ταμπής: Ο παρασκευαστής των καφέδων στα παραδοσιακά καφενεία (τουρκ). Οι καλοί ταμπήδες είχαν πιστούς πελάτες, που τους ακολουθούσαν όπου δούλευαν.
[2] Γιαγκίνι: Φωτιά, πυρκαγιά (τουρκ), μτφ το ερωτικό πάθος.
[3] Χαβώνω: Περνάω χαλινάρι, μαγνητίζω, κάνω κάποιον άβουλο όργανό μου.
[4] Βαρικό: Έλος.
[5] Γιαρά: Πληγή (τουρκ).
[6] Μπατάκι: Βούρκος, τέλμα (τουρκ).
[7] Καταχανάς: Βρικόλακας, βραχνάς, εφιάλτης.
[8] Λάκου: Έλος, βούρκος (βλχ).
[9] Ντουμνιτζέου: Ο Θεός (βλχ).
[10] Ντράκου: Ο Δράκος ή ο Διάβολος (βλχ).
[11] Άγγιλου Βιγκλιτόρου: Φύλακας άγγελος (βλχ).
[12] Σαρμανίτσα: Ξύλινη κούνια (βλχ).
[13] Ζωγρίζω: Συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, αιχμαλωτίζω.
[14] Βεράνι: Ερείπιο (τουρκ). Γίνηκε βεράνι: ολοσχερής καταστροφή.
Και κλείνω με ένα βίντεο με συνέντευξη του Κωστή Ανετάκη για το μυθιστόρημά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου