Ο Γιάννης Ρίτσος πεθαίνει σαν σήμερα, το 1990. Σπουδαίος και πολυγραφότατος Έλληνας ποιητής, με διεθνή αναγνωρισιμότητα, που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ‘30». Δημοσίευσε πάνω από 100 ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, 9 μυθιστορήματα, 4 θεατρικά έργα και μελέτες, με πολλά από τα έργα του να έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Το 1975 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», ο «Επιτάφιος» και η «Ρωμιοσύνη» είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ο οποίος έχει κάνει επίσης πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών, όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.ά. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, τα γνωστότερα από τα οποία ήταν η «Ρωμιοσύνη» και ο «Επιτάφιος». Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν.
Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
-Τα ερωτικά
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἀδελφῶν.
-Ρωμιοσύνη
Στις 9 Μαΐου 1936 λαμβάνουν χώρα στη Θεσσαλονίκη αιματηρές ταραχές, κατά τη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη, ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από πιο δημοφιλή ποίηματά του, τον «Επιτάφιο», που εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα ’στελνες τον άγγελο από πέρα.
Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Γιε μου, καλέ μου τα ’λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιε μου, πια δε μου ’μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.
Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;
-Επιτάφιος
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,2
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.
-Σονάτα του Σεληνόφωτος
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990, σε ηλικία 79 ετών. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά. Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;
Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.
Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.
-Τα ερωτικά
Χρέος, του Γιάννη Ρίτσου
Ακόμα δε μιλήσαμε.
Δεν είπαμε ακόμη το δικό μας τραγούδι.
Έμεινε πίσω απ’ τη φωνή μας η βουή μιας παρέλασης,
στριμωγμένη ανάμεσα σε χιλιάδες πόρτες,
όταν ο λαός προχωρούσε τινάζοντας τις τραγιάσκες του στον αέρα,
όταν οι μπουρζουάδες τρέμαν πίσω απ’ τα τζάμια των πολυκατοικιών,
τότες που η καρδιά μας ζυγιάζονταν ανάμεσα σε χιλιάδες καρδιές
σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες.
Κι ύστερα πάλι η ομοβροντία τα χαράματα
διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσσια τα σπουργίτια·
τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές,
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης,
κόβοντας με τις ρόδες τους στα δυο τον ήλιο.
Μας κλείσαν σύντροφε το στόμα.
Δεν προφτάσαμε να πούμε το τραγούδι μας.
Έμεινε πάλι η πολλή σκόνη τ’ απογεύματα,
η σκόνη που αφήνουν πίσω τους τα μαύρα φουστάνια των μανάδων
καθώς γυρνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώστα
ή απ’ τα τμήματα των μεταγωγών,
οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί που δεν μπορεί να το μασήσει μήτε ο θάνατος.
Μας κλείσαν το στόμα, σύντροφε.
Μας κλείδωσαν τον ήλιο.
Δεν είπαμε το δικό μας τραγούδι –
εκείνο που άρχιζε απλά, δυνατά, πικραμένα:
Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε.
Τις νύχτες που ανεβαίνει στον ορίζοντα ένα παράνομο, βουβό φεγγάρι,
ο ίσκιος απόνα πελώριο δεκανίκι γράφεται στο βράχο της Μακρόνησος.
Τούτο το δεκανίκι πρέπει να το φτιάξουμε μια σκάλα,
είπε ο Βαγγέλης σκύβοντας στ’ αυτί του Πέτρου
σα νάλεγε τον πρώτο στίχο απ’ τ’ αυριανό μας τραγούδι.
Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ.
Πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι.
(από τη συλλογή “Πέτρινος χρόνος” 1949)
Πηγή:e-prologos.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου