Eλλάδα
Καιροσκοπισμός, λαδώματα, μέσον (βύσμα) σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, κατάχρηση παρεμβατικότητας και στοιχειωδών κανόνων ιστορικής κληρονομιάς. Η ιστορία της αρπαγής των μαρμάρων του Παρθενώνα από τον Σκωτσέζο Τόμας Μπρους, 7ο Λόρδο του Έλγιν, περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία διαφθοράς και διαπλοκής που επιτρέπουν σε έναν αριβίστα να κάνει σύμμαχο του τις Αρχές και να παρακάμψει για ιδίον όφελος τη νομιμότητα.
Ακόμα και στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα των αρχών του 19ου αιώνα, η Ακρόπολη ήταν ένας καλά φυλασσόμενος χώρος και για την πρόσβαση της σε αυτήν ήταν απαραίτητη η σχετική άδεια από την Υψηλή Πύλη.
O Τόμας Μπρους βρέθηκε στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή για να αξιοποιήσει την πολιτική επιρροή του και να φέρει εις πέρας ένα εγχείρημα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδύνατο.
Με το βαθμό υποστράτηγου του βρετανικού στρατού, ο Μπρους ακολούθησε διπλωματική καριέρα μετά το 1790 και το 1799 διορίστηκε σε θέση – «κλειδί», αυτή του πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Καιροσκοπισμός, λαδώματα, μέσον (βύσμα) σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, κατάχρηση παρεμβατικότητας και στοιχειωδών κανόνων ιστορικής κληρονομιάς. Η ιστορία της αρπαγής των μαρμάρων του Παρθενώνα από τον Σκωτσέζο Τόμας Μπρους, 7ο Λόρδο του Έλγιν, περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία διαφθοράς και διαπλοκής που επιτρέπουν σε έναν αριβίστα να κάνει σύμμαχο του τις Αρχές και να παρακάμψει για ιδίον όφελος τη νομιμότητα.
Ακόμα και στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα των αρχών του 19ου αιώνα, η Ακρόπολη ήταν ένας καλά φυλασσόμενος χώρος και για την πρόσβαση της σε αυτήν ήταν απαραίτητη η σχετική άδεια από την Υψηλή Πύλη.
O Τόμας Μπρους βρέθηκε στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή για να αξιοποιήσει την πολιτική επιρροή του και να φέρει εις πέρας ένα εγχείρημα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδύνατο.
Με το βαθμό υποστράτηγου του βρετανικού στρατού, ο Μπρους ακολούθησε διπλωματική καριέρα μετά το 1790 και το 1799 διορίστηκε σε θέση – «κλειδί», αυτή του πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στη Βρετανία, περί τα τέλη του 18ου αιώνα, είχε διαδοθεί τόσο ο θαυμασμός της αρχαίας ελληνικής τέχνης ώστε είχαν οργανωθεί πολλές ομάδες τεχνοφίλων και τεχνοκριτών – της περίφημης Society of Dilettanti – που λάτρευαν τα αρχαία καλλιτεχνήματα. Ένας από αυτούς τους θαυμαστές του ελληνικού καλλιτεχνικού μεγαλείου ήταν και ο Έλγιν.
Όταν παντρεύτηκε την αριστοκράτισσα Μέρι Νίσμπετ, της υποσχέθηκε ως δώρο γάμου ένα αρχοντικό σπίτι υψηλής αρχιτεκτονικής. Θέλοντας να θαμπώσει τα λοιπά μέλη της υψηλής βρετανικής κοινωνίας, προσέλαβε τον διάσημο αρχιτέκτονα της εποχής Τόμας Χάρισον, που είχε σπουδάζει ελληνική και ρωμαϊκή τεχνοτροπία.
Ο Χάρισον του πρότεινε να σχεδιάσει την πολυτελή έπαυλη σε κλασσικό ελληνικό ύφος, δημιουργώντας αντίγραφα από τα αριστουργήματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής που βρίσκονται στην Αθήνα.
Η ιδέα εγκρίθηκε από τον Ελγίν, ο οποίος από εκεί και πέρα το έκανε σκοπό της ζωής του να αντιγράψει τους Έλληνες κλασικούς. Βέβαια, επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, η αντιγραφή μετεξελίχτηκε, προϊόντος του χρόνου, σε κλοπή…
Αρχικά ο λόρδος συγκρότησε μια ομάδα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με επικεφαλής τον Ιταλό ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι. Λίγο αργότερα και αφού έχει αναλάβει τα νέα του καθήκοντα στην Κωνσταντινούπολη, στέλνει την ομάδα αυτή στην Αθήνα με σκοπό να σχεδιάσει τα μνημεία και να λάβει εκμαγεία για την διακόσμηση της έπαυλης του στη Σκωτία.
Αυτή ήταν η σχετικά «αθώα» αρχική ιδέα. Η ομάδα έφτασε στην Αθήνα το 1800, αλλά θα έπρεπε να περιμένει έξι μήνες για να λάβει άδεια εισόδου στον περιβάλλοντα χώρο του Παρθενώνα. Για να ξεπεραστούν τα εμπόδια επιλέχθηκε η λύση δωροδοκίας του στρατιωτικού κυβερνήτη, ο οποίος χρηματιζόταν με πέντε λίρες για κάθε επίσκεψη.
Η ομάδα είχε στήσει τις πρώτες σκαλωσιές στο μνημείο, όταν οι φήμες για στρατιωτική απόβαση των Γάλλων στην Αθήνα ανάγκασαν τον Τούρκο κυβερνήτη να άρει την άδεια εισόδου και να δώσει διαταγή για απόσυρση των ανθρώπων του Έλγιν από την Ακρόπολη.
Την ίδια περίοδο, η στρατιωτική εισβολή του Ναπολέοντα στην τουρκοκρατούμενη Αίγυπτο οδηγεί σε συμμαχία Βρετανίας – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Άγγλοι προμηθεύουν με στρατιωτικό εξοπλισμό τους Τούρκους, προσβλέποντας σε συντριβή του κοινού εχθρού (Γαλλία) και ο οπορτουνιστής Έλγιν δράττεται της ευκαιρίας να εκμεταλλευτεί την… υποχρέωση που αισθάνεται η Πύλη προς τη χώρα του και την πίεση που μπορούσε να ασκήσει η ιδιότητα του στο Σουλτάνο.
Έτσι το καλοκαίρι του 1801 εξασφαλίζει επιστολή – φιρμάνι από τον καϊμακάμη Σεγούτ Αβδουλάχ, που εκείνη την περίοδο αντικαθιστούσε τον Μεγάλο Βεζύρη στην Κωνσταντινούπολη, με την οποία δίδονταν οδηγία στις Οθωμανικές αρχές στην Αθήνα να επιτρέψουν στους ανθρώπους του να ενεργήσουν ανασκαφές γύρω από την Ακρόπολη, υπό τον όρο να μην προξενήσει ζημιές στα μνημεία.
Ο Έλγιν είχε όμως ήδη παραδοθεί στον πειρασμό της… μεγάλης ιδέας. Οι ζημιές ήταν το λιγότερο που έκανε το συνεργείο του, αφού αυτό που εκτυλίχθηκε για τρία ολόκληρα χρόνια στον Παρθενώνα (1801-1804) ήταν μια κανονική λεηλασία.
Με την εθελοτυφλία και το «λάδωμα» των τοπικών αρχών, οι απεσταλμένοι του Βρετανού αξιωματούχου έδρασαν ανηλεώς στο μνημείο αποσπώντας και διαμελίζοντας ένα σημαντικό μέρος (περισσότερο από το ήμισυ) από το σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ένα κιονόκρανο κι έναν σπόνδυλο από κίονα.
Σήμερα, από τους 96 σωζόμενους λίθους από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, οι 56 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 40 στην Αθήνα. Από τις 63 σωζόμενες μετόπες, οι 48 βρίσκονται στην Αθήνα και οι 15 στο Λονδίνο, ενώ από τις μορφές των αετωμάτων, οι 19 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 9 στην Αθήνα.
Χειρότερο και από την αρπαγή των αρχαίων, ήταν η παντελής καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά την προσπάθεια βίαιης απόσπασή τους από το φυσικό χώρο τους.
Ο Βρετανός πρέσβης είχε στην κατοχή του ένα σπάνιο θησαυρό αποτελούμενο από τα πιο εξέχοντα γλυπτά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ασυδοσία είχε θριαμβεύσει με τρόπο που η διαιώνιση των συνεπειών της την καθιστά εμβληματική έως και σήμερα.
Οι αφαιρούμενες αρχαιότητες συσκευάζονταν σε κιβώτια και μεταφέρονταν δια θαλάσσης από τον Πειραιά στην Αγγλία. Το 1802 φορτώθηκαν τα πρώτα 12 κιβώτια στο ιδιόκτητο ιστιοφόρο του Έλγιν, «Μέντωρ». Το πλοίο, όμως, βυθίστηκε στον Αβλέμονα των Κυθήρων και χρειάστηκαν δύο χρόνια για την ανέλκυσή των μαρμάρων. Συνολικά, αναχώρησαν 17 πλοία από την Ελλάδα με προορισμό την Αγγλία, που περιείχαν αρχαιότητες της συλλογής του Έλγιν.
Μετά την επιστροφή του λόρδου στην Αγγλία, τα πράγματα για αυτόν δεν εξελίχθηκαν καθόλου καλά. Η σύζυγός του τον εγκατέλειψε για έναν ευγενή της συνοδείας της και τα οικονομικά του πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, καθώς είχε επενδύσει τα πάντα στο κοστοβόρο εγχείρημα της αφαίμαξης του Παρθενώνα.
Για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και της επιστημονικής κοινότητας στο Λονδίνο, η άνομη δράση του Έλγιν έλαβε εξ’ αρχής διαστάσεις σκανδάλου, το οποίο διογκώθηκε μέσω της πρόθεσης του να πουλήσει τα γλυπτά στη βρετανική κυβέρνηση προκειμένου να ξεχρεώσει.
Κατά το ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων για την πώληση της συλλογής του, ο ξεπεσμένος σε υπόληψη λόρδος συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων Τσαρλς Άμποτ. Στο ημερολόγιο του ο Άμποτ σημειώνει μεταξύ άλλων για εκείνη την ημερομηνία:
«Αντιπαρήλθε όλες τις ερωτήσεις σχετικά με το ζήτημα της ιδιοκτησίας και του δικαιώματος επ’ αυτών, θεωρώντας τα όμως εξ’ ολοκλήρου δικά του. Κάτι το οποίο δεν επιβεβαίωσε πρόσφατα ο κ. Adair, τέως πρεσβευτής μας στην Πύλη, ο οποίος λέει ότι πληροφορήθηκε με κατηγορηματικό τρόπο από την τουρκική κυβέρνηση ότι αυτή αρνείται πλήρως πως έχει δώσει ποτέ εξουσιοδότηση στον λόρδο Έλγιν να απομακρύνει οποιοδήποτε τμήμα της συλλογής του και ότι εξακολουθεί να μην επιτρέπει την απομάκρυνση κάποιων αντικειμένων που έχουν μείνει πίσω».
Τον Ιούνιο του 1815 ο Ελγιν ζήτησε από τον Βρετανό υπουργό Οικονομικών να συγκροτηθεί κοινοβουλευτική επιτροπή για να εξετάσει την αγορά. Χρεοκοπημένος ο ίδιος δεν ήταν σε θέση, όπως έλεγε, να δωρίσει τη συλλογή. Ζητούσε 73.600 λίρες υπολογίζοντας τα έξοδα που έκανε, συν τους τόκους δώδεκα χρόνων. «Προσέφερε» τους κόπους δεκαέξι ετών για να την αποκτήσει.
Η πρώτη συζήτηση στη Βουλή για το θέμα δεν είχε θετική κατάληξη γι’ αυτόν. Για την ακρίβεια υπήρξαν φωνές δριμύτατων καταγγελιών, όπως του Σερ Τζον Νιούπορτ: «(Ο Ελγιν) επωφελήθη των πλέον αδικαιολογήτων μέσων και διέπραξε τας μάλλον καταφώρους διαρπαγάς. Φαίνεται ως να επέπρωτο αντιπρόσωπος της χώρας ημών να αρπάση όσα οι Τούρκοι και οι άλλοι βάρβαροι ανέκαθεν εθεώρησαν ως ιερά…».
Εκτός Βουλής θα εκφραστεί το ίδιο με τη θρυλική φράση του λόρδου Βύρωνα: «Ο,τι δεν έκαμαν οι Γότθοι, το έκαμαν οι Σκώτοι»
Η υπόθεση, μετά από νέα υπομνήματα του Έλγιν, απασχόλησε ξανά τη Βουλή τον Φεβρουάριο του 1816. Τότε επαναλήφθηκαν και οι ενστάσεις. Σύμφωνα μ’ αυτές ο λόρδος καταχράστηκε τη θέση του ως πρεσβευτής της Βρετανίας στην Πόλη για να αποκτήσει τη συλλογή.
Έπρεπε να διερευνηθεί αν εντίμως δαπάνησε τα ποσά που ο ίδιος αναφέρει και αν χρησιμοποίησε νόμιμα μέσα. Έτσι συγκροτήθηκε 18μελής επιτροπή για να συντάξει και να καταθέσει σχετικό πόρισμα.
Η σύνθεση της επιτροπής ήταν ευνοϊκά διακείμενη υπέρ της αγοράς, όχι όμως με τους οικονομικούς όρους που ζητούσε ο Έλγιν. Αγνόησε τις καταγγελίες, όπως για παράδειγμα του λόγιου βουλευτή και περιηγητή στον ελλαδικό χώρο κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, Τζον Μπέικον Σόρεϊ Μόριτ. Η επιτροπή εισηγήθηκε εν τέλει την αγορά των Μαρμάρων, αντί του μισού ποσού από εκείνο που ζητούσε ο Έλγιν.
Η συμφωνία έκλεισε στις 35.000 λίρες – κοψοχρονιά δηλαδή – με το λόρδο να πετυχαίνει για την υστεροφημία του τον εξής όρο: όλη η συλλογή θα κρατείται αδιαχώριστη στο Βρετανικό Μουσείο και ανοικτή για επιθεώρηση και θα ονομάζεται Ελγίνεια. Καθώς και ότι ο Τόμας Μπρους και κάθε πρόσωπο που θα αποκτά τον τίτλο του Ελγιν θα πρέπει να προστίθεται στους Επιτρόπους του Μουσείου.
Η έκθεση της επιτροπής προκάλεσε ζωηρή συζήτηση και έντονες αντιπαραθέσεις στη Βουλή, όταν κατατέθηκε προς ψήφιση στις 7 Ιουνίου 1816. Ο εισηγητής της και προεδρεύων της επιτροπής παραδέχτηκε ότι ο Ελγιν συγκέντρωσε τα Γλυπτά ως πρεσβευτής, απέρριψε όμως ότι ήσαν προϊόν «λαφυραγωγίας».
Υποστήριξε επιπλέον ότι «οι ιθαγενείς» (Έλληνες…) αδιαφορούσαν για την τύχη τους, τόσο πολύ, ώστε τα χρησιμοποιούσαν για σκοποβολή. Αλλά και οι ξένοι περιηγητές προκαλούσαν καταστροφές. Επομένως σωστά «μεταφέρθηκαν» στη Βρετανία για να… σωθούν.
Ο δριμύτερος κατήγορος του Ελγιν και σφοδρότερος πολέμιος της αγοράς ήταν ο βουλευτής Χιου Χάμερσλεϊ, ο οποίος κατήγγειλε το «άτιμο» της συμφωνίας, που υποτίθεται ότι είχε κάνει ο Έλγιν με τους Οθωμανούς. Κατέθεσε τροπολογία με την οποία πρότεινε μεν να αγοραστεί η συλλογή, αλλά να φυλαχθεί με ασφάλεια στο Βρετανικό Μουσείο. Για να αποδοθεί εκεί απ’ όπου απρεπώς αφαιρέθηκε.
Σύμφωνα με την πρόταση, η Μεγάλη Βρετανία θα κατέχει τα μάρμαρα ως παρακαταθήκη μέχρις ότου ζητηθούν από τους τωρινούς ή οποιουσδήποτε μελλοντικούς κυρίους της Πόλης των Αθηνών. Μετά από ένα τέτοιο αίτημα θα αναλάβει, χωρίς διατυπώσεις ή διαπραγματεύσεις, να τα επανατοποθετήσει, ενώ στο μεταξύ θα φυλάσσονται προσεκτικά στο Βρετανικό Μουσείο.
Η ρεαλιστική πρότασή του Χάμερσλεϊ, που αποτελεί φάρο των υπέρμαχων της επανένωσης των γλυπτών του σήμερα, απορρίφθηκε. Η Βουλή έκανε δεκτή την πρόταση της επιτροπής για αποδοχή των «κλοπιμαίων» με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά.
Το διοικητικό συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης για Επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα, είναι μεταξύ άλλων «εξοπλισμένο» και με την πρόταση, που κατέθεσαν και εκκρεμεί στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, Άγγλοι βουλευτές.
Κάνει λόγο για «μία από τις πιο διάσημες και πολύκροτες κλοπές στην Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, κρυπτόμενη πίσω από ουδέτερες φράσεις που εξαντλούνται στην «κομψή» πληροφορία ότι «αγοράστηκε από το βρετανικό Κοινοβούλιο» ή «ιδιοποιήθηκε από το Βρετανικό Μουσείο».
«Είναι καιρός να διορθώσουμε ένα λάθος 200 ετών», καταλήγει, την ώρα που οι συζητήσεις της ελληνικής πλευράς με το βρετανικό μουσείου για τη διόρθωση του μεγαλύτερου πολιτιστικού εγκλήματος της παγκόσμιας Ιστορίας εν καιρώ ειρήνης, συνεχίζονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου