Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεο΄υ και στους νόμους των κλεφτών.
…………………………..
(…) κάθε κυρίαρχη φάρα στραβώνει τους υποταχτικούς της και πνίγει την ψυχή τους. Οι ανθρώποι χωριζόμαστε σε κείνους που διατάζουνε και σε κείνους που κάνουνε θελήματα· σε κείνους που κάθονται και σε κείνους που μοχτάνε· σε κείνους που βλέπουνε και σε κείνους που φοράνε κλάπες στα μάτια: σε χορτάτους και σε κορόιδα.
Η ζωή μας μπλέκεται μιας αρχής μέσα στα δίχτια, που μας είναι στημένα, πριν γεννηθούμε. Μωρά στο σπίτι, στο δρόμο, στο σκολειό, μαθαίνουμε, χωρίς ναν το ρωτάμε, ποιο ‘ναι το καλό και το κακό, -“το του κρείττονος συμφέρον”. Δεκαεφτάρικα παληκαράκια με φρέσκη και χαρούμενη ψυχή δίνουμε συγκινημένα με βραχνή λαλιά πετειναριών τον όρκο στα μεγάλα Χρέη κ’ Ιδανικά, -“στο του κρείττονος συμφέρον”. Σαν απολυθούμε απ’ το στρατό και πάρουμε ψήφο, τα ίδια θ’ ακούμε -και θα λέμε- στην αγορά, στα δικαστήρια, στις λαοσύναξες, στα θέατρα – “το του κρείττονος συμφέρον”. Κι αφού μικροί και μεγάλοι και χτες και σήμερα και άβριο τα ίδια πιστέβουν όλοι, θα πει πως είναι νόμοι “ουρανίαν δι’ αιθέρα τεκνωθέντες”. Έτσι τραβάμε, χωρίς να συλλογιζόμαστε, τη μοιραία μας στράτα, δεμένοι συναμεταξύ μας και βέβαιοι πως το συφέρο του “κρείττονος” είναι δικό μας συφέρο. Συφέρο μας να ‘μαστε δεμένοι παρά λυτοί· συφέρο μας ν’ αδικούμαστε παρά να τιμωρούμε! Κι αν άξαφνα κανείς απόκοτος χυμούσε με το μαχαίρι να ξεκοιλιάσει το Λύκο, θα βάζαμε μπροστά τις ψυχές και τα κορμιά μας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά. Κι αν το ‘φερνε ποτές η κατάρα να μας λείψει ο Λύκος, θα τρέχαμε να βρούμε άλλονε χειρότερο, για να μας τρώει.
…………………………………..
Βλέπω τις πολιτείες του μέλλοντος, ω άντρες Αθηναίοι! Θεοποιούνε την πείνα, τον πόνο και τη βλακεία· χρυσώνουνε και ταγίζουνε κουκουνάρι και καρύδια τους κομπογιαννίτες, που ξεγελάνε το λαό να καταφρονάει την ύλη και να προσμένει ανταπόδοση στον… “κόσμο του πνεύματος!”.
Οι βασανισμένοι της ζωής πρέπει να πιστέβουμε πως θα χαρούμε και θα βασιλέψουμ’ αιώνια, -φτάνει να πεθάνουμε πρώτα! Δεν κάνει να παίρνουμε πίσου με τα χέρια μας ό,τι μας παίρνουν οι αφέντες με τη δύναμη και με την πονηριά -δηλαδή με τα δικά μας τ’ άρματα και με την ψήφο τη δικιά μας. Αφτουνούς θαν τους τιμωρήσουν οι θεοί στον άλλο κόσμο. Θα βράζουνε μέσα στο καζάνι της πίσσας στον αιώνα τον άπαντα. Αν τους τιμωρήσουμ’ εμείς, θα γίνουμε κακοί και τότε θα χάσουμε την ψυχή μας και θα βράζουμ’ εμείς μέσα στο καζάνι!
Δεν ήταν λόγος – αέρας, είταν αγκωνάρι μαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία μου. Γι’ αυτό και της έδωκα την τετράγωνη φόρμα: “προτιμώ ν’ αδικιέμαι παρά ν’ αδικώ!”. Τούτο τ’ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα στον άμμο και στο νερό: στις ψυχές των αδυνάτων! Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο αναποφάσιστος· όσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυμώνει.Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον εαφτό σου, για ν’ αντισταθείς στην αδικιά -και πιο πολύ ακόμα για ν’ αδικήσεις! Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο. Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. Κι όχι μονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πο ‘χεις: νηστέβεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες, μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αγέρα του δάσου και την κίνηση κι αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα,την απλυσιά, τη σιωπή και το θάνατο, για να πας στον παράδεισο. “Ο πόνος ηθικοποιεί”!(…)
Την ίδια γνώμη την είπα κι αλλιώς: “Ουδείς εκών κακός”. Αφτό θα πει: μην τιμωρείτε τους αδικητάδες, γιατί θαν τους… αδικήσετε. Είναι αθώοι: Δεν ξέρουν ότι κάνουν κακό! Υπομονή! Άμα τους διδάξουμε τι ‘ναι καλό και κακό, θα λείψουν από τον κόσμο κάκητα κι αδικεμός και θα βασιλέψ’ η καλοσύνη…
………………………………………
Όταν ο Περικλής μας έλεγε πως η δύναμη και η καλοπέραση της πολιτείας είναι σωτηρία (καλοπέραση και δύναμη) των δυστυχισμένων, δεν ήθελα να παραδεχτώ πως κορόιδευε. Τι εννοούσε λέγοντας πολιτεία; Όλους μας; Όχι βέβαια. Αν όλοι μας εφτυχούμε, δεν έχει κανένας ανάγκη να σωθεί. Εννοούσε καθαρά τους λίγους παραλήδες και πολιτικούς. Μ΄ ένα λόγο τους έξυπνους. Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμε εμείς. Κι όταν αυτοί θησαυρίζουνε, εμείς πλουταίνουμε. Κι όταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιότεροι φτωχαίνουμε εμείς περισσότερο. Κι όταν εκεινών η περιουσία βρίσκεται σε κίνδυνο, χάνουμε εμείς τον ύπνο μας! Ο πρώτος βλέπετε πολιτικός και παραλής της Αθήνας ύψωνε χωρίς ντροπή μπροστά στα μάτια του φλομωμένου πλήθους την ατιμία των ολίγων σε χρέος, μεγαλείο και δόξα των πολλών, της Πατρίδας! Είτανε πόλεμος τότε κι έπρεπε να δώσουμε τη ζωή μας για “τους αρίστους”, αν θέλαμε να σώσουμε την πείνα μας την παντοτεινή και τον ύπνο μας τον μακάριο, για να τον κάνουμε αιώνιο! Καταλάβατε; Και βέβαια!
………………………………………………
Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας(…) Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα ‘μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα ‘λεγα: “Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο ήλιος ανάμεσα από μαύρα σύννεφα και πάνω σ άλιωτα χιόνια, πάλι θα ‘τανε ο καλύτερος απ΄ όλους, γιατί το θέλει η καρδιά σας. Είναι η Πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας… Κι όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ΄ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανεύεστε πως είναι δικά σας, γιατί είναι “εθνικά!”. Και κανένας δε συλλογάται πως όλα τ΄αγαθά μαζεύονται σε λίγα χέρια(…) Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας και η ψυχή σας είναι δικά τους.
Ύστερα θα πήγαινα στα νταμάρια της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού και του Λάβριου, στις φάμπρικες που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου, στους δούλους! Θα κατέβαινα στ’ μπάρια των καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κωπηλάτες ( άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα με το πυρωμένο σίδερο) βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους και ξεφωνίζουν από τα χτυπήματα του βούρδουλα σαν τύχει και λιγοθυμίσουν από την κούραση(…) Και θα τους έλεγα:
“Θρακιώτες, Ασιάτες, Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβοι ιδιωτικοί. Η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλεύει πως είσαστε γεννημένοι σκλάβοι. Μα μήτε οι θεοί μήτε κι η φύση διατάξανε το σπέρμα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτοιους. Η τύχη σας έκανε και η συνήθεια σας αποτέλειωσε. Είσαστε σκλάβοι εσείς για να ‘μαστ’ εμείς οι λέφτεροι. Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανό. Έχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του. Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ΄ ακρογιάλια κι αστροβολάνε κάμποι και ήλιος. Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι άδικοι, για να γίνετ’ εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι – σεις, οι πρόγονοί σας, αδιάφορο! Είσαστε το μεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δύναμή σας κι ενωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. Να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ολάκερη η δημοκρατία “των αρίστων”. Να τους πάρετε τα αγαθά και να τους βάνετε να δουλεύουνε για να τρώνε. – “Και να καθόμαστε εμείς”, θ’ απαντούσανε μερικοί μαθημένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά μπροστά στους δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. – “Όχι”, θα φώναζα εγώ, “Θα δουλεύουνε κι αφτοί και σεις. Κοινή δουλειά, κοινά τ’ αγαθά κι η λεφτεριά..” – “Αμ τότες ας λείπει τέτοια λεφτεριά. Δε μας κάνει..” – “Μην πειράζεστε! Σαν έρθει εκείνη η ώρα, θα μπείτε σε δρόμο να γίνετε ανθρώποι. Να λυτρώσετε, θέλοντας και μη το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνεύμα σας”. – “Ποιοι μωρέ θα μας βάλουνε σε δρόμο;” πάλι θα ξεφωνούσανε. – “Οι Σκύθες!”.
…………………………..
(…) κάθε κυρίαρχη φάρα στραβώνει τους υποταχτικούς της και πνίγει την ψυχή τους. Οι ανθρώποι χωριζόμαστε σε κείνους που διατάζουνε και σε κείνους που κάνουνε θελήματα· σε κείνους που κάθονται και σε κείνους που μοχτάνε· σε κείνους που βλέπουνε και σε κείνους που φοράνε κλάπες στα μάτια: σε χορτάτους και σε κορόιδα.
Η ζωή μας μπλέκεται μιας αρχής μέσα στα δίχτια, που μας είναι στημένα, πριν γεννηθούμε. Μωρά στο σπίτι, στο δρόμο, στο σκολειό, μαθαίνουμε, χωρίς ναν το ρωτάμε, ποιο ‘ναι το καλό και το κακό, -“το του κρείττονος συμφέρον”. Δεκαεφτάρικα παληκαράκια με φρέσκη και χαρούμενη ψυχή δίνουμε συγκινημένα με βραχνή λαλιά πετειναριών τον όρκο στα μεγάλα Χρέη κ’ Ιδανικά, -“στο του κρείττονος συμφέρον”. Σαν απολυθούμε απ’ το στρατό και πάρουμε ψήφο, τα ίδια θ’ ακούμε -και θα λέμε- στην αγορά, στα δικαστήρια, στις λαοσύναξες, στα θέατρα – “το του κρείττονος συμφέρον”. Κι αφού μικροί και μεγάλοι και χτες και σήμερα και άβριο τα ίδια πιστέβουν όλοι, θα πει πως είναι νόμοι “ουρανίαν δι’ αιθέρα τεκνωθέντες”. Έτσι τραβάμε, χωρίς να συλλογιζόμαστε, τη μοιραία μας στράτα, δεμένοι συναμεταξύ μας και βέβαιοι πως το συφέρο του “κρείττονος” είναι δικό μας συφέρο. Συφέρο μας να ‘μαστε δεμένοι παρά λυτοί· συφέρο μας ν’ αδικούμαστε παρά να τιμωρούμε! Κι αν άξαφνα κανείς απόκοτος χυμούσε με το μαχαίρι να ξεκοιλιάσει το Λύκο, θα βάζαμε μπροστά τις ψυχές και τα κορμιά μας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά. Κι αν το ‘φερνε ποτές η κατάρα να μας λείψει ο Λύκος, θα τρέχαμε να βρούμε άλλονε χειρότερο, για να μας τρώει.
…………………………………..
Βλέπω τις πολιτείες του μέλλοντος, ω άντρες Αθηναίοι! Θεοποιούνε την πείνα, τον πόνο και τη βλακεία· χρυσώνουνε και ταγίζουνε κουκουνάρι και καρύδια τους κομπογιαννίτες, που ξεγελάνε το λαό να καταφρονάει την ύλη και να προσμένει ανταπόδοση στον… “κόσμο του πνεύματος!”.
Οι βασανισμένοι της ζωής πρέπει να πιστέβουμε πως θα χαρούμε και θα βασιλέψουμ’ αιώνια, -φτάνει να πεθάνουμε πρώτα! Δεν κάνει να παίρνουμε πίσου με τα χέρια μας ό,τι μας παίρνουν οι αφέντες με τη δύναμη και με την πονηριά -δηλαδή με τα δικά μας τ’ άρματα και με την ψήφο τη δικιά μας. Αφτουνούς θαν τους τιμωρήσουν οι θεοί στον άλλο κόσμο. Θα βράζουνε μέσα στο καζάνι της πίσσας στον αιώνα τον άπαντα. Αν τους τιμωρήσουμ’ εμείς, θα γίνουμε κακοί και τότε θα χάσουμε την ψυχή μας και θα βράζουμ’ εμείς μέσα στο καζάνι!
Δεν ήταν λόγος – αέρας, είταν αγκωνάρι μαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία μου. Γι’ αυτό και της έδωκα την τετράγωνη φόρμα: “προτιμώ ν’ αδικιέμαι παρά ν’ αδικώ!”. Τούτο τ’ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα στον άμμο και στο νερό: στις ψυχές των αδυνάτων! Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο αναποφάσιστος· όσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυμώνει.Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον εαφτό σου, για ν’ αντισταθείς στην αδικιά -και πιο πολύ ακόμα για ν’ αδικήσεις! Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο. Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. Κι όχι μονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πο ‘χεις: νηστέβεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες, μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αγέρα του δάσου και την κίνηση κι αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα,την απλυσιά, τη σιωπή και το θάνατο, για να πας στον παράδεισο. “Ο πόνος ηθικοποιεί”!(…)
Την ίδια γνώμη την είπα κι αλλιώς: “Ουδείς εκών κακός”. Αφτό θα πει: μην τιμωρείτε τους αδικητάδες, γιατί θαν τους… αδικήσετε. Είναι αθώοι: Δεν ξέρουν ότι κάνουν κακό! Υπομονή! Άμα τους διδάξουμε τι ‘ναι καλό και κακό, θα λείψουν από τον κόσμο κάκητα κι αδικεμός και θα βασιλέψ’ η καλοσύνη…
………………………………………
Όταν ο Περικλής μας έλεγε πως η δύναμη και η καλοπέραση της πολιτείας είναι σωτηρία (καλοπέραση και δύναμη) των δυστυχισμένων, δεν ήθελα να παραδεχτώ πως κορόιδευε. Τι εννοούσε λέγοντας πολιτεία; Όλους μας; Όχι βέβαια. Αν όλοι μας εφτυχούμε, δεν έχει κανένας ανάγκη να σωθεί. Εννοούσε καθαρά τους λίγους παραλήδες και πολιτικούς. Μ΄ ένα λόγο τους έξυπνους. Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμε εμείς. Κι όταν αυτοί θησαυρίζουνε, εμείς πλουταίνουμε. Κι όταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιότεροι φτωχαίνουμε εμείς περισσότερο. Κι όταν εκεινών η περιουσία βρίσκεται σε κίνδυνο, χάνουμε εμείς τον ύπνο μας! Ο πρώτος βλέπετε πολιτικός και παραλής της Αθήνας ύψωνε χωρίς ντροπή μπροστά στα μάτια του φλομωμένου πλήθους την ατιμία των ολίγων σε χρέος, μεγαλείο και δόξα των πολλών, της Πατρίδας! Είτανε πόλεμος τότε κι έπρεπε να δώσουμε τη ζωή μας για “τους αρίστους”, αν θέλαμε να σώσουμε την πείνα μας την παντοτεινή και τον ύπνο μας τον μακάριο, για να τον κάνουμε αιώνιο! Καταλάβατε; Και βέβαια!
………………………………………………
Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας(…) Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα ‘μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα ‘λεγα: “Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο ήλιος ανάμεσα από μαύρα σύννεφα και πάνω σ άλιωτα χιόνια, πάλι θα ‘τανε ο καλύτερος απ΄ όλους, γιατί το θέλει η καρδιά σας. Είναι η Πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας… Κι όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ΄ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανεύεστε πως είναι δικά σας, γιατί είναι “εθνικά!”. Και κανένας δε συλλογάται πως όλα τ΄αγαθά μαζεύονται σε λίγα χέρια(…) Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας και η ψυχή σας είναι δικά τους.
Ύστερα θα πήγαινα στα νταμάρια της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού και του Λάβριου, στις φάμπρικες που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου, στους δούλους! Θα κατέβαινα στ’ μπάρια των καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κωπηλάτες ( άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα με το πυρωμένο σίδερο) βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους και ξεφωνίζουν από τα χτυπήματα του βούρδουλα σαν τύχει και λιγοθυμίσουν από την κούραση(…) Και θα τους έλεγα:
“Θρακιώτες, Ασιάτες, Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβοι ιδιωτικοί. Η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλεύει πως είσαστε γεννημένοι σκλάβοι. Μα μήτε οι θεοί μήτε κι η φύση διατάξανε το σπέρμα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτοιους. Η τύχη σας έκανε και η συνήθεια σας αποτέλειωσε. Είσαστε σκλάβοι εσείς για να ‘μαστ’ εμείς οι λέφτεροι. Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανό. Έχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του. Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ΄ ακρογιάλια κι αστροβολάνε κάμποι και ήλιος. Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι άδικοι, για να γίνετ’ εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι – σεις, οι πρόγονοί σας, αδιάφορο! Είσαστε το μεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δύναμή σας κι ενωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. Να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ολάκερη η δημοκρατία “των αρίστων”. Να τους πάρετε τα αγαθά και να τους βάνετε να δουλεύουνε για να τρώνε. – “Και να καθόμαστε εμείς”, θ’ απαντούσανε μερικοί μαθημένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά μπροστά στους δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. – “Όχι”, θα φώναζα εγώ, “Θα δουλεύουνε κι αφτοί και σεις. Κοινή δουλειά, κοινά τ’ αγαθά κι η λεφτεριά..” – “Αμ τότες ας λείπει τέτοια λεφτεριά. Δε μας κάνει..” – “Μην πειράζεστε! Σαν έρθει εκείνη η ώρα, θα μπείτε σε δρόμο να γίνετε ανθρώποι. Να λυτρώσετε, θέλοντας και μη το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνεύμα σας”. – “Ποιοι μωρέ θα μας βάλουνε σε δρόμο;” πάλι θα ξεφωνούσανε. – “Οι Σκύθες!”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου