Θέμος Κορνάρος
Εἴσοδος. Μιὰ πόρτα πελώρια. Πόρτα παλιοῦ ἀρχοντικοῦ. Οἱ σκάλες εἶναι ἀπὸ γνήσιο, καλοδουλεμένο πεντελικό. Μόλις περάσεις αὐτὴ τὴν πόρτα, σὲ σταματοῦνε, 'Αριστερά σου συνεχίζεται ἡ μαρμάρινη σκάλα πρὸς τ' ἀπάνω πατώματα. Πρὸς τὰ διαμερίσματα τῶν ἀνθρώπων. Μπροστὰ σου ἀρχίζει μιὰ σκοτεινὴ λερωμένη σκάλα. Κάθε ἀρχοντικὸ ἔχει καὶ μιὰ κόλαση. Σ' αὐτὴ τὴν κόλαση μ' ὁδηγοῦνε. Ἡ σκοτεινὴ σκάλα μὲ καταπίνει. Κανένας θόρυβος καὶ κανένα φῶς ἀπὸ τὸν ὄξω κόσμο. Εἶσαι πιὰ καταχωνιασμένος στὰ βαθιὰ ὑπόγεια.
Δὲ βλέπεις στὴν ἀρχή. ᾿Ακοῦς μόνο γύρω σου τὴν ἀνατριχιαστικὴ κίνηση τῶν ὑπογείων. Μία φωνὴ βραχνή, μακρινή, ζητᾶ λίγο νερό. Μιὰ ἄλλη λέει ἀσυνάρτητα λό για χωρίς διακοπή. Τίποτα δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβεις. ᾿Απὸ ἄλλα κελλιὰ γρικᾶς ἀγκομαχητά. Κι ὅσο προχωρεῖς, πολιορκοῦνε τὴν ἀκοή σου κλάματα γυναικεῖα, φωνὲς και διῶν, ἄγριες φωνές, σὲ ἄγνωστη γλώσσα, νὰ προστάζουνε. Σίδερα καταχτυποῦνε, γρήγορα ἀνεβοκατεβάσματα ἀπὸ κάποια σκάλα, κλειδιὰ κουδουνίζουνε, ὅπλα μετακινοῦνται, καὶ νευρικὰ βήματα, πολλὰ βήματα, σὰ νὰ παλεύουνε, στ' ἀπάνω πατώματα.
Στὸ μισοσκόταδο ξεχωρίζω τὸ μοῦτρο τοῦ δεσμοφύλακα: χλωμό, στεγνό, ἀσάλευτο. Μιὰ φωνὴ τσιριχτή, σαν οχιᾶς, σὲ ρωτάει ἂν ξέρεις γερμανικά. Κι ἀφοῦ δὲν ξέρεις, σ᾿ ἁρπάζουνε δυὸ χέρια νευρικὰ ἀπὸ τὴ μέση καὶ σὲ πετοῦνε σὰ μπάλλα μέσα στὸ κελλὶ ποὺ θὰ μείνεις, ποιός ξέ ρει γιὰ πόσο!...
Παραξενεύεσαι, ποὺ ἐδῶ μέσα ἠρεμεῖς. Τουλάχιστο εἶσαι μόνος σου. Τὸ καταλαβαίνεις βέβαια πὼς δὲν πρόκειται νὰ σ᾿ ἀφήσουν ἐδῶ μέσα ν' ἀσκητεύεις καὶ νὰ φιλοσοφεῖς, μὰ οἱ στιγμὲς ἐδῶ πέρα ἔχουνε μιὰν ἀνυπολόγιστη αξία. Παίρνουνε τὴν ἔκταση μιᾶς ζωῆς. Προσπαθεῖς νὰ φιλιωθεῖς μὲ τὸ περιβάλλον. Τὸ κελλὶ γιὰ τὸν ὑπόδικο εἶναι ὁρμητήριο. Πρέπει, χωρὶς ἄλλο, νὰ βρεῖ τρόπο νὰ τὸ συνηθίσει, νὰ τ' ἀγαπήσει, γιὰ νὰ μπορεῖ ἐκεῖ μέσα ν᾿ ἀναπαύεται καὶ νὰ συγκεντρώνεται. Κυττάζω τὸ ταβάνι. Ἑφτὰ μ᾽ ὀχτὼ μέτρα ὕψος! Πλάτος καὶ μῆκος ἕνα μέτρο. Σωστὴ σωλήνα. Ακριβῶς, μιὰ σωλήνα πέτρινη. Στὴ γωνιὰ ἔχει μιὰν ἀνώμαλη πέτρα πεταμένη. Αὐτὴ εἶναι καὶ τὸ κρεβάτι κι' ἡ καρέκλα σου.
Σπάζω τὸ κεφάλι μου νὰ βρῶ σὲ τί τὸν χρησιμοποιοὖσαν αὐτὸ τὸ χῶρο, οἱ ἄρχοντες ποὺ κατοικούσανε το σπίτι. Δὲν κάνει γιὰ τίποτα. Ἐκτὸς κι' ἂν εἴχανε τὴν ἰδέα νὰ βάλουν ἀσανσέρ. ᾿Αλλὰ τὸ σπίτι εἶναι πολὺ παλιό. Μόνο του μᾶλλον θὰ σχηματίστηκε αὐτὸ τὸ κελλί. Χωρὶς κανένας νὰ τὸ θέλει, αὐτὸ παρακολούθησε τὴν οἰκοδομὴ ἀπ τὰ θεμέλια. Κι ὅπου θέλησε σταμάτησε. Ὁ ἀρχιτέκτονας ἀγωνίστηκε νὰ τὸ ἐξαφανίσει, μὰ στάθηκε ἀδύνατο. Ο ἰδιοχτῆτες, ὅταν τὸ εἴδανε, γυρίσανε τὴν πλάτη καὶ πια δὲν χαμογέλασαν στὸν ἀρχιτέκτονα. Κι' αὐτὸς καταντράπηκε. Κανένας, ποτέ, δὲ σκέφτηκε νὰ τὸ κοιτάξει. Ηταν ἡ ἀσκήμια τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ νά, ποὺ ἦρθε καιρὸς κι' ἕνα ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ τὸ συμπαθήσει! Μιὰ πόρτα σιδερένια, μὲ τὸ γνωστὸ παραθυράκι τοῦ δεσμωτήριου στι ἐπάνω μεριά, σὲ χωρίζει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ διάδρομο το ὑπογείων.
Στοὺς ὑγροὺς τοίχους εἶναι πυκνὰ πυκνὰ σημάδια ἀπὸ τὸ πέρασμα κι' ἄλλων ἀνθρώπων. Ολόκληρα ἱστορικὰ εἶναι γραμμένα μὲ μολύβι. Καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ήσαν σοβαροὶ ἄνθρωποι, γιατὶ δὲν γράφουν τὶς γνωστὲς ανοησίες τοῦ κλειστοῦ χώρου, παρὰ προσπαθοῦνε νὰ σὲ μπάσουνε στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ τόπου. Κάποια γραφὴ ἀνώνυμη, ἄτσαλη, ἀνορθόγραφη, σὲ εἰδοποιεῖ:
«Τὸ μόνο σου ὅπλο στὴν ἀνάκριση, εἶναι ἡ ἠρεμία!
Μιὰ ἄλλη τῆς ἀπαντᾶ:
«Δὲν ξέρεις τίποτα ἀπὸ βασανιστήρια πρώτου βαθμοῦ!.....
Πιο κάτω, ἕνας γραμματιζούμενος συνεχίζει:
«Έχε πάντοτε θάρρος. Νὰ ἐλπίζεις πάντοτε. Τίποτ' ἄλλο δὲ σώζει !
Παρακεῖ, διαβάζεις ἕναν όρισμό:
«Ἡ Μέρλιν εἶναι ὁ προτελευταῖος σταθμός. Τὸ Χαίδάρι, ὁ τελευταῖος !»
Δὲ σκέφτεσαι καθόλου, ν᾿ ἀναρωτηθεῖς, τί νὰ ἐννοεῖ μ' αὐτοὺς τοὺς σταθμούς. Καταλαβαίνεις πολὺ καλὰ ποιὰ εἶναι τὸ τέρμα.
«Ἐδῶ ἔζησα τρία μερόνυχτα δεμένος χεροπόδαρα!»
Αὐτὸ ἔχει καὶ ὑπογραφή. Ὥστε λοιπόν, μπορεῖ, νὰ ἐλπίζεις, πὼς σὲ τρία μερόνυχτα ξεμπερδεύεις ἀπὸ δῶ! Τὸ δέσιμο, χέρια πόδια, καμώνεσαι πὼς δὲν τὸ εἶδες. Μὰ - ποῦ θὰ πᾶς; Ἡ φαντασία σου σ᾿ ἁρπάζει ἀπὸ τὸ λαιμό. Σ' ἀναγκάζει νὰ τὸ διαβάσεις πολλὲς φορές. Κι' ὕστερα σοῦ κάνει πρόβες ἀτέλειωτες, ὥσπου ν' ἀκούσεις, ν᾿ ἀκού σεις καλά, πῶς τρίζουνε τὰ κόκκαλα όλα μαζί, μουδιάζουνε τὰ νεῦρα, ἀνοίγει ἡ μέση σου, καὶ θολώνει ο νοῦς. Τρία μερόνυχτα!...
«Ὅσο μπορεῖς, ἀπόφευγε νὰ συλλογίζεσαι», προστατευτικὰ σὲ συμβουλεύει ὁ Ν. Κ.
Γυρίζω καὶ κάθομαι στὴν πέτρα. Τίποτ' ἄλλο δὲν ἔχω νὰ κάνω, παρὰ νὰ περιμένω. Στὸ κεφάλι μου ἔσταξε μιὰ σταγόνα νερό. Εἶναι ἡ ὑγρασία τοῦ τοίχου, λέω καὶ δὲ μετακινοῦμαι. ῎Αλλωστε θὰ ἤτανε τόσο κωμικὸ νὰ σ᾿ ἀνησυχήσει ἐδῶ μέσα μιὰ σταγόνα νερό!... ῞Ομως ἔπεσε κι' ἄλλη, κι' ἄλλη. Γυρίζω πρὸς τ᾽ ἀπάνω, νὰ δῶ. Τὸ κελλί μου ξαφνικὰ δὲν ἔχει στέγη! Κι' ὅμως εἶμαι βέβαιος, πως τὸ βρῆκα στεγασμένο. Καθὼς προσπαθῶ νὰ θυμηθῶ καλύτερα, βλέπω ν' ἀποκρεμιέται ἀπὸ τ' ἄνοιγμα ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης, ποὺ μοῦ γελᾶ σαρκάζοντας, μ᾿ ἕνα ἄδειο, φαφούτικο στόμα. Ἔτσι ποὺ τὸν κυττάζω, κατακλύζεται τὸ κατακόρυφο χάος τοῦ κελλιοῦ ἀπὸ νερά. Ζεματιστὰ νερά, ποὺ μπήκανε στὴ μύτη, στὸ στόμα, στὰ μάτια, απὸ στῆθος. Τίποτα δὲν ἔμεινε ποὺ νὰ μὴ ζεματιστεῖ. Τὸ πιὸ ὀδυνηρὸ κάψιμο εἶναι μέσα στ' αὐτιὰ καὶ στὸ μέτωπο.
Γέλια σαρκαστικὰ φτάνουνε μαζὶ μὲ τὰ νερά. Μιὰ φωνή προσταχτικὴ μὲ κάνει νὰ ξαναγυρίσω πρὸς τ' ἀπάνω. Ὁ Γερμανὸς ποὺ κρατάει τὸ καζάνι, ξεροχαλίζεται καὶ φτύνει στὸ πρόσωπο. Πάλι κατεβάζω τὸ κεφάλι. Ἡ φωνὴ μὲ ξανακαλεῖ. Ξαναφτύνουνε, δείχνοντάς μου γδυμνὰ τὰ μπιστόλια τους. Είμαι, φαίνεται, ὑποχρεωμένος νὰ παρακολουθήσω τὴν παράσταση ὡς τὸ τέλος. Γιατὶ κάθε φορὰ ποὺ θὰ χαμηλώσω τὸ κεφάλι, μὲ ἀνακαλοῦνε στὴν πρώτη μου στάση μ᾿ ἀγριοφωνάρες καὶ βρισιές.
Θὰ κράτησε ἀρκετὴ ὥρα τούτη ἡ παράσταση, γιατὶ ὁ σβέρκος πονάει τρομερὰ καὶ δὲν μπορῶ μηδ᾽ ἀπάνω να ᾽χω τὸ κεφάλι, μήδε νὰ σκύψω.
Ἡ αὐλαία ἔπεσε. Μὰ δὲν εἶσαι πιὰ μόνος! Περιμένεις τὴ σκεπὴ ν' ἀνοίξει πάλι, περιμένεις τὴν πόρτα. Τώρα ὑποψιάζεσαι καὶ τοὺς τοίχους, μὴν ἀνοίξουνε ἀπὸ στι γμὴ σὲ στιγμή. Τὸ ἄγνωστο, τ᾿ ἀναπάντεχο, αὐτὰ ποὺ σὲ κάνουνε νὰ αἰσθάνεσαι τόσο κρύο! Τόση ἐρημιὰ κι ἐγκατάλειψη...
Τὸ παράξενο εἶναι πού, μ' ὅλ᾽ αὐτά, ὑπάρχουνε μέσα σου ἔνοικοι, ποὺ κουβεντιάζουνε, συλλογίζονται φωναχτά, σὰ νὰ μὴν ἔχεις καμιὰν ἄμεση σχέση͵ μαζί τους. Ἕνας ὑποστηρίζει, μ' ὅλη του τὴν ἡσυχία, πὼς πίσω ἀπὸ τὸν Ψηλορείτη εἶν' ἕνα χωριὸ καταμεσῆς τοῦ κάμπου. Σὰ νὰ μὴ τό ᾽ξερα! Τί ζητάει τώρα, στὸ χάλι ποὺ βρίσκομαι, μὲ τὸ νὰ θέλει νὰ θυμηθῶ κάποιο χωριό, πίσω ἀπὸ τὸν Ψηλορείς τη! Ως καὶ μιὰ χελιδονοφωλιὰ μοῦ θύμισε, ποὺ τὴν εἶχα βρεῖ στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ εἶναι χτισμένη στὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ...
Στὴν ἀρχὴ θυμώνεις. ᾿Αγαναχτᾶς. Μὰ σὲ λίγο τρίβεις τὰ ἐγκαύματα, σκουπίζεις τὰ μοῦτρα, στριφογυρίζεις ἀπ᾿ τὸν πόνο, χωρὶς νὰ παύεις νὰ παρακολουθεῖς τὰ κου βεντολόγια τοῦ προγονικοῦ θιάσου ποὺ τσαντήρωσε μέσα σου. Μάλιστα βρίσκεις καιρὸ καὶ παίρνεις μέρος στὴ συζήτηση καὶ στὸ τέλος τὰ βρίσκεις ὅλ' αὐτὰ πολὺ φυσικὰ κι' ἀρκετὰ χρήσιμα. Δὲ θέλεις πιὰ νὰ μείνεις μόνος!...
Κάθε λίγο τινάζεσ' ἀπάνω. Κίντυνος! Τὰ βήματα όμως περάσανε. Ακούω τὰ κλειδιὰ κι' ἀνοίγουνε ἄλλο κελλί. Αὐτὸ εἶναι τόσο σπουδαῖο! Νὰ νομίζεις... κι' ὕστερα νὰ σταματήσουνε σ᾿ ἄλλη πόρτα. Σχεδόν χαμογελᾶς, κι᾿ ἂς μὴν κουνοῦνε τὰ χείλια σου κι οἱ μῦς τοῦ προσώπου ἀπὸ τὸ ζεμάτισμα.
᾿Ακούω καὶ χτυποῦνε τὸν ἄνθρωπο τοῦ γειτονικοῦ κελλιοῦ, κι' αὐτὸς μουγκρίζει. 'Ανάμεσ᾿ ἀπὸ τ' ἄναρθρα μουγκρητὰ ξεχωρίζω καὶ μερικὲς ἀκέριες λέξεις. Απ' αὖτὲς βγαίνει, πὼς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἴδιο νὰ βγεῖ ὄξω. Εἶναι δεμένος. Ξαλάφρωσα ποὺ συνεννοήθηκαν! "Ομως τὸ ξύλο δυνάμωσε κι' οἱ διαταγὲς πύκνωσαν. Ξεκαθαρίζω πως τὸν προστάζουνε νὰ βρεῖ τρόπο, ὅπως θέλει, νὰ βγεῖ τὸ γρηγορότερο στὸ διάδρομο! Τότες δὲν ἀκούω πιὰ μήδε μουγκρίσματα, μήδε προσταγές. Γυρίζω πρὸς τὸ παραθύράκι τῆς πόρτας μου. Σηκώνομαι στὶς μύτες τῶν ποδιῶν καὶ κολλάω τὸ πρόσωπο στὸ ἄνοιγμα. Ἐκεῖ συναντήθηκα μὲ τὸ πιὸ ἀνατριχιαστικὸ πράμα τοῦ κόσμου: Μὲ δυὸ καταπράσινα, ἀσάλευτα μάτια, ποὺ μὲ κυττάζουν κολλημένα κι' αὐτὰ στὸ παραθυράκι... Οὔτε ἰδέα γιὰ νὰ φύγω πιά. Δὲν μπορῶ νὰ κουνήσω.
Εισαγωγικό σημείωμα βιβλίου:
Εἴσοδος. Μιὰ πόρτα πελώρια. Πόρτα παλιοῦ ἀρχοντικοῦ. Οἱ σκάλες εἶναι ἀπὸ γνήσιο, καλοδουλεμένο πεντελικό. Μόλις περάσεις αὐτὴ τὴν πόρτα, σὲ σταματοῦνε, 'Αριστερά σου συνεχίζεται ἡ μαρμάρινη σκάλα πρὸς τ' ἀπάνω πατώματα. Πρὸς τὰ διαμερίσματα τῶν ἀνθρώπων. Μπροστὰ σου ἀρχίζει μιὰ σκοτεινὴ λερωμένη σκάλα. Κάθε ἀρχοντικὸ ἔχει καὶ μιὰ κόλαση. Σ' αὐτὴ τὴν κόλαση μ' ὁδηγοῦνε. Ἡ σκοτεινὴ σκάλα μὲ καταπίνει. Κανένας θόρυβος καὶ κανένα φῶς ἀπὸ τὸν ὄξω κόσμο. Εἶσαι πιὰ καταχωνιασμένος στὰ βαθιὰ ὑπόγεια.
Δὲ βλέπεις στὴν ἀρχή. ᾿Ακοῦς μόνο γύρω σου τὴν ἀνατριχιαστικὴ κίνηση τῶν ὑπογείων. Μία φωνὴ βραχνή, μακρινή, ζητᾶ λίγο νερό. Μιὰ ἄλλη λέει ἀσυνάρτητα λό για χωρίς διακοπή. Τίποτα δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβεις. ᾿Απὸ ἄλλα κελλιὰ γρικᾶς ἀγκομαχητά. Κι ὅσο προχωρεῖς, πολιορκοῦνε τὴν ἀκοή σου κλάματα γυναικεῖα, φωνὲς και διῶν, ἄγριες φωνές, σὲ ἄγνωστη γλώσσα, νὰ προστάζουνε. Σίδερα καταχτυποῦνε, γρήγορα ἀνεβοκατεβάσματα ἀπὸ κάποια σκάλα, κλειδιὰ κουδουνίζουνε, ὅπλα μετακινοῦνται, καὶ νευρικὰ βήματα, πολλὰ βήματα, σὰ νὰ παλεύουνε, στ' ἀπάνω πατώματα.
Στὸ μισοσκόταδο ξεχωρίζω τὸ μοῦτρο τοῦ δεσμοφύλακα: χλωμό, στεγνό, ἀσάλευτο. Μιὰ φωνὴ τσιριχτή, σαν οχιᾶς, σὲ ρωτάει ἂν ξέρεις γερμανικά. Κι ἀφοῦ δὲν ξέρεις, σ᾿ ἁρπάζουνε δυὸ χέρια νευρικὰ ἀπὸ τὴ μέση καὶ σὲ πετοῦνε σὰ μπάλλα μέσα στὸ κελλὶ ποὺ θὰ μείνεις, ποιός ξέ ρει γιὰ πόσο!...
Παραξενεύεσαι, ποὺ ἐδῶ μέσα ἠρεμεῖς. Τουλάχιστο εἶσαι μόνος σου. Τὸ καταλαβαίνεις βέβαια πὼς δὲν πρόκειται νὰ σ᾿ ἀφήσουν ἐδῶ μέσα ν' ἀσκητεύεις καὶ νὰ φιλοσοφεῖς, μὰ οἱ στιγμὲς ἐδῶ πέρα ἔχουνε μιὰν ἀνυπολόγιστη αξία. Παίρνουνε τὴν ἔκταση μιᾶς ζωῆς. Προσπαθεῖς νὰ φιλιωθεῖς μὲ τὸ περιβάλλον. Τὸ κελλὶ γιὰ τὸν ὑπόδικο εἶναι ὁρμητήριο. Πρέπει, χωρὶς ἄλλο, νὰ βρεῖ τρόπο νὰ τὸ συνηθίσει, νὰ τ' ἀγαπήσει, γιὰ νὰ μπορεῖ ἐκεῖ μέσα ν᾿ ἀναπαύεται καὶ νὰ συγκεντρώνεται. Κυττάζω τὸ ταβάνι. Ἑφτὰ μ᾽ ὀχτὼ μέτρα ὕψος! Πλάτος καὶ μῆκος ἕνα μέτρο. Σωστὴ σωλήνα. Ακριβῶς, μιὰ σωλήνα πέτρινη. Στὴ γωνιὰ ἔχει μιὰν ἀνώμαλη πέτρα πεταμένη. Αὐτὴ εἶναι καὶ τὸ κρεβάτι κι' ἡ καρέκλα σου.
Σπάζω τὸ κεφάλι μου νὰ βρῶ σὲ τί τὸν χρησιμοποιοὖσαν αὐτὸ τὸ χῶρο, οἱ ἄρχοντες ποὺ κατοικούσανε το σπίτι. Δὲν κάνει γιὰ τίποτα. Ἐκτὸς κι' ἂν εἴχανε τὴν ἰδέα νὰ βάλουν ἀσανσέρ. ᾿Αλλὰ τὸ σπίτι εἶναι πολὺ παλιό. Μόνο του μᾶλλον θὰ σχηματίστηκε αὐτὸ τὸ κελλί. Χωρὶς κανένας νὰ τὸ θέλει, αὐτὸ παρακολούθησε τὴν οἰκοδομὴ ἀπ τὰ θεμέλια. Κι ὅπου θέλησε σταμάτησε. Ὁ ἀρχιτέκτονας ἀγωνίστηκε νὰ τὸ ἐξαφανίσει, μὰ στάθηκε ἀδύνατο. Ο ἰδιοχτῆτες, ὅταν τὸ εἴδανε, γυρίσανε τὴν πλάτη καὶ πια δὲν χαμογέλασαν στὸν ἀρχιτέκτονα. Κι' αὐτὸς καταντράπηκε. Κανένας, ποτέ, δὲ σκέφτηκε νὰ τὸ κοιτάξει. Ηταν ἡ ἀσκήμια τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ νά, ποὺ ἦρθε καιρὸς κι' ἕνα ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ τὸ συμπαθήσει! Μιὰ πόρτα σιδερένια, μὲ τὸ γνωστὸ παραθυράκι τοῦ δεσμωτήριου στι ἐπάνω μεριά, σὲ χωρίζει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ διάδρομο το ὑπογείων.
Στοὺς ὑγροὺς τοίχους εἶναι πυκνὰ πυκνὰ σημάδια ἀπὸ τὸ πέρασμα κι' ἄλλων ἀνθρώπων. Ολόκληρα ἱστορικὰ εἶναι γραμμένα μὲ μολύβι. Καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ήσαν σοβαροὶ ἄνθρωποι, γιατὶ δὲν γράφουν τὶς γνωστὲς ανοησίες τοῦ κλειστοῦ χώρου, παρὰ προσπαθοῦνε νὰ σὲ μπάσουνε στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ τόπου. Κάποια γραφὴ ἀνώνυμη, ἄτσαλη, ἀνορθόγραφη, σὲ εἰδοποιεῖ:
«Τὸ μόνο σου ὅπλο στὴν ἀνάκριση, εἶναι ἡ ἠρεμία!
Μιὰ ἄλλη τῆς ἀπαντᾶ:
«Δὲν ξέρεις τίποτα ἀπὸ βασανιστήρια πρώτου βαθμοῦ!.....
Πιο κάτω, ἕνας γραμματιζούμενος συνεχίζει:
«Έχε πάντοτε θάρρος. Νὰ ἐλπίζεις πάντοτε. Τίποτ' ἄλλο δὲ σώζει !
Παρακεῖ, διαβάζεις ἕναν όρισμό:
«Ἡ Μέρλιν εἶναι ὁ προτελευταῖος σταθμός. Τὸ Χαίδάρι, ὁ τελευταῖος !»
Δὲ σκέφτεσαι καθόλου, ν᾿ ἀναρωτηθεῖς, τί νὰ ἐννοεῖ μ' αὐτοὺς τοὺς σταθμούς. Καταλαβαίνεις πολὺ καλὰ ποιὰ εἶναι τὸ τέρμα.
«Ἐδῶ ἔζησα τρία μερόνυχτα δεμένος χεροπόδαρα!»
Αὐτὸ ἔχει καὶ ὑπογραφή. Ὥστε λοιπόν, μπορεῖ, νὰ ἐλπίζεις, πὼς σὲ τρία μερόνυχτα ξεμπερδεύεις ἀπὸ δῶ! Τὸ δέσιμο, χέρια πόδια, καμώνεσαι πὼς δὲν τὸ εἶδες. Μὰ - ποῦ θὰ πᾶς; Ἡ φαντασία σου σ᾿ ἁρπάζει ἀπὸ τὸ λαιμό. Σ' ἀναγκάζει νὰ τὸ διαβάσεις πολλὲς φορές. Κι' ὕστερα σοῦ κάνει πρόβες ἀτέλειωτες, ὥσπου ν' ἀκούσεις, ν᾿ ἀκού σεις καλά, πῶς τρίζουνε τὰ κόκκαλα όλα μαζί, μουδιάζουνε τὰ νεῦρα, ἀνοίγει ἡ μέση σου, καὶ θολώνει ο νοῦς. Τρία μερόνυχτα!...
«Ὅσο μπορεῖς, ἀπόφευγε νὰ συλλογίζεσαι», προστατευτικὰ σὲ συμβουλεύει ὁ Ν. Κ.
Γυρίζω καὶ κάθομαι στὴν πέτρα. Τίποτ' ἄλλο δὲν ἔχω νὰ κάνω, παρὰ νὰ περιμένω. Στὸ κεφάλι μου ἔσταξε μιὰ σταγόνα νερό. Εἶναι ἡ ὑγρασία τοῦ τοίχου, λέω καὶ δὲ μετακινοῦμαι. ῎Αλλωστε θὰ ἤτανε τόσο κωμικὸ νὰ σ᾿ ἀνησυχήσει ἐδῶ μέσα μιὰ σταγόνα νερό!... ῞Ομως ἔπεσε κι' ἄλλη, κι' ἄλλη. Γυρίζω πρὸς τ᾽ ἀπάνω, νὰ δῶ. Τὸ κελλί μου ξαφνικὰ δὲν ἔχει στέγη! Κι' ὅμως εἶμαι βέβαιος, πως τὸ βρῆκα στεγασμένο. Καθὼς προσπαθῶ νὰ θυμηθῶ καλύτερα, βλέπω ν' ἀποκρεμιέται ἀπὸ τ' ἄνοιγμα ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης, ποὺ μοῦ γελᾶ σαρκάζοντας, μ᾿ ἕνα ἄδειο, φαφούτικο στόμα. Ἔτσι ποὺ τὸν κυττάζω, κατακλύζεται τὸ κατακόρυφο χάος τοῦ κελλιοῦ ἀπὸ νερά. Ζεματιστὰ νερά, ποὺ μπήκανε στὴ μύτη, στὸ στόμα, στὰ μάτια, απὸ στῆθος. Τίποτα δὲν ἔμεινε ποὺ νὰ μὴ ζεματιστεῖ. Τὸ πιὸ ὀδυνηρὸ κάψιμο εἶναι μέσα στ' αὐτιὰ καὶ στὸ μέτωπο.
Γέλια σαρκαστικὰ φτάνουνε μαζὶ μὲ τὰ νερά. Μιὰ φωνή προσταχτικὴ μὲ κάνει νὰ ξαναγυρίσω πρὸς τ' ἀπάνω. Ὁ Γερμανὸς ποὺ κρατάει τὸ καζάνι, ξεροχαλίζεται καὶ φτύνει στὸ πρόσωπο. Πάλι κατεβάζω τὸ κεφάλι. Ἡ φωνὴ μὲ ξανακαλεῖ. Ξαναφτύνουνε, δείχνοντάς μου γδυμνὰ τὰ μπιστόλια τους. Είμαι, φαίνεται, ὑποχρεωμένος νὰ παρακολουθήσω τὴν παράσταση ὡς τὸ τέλος. Γιατὶ κάθε φορὰ ποὺ θὰ χαμηλώσω τὸ κεφάλι, μὲ ἀνακαλοῦνε στὴν πρώτη μου στάση μ᾿ ἀγριοφωνάρες καὶ βρισιές.
Θὰ κράτησε ἀρκετὴ ὥρα τούτη ἡ παράσταση, γιατὶ ὁ σβέρκος πονάει τρομερὰ καὶ δὲν μπορῶ μηδ᾽ ἀπάνω να ᾽χω τὸ κεφάλι, μήδε νὰ σκύψω.
Ἡ αὐλαία ἔπεσε. Μὰ δὲν εἶσαι πιὰ μόνος! Περιμένεις τὴ σκεπὴ ν' ἀνοίξει πάλι, περιμένεις τὴν πόρτα. Τώρα ὑποψιάζεσαι καὶ τοὺς τοίχους, μὴν ἀνοίξουνε ἀπὸ στι γμὴ σὲ στιγμή. Τὸ ἄγνωστο, τ᾿ ἀναπάντεχο, αὐτὰ ποὺ σὲ κάνουνε νὰ αἰσθάνεσαι τόσο κρύο! Τόση ἐρημιὰ κι ἐγκατάλειψη...
Τὸ παράξενο εἶναι πού, μ' ὅλ᾽ αὐτά, ὑπάρχουνε μέσα σου ἔνοικοι, ποὺ κουβεντιάζουνε, συλλογίζονται φωναχτά, σὰ νὰ μὴν ἔχεις καμιὰν ἄμεση σχέση͵ μαζί τους. Ἕνας ὑποστηρίζει, μ' ὅλη του τὴν ἡσυχία, πὼς πίσω ἀπὸ τὸν Ψηλορείτη εἶν' ἕνα χωριὸ καταμεσῆς τοῦ κάμπου. Σὰ νὰ μὴ τό ᾽ξερα! Τί ζητάει τώρα, στὸ χάλι ποὺ βρίσκομαι, μὲ τὸ νὰ θέλει νὰ θυμηθῶ κάποιο χωριό, πίσω ἀπὸ τὸν Ψηλορείς τη! Ως καὶ μιὰ χελιδονοφωλιὰ μοῦ θύμισε, ποὺ τὴν εἶχα βρεῖ στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ εἶναι χτισμένη στὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ...
Στὴν ἀρχὴ θυμώνεις. ᾿Αγαναχτᾶς. Μὰ σὲ λίγο τρίβεις τὰ ἐγκαύματα, σκουπίζεις τὰ μοῦτρα, στριφογυρίζεις ἀπ᾿ τὸν πόνο, χωρὶς νὰ παύεις νὰ παρακολουθεῖς τὰ κου βεντολόγια τοῦ προγονικοῦ θιάσου ποὺ τσαντήρωσε μέσα σου. Μάλιστα βρίσκεις καιρὸ καὶ παίρνεις μέρος στὴ συζήτηση καὶ στὸ τέλος τὰ βρίσκεις ὅλ' αὐτὰ πολὺ φυσικὰ κι' ἀρκετὰ χρήσιμα. Δὲ θέλεις πιὰ νὰ μείνεις μόνος!...
Κάθε λίγο τινάζεσ' ἀπάνω. Κίντυνος! Τὰ βήματα όμως περάσανε. Ακούω τὰ κλειδιὰ κι' ἀνοίγουνε ἄλλο κελλί. Αὐτὸ εἶναι τόσο σπουδαῖο! Νὰ νομίζεις... κι' ὕστερα νὰ σταματήσουνε σ᾿ ἄλλη πόρτα. Σχεδόν χαμογελᾶς, κι᾿ ἂς μὴν κουνοῦνε τὰ χείλια σου κι οἱ μῦς τοῦ προσώπου ἀπὸ τὸ ζεμάτισμα.
᾿Ακούω καὶ χτυποῦνε τὸν ἄνθρωπο τοῦ γειτονικοῦ κελλιοῦ, κι' αὐτὸς μουγκρίζει. 'Ανάμεσ᾿ ἀπὸ τ' ἄναρθρα μουγκρητὰ ξεχωρίζω καὶ μερικὲς ἀκέριες λέξεις. Απ' αὖτὲς βγαίνει, πὼς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἴδιο νὰ βγεῖ ὄξω. Εἶναι δεμένος. Ξαλάφρωσα ποὺ συνεννοήθηκαν! "Ομως τὸ ξύλο δυνάμωσε κι' οἱ διαταγὲς πύκνωσαν. Ξεκαθαρίζω πως τὸν προστάζουνε νὰ βρεῖ τρόπο, ὅπως θέλει, νὰ βγεῖ τὸ γρηγορότερο στὸ διάδρομο! Τότες δὲν ἀκούω πιὰ μήδε μουγκρίσματα, μήδε προσταγές. Γυρίζω πρὸς τὸ παραθύράκι τῆς πόρτας μου. Σηκώνομαι στὶς μύτες τῶν ποδιῶν καὶ κολλάω τὸ πρόσωπο στὸ ἄνοιγμα. Ἐκεῖ συναντήθηκα μὲ τὸ πιὸ ἀνατριχιαστικὸ πράμα τοῦ κόσμου: Μὲ δυὸ καταπράσινα, ἀσάλευτα μάτια, ποὺ μὲ κυττάζουν κολλημένα κι' αὐτὰ στὸ παραθυράκι... Οὔτε ἰδέα γιὰ νὰ φύγω πιά. Δὲν μπορῶ νὰ κουνήσω.
Εισαγωγικό σημείωμα βιβλίου:
Σ Η Μ Ε Ι Ω MA
Εχω ὑποχρέωση νὰ ξεκαθαρίσω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μερικά πράματα, σχετικὰ μὲ τοῦτο τὸ βιβλίο,
1) Τὰ βασανιστήρια κι οι κατατρεγμοὶ εἶναι γεγο νότα,
2) Δὲν ἔχει τηρηθεῖ αὐστηρὴ χρονολογικὴ τάξη στὰ γεγονότα. Μόνο ἡ οἰκονομία τοῦ ἔργου μ᾿ ἐνδιέφερε.
3) Προσπάθησα νὰ δώσω τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς «Μέρλιν», όσο μποροῦσα λιτότερα. Σκόπιμα δὲν πα ραφόρτωσα τὸ σχετικὸ κεφάλαιο μὲ ὅλα τὰ φριχτὰ βα σανιστήρια, ποὺ γίνονταν πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους τοῦ μεγάρου αὐτοῦ. ῾Η συγκέντρωση ὅλων τῶν φοβερῶν αὐτῶν γεγονότων ἔχει γίνει. Θ᾽ ἀποτελέσει τὸ ὑλικὸ χωριστῆς εργασίας, ποὺ δ᾽ ἀγκαλιάζει ὅλη τὴ βάρβα ρη τρομοκρατία στὸν τόπο μας. Τὸ βιβλίο αὐτὸ μπο ρεῖ νὰ μὴ γραφεῖ κι ἀπὸ μένα.
4) ῾Η περίπτωση τῶν ἡρωικῶν γυναικῶν τοῦ Χαϊδαριοῦ, ἔκρινα πὼς δὲν ἤτανε γιὰ τοῦτο τὸ βιβλίο.
5) Σκόπιμα δὲν ἀναφέρω τὰ πραγματικὰ ὀνόμα τα τῶν τύπων, ποὺ κινοῦνται στὸ βιβλίο. Σέβομαι τὸ σπαραγμὸ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὰ παιδιά τους δὲν ἐγύρισαν πίσω. Τὰ ὀνόματα ὅμως τῶν Γερμανῶν εἶ ναι πραγματικά,
Θ.Κ.
Σημείωση Σφήκας: Το απόσπασμα είναι αντιγραφή από το πρωτότυπο βιβλίο του συγγραφέα
Επιμέλεια: Λίλα Μήτσουρα
Ποιος είναι ο Θέμος Κορνάρος
Γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της Μεσσαράς στην Κρήτη. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρονιά, καθώς η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή. Οργανώθηκε στο Κόμμα πιθανότατα την περίοδο του Μεσοπολέμου, μιας και στα έργα της περιόδου αποτυπώνεται η ιδεολογικοπολιτική του ωρίμανση. Η Μέλπω Αξιώτη στο βιβλίο της «Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας» αναφέρει πως είναι ο Ελληνας λογοτέχνης με τα πιο πολλά χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες - 21 ολόκληρα χρόνια - και ο Γιάννης Ρίτσος το αποτυπώνει σε ποίημά του για τον Κορνάρο, «Τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό /Από το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού, /Απ' τη Μακρόνησο στον Αϊ - Στράτη, /Δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου, /Με δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου...».
Η αλύγιστη πορεία του αποτυπώνεται θαυμάσια και στο λογοτεχνικό του έργο, που χαρακτηρίζεται από τη στράτευση στο δίκιο της εργατικής τάξης, στην αποκάλυψη της εκμετάλλευσης και της αδικίας. Στα έργα του εκφράζεται η μεγάλη αγάπη που έχει για τον άνθρωπο του μόχθου, που η συνείδησή του έχει τα σκαμπανεβάσματά της, αλλά πολλές φορές, μέσα από τη συμμετοχή του στους αγώνες, ξεπερνά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου