Ένας από τους πιο γνωστούς και πολυδιαβασμένους Έλληνες ποιητές και πεζογράφους ήταν ο Νίκος Καββαδίας, ο οποίος γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στη Ρωσία.
Μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην ευαίσθητη ηλικία των 4 ετών μετακομίζει με την οικογένειά του στο Αργοστόλι.
Ωστόσο, ο πατέρας στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, αλλά βιώνει την οικονομική καταστροφή. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται και στη συνέχεια, γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, αλλά αδυνατεί να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά, οπού ο Νίκος Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό. Εκεί είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπά-Γιώργη Πυρουνάκη και διαβάζει γνωστούς συγγραφείς, όπως είναι ο Ιούλιος Βερν.
Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα, ενώ στα 18 του ξεκινάει να δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας, ενώ εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο “Σχολικός Σάτυρος”, γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του.
Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα “Σημαία” με τίτλο “Ο Θάνατος της Παιδούλας“.
Μετά το Γυμνάσιο έδωσε εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του . Έτσι, αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, αν και συνεχίζει να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά
Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο, ενώ το 1929 “χάνεται” στις θάλασσες για πρώτη φορά ως ναυτικός με το φορτηγό “Άγιος Νικόλαος”. Μαζί του πηγαίνει και ο μικρότερος αδελφός του Αργύρης, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα το 1915.
Το 1931 το περιοδικό “Ναυτική Ελλάς” δημοσιεύει το έργο του Νίκου Καββαδία, “Τραγούδια”. Την επόμενη χρονιά ο ποιητής ξεκινά να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα “Πειραϊκόν Βήμα”, μαζί με το μυθιστόρημά του (σε συνέχειες) “Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο”, όμως η εφημερίδα διακόπτει την έκδοσή της και μαζί διακόπτεται και αυτή του η προσπάθεια.
Το 1933, η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα με το σπίτι της να μετατρέπεται σε σημείο συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Μαραμπού” , η οποία του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωή.
Ο Νίκος Καββαδίας πολέμησε στον πόλεμο του ’40 στο Αλβανικό μέτωπο, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής, ο ποιητής περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Τότε μάλιστα έγινε και μέλος του ΚΚΕ.
Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα “Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη” και “Αθήνα 1943”, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό “Πρωτοπόροι”.
Τα επόμενα χρόνια ήταν αρκετά γόνιμα, αφού ασχολήθηκε τόσο με την συγγραφή όσο και με τη μετάφραση λογοτεχνίας. Παράλληλα, επανεκδόθηκε το “Μαραμπού”. Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων χάνει τον αδερφό του, Αργύρη (1957) και τη μητέρα του το 1965. Ακόμη, το 1966 γεννιέται ο Φίλιππος, ο οποίος ήταν ο γιος της ανιψιάς του, Έλγκας. Πρόκειται για μερικά εκ των σημαντικότερων γεγονότων της ζωής του.
Ακόμη, το 1954 και όσο δούλευε σε “ποστάλι” (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό), ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει το Νίκο Καββαδία, κάτι που τον πίκρανε, καθώς η λεγόμενη γενιά του ’30, στην οποία ανήκε, τον περιφρονούσε.
Γενικώς, τα ταξίδια του και η ζωή του ως ναυτικός είναι κάτι που αντικατοπτρίζεται έντονα στην ποίησή του τόσο από την επιλογή της θεματολογίας των ποιημάτων του όσο και από το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί.
Ο Νίκος Καββαδίας αφήνει την τελευταία του πνοή το 1975 στην Αθήνα, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.
Ακολουθούν μερικά ποιήματα του Νίκου Καββαδία με αφορμή τη συμπλήρωση των 111 χρόνων από τη γέννησή του.
-Οἱ προσευχές τῶν ναυτικῶν
Στον Θανάση Καραβία
Οἱ Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτοῦ να κοιμηθοῦν,
βρίσκουν στην πλώρη μία γωνιά ποὺ δεν πηγαίνουν ἄλλοι
κι ὥρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρς σ᾿ ἕνα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ὡς τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οἱ ὠχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οἱ Κούληδες με τὴ βαριά ὠχροκίτρινη μορφή
βαστᾶν σκυφτο ταγόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οἱ Ἀράπηδες σιγοκουνᾶν το σῶμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ἐνάντια τοῦ θανάτου.
Οἱ Εὐρωπαῖοι τὰ χέρια τους κρατώντας ἀνοιχτά,
ἐκστατικὰ προσεύχονται γεμάτοι ἀπό ἱκεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ᾠδές μουρμουριστά,
που ἐμάθαν ὅταν πήγαιναν μικροί στην ἐκκλησία.
Και οἱ Ἕλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
ἀπό συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι ἀρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ἡμῶν…»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
(από τη συλλογή Μαραμπού)
Στον Θανάση Καραβία
Οἱ Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτοῦ να κοιμηθοῦν,
βρίσκουν στην πλώρη μία γωνιά ποὺ δεν πηγαίνουν ἄλλοι
κι ὥρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρς σ᾿ ἕνα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ὡς τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οἱ ὠχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οἱ Κούληδες με τὴ βαριά ὠχροκίτρινη μορφή
βαστᾶν σκυφτο ταγόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οἱ Ἀράπηδες σιγοκουνᾶν το σῶμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ἐνάντια τοῦ θανάτου.
Οἱ Εὐρωπαῖοι τὰ χέρια τους κρατώντας ἀνοιχτά,
ἐκστατικὰ προσεύχονται γεμάτοι ἀπό ἱκεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ᾠδές μουρμουριστά,
που ἐμάθαν ὅταν πήγαιναν μικροί στην ἐκκλησία.
Και οἱ Ἕλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
ἀπό συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι ἀρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ἡμῶν…»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
(από τη συλλογή Μαραμπού)
-ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ S/S CYRENIA
Στην Έλγκα
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μιαν κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
– Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
– Μ΄ ένα ξυστρί καθάρισέ με από απ’ τη μοράβια.
Μα είν’ ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
– Γιε μου, πού πας; – Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι –
Ο πιο στερνός μ’ έναν αυλό με νανουρίζει.
Στην Έλγκα
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μιαν κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
– Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
– Μ΄ ένα ξυστρί καθάρισέ με από απ’ τη μοράβια.
Μα είν’ ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
– Γιε μου, πού πας; – Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι –
Ο πιο στερνός μ’ έναν αυλό με νανουρίζει.
(από τη συλλογή το “Πούσι”)
-ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΜΩΡΑ ΚΑΙ ΓΕΡΟΥΣ
Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.
Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.
Στέλνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλ’ ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μια χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.
Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ’ τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει “Τρίχα”.
Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαηδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.
Όξω απ’ τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ’ αχαμνά του.
Τονε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.
Αριβάρει στο Μακάο
μ’ ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ’ αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.
Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει,
τους χαιρετάει κινέζικα
και παει για τη Μπομπάη.
Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι,
τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.
Τους ταΐζει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το ‘σκασε νύχτα με μουσώνα
μ’ όλο το βιος σε μια κασώνα.
Το μωρό μας με κλωτσάει,
τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πια τον βασιλιά.
Α! Το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά-γουλιά.
(από τη συλλογή “Τραβέρσο”)
Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.
Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.
Στέλνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλ’ ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μια χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.
Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ’ τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει “Τρίχα”.
Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαηδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.
Όξω απ’ τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ’ αχαμνά του.
Τονε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.
Αριβάρει στο Μακάο
μ’ ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ’ αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.
Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει,
τους χαιρετάει κινέζικα
και παει για τη Μπομπάη.
Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι,
τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.
Τους ταΐζει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το ‘σκασε νύχτα με μουσώνα
μ’ όλο το βιος σε μια κασώνα.
Το μωρό μας με κλωτσάει,
τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πια τον βασιλιά.
Α! Το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά-γουλιά.
(από τη συλλογή “Τραβέρσο”)
-AMBAY’S WATER
Στον Π.Π. Παναγιώτου
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
“κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω”
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που ‘ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε – λέω – φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που ‘πες με θυμό: “Θα ‘βγω άλλη μέρα…”
Τη νύχτα σου ‘πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: “Φάλτσο η πορεία…”
Ξημέρωσε κ’ ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!…
Μ’ αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
(από τη συλλογή “Πούσι”)
–Αγαπάω (Ένα αδημοσίευτο ποίημα που έγραψε ο Νίκος Καββαδίας όταν ήταν 19 χρονών)
“Αγαπάω τ’ ό,τι θλιμμένο στον κόσμο,
Τα θολά τα ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους,
Τα ξερά, γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
Τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ ένα δισάκι
Για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε.
Τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
Τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
Τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στο όνειρό τους
Να φανεί απ τα βάθη του απέραντου δρόμου
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
Και δεν ξέρουν καλά αν θα γυρίσουν ποτέ πίσω
Αγαπάω, και θα θελα μαζί τους να πάω,
Κι ούτε πια να γυρίσω
Αγαπάω τις κλαμένες, ωραίες γυναίκες
Που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα.
Αγαπώ σε τούτον τον κόσμο ό, τι κλαίει
Γιατί μοιάζει με μένα.”
Στον Π.Π. Παναγιώτου
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
“κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω”
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που ‘ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε – λέω – φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που ‘πες με θυμό: “Θα ‘βγω άλλη μέρα…”
Τη νύχτα σου ‘πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: “Φάλτσο η πορεία…”
Ξημέρωσε κ’ ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!…
Μ’ αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
(από τη συλλογή “Πούσι”)
–Αγαπάω (Ένα αδημοσίευτο ποίημα που έγραψε ο Νίκος Καββαδίας όταν ήταν 19 χρονών)
Τα θολά τα ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους,
Τα ξερά, γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
Τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ ένα δισάκι
Για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε.
Τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
Τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
Τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στο όνειρό τους
Να φανεί απ τα βάθη του απέραντου δρόμου
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
Και δεν ξέρουν καλά αν θα γυρίσουν ποτέ πίσω
Αγαπάω, και θα θελα μαζί τους να πάω,
Κι ούτε πια να γυρίσω
Αγαπάω τις κλαμένες, ωραίες γυναίκες
Που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα.
Αγαπώ σε τούτον τον κόσμο ό, τι κλαίει
Γιατί μοιάζει με μένα.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου