Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού.
Μετά τη λήξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ανεγέρθηκαν κενοτάφια, για να τιμηθούν οι πολεμιστές που έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών, αλλά δεν βρέθηκαν για να ενταφιαστούν. Η Ελλάδα για κάμποσα χρόνια δεν επιτέλεσε το χρέος της προς τους «αφανείς» στρατιώτες της, οι οποίοι χάθηκαν στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 – 1913), στο Μακεδονικό μέτωπο (1917 – 1918), στην Ουκρανική εκστρατεία (Φεβρουάριος – Μάρτιος 1919) και στη Μικρασιατική εκστρατεία (Μάιος 1919 – Αύγουστος 1922). Μόλις το 1926 δρομολογήθηκαν οι διαδικασίες για την ανέγερση του μνημείου «του Άγνωστου στρατιώτη».
Την 3η Μαρτίου 1926 ο τότε υπουργός των Στρατιωτικών (και συνάμα πρωθυπουργός) Θεόδωρος Πάγκαλος δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΕΣΠΕΡΑΣ» προκήρυξη διαγωνισμού «μεταξύ Ελλήνων αρχιτεκτόνων, γλυπτών και ζωγράφων διά την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, καταλλήλως προς τούτο διαρρυθμιζομένην». Η προκήρυξη του διαγωνισμού είχε δημοσιευτεί λίγες μέρες νωρίτερα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπογεγραμμένη από τον υφυπουργό των Στρατιωτικών Κ. Νίδερ (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, φύλλο 51, 28 Φεβρουαρίου 1926).
Την 9η Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου – μετά την ανατροπή του παγκαλικού καθεστώτος – το υπουργείο των Στρατιωτικών με την υπ’ αριθ. 319168 διαταγή ενέκρινε και βράβευσε με το πρώτο βραβείο τη μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος την υπέβαλε με το ψευδώνυμο «ΣΚΡΑ» («Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη», Γενικό Επιτελείο Στρατού 7ο Ε.Γ./5).
Την 30η Ιουνίου 1928 δημοσιεύτηκε Νομοθετικό Διάταγμα «περί εκτελέσεως μνημείου Αγνώστου στρατιώτου και των συναφών χωματουργικών και οικοδομικών εργασιών εν τη πλατεία των Παλαιών Ανακτόρων», με το οποίο εγκρίθηκαν η κατασκευή του κενοταφίου και η τοποθέτησή του στον προαναφερθέντα χώρο, σύμφωνα άλλωστε και με τα σχέδια του βραβευθέντος αρχιτέκτονα Ε. Λαζαρίδη (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, φύλλο 112 Α, 30 Ιουνίου 1928)
Η κατασκευή του μνημείου προχωρούσε με αργούς ρυθμούς, ώσπου τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε στις αρχές Ιουλίου 1928 ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο πρωθυπουργός ανέθεσε στους υπουργούς Συγκοινωνιών και Στρατιωτικών να εποπτεύουν τις εργασίες. Παράλληλα το υπουργείο Οικονομικών διέθετε τους απαιτούμενους χρηματικούς πόρους. Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 11ης Οκτωβρίου 1928): « Διά την ανέγερσιν του μνημείου του αγνώστου στρατιώτου (εις την πλατείαν των Παλαιών Ανακτόρων) χορηγούνται δύο έκτακτοι πιστώσεις, η πρώτη δύο εκατομμυρίων εις βάρος του Υπουργείου Συγκοινωνίας και η δευτέρα ενός εκατομμυρίου εις βάρος του Υπουργείου των Στρατιωτικών».
Ένα πρόβλημα που στεκόταν εμπόδιο στη συνέχιση των εργασιών ήταν οι εντεινόμενες αντιδράσεις αρχιτεκτόνων και άλλων σημαινόντων προσώπων της εποχής εκείνης για τη θέση η οποία είχε επιλεγεί για την τοποθέτηση του μνημείου. Το ζήτημα έφθασε στη Βουλή, όπου ο πρωθυπουργός στη συνεδρίαση της 12ης Ιουλίου 1929 αποφάσισε τελεσίδικα ότι το μνημείο θα τοποθετούταν «έμπροσθεν της Βουλής».
Στο μεταξύ προέκυψε πρόβλημα και από το γεγονός ότι το αρχικό σχέδιο του μνημείου, το οποίο είχε κάνει ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος, αρχικός συνεργάτης του Ε. Λαζαρίδη, δεν «έδενε» αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο. Το πληροφορούμαστε από δημοσίευμα του ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 2ας Φεβρουαρίου 1929): «Ο υπουργός της Συγκοινωνίας κ. Χρηστομάνος συνειργάσθη μετά του υφυπουργού των Στρατιωτικών κ. Μανέττα επί του ζητήματος της ανεγέρσεως του μνημείου του αγνώστου στρατιώτου εις τον προ των Παλαιών Ανακτόρων χώρον. Απεφασίσθη όπως συγκροτηθή νέα επιτροπή εκ των κ. κ. Ιακωβίδου, Ορλάνδου, Μεταξά και μερικών άλλων επιφανών καλλιτεχνών, ήτις θα εξετάση νέα σχέδια του μνημείου, καθ’ όσον το καταρτισθέν και υιοθετηθέν ήδη τοιούτον θεωρείται ως βαρύ εν σχέσει προς τον πέριξ χώρον». Πράγματι η επιτροπή στις 17 Δεκεμβρίου 1930 ενέκρινε τη νέα πρόταση για την κατασκευή ενός οπλίτη εκτάδην κειμένου, τον οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Φωκίων Ρωκ.
Στο κέντρο της γλυπτής σύνθεσης έχει λαξευτεί η μορφή ενός νεκρού αρχαίου πολεμιστή, ο οποίος έχει κράνος και κρατεί στο αριστερό του χέρι κυκλική ασπίδα. Αριστερά και δεξιά της παράστασης έχουν χαραχτεί με μεγαλογράμματη γραφή δυο επιγράμματα από τον «Περικλέους Επιτάφιον» του Θουκυδίδη: «ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ» (βιβλίο 2ο, παράγραφος 34, 3) και «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ» (βιβλίο 2ο , παράγραφος 43, 3). Στους πελεκημένους πωρόλιθους του τοίχου του μνημείου είναι χαραγμένα ονόματα τόπων, στους οποίους πολέμησε ο ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ και Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, κατά την Ουκρανική εκστρατεία και κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Αργότερα προστέθηκαν και τοπωνύμια περιοχών, όπου πολέμησαν ελληνικά στρατεύματα κατά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και κατά τη μεταπολεμική περίοδο (Κορέα και Κύπρος).
Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου «του Αγνώστου στρατιώτου» έγιναν την 25η Μαρτίου 1932. Στην εκδήλωση παρέστησαν η Ιερά Σύνοδος, ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και εκπρόσωποι πολλών ξένων κρατών (Ρουμανίας, Πολωνίας, Τουρκίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Γιουγκοσλαβίας, Αιγύπτου, Αμερικής κ. ά.). Εκφωνήθηκαν λόγοι, έγινε παρέλαση στρατιωτικού τμήματος και κατατέθηκαν στεφάνια προς τιμήν «των αφανών νεκρών» (εφημερίδες ΕΘΝΟΣ, φύλλο της 25ης Μαρτίου 1932, ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ και ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φύλλα της 26ης Μαρτίου 1932).
Η μεγαλοστομία των πολιτικών που εκφώνησαν λόγους κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων του μνημείου «του Άγνωστου στρατιώτη» αποτέλεσε την αφορμή για τη σύνθεση ενός άρθρου, το οποίο δημοσιεύτηκε δυο μέρες αργότερα στην εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (φύλλο 27ης Μαρτίου 1932). Από αυτό αντέγραψα ορισμένα αποσπάσματα.
«Βούιζαν ακόμα τ’ αυτιά του Άγνωστου στρατιώτη από τις ρητορείες που άκουσε και δεν είχε καλά – καλά περάσει η φασαρία από τις παράτες που του γένηκαν, όταν με το πέσιμο της νύχτας – μόλο που είναι μαρμάρινος – τινάχτηκε όρθιος […]. Μερικοί διαβάτες που περνούσανε από μπρος του σταθήκανε περίεργοι να τόνε δούνε και να του μιλήσουν […]. Εκείνος κοίταξε μπροστά του τους μαζεμένους ανθρώπους και τους είπε:
– «Πολύ με ζαλίσανε σήμερα. Εγώ καλά έσπειρα τα κόκαλά μου σ’ όλη τη Μακεδονία, σ’ όλη την Ήπειρο, σ’ όλη τη Μικρασία. Ήτανε τάχα ανάγκη να με στεναχωρήσουν στον τάφο μου και να με επιστρατεύσουν άλλη μια φορά για να με ξαπλώσουν μπροστά σας μαρμαρένιο; […]».
– «Πώς δεν ήταν ανάγκη», πετάχτηκε ένας εργάτης. « Δεν το καταλαβαίνεις πως σε καλούνε να συνεχίσεις τις υπηρεσίες σου στην πατρίδα;»
Ο Άγνωστος τρόμαξε:
– «Λες να μου φορτώσουνε άλλη μια φορά το γυλιό και να με στείλουν πάλι να σκοτωθώ;»
– «Όχι», του απάντησε κάποιος άλλος. «Μα σε χρειάζονται για να σε τιμούν».
Εκείνος γέλασε μ’ ένα γέλιο πικρό και κουρασμένο:
– «Τι έκανε, λέει! Να με τιμούν; Τώρα είναι η σειρά μου να τους κάνω τα αποκαλυπτήριά τους […]. Λοιπόν, μου λέτε πως θέλουν να με τιμήσουν […]. Ήμουν ένας εργάτης, ένας αγρότης, ένας φτωχός διανοούμενος […]. Στη ζωή μου πείνασα, δίψασα, γύρισα γυμνός, ταπεινώθηκα, χρεώθηκα, διώχθηκα από τη δουλειά μου. Τέλος με φωνάξανε φαντάρο να υπερασπίσω την πατρίδα […]. Δεν ήμουνα γι’ αυτούς παρά ένα φονικό μηχάνημα, σαν το τουφέκι μου, που έπρεπε να σκοτώνω τον εχθρό. Κι αν το ’φερνε η περίσταση να σκοτωθώ, έπρεπε να ’δινα τη ζωή μου πρόθυμα και αδιαμαρτύρητα […]. Τι αξία είχα γι’ αυτούς; Ήμουν ένα φονικό μηχάνημα και κρέας για το κανόνι του εχθρού. Κι όταν εγώ […] σερνόμουνα πάνω στα ματωμένα πεδία των μαχών, πίσω μου στο σπίτι μου πεινούσαν τα παιδιά μου κι η γυναίκα μου, η μάνα κι ο πατέρας μου. Σκοτώθηκα […]. Στείλανε θαρρώ κάποιο γράμμα στο σπίτι μου πως πέθανα σαν ήρωας […]. Τώρα πώς βρέθηκα ξάφνου τόσο σπουδαίος που μου κάνουνε παράτες, που μου βγάνουν λόγους και μου καταθέτουν στεφάνους ; […]».
Εν κατακλείδι, το μνημείο του «Άγνωστου στρατιώτη» κατασκευάστηκε για να τιμά ο λαός όλους εκείνους που σκοτώθηκαν για την πατρίδα. Συνεπώς οποιαδήποτε εκδήλωση (εκφώνηση λόγων, κατάθεση στεφάνων, παρελάσεις κ. ά.) απόντος του λαού – όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια κατά τον εορτασμό των εθνικών επετείων – δεν συνιστά πράξη απόδοσης τιμής, αλλά βεβήλωση της θυσίας τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου