Στα τέλη Απριλίου του 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας με αιτήματα την αύξηση των ημερομισθίων, βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών καθώς και πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Το κυριότερο αίτημα ήταν η εφαρμογή της σύμβασης του 1924 που προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Μετά το 1931 και εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη ανεργία οι καπνέμποροι είχαν κατεβάσει τα μεροκάματα σε εξευτελιστικά επίπεδα.
Το 1936 όταν το μεροκάματο έπρεπε να είναι 140-150 δραχμές πλήρωναν 35 με 40 και με ψευτοαυξήσεις έφθανε τις 75 με 80 δραχμές. Το Καπνεργατικό Συνέδριο τότε είχε αποφασίσει να διεκδικήσει μεροκάματο 120-135 δραχμές, αλλά οι βιομήχανοι και οι έμποροι είπαν ότι δεν δίνουν πάνω από 80. Ακόμα, λόγω της ανεργίας πολλοί εργάτες και κυρίως γυναίκες δούλευαν δωρεάν για να τους επικολλούνται τα ένσημα του Ταμείου και να μην χάσουν την περίθαλψη.
Η απεργία επεκτάθηκε αμέσως σε όλα τα καπνομάγαζα της Θεσσαλονίκης και κατόπιν στις Σέρρες, Λαγκαδά, Βόλο, Δράμα, Ξάνθη, Καρδίτσα και κατόπιν σε όλη την χώρα.
Το κυριότερο αίτημα ήταν η εφαρμογή της σύμβασης του 1924 που προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Μετά το 1931 και εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη ανεργία οι καπνέμποροι είχαν κατεβάσει τα μεροκάματα σε εξευτελιστικά επίπεδα.
Το 1936 όταν το μεροκάματο έπρεπε να είναι 140-150 δραχμές πλήρωναν 35 με 40 και με ψευτοαυξήσεις έφθανε τις 75 με 80 δραχμές. Το Καπνεργατικό Συνέδριο τότε είχε αποφασίσει να διεκδικήσει μεροκάματο 120-135 δραχμές, αλλά οι βιομήχανοι και οι έμποροι είπαν ότι δεν δίνουν πάνω από 80. Ακόμα, λόγω της ανεργίας πολλοί εργάτες και κυρίως γυναίκες δούλευαν δωρεάν για να τους επικολλούνται τα ένσημα του Ταμείου και να μην χάσουν την περίθαλψη.
Η απεργία επεκτάθηκε αμέσως σε όλα τα καπνομάγαζα της Θεσσαλονίκης και κατόπιν στις Σέρρες, Λαγκαδά, Βόλο, Δράμα, Ξάνθη, Καρδίτσα και κατόπιν σε όλη την χώρα.
Η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά που ακόμα δεν είχε επιβάλλει την δικτατορία, ακολουθούσε παρελκυστική τακτική υποσχόμενη στους απεργούς ότι θα ικανοποιήσει τα αιτήματα τους και προετοιμαζόμενη ταυτόχρονα για την βίαιη καταστολή της απεργίας.
Στις 7 Μαΐου σημειώθηκαν στον Βόλο αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και απεργών. Σε πολλές πόλεις προκηρύχθηκαν πανεργατικές απεργίες αλληλεγγύης και ο αριθμός των απεργών σε όλη την Ελλάδα ξεπέρασε τις 50.000.
Η Χωροφυλακή πυροβολεί στο ψαχνό
Στις 8 Μαΐου, η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, με προκήρυξή της καλούσε σε απεργίες αλληλεγγύης. Την ίδια μέρα 7.000 απεργοί στην Θεσσαλονίκη συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία του σωματείου τους και αφού ενέκριναν το ψήφισμα που ζητούσε άμεση επίλυση των αιτημάτων τους, ξεκίνησαν προς την Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος.
Στην Εγνατία μεγάλες δυνάμεις Χωροφυλακής, πεζής και έφιππης, στρατού και αντλιών προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Οι απεργοί κατόρθωσαν να σπάσουν την ζώνη και τότε η Χωροφυλακή επιτέθηκε με λύσσα. Οι εργάτες προσπαθούν να αμυνθούν με τούβλα, πέτρες και ξύλα και η Χωροφυλακή αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό.
Την ίδια ώρα σε άλλα σημεία της Θεσσαλονίκης σημειώνονται και άλλες συγκρούσεις απεργών και Χωροφυλακής. Μεγάλες ομάδες απεργών συγκεντρώνονται στην Γενική Διοίκηση όπου οι επικεφαλής διατάσσουν τον στρατό να επιτεθεί. Δεν κινείται κανένας. Η Χωροφυλακή μόνο επιτέθηκε ξανά με λύσσα.
Όλοι οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης είναι ανάστατοι. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ακατάπαυστα. Κόσμος κατεβαίνει στο κέντρο. Το βράδυ της 8ης Μαΐου, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί, οι εργάτες ηλεκτρισμού, οι φορτοεκφορτωτές, οι λιμενεργάτες και οι σιδηροδρομικοί Βορείου Ελλάδος κηρύσσουν απεργίες σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Η κυβέρνηση προτείνει αύξηση ημερομισθίων. Η αύξηση είναι πενιχρή και απορρίπτεται. Το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση αποφασίζει επιστράτευση τροχιοδρομικών και σιδηροδρομικών.
Ο Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός
Το ξημέρωμα της 9ης Μαΐου, βρίσκει την Θεσσαλονίκη νεκρή από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα καθώς απεργία έχουν κηρύξει και οι έμποροι με τους βιοτέχνες. Η πόλη στρατοκρατείται και οι επιθέσεις της Αστυνομίας έχουν ξεκινήσει από νωρίς.
Στις 10.30 το πρωί πέρασε από την οδό Εγνατίας αυτοκίνητο της Χωροφυλακής με συλληφθέντες αυτοκινητιστές. Όταν το αυτοκίνητο φθάνει κοντά στο σωματείο, όλοι οι οδηγοί και εισπράκτορες που ήταν εκεί όρμησαν και απελευθέρωσαν τους συναδέλφους τους.
Η έφιππη Χωροφυλακή επιτέθηκε και οι απεργοί αμύνθηκαν με τούβλα και πέτρες. Αποκρούουν πέντε επιθέσεις των χωροφυλάκων και συμπτύσσονται. Η Χωροφυλακή επιτίθεται ξανά να τους διαλύσει και αρχίζει αληθινή μάχη. Στήνονται οδοφράγματα.
Αστυνομικοί με πολιτικά ανεβαίνουν στα γύρω κτίρια και πυροβολούν. Ο οδηγός Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός.
Η μεγάλη διαδήλωση και η φονική τρομοκρατία
Η δολοφονία του Τάσου Τούση έδωσε το σύνθημα για τη μεγάλη διαδήλωση. Ενώ οι υπερασπιστές των οδοφραγμάτων συμπτύσσονται κάτω από την πίεση, χιλιάδες διαδηλωτές ξεπηδούν από όλες τις γωνίες των κεντρικών δρόμων. Ξηλώνουν μια πόρτα και βάζουν πάνω της το νεκρό εργάτη. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ξανά στους συνοικισμούς. Χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν στο κέντρο με το σύνθημα κάτω οι δολοφόνοι.
Η Χωροφυλακή παίρνει τα όπλα από τους στρατιώτες και ρίχνει στο ψαχνό. Παντού βογγητά και άγριες φωνές. Οι στρατιώτες όρμησαν να αναχαιτίσουν τους λυσσασμένους χωροφύλακες. Η μάχη κράτησε 4 ώρες. 12 νεκροί και 300 τραυματίες.
Στις 3 το απόγευμα ο διοικητής του Γ Σώματος Στρατού Ζέππος κήρυξε στρατιωτικό νόμο. 2 ώρες αργότερα ο λαός ξαναέσπασε την «νομιμότητα» του Μεταξά και του Ζέππου και συγκρότησε νέες διαδηλώσεις. «Κάτω οι δολοφόνοι», «Κάτω ο Μεταξάς» φωνάζει και τραγουδώντας το «Πένθιμο εμβατήριο» βαδίζει προς το Διοικητήριο, ενώ ενώνονται μαζί του και οι στρατιωτικές περίπολοι.
Να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά που πνίγει την χώρα στο αίμα και οδηγεί στο γκρεμό του αφανισμού διακηρύσσει η ΚΕ του ΚΚΕ.
Στις 10 Μαΐου φθάνουν στην Θεσσαλονίκη αντιτορπιλικά και ένα σύνταγμα πεζικού από την Λάρισα. Ο στρατηγός Ζέππος γίνεται τώρα αδιάλλακτος. Στις 10 Μαΐου όλη η Θεσσαλονίκη συμμετέχει στην κηδεία των θυμάτων.
Στους δρόμους ο λαός συναδελφώνεται με τον στρατό. Οι φαντάροι των περιπόλων με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάζονται με τους πολίτες. Οι χωροφύλακες είναι κλεισμένοι στα τμήματα που τα φρουρεί ο στρατός. Το πλήθος λιθοβολεί την Ασφάλεια και το Α’ Αστυνομικό Τμήμα.
Στις 12 Μαΐου επέρχεται συμφωνία καπνεργατών καπνεμπόρων και γίνεται δεκτό το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών αιτημάτων. Η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει καμιά δέσμευση για απόλυση συλληφθέντων και τιμωρία των ενόχων. Ο στρατηγός Ζέππος εξαπολύει τρομοκρατία στη Θεσσαλονίκη.
Στις 13 Μαΐου κηρύσσεται πανελλαδική απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. 500 χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλη την Ελλάδα κατέβηκαν στους δρόμους.
Λήξη της απεργίας και στρατοκρατία
Με τη λήξη της απεργίας, η Θεσσαλονίκη γνώρισε νέα περίοδο στρατοκρατίας. Οι συλλήψεις έδιναν και έπαιρναν.
Πιάστηκαν όλοι οι δραστήριοι συνδικαλιστές, με πρώτους τους κομμουνιστές. Πιάστηκαν εκατοντάδες άλλοι εργαζόμενοι για ασήμαντους λόγους και τους έκλεισαν στα κρατητήρια του στρατοπέδου Αεροπορίας, του 31ου Συντάγματος Πεζικού και μέσα στην Έκθεση.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι κρατούμενοι, ακόμα και έγκυες γυναίκες, κακοποιήθηκαν άγρια για να ομολογήσουν δήθεν «ότι τα γεγονότα ήταν …πραξικόπημα των κομμουνιστών για να καταλάβουν την εξουσία!».
Τα συνδικαλιστικά στελέχη – και στελέχη του ΚΚΕ – Ζαφείρης Βεκίδης, πρόεδρος του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου, Δημήτρης Κωνσταντινίδης, πρόεδρος Τροχιοδρομικών, Χαράλαμπος Μελανεφίδης, πρόεδρος Ενωτικής Επιτροπής Καπνεργατών, Σάββας Σαββόπουλος, πρόεδρος Σωματείου Κλινοποιών, Νίκος Μανέκας, πρόεδρος Αυτοκινητιστών, Αδάμ Μουζενίδης, Ανδρέας Αξαρλής, καθώς και άλλοι συνδικαλιστές, οδηγούνται εξόριστοι στον Αη Στράτη και αλλού.
Ετούτος ο λαός δεν γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.
Γιάννης Ρίτσος: «Επιτάφιος»
Στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα του, την φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνούσε το νεκρό γιο της.
Ένας νέος ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονίστηκε, κλείστηκε στην σοφίτα του της οδού Μεθώνης, και έγραψε τον συγκλονιστικό «Επιτάφιο».
Στις 11 Μαΐου 1936, ο Ρίτσος παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόϊ». Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα.
Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
Ο «Επιτάφιος» αποτελεί ποίημα-σταθμό τόσο για την ποίηση στην Ελλάδα, και βέβαια για το ίδιο το έργο του ποιητή.
«…Είδα μια φωτογραφία. Είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 10 Μάη του 1936. Διάβασα τις περιγραφές, διάβασα για την πρώτη μεγάλη οργανωμένη εξέγερση την εργατική, που από καπνεργατική απεργία έγινε πανεργατική απεργία. Και με συνεπήρε τόσο πολύ που την ίδια ημέρα άρχισα να γράφω τον «Επιτάφιο». Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος από τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η Ερωφίλη, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. Όλα αυτά τα πράγματα είχαν προετοιμαστεί, ήταν έτοιμα και δεν κατάλαβα πως βγήκαν. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον «Επιτάφιο», τα πρώτα 14 ποιήματα».
(Από συνέντευξη του Γιάννη Ρίτσου σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983).
(Από συνέντευξη του Γιάννη Ρίτσου σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983).
Η μελοποίηση του ποιήματος
Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα. Επί 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Θα απαγορευθεί και πάλι στη διάρκεια της χούντας.
Τότε, ο Γιάννης Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι που βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, 7 στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο.
Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια τη Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.
Πηγή:cityportal.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου