Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Αναφιώτικα: μια νησιώτικη εικόνα στην καρδιά της Αθήνας (Η ιστορία του συνοικισμού)

by chronontoulapo


Στα ανηφορικά σοκάκια της Πλάκας υπάρχουν περί τα 45 σπιτάκια, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί από το υπουργείο Πολιτισμού ως διατηρητέα κτίσματα. Αυτά αποτελούν τα «λείψανα» των «Αναφιώτικων». Στην ιστορία αυτής της αθηναϊκής συνοικίας θα αναφερθώ στο σημερινό post.

Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα της Ελλάδας την 1η Δεκεμβρίου 1834, ο πληθυσμός της αυξήθηκε. Παράλληλα άρχισε σταδιακά η ανέγερση διάφορων δημόσιων κτιρίων (των ανακτόρων, του πανεπιστημίου κ.ά.). Για τους λόγους αυτούς συνέρευσαν στην πόλη πολυάριθμοι εργάτες (οικοδόμοι, ξυλουργοί, μαρμαράδες κ.ά.), οι οποίοι εύρισκαν δουλειά στις ανεγειρόμενες οικοδομές. Αυτοί, για να στεγαστούν, έχτιζαν χαμόσπιτα σε περιοχές γύρω από την κτιζόμενη τότε πόλη. Έτσι κατά παράβαση ενός διατάγματος που απαγόρευε το συνοικισμό της βορειοανατολικής πλαγιάς του βράχου της Ακρόπολης (γιατί εκεί επρόκειτο να γίνουν αρχαιολογικές ανασκαφές) εμφανίστηκαν τα πρώτα σπίτια πάνω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά, την κείμενη επί της οδού Πρυτανείου της Πλάκας.

Δυο εργάτες καταγόμενοι από την Ανάφη, ο ξυλουργός Γεώργιος Δαμίγος και ο κτίστης Μάρκος Σιγάλας, έχτισαν τα δυο πρώτα αυθαίρετα. Για να αποφύγουν τη σύλληψη, δούλευαν τη νύχτα. «Έως ότου αντιληφθούν αι αρχαί τα συμβαίνοντα εκεί, διάφοροι άλλοι συμπατριώται των τους εμιμήθησαν και τοιουτοτρόπως η απαγορευτική διάταξις ητόνησεν, αι δε διαμαρτυρίαι των αρχαιολόγων απέβησαν άκαρποι. Η διοίκησις έκλεισε τα μάτια της προ της ανάγκης της στέγης, ούτω δε εντός ολίγου χρόνου το μέρος εκείνο της πόλεως μετεβλήθη εις τμήμα της μικράς νήσου των Κυκλάδων» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 2ας Φεβρουαρίου 1928). Οι Αναφιώτες κατέλαβαν σιγά – σιγά ολόκληρο το χώρο και τα οικήματά τους έφθασαν ως τη ρίζα του βράχου της Ακρόπολης. Επειδή η συνοικία αυτή έγινε κατά παράβαση του Βασιλικού Διατάγματος, δεν χαράχτηκε κανένα σχέδιο και ο καθένας έχτιζε τον οικίσκο του όπου και όπως ήθελε. Έτσι αντί για δρόμους σχηματίστηκαν στενωποί που περνούσαν μέσα από τις αυλές των οικιών.

Οι νέοι κάτοικοι της περιοχής μετέφεραν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους τα ήθη, τα έθιμα, τους χορούς, τα τραγούδια της και σταδιακά «μετεφέρθη εις την ελληνικήν πρωτεύουσα μία νέα Ανάφη». Επειδή η ανάβαση στη συνοικία ήταν δύσκολη, οι Αναφιώτες δεν αναμίχτηκαν πολύ με τους άλλους κατοίκους της πόλης και για δεκαετίες (ως το 1922, οπότε εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και Μικρασιάτες πρόσφυγες) αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο μια κλειστή κοινωνία.

Με τον καιρό οργανώθηκαν και δημιούργησαν μόνοι τους τις στοιχειώδεις υποδομές. «Ίδρυσαν δύο εκκλησίας, τον Άγιον Γεώργιον και τον Άγιον Συμεώνα, και εκάλεσαν ιερείς εκ της νήσου των. Ο Άγιος Γεώργιος είναι λευκότατος ναΐσκος με χαριέστατον κωδωνοστάσιον και με μίαν πλατανόφυτον αυλήν, ήτις χρησιμεύει και ως μόνη πλατεία του συνοικισμού. Άλλοτε κατά τας εορτάς συνήρχοντο εκεί οι εργατικοί άνθρωποι και εχόρευον τον «μπάλον» και τον «καρτσιλαμάν» […]. Η ετέρα εκκλησία του Αγίου Συμεώνος είναι ο καθ’ αυτό ναός της συνοικίας. Τούτον ανήγειραν επί των ερειπίων παλαιού ναΐσκου. Εις αυτόν μετέφερον αντίγραφον της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας της Καλαμιώτισσας εκ της μονής της Ανάφης» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 2ας Φεβρουαρίου 1928).

Οι δημόσιες υπηρεσίες, που επί μια εικοσαετία σχεδόν (από το 1847 έως το 1863) είχαν ανεχτεί την αυθαίρετη δόμηση του συνοικισμού των Αναφιώτικων, το 1899 έκαναν προσπάθειες για τη μεταστέγαση των κατοίκων του σε άλλη περιοχή των Αθηνών, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος δυστυχημάτων από ενδεχόμενες πτώσεις λίθων από το βράχο της Ακρόπολης. Διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής εκείνης: «Η υπό του υπουργείου των Εσωτερικών συσταθείσα επιτροπή εκ των κ.κ. Λευκαδίου, διευθυντού της Αστυνομίας, Χρυσοχόου, Καλλία και Μπαλάνου μηχανικών, ανήλθεν επί της Ακροπόλεως και εξήτασε το τείχος το οποίον υπέρκειται της συνοικίας «Αναφιώτικα», εύρε δε ότι τούτο είναι ετοιμόρροπον και ότι απειλεί να καταρρεύσει και να καταπλακώσει ολόκληρον την εν λόγω συνοικίαν. Η επιτροπή μετά την ενεργηθείσαν εξέτασιν μετέβη εις το υπουργείον των Εσωτερικών και ανέφερε πάντα τα ανωτέρω εις τον κ. Τριανταφυλλάκον» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 28ης Ιανουαρίου 1899).

Παράλληλα η Αρχαιολογική Εταιρεία αποφάσισε να χορηγήσει στους Αναφιώτες, σε περίπτωση που αυτοί θα δέχονταν να εγκαταλείψουν το συνοικισμό τους, οικόπεδο 218 τετραγωνικών πήχεων και 300 δραχμές σε κάθε ιδιοκτήτη. Προς τούτο είχε αγοράσει στη θέση «Ανάλατος» (= στη σημερινή Νέα Σμύρνη) μια μεγάλη έκταση 30.000 πήχεων και είχε επιτύχει την έκδοση Βασιλικού Διατάγματος (είχε εκδοθεί την 29η Δεκεμβρίου 1897) που καθόριζε τη ρυμοτομία του χώρου μετεγκατάστασης των Αναφιωτών. Σύμφωνα με το ρυμοτομικό σχέδιο, «το μέγα οικόπεδον διαιρούμενον εις 27 τετράγωνα ωρίσθη να περιλάβει 90 εν όλω οικόπεδα οικιών. Επομένως τα9/10 των κατοίκων ηδύναντο να μετοικήσουν» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 28ης Ιανουαρίου 1899). Όμως οι Αναφιώτες ζήτησαν ως αποζημίωση μεγαλύτερο χρηματικό ποσό και έτσι το σχέδιο μετοικεσίας τους δεν τελεσφόρησε (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 11ης Δεκεμβρίου 1906).

Δεύτερη προσπάθεια κατεδάφισης του συνοικισμού έγινε κατά την τριετία 1905 – 1907 επί δημαρχίας του Σπύρου Μερκούρη. Έγραφαν οι εφημερίδες οι φίλα προσκείμενες στο δήμαρχο: «Τα Αναφιώτικα λοιπόν φεύγουν […]. Ο κ. Μερκούρης απεφάσισε να εξωραΐσει την πόλιν διά της κατεδαφίσεως μιας ολοκλήρου συνοικίας με ελεεινήν ρυμοτομίαν και με πανάθλια τουρκικά καλντερίμια, αλλά και να φέρει εις το φως ολόκληρον αρχαιολογικόν θησαυρόν, ο οποίος κρύπτεται τόσους αιώνας κάτω από την γην […]. Η κατεδάφισις της ασχήμιας των Αναφιώτικων και η κατασκευή κυκλικής περί την Ακρόπολιν λεωφόρου θα είναι διττός εξωραϊσμός» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλα της 23ης Νοεμβρίου 1905 και της 10ης Δεκεμβρίου 1906). Το μεγαλεπίβολο σχέδιο τελικά εγκαταλείφτηκε, γιατί η υλοποίησή του ήταν πολυδάπανη. Χρειάζονταν 12.000.000 δραχμές για τις αποζημιώσεις των κατοίκων του συνοικισμού και για το σχεδιασμό και τη διάνοιξη του δρόμου γύρω από το βράχο της Ακρόπολης. Αλλά τόσο μεγάλο ποσό δεν υπήρχε τότε στα ταμεία του δήμου Αθηναίων (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 20ης Φεβρουαρίου 1907).

Στη διετία 1927 – 1928 τέθηκε εκ νέου ζήτημα κατεδάφισης της συνοικίας, δεδομένου ότι η Αμερικάνική Αρχαιολογική Σχολή άρχισε ανασκαφές στην αρχαία Αγορά και ήθελε να τις επεκτείνει και στην ευρύτερη περιοχή της Ακροπόλεως (εφημερίδες ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 2ας Φεβρουαρίου 1928 και ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 26ης Απριλίου 1977).Τελικά ένα τμήμα του οικισμού κατεδαφίστηκε το 1950 στα πλαίσια αρχαιολογικών ερευνών.

Και φθάνουμε στην επτάχρονη δικτατορία (1967 – 1974). Οι τότε «σωτήρες» του έθνους θέλησαν να «σώσουν» και την Ακρόπολη. Μια και η περιοχή των Αναφιώτικων ήταν πραγματικό «φιλέτο» που το καλόβλεπαν ντόπιοι και ξένοι οικονομικοί παράγοντες, το τότε υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε να προχωρήσει σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Το 1969 το Γραφείο Λαϊκής Στέγης ανακοίνωσε με έγγραφο που έστειλε στους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους «έναντι βοηθήματος», προκειμένου να κατεδαφιστούν τα «αυθαίρετα αυτά παραπήγματα». Η απόφαση για αναγκαστική απαλλοτρίωση δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το 1970 (ΦΕΚ 162/Δ 28/7/1970). Έτσι οι δικτάτορες εκτός των άλλων κατέστρεψαν και μέρος του συνοικισμού (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 26ης Απριλίου 1977).

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποφάσισε να αναπλάσει το χώρο κάτω από την Ακρόπολη. Ένα από τα μέτρα που έλαβε ήταν το γκρέμισμα ορισμένων αναφιώτικων σπιτιών, για να ανοίξει ο «αρχαίος περίπατος» (= ο δρόμος γύρω από τον ιερό βράχο) (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 5ης Μαρτίου 1977). Προς τούτο οι δημόσιες υπηρεσίες είχαν κοινοποιήσει εξώσεις στους ενοίκους 12 σπιτιών. Στις αρχές Μαρτίου 1977 οι μπουλντόζες «ανέλαβαν έργο» γκρεμίζοντας τα δυο πρώτα. Οι διαμαρτυρίες ήταν έντονες. Εκτός από τους κατοίκους της περιοχής αντέδρασαν και διάφοροι σύλλογοι (ο «σύλλογος Αθηναίων», ο φιλολογικός σύλλογος ο «Παρνασσός», ο «σύλλογος αρχιτεκτόνων μηχανικών», ο «σύλλογος φοιτητών Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών» κ. ά.) (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 4ης Μαρτίου 1977). Τα υπόλοιπα 10 οικήματα κατεδαφίστηκαν στα τέλη Απριλίου (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 26ης Απριλίου 1977). Έτσι απέμειναν τα 45 σπιτάκια των Αναφιώτικων που μαζί με τα νεοκλασικά της Πλάκας διασώζουν ένα μέρος της οικιστικής παράδοσης της Αθήνας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου