Από Ηρακλής Κακαβάνης
Ο Μενέλαος Λουντέμης έφυγε από την Ελλάδα τον Μάη του 1958. Λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο μίλησε στα εγκαίνια του μνημείου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ (ανήκε στη Λαοκρατική Γερμανία).
Η ομιλία του αυτή με την οποία ζήτησε να εξαφανιστούν από προσώπου Γης όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν η αφορμή να του αφαιρεθεί το 1960 η ελληνική ιθαγένεια.
Αποτέλεσμα αυτής της συμμετοχής στα εγκαίνια του μνημείο ήταν και το ποίημά του «Μπούχενβαλντ» σχετικά άγνωστο μέχρι σήμερα.
Εμείς το βρήκαμε στο περιοδικό «Πυρσός», Δίμηνο εικονογραφημένο εκπολιτιστικό μορφωτικό περιοδικό που έβγαινε στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας (τεύχος 1/1963) Μαζί με αυτό άλλα τρία ποιήματα υπό τον τίτλο «Τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα του Μενέλαου Λουντέμη»: «Ενώπιον του έκτακτου στρατοδικείου», «Το αληθινό μας ρούχο», «Σ΄ αυτό σβωλαράκι που ζούμε», «Μπούχενβαλντ» (αποσπάσματα)
ΜΠΟΥΧΕΝΒΑΛΝΤ
ΩΔΗ ΘΥΜΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΗ
Πρόλογος
Θάρθω
Να σταθώ ξεσκούφωτος
μπρος στο βωμό της στάχτης σου
να κρατήσω ενός λεπτό σιγή
μπρος σ’ ένα τυραγνισμένο σου λουλούδι
Θάρθω
Μ’ ένα μπουκέτο χλόη
Βρεγμένη απ’ το αίμα της πατρίδας μου
να τ’ αποθέσω πλάι στους σκελετούς σου
Θάρθω
Απεσταλμένος μιας αποικίας σου
Με ξοφλημένη την απόδειξη της νιότης σου
Στιγματισμένος με τριάντα βιβλία
Για να σταθώ προσοχή μπρος στους τόμους σου
Που κάηκαν πριν να γραφούνε
Θάρθω
Με βουλιαγμένα από τις αγρύπνιες μάτια
Να σου πω μιαν άγρια προσευχή
Σαν κι αυτήν που λένε στα γκρεμνά
Οι αητοί που τους σφάξαν τα πουλιά τους
Μπούχενβαλντ… Δεν ήρθα για να κλάψω
Σαράντα χρόνια τα καταπίνω αυτά τα δάκρυα
Ήρθα να πάρω το μαστίγωμα της φρίκης σου
Για να το πάω στους ανθρώπους
Που περπατούν σφυρίζοντας αμέριμνα
Και δεν ακούν το σφύριγμα της οχιάς
Που ξαναζεστάθηκε στον ήλιο
Μπούχενβαλντ. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο
Τ’ άλλα θα τα κάνω φωνή
Που να φτάσει ως την υστερική πρωτεύουσα
Όπου γερουσιαστές ουρλιάζουνε σαν σκύλοι
Και τραπεζίτες αποταμιεύουν το θάνατο
Να τους πω ότι στο «Άσπρο Σπίτι» τους
Κατοικούν πολλοί μαύροι άνθρωποι
Να τους πω ότι η κόρη της Ιλζέ Κωχ*
Παντρεύεται με συμπατριώτη τους
Και ετοιμάζουν τα προικιά τους
Με μαλλιά των κοριτσιών μας
Να τους πω – ότι αυτοί είναι!
Οι «πέραν του ωκεανού» – οι «πέραν του κόσμου»
Που δίνουνε τροφή και άσυλο στο Λύκο
Και του δείχνουνε τη σάρκα των παιδιών μας
Ότι η διαβόητη ελευθερία τους
έγινε η παραμάνα του Φασισμού
που τον θηλάζει με το γάλα της εκδίκησης
και του μαθαίνει να περπατά με το βήμα της χήνας
Μπούχενβαλντ. Δεν ήρθα να γονατίσω
Ήρθα να ορκιστώ
Πως δεν θα σωπάσω – δε θα κοιμηθώ
Όσο υπάρχουν τούτα τα μνημεία
Και προπάντων
Όσο θα υπάρχουν οι άνθρωποι που τάχτισαν.
* Γνωστή ως «Σκύλα του Μπούχενβαλντ». Σύζυγος του διοικητή των στρατοπέδων συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ (1937-1941) και κατόπιν του Μαϊντάνεκ (1941-1943) Karl Koch. Αξιοποιώντας την εξουσία του συζύγου της επιδόθηκε σε πρωτοφανής βαρβαρότητας και χυδαιότητας βασανιστήρια. Μετά τον πόλεμο καταδικάστηκε σε ισόβια. Αυτοκτόνησε στη φυλακή το 1967. Διαβόητη για τα αναμνηστικά τατουάζ. Ερευνούσε «εξονυχιστικά κάθε κρατούμενο που έμπαινε στο Μπούχενβαλντ για ενδιαφέροντα τατουάζ. Όταν έβρισκε κάτι που της άρεσε, έβαζε να εκτελέσουν τον κρατούμενο, να τον γδάρουν, και με το δέρμα του να φτιάξουν χρηστικά αντικείμενα, όπως «καπέλα» για πορτατίφ και επενδύσεις βιβλίων!»(Η επεξήγηση προστέθηκε μία μέρα μετά τη δημοσίευση του θέματος.
(Το ποίημα έχει κάποια εσκεμμένα λάθη)
ΜΠΟΥΧΕΝΒΑΛΝΤ
ΩΔΗ ΘΥΜΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΗ
Πρόλογος
Θάρθω
Να σταθώ ξεσκούφωτος
μπρος στο βωμό της στάχτης σου
να κρατήσω ενός λεπτό σιγή
μπρος σ’ ένα τυραγνισμένο σου λουλούδι
Θάρθω
Μ’ ένα μπουκέτο χλόη
Βρεγμένη απ’ το αίμα της πατρίδας μου
να τ’ αποθέσω πλάι στους σκελετούς σου
Θάρθω
Απεσταλμένος μιας αποικίας σου
Με ξοφλημένη την απόδειξη της νιότης σου
Στιγματισμένος με τριάντα βιβλία
Για να σταθώ προσοχή μπρος στους τόμους σου
Που κάηκαν πριν να γραφούνε
Θάρθω
Με βουλιαγμένα από τις αγρύπνιες μάτια
Να σου πω μιαν άγρια προσευχή
Σαν κι αυτήν που λένε στα γκρεμνά
Οι αητοί που τους σφάξαν τα πουλιά τους
Μπούχενβαλντ… Δεν ήρθα για να κλάψω
Σαράντα χρόνια τα καταπίνω αυτά τα δάκρυα
Ήρθα να πάρω το μαστίγωμα της φρίκης σου
Για να το πάω στους ανθρώπους
Που περπατούν σφυρίζοντας αμέριμνα
Και δεν ακούν το σφύριγμα της οχιάς
Που ξαναζεστάθηκε στον ήλιο
Μπούχενβαλντ. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο
Τ’ άλλα θα τα κάνω φωνή
Που να φτάσει ως την υστερική πρωτεύουσα
Όπου γερουσιαστές ουρλιάζουνε σαν σκύλοι
Και τραπεζίτες αποταμιεύουν το θάνατο
Να τους πω ότι στο «Άσπρο Σπίτι» τους
Κατοικούν πολλοί μαύροι άνθρωποι
Να τους πω ότι η κόρη της Ιλζέ Κωχ*
Παντρεύεται με συμπατριώτη τους
Και ετοιμάζουν τα προικιά τους
Με μαλλιά των κοριτσιών μας
Να τους πω – ότι αυτοί είναι!
Οι «πέραν του ωκεανού» – οι «πέραν του κόσμου»
Που δίνουνε τροφή και άσυλο στο Λύκο
Και του δείχνουνε τη σάρκα των παιδιών μας
Ότι η διαβόητη ελευθερία τους
έγινε η παραμάνα του Φασισμού
που τον θηλάζει με το γάλα της εκδίκησης
και του μαθαίνει να περπατά με το βήμα της χήνας
Μπούχενβαλντ. Δεν ήρθα να γονατίσω
Ήρθα να ορκιστώ
Πως δεν θα σωπάσω – δε θα κοιμηθώ
Όσο υπάρχουν τούτα τα μνημεία
Και προπάντων
Όσο θα υπάρχουν οι άνθρωποι που τάχτισαν.
* Γνωστή ως «Σκύλα του Μπούχενβαλντ». Σύζυγος του διοικητή των στρατοπέδων συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ (1937-1941) και κατόπιν του Μαϊντάνεκ (1941-1943) Karl Koch. Αξιοποιώντας την εξουσία του συζύγου της επιδόθηκε σε πρωτοφανής βαρβαρότητας και χυδαιότητας βασανιστήρια. Μετά τον πόλεμο καταδικάστηκε σε ισόβια. Αυτοκτόνησε στη φυλακή το 1967. Διαβόητη για τα αναμνηστικά τατουάζ. Ερευνούσε «εξονυχιστικά κάθε κρατούμενο που έμπαινε στο Μπούχενβαλντ για ενδιαφέροντα τατουάζ. Όταν έβρισκε κάτι που της άρεσε, έβαζε να εκτελέσουν τον κρατούμενο, να τον γδάρουν, και με το δέρμα του να φτιάξουν χρηστικά αντικείμενα, όπως «καπέλα» για πορτατίφ και επενδύσεις βιβλίων!»(Η επεξήγηση προστέθηκε μία μέρα μετά τη δημοσίευση του θέματος.
(Το ποίημα έχει κάποια εσκεμμένα λάθη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου