Από ατσάλινα φτερά που καίγονται από τις σπίθες της μάχης, είναι καμωμένη.
Από την κάπνα της φωτιάς που καίει ολόγυρα και σκεπάζει όλο μου το είναι.
Από τις μάχες που έδωσα σώμα με σώμα και τις κέρδισα.
Από μυς που σκέπασαν κάθε κομμάτι της καρδιάς μου.
Την σμίλεψε ο πόλεμος.
Της έδωσε μορφή η πάλη.
Την έμαθε να βρυχάται και η γη να σείεται.
Εκεί μέσα, κρυφά από τα μάτια του κόσμου.
Σκεπασμένη από ατσάλινα κόκαλα και μύες.
Κοιτώντας μία όψη δράκου.
Κάποιοι λίγοι, φωτισμένοι.
Είδαν το φως από τη φωτιά.
Μέσα στο στέρνο μου, φούντωνε ώρα με την ώρα.
Ειδαν στα νύχια τα γαμψά, απομεινάρια από τις ίδιες μου τις σάρκες.
Είδαν μέσα από τα δόντια μου, αίμα να στάζει από τις πληγές μου.
Μα εκείνοι δεν φοβήθηκαν .
Οι λίγοι αυτοί, οι φωτισμένοι.
Είδαν μόνο το φως στην ψυχή μου.
Γιατί ίδιο το φως, με την τη δική μου ψυχή έχουν.
Μα εσύ ανθρωπάκο μείνε, την όψη του δράκου να κοιτάζεις.
Αυτή που σε φοβίζει, γιατί θαρρείς ότι ποτέ ο θάνατος δεν θα σε έβρει.
Άκου αυτό.
Αν ποτέ στη ζωή σου συναντήσεις ένα δράκο.
Φίλος σου κάν’τον και όχι εχθρό.
Γιατί η δύναμή του είναι τόση, που κι αν σάρκες μπορεί να ξεσκίσει, πιότερο με αγάπη θέλει να τρέφει την φλόγα της ψυχής του.
Γιατί αυτή η φλόγα ποτέ δεν σβήνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου