Μάρω Βαμβουνάκη
Τυχαία βρέθηκα να παρακολουθώ ένα γαλλικό ντοκιμαντέρ και το θέμα με συνάρπασε. Αναφερόταν στο ερώτημα: «Πότε και πώς πρέπει να μιλάμε στα μικρά παιδιά για το θάνατο;»Γονείς, νηπιαγωγοί, κοινωνιολόγοι και παιδοψυχολόγοι κατέθεταν με «σεμνή» πολυμάθεια φλύαρες θεωρίες, εμπειρίες και συμβουλές. Όλοι τους συμφωνούσαν ότι πρέπει να είμαστε με τα παιδιά όσο πιο ειλικρινείς γίνεται, ότι έχουμε χρέος να τα ενημερώνουμε για ένα ζήτημα τόσο κοντινό και ρεαλιστικό όπως ο θάνατος, να τα πληροφορούμε γι’ αυτό όσο νωρίτερα και όσο σαφέστερα γίνεται.
Έχω παρατηρήσει πως γενικώς στο περιβάλλον μας και στον κύκλο των γνωστών που μπορώ να παρακολουθώ, οι «ειλικρινέστατοι χαρακτήρες» ανήκουν σε δύο κατά κανόνα γενικές κατηγορίες: Στην πρώτη, εντάσσονται οι πιο κουτοί. Η άλλη κατηγορία είναι εκείνη των σκληρών, των ανθρώπων χωρίς αγάπη. Με το πρόσχημα πως δεν μπορούν παρά να είναι εντελώς και πάντοτε ειλικρινείς, κρατούν το μαχαίρι της κακίας, της ωμότητας, και μαχαιρώνουν τον άλλον εκσφενδονίζοντάς του άκριτα και ανάλγητα «ειλικρίνειες». Και επιπλέον, ικανοποιούνται σαδιστικά που πληγώνουν, ενώ ζητούν συγχαρητήρια για την ντομπροσύνη τους.
Πρόκειται για μιαν από τις πιο αντιπαθείς περιπτώσεις υποκρισίας. Διότι άλλο αλήθεια και άλλο ειλικρίνεια, άλλο αλήθεια και άλλο ακρίβεια, και συχνά ένα ψέμα από καλοσύνη είναι πολύ πιο αληθινό από την ειλικρίνεια όλων αυτών.
Οι φονικές ειλικρίνειες είναι αυτάρεσκες και φαρισαϊκές, ανόητες και επικίνδυνες σαν εκείνες τις εξωφρενικές συμπεριφορές των political correct που, δόξα τω Θεώ, δεν έφτασαν μέχρι την κακοπαθημένη μας πατρίδα. Η θερμή, τρελή καρδιά των μεσογειακών ανθρώπων δεν τα καταφέρνει να υιοθετήσει την παρανοϊκά ψυχρή διάνοια άλλων πολιτισμένων κοινωνιών. Συνεχίζει ακόμα να καλλιεργεί τη συναισθηματική νοημοσύνη, να εμπιστεύεται τη διαίσθηση και τη συμπάθεια.
Ο φόβος θανάτου για τον άνθρωπο, για τα παιδάκια και, ακόμα πιο πολύ, για τους ενήλικες, είναι ως γνωστόν ο φόβος των φόβων. Αν μας κάνουν να πιστέψουμε πως είμαστε αιώνιοι, όλα πια μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε, αποκτά άλλο ανάστημα η παρουσία μας στη γη.
Όμως τα παιδιά δεν τα καθησυχάζουν τέτοιου επιπέδου εξηγήσεις. Δεν τα ηρεμούν. Το παιδικό άγχος, αυξάνεται ανησυχητικά και, αργότερα, απλώνει κλαδιά σε όλη την ενηλικίωση. Και ύστερα, μεγαλώνοντας, και από νεαρή ηλικία, θα αναζητήσουν λίγη γαλήνη στα χάπια, στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ. Θα θέλουν ήδη να ξεχάσουν το μικρό, το ελάχιστό τους παρελθόν. Θα παγώσουν τα συναισθήματά τους και θα κυκλοφορούν ενοχλητικά απαθείς ανάμεσα στους ανθρώπους.
Πρόκειται για υπαρξιακή ανασφάλεια, που έχει ανάγκη να επενδύεται σε λογικοφανείς, απτές, συνηθισμένες αγωνίες για να εκτονώνεται λίγο, και για λίγο. Ο έξυπνος και υγιής άνθρωπος απαιτεί απαντήσεις για το προς τα πού πορεύεται η ύπαρξή του. Από πολύ νωρίς. Από όταν είναι μικρό παιδί. Και δεν τα ικανοποιούν τα παιδιά τέτοιες εξηγήσεις περί θανάτου, διότι δεν τα πείθουν. Κι ότι δε σε ικανοποιεί, δε σε ηρεμεί. Η δική τους αγνότητα είναι πιο σοφή και διεισδυτική από τη μόρφωση των γονιών τους.
Δεν πιστεύουν πως υπάρχει θάνατος έτσι όπως τους τον εξηγούν με σαχλά παραδείγματα και άκαρδες αφέλειες οι μεγάλοι, κι αυτό τα στενοχωρεί πολύ. Η υποψία που τους ρίχνουν σαν φίδι στην αθωότητά τους, πως η ζωή είναι μόνο ένας τρελός χασάπης που περιμένει σε μια γωνιά να σε σφάξει και να χαθείς, είναι υποψία εγκληματική. Απογοητεύονται και αγανακτούν, γιατί λαχταρούν όσο τίποτα να θαυμάζουν και να εμπιστεύονται τους γονείς τους.
Πηγή: Από το βιβλίο «Ο παλιάτσος και η Άνιμα» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου