Νίκος Καζαντζάκης
ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΑΜΕ ΑΜΙΛΗΤΟΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΕΝΑ δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ἕνα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι ἀναστέναζε. Κάποτε μᾶς ἔρχουνταν στὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα εύθυμὰ, ἀναβρυτά, σὰν παιχνιδιάρικα νερά, τὰ κουδουνάκια τῆς λύρας.
Βγήκαμε ἀπὸ τὸ χωριό, πήραμε τὸ δρόμο κατὰ τὸ ἀκρογιάλι μας.
Ζορμπᾶ, εἶπα, γιὰ νὰ κόψω τὴ βαριὰ σιωπή, τί ἀγέρας εἶναι ἐτοῦτος ; Νοτιάς ;
Μὰ ὁ Ζορμπᾶς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σὰ φανάρι τὸ κλουβὶ μὲ τὸν παπαγάλο καὶ δὲν ἀποκρίθηκε.
Ὅταν φτάσαμε στὸ ἀκρογιάλι μας, ὁ Ζορμπᾶς στράφηκε :
- Πεινᾶς, ἀφεντικό ; ρώτησε.
-Ὄχι, δὲν πεινῶ, Ζορμπᾶ.
Νυστάζεις;
-Ὄχι.
-Μήτε ἐγώ. Ἂς καθίσουμε στὰ χοχλάδια· ἔχω κάτι νὰ σὲ ρωτήσω.
Ἤμασταν καὶ οἱ δυὸ κουρασμένοι, μὰ δὲ θέλαμε νὰ καὶ κοιμηθοῦμε. Δὲ θέλαμε νὰ χάσουμε τὸ φαρμάκι τῆς μέρας ἐτούτης ‘ο ὕπνος μᾶς φαίνουνταν σὰ μιὰ φυγὴ σὲ ὥρα κιντύνου καὶ ντρεπόμασταν νὰ κοιμηθοῦμε. Καθίσαμε στὴν ἄκρα τῆς θάλασσας· ἔβαλε ο Ζορμπᾶς τὸ κλουβί ἀνάμεσα στὰ γόνατά του καὶ κάμποση ὥρα σώπαινε. Ἕνας φοβερὲς ἀστερισμὸς ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ βουνό, πολυόμματο τέρας μὲ στρουφιχτὴν οὐρά, κάπου κάπου ἕνα ἀστέρι ξεν κολλούσε κι ἔπεφτε. Ο Ζορμπᾶς κοίταξε τ' ἀστέρια, μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, σὰ νὰ τὰ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά.
Τί νὰ γίνεται ἐκεῖ ἀπάνω ! μουρμούρισε.
Καὶ σὲ λίγο πῆρε τὴν ἀπόφαση, μίλησε:
Ξέρεις νὰ μοῦ πεῖς, ἀφεντικό, είπε κι ή φωνή του ἁπλώθηκε ἐπίσημη, συγκινημένη μέσα στὴ ζεστή νύχτα, ξέρεις να μοῦ πεῖς τί πάει νὰ ποῦν όλα αὐτά; Ποιός τά 'καμε ; Γιατί τά 'καμε; Καὶ πάνω ἀπ' ὅλα, ἐτοῦτο (ἡ φωνὴ τοῦ Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμὸ καὶ τρόμο): Γιατί νὰ πεθαίνουμε;
—-Δὲν ξέρω, Ζορμπᾶ! ἀποκρίθηκα, καὶ ντράπηκα σὰ νὰ μὲ ρωτοῦσαν τὸ πιὸ ἁπλὸ πράμα, τὸ πιὸ ἀπαραίτητα, καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ξηγήσω.
Δὲν ξέρεις! ἔκαμε ὁ Ζορμπᾶς καὶ τὰ μάτια του γούρλοσαν.
Ὅμοια γούρλωσαν καὶ μιὰν ἄλλη νύχτα, ὅταν μὲ ρώτησε ἂν χορεύω καὶ τοῦ ἀποκρίθηκα πὼς δὲν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο ἄξαφνα ξέσπασε:
- Τότε τί 'ναι αὐτὰ τὰ παλιόχαρτα ποὺ διαβάζεις; Γιατί τὰ διαβάζεις; ῞Αμα δὲ λένε αὐτό, τί λένε ;
-Λένε τη στενοχώρια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν μπορεῖ ν' ἀπαντήσει σὲ αὐτὰ ποὺ ρωτᾶς, Ζορμπᾶ, ἀποκρίθηκα.
-Νὰ τὴ βράσω τὴ στενοχώρια τους! ἔκαμε ὁ Ζορμπᾶς χτυπώντας μὲ ἀγανάχτηση τὸ πόδι του στὶς πέτρες.
Ο παπαγάλος στὶς ξαφνικὲς φωνὲς τινάχτηκε ἀπάνω :
- Καναβάρο! Καναβάρο! ἔσκουζε σὰ νὰ ζητοῦσε βοήθεια.
Σκασμὸς καὶ σὐ! ἔκαμε ὁ Ζορμπάς κι ἔδωκε μια γροθιὰ στο κλουβί.
Στράφηκε πάλι σὲ μένα,
Έγω θέλω νὰ μοῦ πεῖς ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε καὶ ποῦ πᾶμε. Του λόγου στο τόσα χρόνια μαράζωσες ἀπάνω στις Σολομωνικές θά 'χεις στύψει δυὸ τρεῖς χιλιάδες οκάδες χαρτί τί ζουμί ἔβγαλες;
Τόση ἀγωνία εἶχε ἡ φωνὴ τοῦ Ζορμπά, ποὺ ἡ πνοή μου κόπηκε· ἄχ, νὰ μποροῦσα νὰ τοῦ 'δινα μιὰν ἀπόκριση!
Ενιωθα βαθιὰ πὼς τὸ ἀνώτατο ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει ο ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἡ Γνώση, μήτε ἡ ᾿Αρετή, μήτε ἡ Καλοσύνη, μήτε ή Νίκη, μὰ κάτι ἄλλο πιὸ ἀψηλό, πιο ηρωικό και ἀπελπισμένο: Τὸ Δέος, ὁ ἱερὸς τρόμος. Τι 'ναι πέρα ἀπὸ τὸν ἱερὸ τρόμο; ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ προχωρέσει.
ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΑΜΕ ΑΜΙΛΗΤΟΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΕΝΑ δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ἕνα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι ἀναστέναζε. Κάποτε μᾶς ἔρχουνταν στὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα εύθυμὰ, ἀναβρυτά, σὰν παιχνιδιάρικα νερά, τὰ κουδουνάκια τῆς λύρας.
Βγήκαμε ἀπὸ τὸ χωριό, πήραμε τὸ δρόμο κατὰ τὸ ἀκρογιάλι μας.
Ζορμπᾶ, εἶπα, γιὰ νὰ κόψω τὴ βαριὰ σιωπή, τί ἀγέρας εἶναι ἐτοῦτος ; Νοτιάς ;
Μὰ ὁ Ζορμπᾶς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σὰ φανάρι τὸ κλουβὶ μὲ τὸν παπαγάλο καὶ δὲν ἀποκρίθηκε.
Ὅταν φτάσαμε στὸ ἀκρογιάλι μας, ὁ Ζορμπᾶς στράφηκε :
- Πεινᾶς, ἀφεντικό ; ρώτησε.
-Ὄχι, δὲν πεινῶ, Ζορμπᾶ.
Νυστάζεις;
-Ὄχι.
-Μήτε ἐγώ. Ἂς καθίσουμε στὰ χοχλάδια· ἔχω κάτι νὰ σὲ ρωτήσω.
Ἤμασταν καὶ οἱ δυὸ κουρασμένοι, μὰ δὲ θέλαμε νὰ καὶ κοιμηθοῦμε. Δὲ θέλαμε νὰ χάσουμε τὸ φαρμάκι τῆς μέρας ἐτούτης ‘ο ὕπνος μᾶς φαίνουνταν σὰ μιὰ φυγὴ σὲ ὥρα κιντύνου καὶ ντρεπόμασταν νὰ κοιμηθοῦμε. Καθίσαμε στὴν ἄκρα τῆς θάλασσας· ἔβαλε ο Ζορμπᾶς τὸ κλουβί ἀνάμεσα στὰ γόνατά του καὶ κάμποση ὥρα σώπαινε. Ἕνας φοβερὲς ἀστερισμὸς ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ βουνό, πολυόμματο τέρας μὲ στρουφιχτὴν οὐρά, κάπου κάπου ἕνα ἀστέρι ξεν κολλούσε κι ἔπεφτε. Ο Ζορμπᾶς κοίταξε τ' ἀστέρια, μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, σὰ νὰ τὰ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά.
Τί νὰ γίνεται ἐκεῖ ἀπάνω ! μουρμούρισε.
Καὶ σὲ λίγο πῆρε τὴν ἀπόφαση, μίλησε:
Ξέρεις νὰ μοῦ πεῖς, ἀφεντικό, είπε κι ή φωνή του ἁπλώθηκε ἐπίσημη, συγκινημένη μέσα στὴ ζεστή νύχτα, ξέρεις να μοῦ πεῖς τί πάει νὰ ποῦν όλα αὐτά; Ποιός τά 'καμε ; Γιατί τά 'καμε; Καὶ πάνω ἀπ' ὅλα, ἐτοῦτο (ἡ φωνὴ τοῦ Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμὸ καὶ τρόμο): Γιατί νὰ πεθαίνουμε;
—-Δὲν ξέρω, Ζορμπᾶ! ἀποκρίθηκα, καὶ ντράπηκα σὰ νὰ μὲ ρωτοῦσαν τὸ πιὸ ἁπλὸ πράμα, τὸ πιὸ ἀπαραίτητα, καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ξηγήσω.
Δὲν ξέρεις! ἔκαμε ὁ Ζορμπᾶς καὶ τὰ μάτια του γούρλοσαν.
Ὅμοια γούρλωσαν καὶ μιὰν ἄλλη νύχτα, ὅταν μὲ ρώτησε ἂν χορεύω καὶ τοῦ ἀποκρίθηκα πὼς δὲν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο ἄξαφνα ξέσπασε:
- Τότε τί 'ναι αὐτὰ τὰ παλιόχαρτα ποὺ διαβάζεις; Γιατί τὰ διαβάζεις; ῞Αμα δὲ λένε αὐτό, τί λένε ;
-Λένε τη στενοχώρια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν μπορεῖ ν' ἀπαντήσει σὲ αὐτὰ ποὺ ρωτᾶς, Ζορμπᾶ, ἀποκρίθηκα.
-Νὰ τὴ βράσω τὴ στενοχώρια τους! ἔκαμε ὁ Ζορμπᾶς χτυπώντας μὲ ἀγανάχτηση τὸ πόδι του στὶς πέτρες.
Ο παπαγάλος στὶς ξαφνικὲς φωνὲς τινάχτηκε ἀπάνω :
- Καναβάρο! Καναβάρο! ἔσκουζε σὰ νὰ ζητοῦσε βοήθεια.
Σκασμὸς καὶ σὐ! ἔκαμε ὁ Ζορμπάς κι ἔδωκε μια γροθιὰ στο κλουβί.
Στράφηκε πάλι σὲ μένα,
Έγω θέλω νὰ μοῦ πεῖς ἀπὸ ποῦ ἐρχόμαστε καὶ ποῦ πᾶμε. Του λόγου στο τόσα χρόνια μαράζωσες ἀπάνω στις Σολομωνικές θά 'χεις στύψει δυὸ τρεῖς χιλιάδες οκάδες χαρτί τί ζουμί ἔβγαλες;
Τόση ἀγωνία εἶχε ἡ φωνὴ τοῦ Ζορμπά, ποὺ ἡ πνοή μου κόπηκε· ἄχ, νὰ μποροῦσα νὰ τοῦ 'δινα μιὰν ἀπόκριση!
Ενιωθα βαθιὰ πὼς τὸ ἀνώτατο ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει ο ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἡ Γνώση, μήτε ἡ ᾿Αρετή, μήτε ἡ Καλοσύνη, μήτε ή Νίκη, μὰ κάτι ἄλλο πιὸ ἀψηλό, πιο ηρωικό και ἀπελπισμένο: Τὸ Δέος, ὁ ἱερὸς τρόμος. Τι 'ναι πέρα ἀπὸ τὸν ἱερὸ τρόμο; ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ προχωρέσει.
-Δὲν ἀπαντᾶς; ἔκαμε ὁ Ζορμπᾶς μὲ ἀγωνία.
Δοκίμασα νὰ δώσω στὸ σύντροφό μου νὰ καταλάβει τί εἰναι ὁ ἱερὸς τρόμος :
-Εἴμαστε σκουληκάκια μικρὰ μικρά, Ζορμπᾶ, ἀποκρίθηκα, ἀπάνω σ᾿ ἕνα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Τὸ φυλλαράκι αὖτὸ εἶναι ἡ Γῆ μας· τ᾿ ἄλλα φύλλα εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ βλέπεις νὰ κουνιοῦνται μέσα στὴ νύχτα. Σουρνόμαστε ἀπάνω στὸ φυλλαράκι μας, καὶ τὸ ψαχουλεύουμε μὲ λαχτάρα τ᾽ ὀσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· τὸ γευόμαστε, τρώγεται· τὸ χτυποῦμε, ἀντηχάει καὶ φωνάζει σὰν πράμα ζωντανό.
» Μερικοὶ ἄνθρωποι, οἱ πιὸ ἀτρόμητοι, φτάνουν ὣς τὴν ἄκρα τοῦ φύλλου˙ ἀπὸ τὴν ἄκρα αὐτὴ σκύβουμε, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, τὰ αὐτιὰ ἀνοιχτά, κάτω στὸ χάος, ᾿Ανατριχιάζουμε, Μαντεύουμε κάτω μας τὸ φοβερὸ γκρεμό, ἀκοῦμε ἀνάρια ἀνάρια τὸ θρὸ ποὺ κάνουν τ᾿ ἄλλα φύλλα τοῦ γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε τὸ χυμὸ ν᾿ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὶς ρίζες τοῦ δέντρου καὶ νὰ φουσκώνει τὴν καρδιά μας. Κι ἔτσι σκυμμένοι στὴν ἄβυσσο, νογοῦμε σύγκορμα, σύψυχα, νὰ μᾶς κυριεύει τα τρόμος. ᾿Απὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀρχίζει...
Σταμάτησα, Ἤθελα νὰ πῶ: «᾿Απὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀρχίζει ἡ Ποίηση», μὰ ο Ζορμπᾶς δὲ θὰ καταλάβαινε καὶ σώπασα,
- Τί ἀρχίζει ; ρώτησε ὁ Ζορμπᾶς μὲ λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-…ἀρχίζει ὁ μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, εἶπα, "Αλλοι ζαλίζουνται καὶ παραμιλοῦν, ἄλλοι φοβοῦνται καὶ μοχτοῦν νὰ βροῦν μιὰν ἀπάντηση, ποὺ νὰ τοὺς στυλώνει τὴν καρδιὰ καὶ λένε : «Θεός»· ἄλλοι κοιτάζουν ἀπὸ τὴν ἄκρα τοῦ φύλλου τὸ γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια καὶ λένε: «Μοῦ ἀρέσει».
Ο Ζορμπᾶς συλλογίστηκε κάμποση ώρα· βασανίζουνταν νὰ καταλάβει.
-Ἐγώ, εἶπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμὴ τὸ θάνατο· τὸν κοιτάζω καὶ δὲ φοβοῦμαι· ὅμως καὶ ποτέ, ποτὲ δὲ λέω: Μοῦ ἀρέσει. Ὄχι, δὲ μοῦ ἀρέσει καθόλου ! Δὲν εἶμαι λεύτερος; Δὲν ὑπογράφω!
Σώπασε, μὰ γρήγορα φώναξε πάλι —Ὄχι, δὲ θ᾽ ἁπλώσω ἐγὼ στὸ Χάρο τὸ λαιμό μου σὰν ἀρνὶ καὶ νὰ τοῦ πῶ: «Σφάξε με, ἀγά μου, ν᾿ ἁγιάσω !»
Δὲ μιλοῦσα· στράφηκε, μὲ κοίταξε ο Ζορμπᾶς θυμωμένος.
– Δὲν εἶμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δὲ μιλοῦσα. Νὰ λὲς «Ναί!» στὴν ἀνάγκη, νὰ μετουσιώνεις τὸ ἀναπόφευγο σὲ δικιά σου λεύτερη βούληση — αὐτός, ἴσως, εἶναι ὁ μόνος ἀνθρώπινος δρόμος τῆς λύτρωσης. Τό 'ξερα, καὶ γι' αὐτὸ δὲ μιλοῦσα.
Ο Ζορμπᾶς εἶδε πὼς δὲν εἶχα πιὰ τίποτα νὰ τοῦ πῶ, πῆρε τὸ κλουβὶ σιγὰ σιγά, νὰ μὴν ξυπνήσει ὁ παπαγάλος, τὸ τοποθέτησε δίπλα ἀπὸ τὸ κεφάλι του καὶ ξάπλωσε.
- Καληνύχτα, ἀφεντικό, εἶπε· φτάνει.
Ζεστός νοτιὰς φυσοῦσε πέρα ἀπὸ τὸ Μισίρι καὶ μέστωνε τὰ τζερτζεβατικὰ καὶ τὰ φροῦτα καὶ τὰ στήθια τῆς Κρήτης. Τὸν δέχουμουν νὰ περεχύνεται στὸ μέτωπο, στὰ χείλια μου καὶ στὸ λαιμό, κι ἔτριζε καὶ μεγάλωνε, σὰ νά ἦταν πωρικό, τὸ μυαλό μου.
Δὲν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ, δὲν ἤθελα. Δὲ συλλογίζουμουν τίποτα· ἔνιωθα μονάχα, στὴ ζεστὴ ἐτούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, κάποιον μέσα μου, νὰ μεστώνει. Εβλεπα, ζοῦσα καθαρὰ τὸ καταπληκτικὸ ἐτοῦτο θέαμα: ν᾿ ἀλλάζω. Ὅ,τι γίνεται πάντα στὰ πιὸ σκοτεινὰ ὑπόγεια τοῦ στήθους μας, γινούνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστὸς στὴν ἄκρα τῆς θάλασσας, παρακολουθοῦσα τὸ θέμα. Τ᾿ ἀστέρια θάμπωσαν, ὁ οὐρανὸς φωτίστηκε, κι ἀπάνω στὸφῶς χαράχτηκαν μὲ ψιλὸ κοντύλι τὰ βουνά, τὰ δέντρα, οἱ γλάροι.
Δοκίμασα νὰ δώσω στὸ σύντροφό μου νὰ καταλάβει τί εἰναι ὁ ἱερὸς τρόμος :
-Εἴμαστε σκουληκάκια μικρὰ μικρά, Ζορμπᾶ, ἀποκρίθηκα, ἀπάνω σ᾿ ἕνα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Τὸ φυλλαράκι αὖτὸ εἶναι ἡ Γῆ μας· τ᾿ ἄλλα φύλλα εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ βλέπεις νὰ κουνιοῦνται μέσα στὴ νύχτα. Σουρνόμαστε ἀπάνω στὸ φυλλαράκι μας, καὶ τὸ ψαχουλεύουμε μὲ λαχτάρα τ᾽ ὀσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· τὸ γευόμαστε, τρώγεται· τὸ χτυποῦμε, ἀντηχάει καὶ φωνάζει σὰν πράμα ζωντανό.
» Μερικοὶ ἄνθρωποι, οἱ πιὸ ἀτρόμητοι, φτάνουν ὣς τὴν ἄκρα τοῦ φύλλου˙ ἀπὸ τὴν ἄκρα αὐτὴ σκύβουμε, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, τὰ αὐτιὰ ἀνοιχτά, κάτω στὸ χάος, ᾿Ανατριχιάζουμε, Μαντεύουμε κάτω μας τὸ φοβερὸ γκρεμό, ἀκοῦμε ἀνάρια ἀνάρια τὸ θρὸ ποὺ κάνουν τ᾿ ἄλλα φύλλα τοῦ γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε τὸ χυμὸ ν᾿ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὶς ρίζες τοῦ δέντρου καὶ νὰ φουσκώνει τὴν καρδιά μας. Κι ἔτσι σκυμμένοι στὴν ἄβυσσο, νογοῦμε σύγκορμα, σύψυχα, νὰ μᾶς κυριεύει τα τρόμος. ᾿Απὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀρχίζει...
Σταμάτησα, Ἤθελα νὰ πῶ: «᾿Απὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀρχίζει ἡ Ποίηση», μὰ ο Ζορμπᾶς δὲ θὰ καταλάβαινε καὶ σώπασα,
- Τί ἀρχίζει ; ρώτησε ὁ Ζορμπᾶς μὲ λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-…ἀρχίζει ὁ μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, εἶπα, "Αλλοι ζαλίζουνται καὶ παραμιλοῦν, ἄλλοι φοβοῦνται καὶ μοχτοῦν νὰ βροῦν μιὰν ἀπάντηση, ποὺ νὰ τοὺς στυλώνει τὴν καρδιὰ καὶ λένε : «Θεός»· ἄλλοι κοιτάζουν ἀπὸ τὴν ἄκρα τοῦ φύλλου τὸ γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια καὶ λένε: «Μοῦ ἀρέσει».
Ο Ζορμπᾶς συλλογίστηκε κάμποση ώρα· βασανίζουνταν νὰ καταλάβει.
-Ἐγώ, εἶπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμὴ τὸ θάνατο· τὸν κοιτάζω καὶ δὲ φοβοῦμαι· ὅμως καὶ ποτέ, ποτὲ δὲ λέω: Μοῦ ἀρέσει. Ὄχι, δὲ μοῦ ἀρέσει καθόλου ! Δὲν εἶμαι λεύτερος; Δὲν ὑπογράφω!
Σώπασε, μὰ γρήγορα φώναξε πάλι —Ὄχι, δὲ θ᾽ ἁπλώσω ἐγὼ στὸ Χάρο τὸ λαιμό μου σὰν ἀρνὶ καὶ νὰ τοῦ πῶ: «Σφάξε με, ἀγά μου, ν᾿ ἁγιάσω !»
Δὲ μιλοῦσα· στράφηκε, μὲ κοίταξε ο Ζορμπᾶς θυμωμένος.
– Δὲν εἶμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δὲ μιλοῦσα. Νὰ λὲς «Ναί!» στὴν ἀνάγκη, νὰ μετουσιώνεις τὸ ἀναπόφευγο σὲ δικιά σου λεύτερη βούληση — αὐτός, ἴσως, εἶναι ὁ μόνος ἀνθρώπινος δρόμος τῆς λύτρωσης. Τό 'ξερα, καὶ γι' αὐτὸ δὲ μιλοῦσα.
Ο Ζορμπᾶς εἶδε πὼς δὲν εἶχα πιὰ τίποτα νὰ τοῦ πῶ, πῆρε τὸ κλουβὶ σιγὰ σιγά, νὰ μὴν ξυπνήσει ὁ παπαγάλος, τὸ τοποθέτησε δίπλα ἀπὸ τὸ κεφάλι του καὶ ξάπλωσε.
- Καληνύχτα, ἀφεντικό, εἶπε· φτάνει.
Ζεστός νοτιὰς φυσοῦσε πέρα ἀπὸ τὸ Μισίρι καὶ μέστωνε τὰ τζερτζεβατικὰ καὶ τὰ φροῦτα καὶ τὰ στήθια τῆς Κρήτης. Τὸν δέχουμουν νὰ περεχύνεται στὸ μέτωπο, στὰ χείλια μου καὶ στὸ λαιμό, κι ἔτριζε καὶ μεγάλωνε, σὰ νά ἦταν πωρικό, τὸ μυαλό μου.
Δὲν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ, δὲν ἤθελα. Δὲ συλλογίζουμουν τίποτα· ἔνιωθα μονάχα, στὴ ζεστὴ ἐτούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, κάποιον μέσα μου, νὰ μεστώνει. Εβλεπα, ζοῦσα καθαρὰ τὸ καταπληκτικὸ ἐτοῦτο θέαμα: ν᾿ ἀλλάζω. Ὅ,τι γίνεται πάντα στὰ πιὸ σκοτεινὰ ὑπόγεια τοῦ στήθους μας, γινούνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστὸς στὴν ἄκρα τῆς θάλασσας, παρακολουθοῦσα τὸ θέμα. Τ᾿ ἀστέρια θάμπωσαν, ὁ οὐρανὸς φωτίστηκε, κι ἀπάνω στὸφῶς χαράχτηκαν μὲ ψιλὸ κοντύλι τὰ βουνά, τὰ δέντρα, οἱ γλάροι.
Ξημέρωνε.
Σημείωση: Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ, ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΕΛ.ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1973, Σελίδες 318, 319, 320, 321.
Σημείωση: Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ, ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΕΛ.ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1973, Σελίδες 318, 319, 320, 321.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου