Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Βιασμός: Μοναδικό και ξεκάθαρο όριο η συναίνεση

Μαρία Λούκα 


Αναδημοσιεύουμε το άρθρο της Μαρίας Λούκα στο insidestory.gr , στο οποίο μιλούν για το βιασμό, τη σεξουαλική κακοποίηση και τη συναίνεση οι δικηγόροι της νομικής ομάδας του Κέντρου Διοτίμα.

«Φορούσε ανοιχτό μπλουζάκι». Αυτό το επιχείρημα ακούστηκε το 2017 σε ελληνικό δικαστήριο που διερευνούσε υπόθεση καταγγελίας βιασμού. Και δεν βρέθηκε ούτε ένας δικαστής να εμποδίσει την άρθρωσή του. Έτσι, λοιπόν, μάθαμε ότι η κοπέλα που βιάστηκε «φορούσε ανοιχτό μπλουζάκι». Δεν μάθαμε κι ούτε θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς φορούσαν αυτοί που την βίασαν. Γιατί ποτέ και κανένας δεν ρωτάει τι φορούσαν οι βιαστές, αν είχαν πιει, τι ώρα γύρισαν σπίτι τους, σε ποιους δρόμους περπατούσαν, σε ποια μπαράκια σύχναζαν, αν είχαν έντονη σεξουαλική ζωή. Η δική τους συμπεριφορά ανήκει de facto στην καλά περιφρουρημένη σφαίρα της κυρίαρχης, αποδεκτής και κανονικοποιημένης τοξικής αρρενωπότητας.

Τα σώματα που βιάζονται, σώματα γυναικών, θηλυκοτήτων, ΛΟΑΤΚΙ υποκειμένων, εξετάζονται πάντα υπό το βλέμμα αυτής της αρρενωπότητας. Τα σώματα που βιάζονται πρέπει τα ίδια να αποδείξουν τον βιασμό τους, να περάσουν από το μικροσκόπιο αστυνομικών, ιατροδικαστών, δικαστών, να διαπομπευτούν από τα μίντια και τη γειτονιά, να απολογηθούν επειδή βιάστηκαν και ενδεχομένως στο τέλος να μάθουν από ένα δικαστήριο ότι δεν βιάστηκαν. Τα σώματα που βιάζονται, βλέπεις, στις πατριαρχικές κοινωνίες είναι σώματα δίχως σημασία. Ένα νοητό σάρκινο δοχείο που μπορείς να ρίξεις μέσα άφθονο βιτριόλι και μετά να βάλεις μια αυστηρή σφραγίδα σε συνταγογραφήσεις με κόκκινη γραμμή.

Η ρητορική που αναπτύχθηκε γύρω από τη δολοφονία της Ελένης στη Ρόδο είναι αποκαλυπτική των βαθιά προβληματικών και σεξιστικών αντιλήψεων που είναι εδραιωμένες σε κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Ο βιασμός ως έγκλημα έμφυλης βίας και επιβολής της ανδρικής κυριαρχίας αποτελεί διεθνώς το κατεξοχήν έγκλημα όπου αντιστρέφονται οι ρόλοι θύτη-θύματος και διαπνέεται από ένα γενικό πνεύμα ατιμωρησίας. Η διαρκής αμφισβήτηση του θύματος, η σχετικοποίηση της βαρύτητας του εγκλήματος σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά και τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του θύματος και οι προκαταλήψεις, ενισχύουν την κουλτούρα του βιασμού. Η ρητορική που αναπτύχθηκε γύρω από τη βάναυση γυναικοκτονία της Ελένης στη Ρόδο είναι αποκαλυπτική των βαθιά προβληματικών και σεξιστικών αντιλήψεων που είναι εδραιωμένες σε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.

Η 21χρονη φοιτήτρια δολοφονήθηκε από δύο άνδρες που της επιτέθηκαν σεξουαλικά και θεώρησαν ότι είχαν απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στο σώμα της. Πέρα από τις εμετικές αναρτήσεις στα social media ορισμένων πολιτών που περιυβρίζοντας τη νεκρή γυναίκα δικαιολογούσαν επί της ουσίας τη θανάτωση της, ακόμα και σε φαινομενικά «προσεγμένες» διατυπώσεις του Τύπου φώλιαζαν νομιμοποιητικές αντιλήψεις για τη σεξουαλική βία.

Για παράδειγμα, σε δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας στη Ρόδο γράφτηκε: «Από τις καταθέσεις τους φέρεται να προκύπτει ότι οι δύο άνδρες πρότειναν στη φοιτήτρια να συνευρεθούν ερωτικά στο σπίτι του ενός, ωστόσο φαίνεται ότι η 21χρονη δεν συμφώνησε (άγνωστο παραμένει αν αρχικά είχε δεχθεί)…». Επειδή το μοναδικό που έχει σημασία είναι ότι η Ελένη αρνήθηκε και δολοφονήθηκε, το ερώτημα στην παρένθεση του δημοσιεύματος δεν αφορά κανέναν και δεν θα έπρεπε να τίθεται.

Αντιστοίχως, η μόνιμη επωδός αρκετών τηλεοπτικών εκπομπών ότι «ήταν μια ήσυχή κοπέλα» ή ότι «δεν είχε δώσει δικαιώματα» μόνο εξοργιστικά μπορεί να αντηχεί στα αυτιά μας, αφού προτάσσει στοιχεία της προσωπικότητας του θύματος για να υπογραμμίσει τη βαναυσότητα της πράξης. Λες και αν δεν «ήταν ήσυχη κοπέλα» η δολοφονία της θα ήταν λιγότερο στυγνή.

Μία παγκόσμια προκατάληψη

Από τη Ρόδο μέχρι την Αργεντινή, από την Ιρλανδία μέχρι την Κύπρο, από την Ισπανία μέχρι τη Μόρια το δικαίωμα των γυναικών για σεξουαλική αυτενέργεια και αυτοδιάθεση του σώματός τους τσαλαπατιέται με μανία, στιγματίζοντας τις ίδιες τις γυναίκες, νεκρές ή ζωντανές. Στις 5 Δεκεμβρίου 2018 οι γυναίκες της Αργεντινής κήρυξαν εθνική απεργία ως απάντηση στην αθώωση των δύο που νάρκωσαν, βίασαν και δολοφόνησαν τη 16χρονη Λουσία Πέρεζ. Την ίδια μέρα το Ανώτατο Δικαστήριο στη Ναβάρα της Ισπανίας αθώωσε την αυτοαποκαλούμενη «Αγέλη» των πέντε που βίασε ομαδικά μια 18χρονη γυναίκα στην Παμπλόνα.

Τι κι αν οι συγκεκριμένοι άνδρες λίγες μέρες πριν αντάλλασσαν μηνύματα για την πρόθεσή τους να βιάσουν μια κοπέλα, τι κι αν βιντεοσκόπησαν τις φρικτές τους πράξεις, τι κι αν προσέλαβαν ιδιωτικό ντετέκτιβ μετά τον βιασμό για να παρακολουθεί τη συμπεριφορά της; Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στον βαθμό που η κοπέλα ήταν ακίνητη με κενό βλέμμα ή κλειστά μάτια κατά τη διάρκεια του βιασμού, δεν ήταν βιασμός. Στο δικαστήριο της πόλης Κορκ στην Ιρλανδία, η συνήγορος υπεράσπισης ενός 27χρονου άνδρα που βίασε μια έφηβη εμφάνισε το εσώρουχο της κοπέλας ως αποδεικτικό στοιχείο αθωότητας του πελάτη της με αιτιολογία ότι ήταν «πολύ αποκαλυπτικό». Το δικαστήριο απάλλαξε τον κατηγορούμενο εκτιμώντας ότι δεν ήταν βιασμός και χιλιάδες γυναίκες στην Ιρλανδία ανάρτησαν τα εσώρουχά τουςστο διαδίκτυο με το hashtag #ThisIsNotConsent (Αυτό δεν είναι συναίνεση).

Στο συγκείμενο του μισογυνισμού δεν αρκεί μια γυναίκα να μην θέλει, να πει όχι, να μην συναινεί για να γίνει πιστευτό ότι βιάστηκε. Η επιθυμία της δεν λογίζεται ως κριτήριο. Πρέπει να αποδείξει με το σώμα της ότι βιάστηκε, να κουβαλάει ισχυρά ίχνη βίας πάνω της, να πάει αμέσως μετά τον βιασμό της σε όποια σωματική και ψυχολογική κατάσταση κι αν βρίσκεται, χωρίς καν να πλυθεί, στην Αστυνομία και στον ιατροδικαστή. Αυτό, όμως, δεν ανταποκρίνεται σε όλες τις περιπτώσεις βιασμών. Πάρα πολλές γυναίκες τη στιγμή του βιασμού παγώνουν.

Μετά από αυτόν βρίσκονται σε σοκ, επιδιώκουν αμέσως να πλυθούν για να αποβάλουν έστω και συμβολικά την κατάφωρη παραβίαση της επιθυμίας τους. Μπορεί να μην γνωρίζουν καν τα δικαιώματά τους, ούτε πού μπορούν να απευθυνθούν. Νιώθουν ντροπή και ενδεχομένως να διστάζουν να μοιραστούν την τραυματική εμπειρία που έχουν βιώσει ακόμα και με το στενό τους περιβάλλον.

«Σε συνθήκη αιχμαλωσίας, όπως είναι ο βιασμός, το ίδιο το σώμα θα αναπτύξει το πάγωμα ως έσχατη στρατηγική επιβίωσης γιατί αποτρέπει τον πόνο εξαιτίας της αποσύνδεσης. Αυτή η αντίδραση του οργανισμού χρησιμοποιείται για να ενοχοποιηθεί το θύμα. Οι γυναίκες που έχουν βιαστεί νιώθουν ταπείνωση και φόβο. Καταρρέουν βασικές πεποιθήσεις που έχουν συγκροτήσει για τον κόσμο. Σμπαραλιάζεται η αίσθηση ασφάλειας που είχαν. Μου έχει τύχει γυναίκες που παρακολουθώ να μου εξομολογηθούν ότι δεν έχουν αποκαλύψει σε κανέναν τον βιασμό τους. Είναι στερεότυπο να θεωρούμε ότι ο δράστης είναι κάποιος άγνωστος που θα βιάσει μια γυναίκα σε ένα σκοτεινό πάρκο. Για το 80% των γυναικών που έχουν απευθυνθεί σε μας, ο δράστης ήταν κάποιος γνωστός τους, η σεξουαλική βία μπορεί να έχει ασκηθεί από τον πρώην ή νυν σύντροφο ή από κάποιο μέλος της ευρύτερης οικογένειας. Επίσης, πολλά νέα κορίτσια έχουν υποστεί βιασμό στο πρώτο ραντεβού με κάποιον (date rape)» αναφέρει η Ευφροσύνη Σπανέα, ψυχολόγος στο Συμβουλευτικό Κέντρο Συντάγματος της Γενικής Γραμματείας Ισότητας.

Δεν καταγγέλλονται όλοι οι βιασμοί

Από τις 25.079 γυναίκες που έχουν πάει στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γραμματείας από το 2012 μέχρι σήμερα, οι 270 αφορούσαν σε περιπτώσεις βιασμού και από τις 1.518 που φιλοξενήθηκαν στους ξενώνες, οι 46 ήταν θύματα βιασμού. Με βάση τα στοιχεία της αστυνομίας, το 2017 στην Ελλάδα διαπράχθηκαν 156 βιασμοί και 74 απόπειρες. Αυτά τα νούμερα, που δείχνουν ότι στη χώρα μας βιάζεται μια γυναίκα ανά τρεις μέρες, σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όλοι οι αρμόδιοι φορείς συντείνουν στο ότι τα νούμερα είναι αρκετά μεγαλύτερα αλλά καλύπτονται από ένα γιγαντιαίο σύννεφο σιωπής. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στη Σουηδία, μια χώρα με παρόμοιο πληθυσμό με την Ελλάδα, δηλώνονται κάθε χρόνο περίπου 5.500 βιασμοί και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Σουηδία έχει ένα λιγότερο αποτελεσματικό σύστημα πρόληψης της έμφυλης βίας σε σχέση με την Ελλάδα. Στην Ελλάδα διαπράχτηκαν 156 βιασμοί και 74 απόπειρες σε ένα έτος όταν στη Σουηδία, με τον ίδιο σχεδόν πληθυσμό δηλώνονται 5.500 βιασμοί.

Είναι προφανές ότι πολλοί βιασμοί δεν καταγγέλλονται γιατί οι γυναίκες φοβούνται τον κοινωνικό αντίκτυπο που θα έχει ένα τέτοιο διάβημα, μπορεί να έχουν σχέσεις οικονομικής εξάρτησης ή καταναγκασμού με τον δράστη, δεν αντέχουν να υπομείνουν μια δικαστική διερεύνηση που θα είναι μακροχρόνια και θα ξύνει διαρκώς τις πληγές τους, αποθαρρύνονται από το κοινωνικό τους περιβάλλον, εσωτερικεύουν την ενοχή που τους αποδίδεται, δεν πιστεύουν στην προοπτική της δικαίωσης και επιδιώκουν να απωθήσουν μοναχικά και επώδυνα την εμπειρία που διέρρηξε το είναι τους.

Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι όταν ένας στους τρεις συμπολίτες μας αποδέχεται τον βιασμό υπό ορισμένες συνθήκες; Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα της Κομισιόν του 2016, το 32% των Ελλήνων πιστεύει ότι η σεξουαλική συνεύρεση χωρίς συναίνεση μπορεί να είναι δικαιολογημένη αν η γυναίκα βρίσκεται υπό την επήρεια μέθης ή ουσιών, ή φορά προκλητικά ρούχα, ή συνοδεύεται με τη θέληση της στο σπίτι μετά από πάρτι, ή περπατά μόνη της τη νύχτα ή έχει πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους. Όταν, λοιπόν, ένα σημαντικό ποσοστό της κοινωνίας δεν καταδικάζει απερίφραστα τη σεξουαλική βία αλλά καταφεύγει σε οπισθοδρομικούς αστερίσκους που ακυρώνουν τη γυναικεία ελευθερία, τότε η σιωπή είναι πνιγηρή και δεκάδες άνδρες μεγαλώνουν με την πεποίθηση ότι έχουν το προνόμιο να επιβάλλουν την εξουσία τους σε όλες τις υποκειμενικότητες που θεωρούνται κατώτερες στις έμφυλες ιεραρχήσεις.

Αστυνομία και δικαστήρια άλλων εποχών

Δυστυχώς, όμως, οι εκπρόσωποι του νόμου δεν κάνουν πάντα ένα βήμα μπροστά. Πολλές φορές κάνουν πολλά βήματα πίσω και κλείνουν το μάτι στη «ματσίλα». Υπάρχουν κακές αστυνομικές και δικαστικές πρακτικές που έχουν καταγραφεί κατά τη διερεύνηση εγκλημάτων βιασμού, καταρρακώνοντας ψυχολογικά τα θύματα και αποτρέποντας τις καταγγελίες. Η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος που έχει χειριστεί υποθέσεις βιασμού, σταχυολογεί ορισμένες από αυτές με βάση την επαγγελματική της εμπειρία: «Είχα μια υπόθεση που τη θεωρώ χαρακτηριστική. Ήταν μια κοπέλα μετανάστρια που είχε έρθει για λίγο καιρό στην Ελλάδα για να δουλέψει.

Όταν απευθύνθηκε σε μένα, είχε μια κακή δικογραφία. Όταν μία κοπέλα πήγε στην αστυνομία να καταγγείλει τον βιασμό της, οι αστυνομικοί έβλεπαν μπάλα. Η κοπέλα είχε πάει μετά τον βιασμό στο Αστυνομικό Τμήμα να κάνει την καταγγελία. Μου περιέγραψε μία συνθήκη, όπου οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν μπάλα όσην ώρα αυτή κατέθετε, δεν είχαν διερμηνέα στη γλώσσα της και από το σύνολο της κατάθεσής της κατέγραψαν μόνο μία παράγραφο. Σημείωσαν λάθος τη διεύθυνσή της με αποτέλεσμα να μην κληθεί καν στην προανάκριση. Της είπαν μάλιστα ότι επειδή δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν –δεν ζήτησαν ένταλμα από την εισαγγελία– να επιδιώξει η ίδια να τον συναντήσει κάπου έξω, ώστε να τον συλλάβουν. Ο τύπος δεν συνελήφθη και μετά από ένα μήνα βίασε άλλη κοπέλα. Έτσι έφτασε η υπόθεση στη δικαιοσύνη».

«Ο βιασμός της δεύτερης κοπέλας σχετίζεται με την αδράνεια της αστυνομίας στον πρώτο βιασμό. Στο δικαστήριο η διαδικασία ήταν πολύ σκληρή. Κατέθετε επί τέσσερις ώρες με τον δράστη μπροστά. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει νομολογήσει ότι για αδικήματα που το θύμα θα υποστεί φθορά αν είναι ο δράστης μπροστά, υπάρχουν άλλες λύσεις για να γίνει η κατάθεση, όπως η χρήση οπτικοακουστικών μέσων. Χρειάζεται η τροποποίηση του άρθρου 226Β του Ποινικού Κώδικα, ώστε να υπάρχει αυτή η δυνατότητα ανεξάρτητα από την ηλικία των θυμάτων. Το πλέγμα των ερωτήσεων από τους συνηγόρους υπεράσπισης ήταν εξοργιστικό, δηλαδή την ρώτησαν γιατί ανέβηκε στο σπίτι του το βράδυ –ήταν μια παραπλανητική συνθήκη, ότι θα ανέβαινε σπίτι του για να πάρει κάτι και θα την πήγαινε στο σπίτι της– γιατί κυκλοφορούσε εκεί, μήπως ήταν ερωτευμένη μαζί του, μήπως το έκανε για τα λεφτά κ.λπ.

Η εισαγγελική αρχή, επίσης, έκανε ορισμένες επιθετικές ερωτήσεις, ίσως για να καλύψει και τα κενά της προανάκρισης. Ζορίστηκε πολύ, αλλά τα είπε. Πάντα, όμως, υπάρχει κίνδυνος αν ζορίσεις πολύ το θύμα να καταρρεύσει και να μην τα πει. Πάλι υπάρχει νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι σε σεξουαλικά εγκλήματα το θύμα δικαιούται να μην απαντήσει σε ερωτήσεις συναισθηματικά επαχθείς, αλλά αν ζητήσεις κάτι τέτοιο σε ελληνικό δικαστήριο θεωρείται πλήγμα στην αξιοπιστία σου. Τελικά καταδικάστηκε ο δράστης, αλλά αυτές είναι εξαιρετικά κακές πρακτικές που αν η γυναίκα δεν έχει φοβερή δύναμη ψυχής και στήριξη, δεν θα καταφέρει να φτάσει μέχρι το τέλος».

Σε αυτήν την υπόθεση, λοιπόν, ο δράστης καταδικάστηκε αλλά για να φτάσει να τιμωρηθεί, δεν εμποδίστηκε να βιάσει άλλη μία κοπέλα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Η πρακτική των αρχών να μην συλλαμβάνουν τους βιαστές με την πρώτη καταγγελία, να μην τους προφυλακίζουν ή να καταλήγουν να τους επιβάλλουν ποινές χάδι που δεν έχουν καμία ουσιαστική επίπτωση στην καθημερινότητα τους, τους ενθαρρύνει να διαπράξουν ξανά το ίδιο έγκλημα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο άνδρας που βίασε και δολοφόνησε τη Ζωή Δαλακλίδου το 2012 στην Ξάνθη, είχε καταγγελθεί στο παρελθόν για βιασμό και είχε αφεθεί ελεύθερος.

«Μια άλλη περίπτωση που χειρίστηκα ήταν με κατά συρροή βιαστή. Η συμπεριφορά της αστυνομίας αυτή τη φορά ήταν καλή, αλλά δεν χρειάζεται να είναι κατά συρροή για να ασχοληθεί σοβαρά η αστυνομία. Αυτός είναι ο προβληματισμός μου. Πάλι στο δικαστήριο ακούστηκαν ακρότητες του τύπου γιατί δεν έφυγες ή πόσο πάγωσες μ’ ένα μαχαίρι; Καταδικάστηκε αυτός σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και μ’ έναν τρόπο τα θύματα ενδυναμώθηκαν. Υπήρξαν, όμως, και γυναίκες που ήρθαν και τελικά δεν προχώρησαν. Εγώ εξηγώ αναλυτικά σε μια γυναίκα τι πρόκειται να αντιμετωπίσει. Το ζητούμενο είναι να προστατευτεί η γυναίκα, να μην διαλυθεί. Εξήγησα, λοιπόν, σε μια κοπέλα ότι η διαδικασία θα διαρκέσει περίπου τρία χρόνια και αποθαρρύνθηκε.

Έχω μια κοπέλα που έχουν περάσει έξι χρόνια χωρίς να γίνει η δίκη. Αυτός κυκλοφορεί ανενόχλητος κι αυτή ζει με το άγχος να μην ξεχάσει κάποια λεπτομέρεια από το τραυματικό συμβάν περιμένοντας να την καλέσουν στο δικαστήριο. Είχα μια περίπτωση που οι ίδιοι οι αστυνομικοί κατά την προανάκριση ρωτούσαν την κοπέλα τι φορούσε και αν ένιωθε ότι τον προκάλεσε. Όταν σε ρωτάνε τέτοια πράγματα, με τι καρδιά να φτάσεις στο δικαστήριο; Για μένα σε όλα τα θύματα που έχω συναντήσει είναι εμφανές στο πρόσωπό τους τι έχει συμβεί. Έχουν τραυματιστεί απ’ αυτό. Έχει γράψει πάνω τους η εμπειρία. Δεν κατανοώ πώς μπορεί κάποιος να το αμφισβητεί. Αποδεχόμαστε τις στατιστικές που αποκαλύπτουν το φάσμα της σεξουαλικής βίας αλλά όταν έρχεται η ώρα να δούμε ποιοι είναι οι δράστες και ποιες είναι τα θύματα, ζητάμε από τα θύματα να αποδείξουν ότι παραβιάστηκαν» συμπληρώνει η Ιωάννα Στεντούμη.

Οι ντροπιαστικές απαλλαγές

Όταν μια ποινική διερεύνηση καταλήγει στην αθώωση των δραστών, είναι σαν να λειτουργεί τιμωρητικά προς τις γυναίκες που τόλμησαν να καταγγείλουν τον βιασμό τους και να απαιτήσουν δικαιοσύνη. Υπάρχουν αρκετές τέτοιες απαλλακτικές υποθέσεις. Θα αναφέρω δύο, που στοιχειώνουν τον νομικό πολιτισμό της χώρας. Πέρυσι το Μικτό Ορκωτό Κακουργοδικείο Καβάλας αθώωσε δύο άνδρες για τον βιασμό μιας φοιτήτριας τον Φεβρουάριο του 2015. Η κοπέλα κατήγγειλε ότι το συγκεκριμένο βράδυ οι δύο άνδρες εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι ήταν μεθυσμένη, την οδήγησαν στο σπίτι του 35χρονου και την εξανάγκασαν σε ερωτική πράξη χωρίς τη συγκατάθεσή της. Στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στα σπίτια τους κατασχέθηκαν 20 γραμμάρια κάνναβης, ναρκωτικά χάπια, ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή υπήρχε σχετικό βίντεο.

Ωστόσο, το δικαστήριο ισχυρίστηκε πως «δεν μπορεί να το δεχτεί, διότι πρόκειται για προσωπικά δεδομένα». Επιπλέον, αρνήθηκε το πόρισμα του Ινστιτούτου της Βέρνης που ανάφερε ότι υπήρχαν δύο μονάδες αλκοόλης στο αίμα της καταγγέλλουσας. Στηρίχθηκε στην εξέταση του ιατροδικαστή, ο οποίος δεν εντόπισε ίχνη βίας στο σώμα της. Το γεγονός ότι δεν ήθελε και ήταν σε κατάσταση μέθης, δεν αξιολογήθηκε. Δεν έλαβε υπόψη ότι μετά το περιστατικό η κοπέλα έφυγε από την πόλη, χρειάστηκε ψυχολογική βοήθεια και εκδήλωσε αυτοκτονικές τάσεις.

Επέτρεψε στους συνηγόρους υπεράσπισης να ξεδιπλώσουν ένα σκεπτικό βασισμένο στα πιο ταπεινά και μισογυνικά ένστικτα με επιχειρήματα όπως «Γιατί ήθελε να βγει έξω αντί να κάτσει να διαβάσει όπως οι άλλες φοιτήτριες; Αφού ήταν αθλήτρια θα μπορούσε να παλέψει μαζί τους γιατί υπερέχει σωματικά απ’ αυτούς. Η καταγγέλλουσα εν τέλει, εκείνο το βράδυ έκανε μια επανάσταση, ήταν καλή μαθήτρια, καλή φοιτήτρια, καλή κόρη κι έκανε μια επανάσταση την οποία εν τέλει δεν άντεξε, το μετάνιωσε και γι’ αυτό το κατήγγειλε».

Σε αυτά τα επιχειρήματα, είτε υπαινικτικά, είτε ρητά, αναδύεται ένα πρότυπο γυναίκας που οφείλει να κάθεται σπίτι της αν δεν θέλει να βιαστεί. Η γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμα της στην πόλη ή στη διασκέδαση δεν εμπνέει τον ίδιο σεβασμό. Η γυναίκα που δεν θέλει να βιαστεί πρέπει να παλέψει και να φτάσει στην ιατροδικαστική υπηρεσία ματωμένη, ίσως και νεκρή για να αποδείξει ότι πάλεψε πολύ. Το να μην θέλει, το να μην παλέψει είτε γιατί πάγωσε, είτε γιατί δεν ήταν σε θέση να παλέψει ακυρώνει τη βία που έχει δεχτεί. Στο τέλος πέταξαν και μια φθηνή ψυχολογικοποίηση που σκιαγραφεί την προσωπικότητα της κοπέλας –πάντα αυθαίρετα και με το φίλτρο μιας ανδρικής αυθεντίας– σαν ένα κυκλοθυμικό πλάσμα που δεν εμφορείται από μια αίσθηση αυτεξούσιου, αλλά υποβάλλει τις επιθυμίες της στην κρίση των άλλων. Το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε βιασμός, αλλά συναινετική συνεύρεση.

Η δεύτερη υπόθεση είναι γνωστή. Έχει συμπυκνωθεί στη συνείδηση τουλάχιστον των γυναικών και των καταπιεσμένων υποκειμένων ως η «ντροπή της Αμαρύνθου» και μάλλον έτσι θα μείνει, όσες δικαστικές αποφάσεις κι αν εκδοθούν. Το 2006 μια 15χρονη μαθήτρια από τη Βουλγαρία κατήγγειλε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής τον βιασμό της στις τουαλέτες του σχολείου από τέσσερις συμμαθητές της. Το περιστατικό βιντεοσκοπήθηκε από τρεις συμμαθήτριες, αλλά το υλικό εξαφανίστηκε.

Όλες οι αντιθέσεις στην κλίμακα των «κοινωνικών αξιών» διασταυρώθηκαν σε αυτήν την υπόθεση και διαμόρφωσαν ένα ζοφερό πλαίσιο. Η κοπέλα συγκέντρωνε στο πρόσωπό της εκείνες τις ταυτότητες που καθιστούσαν το βίωμα και τον λόγο της «κατώτερο». Ήταν γυναίκα, μετανάστρια και φτωχή. Από την άλλη ήταν τα παιδιά των «καθωσπρέπει», ο γιος του αστυνομικού, ο γιος του καθηγητή. Κι εννοείται ότι η τοπική κοινωνία συντάχθηκε αναφανδόν με τον ισχυρό κι έπεσε να κατασπαράξει την «κόρη της Βουλγάρας».

Σε οδοιπορικό που έκανε το Βήμα στην Αμάρυνθο κατέγραψε τις εξής απόψεις κατοίκων: «Κι αν έγινε βιασμός δεν πειράζει. Μικρά είναι, θα ξεχάσουν». «Τι περιμένατε να κάνει η κόρη με το ποιόν της μητέρας». «Τα αγόρια είναι πολύ καλά παιδιά, φοβερά άτομα, από τις καλύτερες οικογένειες». Όταν μάλιστα πήγε μια ομάδα φεμινιστριών να διαδηλώσει στην περιοχή, κυνηγήθηκε από τους υπερασπιστές των «καλών παιδιών».

Το δικαστήριο το 2010 κατέληξε ότι «με τη θέλησή της η ενάγουσα προέβη στις πράξεις αυτές». Δεκάδες γυναικείες οργανώσεις συνυπέγραψαν στη συνέχεια ένα κείμενο με τίτλο «Το δικαστήριο δεν βρήκε την αλήθεια». Αυτό, βέβαια, που δεν έχει καταφέρει κανένα δικαστήριο πραγματικό, τηλεοπτικό ή συνοικιακό να εξηγήσει είναι για ποιο λόγο μια γυναίκα να ισχυριστεί ότι βιάστηκε, να θέσει τον εαυτό της στην ταπείνωση των εξετάσεων του κορμιού της, να απαντήσει στα κάθε λογής ερωτήματα, να μιλήσει και να ξαναμιλήσει δεκάδες φορές για το πώς κάποιος ή κάποιοι ισοπέδωσαν τη βούλησή της, να υπομένει καρτερικά τους νωχελικούς ρυθμούς των ελληνικών δικαστηρίων από διακοπή σε αναβολή, να ακούσει κάθε ανεκδιήγητο επιχείρημα σε βάρος της στην αρένα της δικαστικής αίθουσας, για ποιον λόγο να το κάνει αυτό αν δεν βιάστηκε; Για κανέναν απολύτως. Όλες οι γυναίκες που συμβιώνουμε με το άγχος της σεξουαλικής βίας, ξέρουμε πολύ καλά ότι καμία δεν θα έλεγε ψέματα για ένα τόσο πυρηνικό ζήτημα της ύπαρξης μας.

Οι ευάλωτες ομάδες σε ακόμα χειρότερη κατάσταση

Η Μαρία Αποστολάκη είναι δικηγόρος, συντονίστρια Νομικών Υπηρεσιών του Κέντρου Διοτίμα, που παρέχει ψυχοκοινωνική ενδυνάμωση και νομική εκπροσώπηση σε γυναίκες με χαμηλά εισοδήματα για θέματα έμφυλης βίας. «Υπάρχει ανοχή από την αστυνομία και τις αρχές στον βιασμό. Έχουμε ακούσει από γυναίκες ότι η αστυνομία τις αποθάρρυνε από το να καταγγείλουν τον βιασμό, επειδή είχαν περάσει ορισμένες μέρες.

Είχαμε χειριστεί μια υπόθεση καταγγελίας βιασμού από μια γυναίκα που εκδιδόταν.Την πλησίασε ένας άνδρας, η ίδια δεν ήθελε να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του, την έσυρε στο αυτοκίνητό του και τη βίασε. Στο δικαστήριο αυτό που λεγόταν ήταν ότι από τη στιγμή που η ίδια καλεί σε αγοραίο σεξ, πώς να μην θεωρεί ένας άνδρας ότι θέλει να συνεχίσει; Μόνος ένας δικαστής από τη σύνθεση παρενέβη υπέρ του θύματος. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν μόλις δύο χρόνια με αναστολή. Στην εξέταση στο δεύτερο βαθμό δεν ήταν καν παρούσα, γιατί είχε απογοητευτεί από την μέχρι τότε αντιμετώπιση.
Η ταυτότητα του θύματος μπαίνει ως παράμετρος στη δίκη. Αν δηλαδή δεν κουμπώνει με τη νόρμα του καθωσπρεπισμού, οι δικαστές είναι πολύ πιο ελαστικοί απέναντι στο έγκλημα που έχει διαπραχθεί».«Στις γυναίκες πρόσφυγες η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Ζώντας σε καταυλισμούς είναι διαρκώς εκτεθειμένες στον κίνδυνο σεξουαλικής βίας, γιατί δεν υπάρχει προστασία, οι δράστες είναι μέλη της κοινότητας, είναι ένας πληθυσμός σε μετακίνηση. Έχουμε μια περίπτωση ενός βιασμού που διαπράχθηκε στη Χίο, η γυναίκα έκανε την καταγγελία, βρίσκεται τώρα στην Αθήνα και η ανακρίτρια ακόμα προσπαθεί να εντοπίσει τον δράστη.

Ακόμα κι αν αυτή η ιστορία φτάσει στο ακροατήριο, είναι πολύ πιθανό αυτή η γυναίκα να έχει μετακινηθεί σε άλλη χώρα. Υπάρχει, όμως, πολιτισμική σχετικοποίηση της βίας: “Δεν θα λύσουμε εδώ τα προβλήματα που κουβαλάνε από τις χώρες τους”. Έχω ακούσει προσωπικά αυτήν την άποψη από εισαγγελέα σε νησί» επισημαίνει η κ. Αποστολάκη.Και αν μπορούμε να φανταστούμε με πόση δυσκολία θα κατήγγειλε έναν βιασμό μια γυναίκα που πληροί τα κοινωνικά κριτήρια μιας ορισμένης αποδοχής, τότε για γυναίκες που ζουν αποκλεισμένες η ευαλωτότητα πολλαπλασιάζεται. Υποψιαζόμαστε βάσιμα ότι κάποιες γυναίκες στη Μόρια όπως και ΛΟΑΤΚΙ πρόσφυγες βιάζονται, ότι οι τοξικοεξαρτημένες γυναίκες κακοποιούνται πολλαπλώς, ότι οι εργάτριες του σεξ αναμετριούνται με τον κίνδυνο, όπως επίσης και οι άστεγες, οι τρανς γυναίκες, οι κρατούμενες. Η Πολιτεία ως οντότητα έχει αποσυρθεί από την προστασία αυτών των υποκειμένων. Οι ζωές τους έχουν κατηγοριοποιηθεί ως εντελώς ανάξιες και περιττές.

Ένα παράδειγμα προς μίμηση

«Έχουμε κι ένα άλλο παράδειγμα που είναι ενθαρρυντικό. Μια γυναίκα που βιαζόταν κατ’ εξακολούθηση εντός γάμου. Τα παιδιά της που βρίσκονταν σε εφηβική ηλικία την παρότρυναν να αντιδράσει και ήρθε σε μας. Καταδικάστηκε κανονικά ο δράστης, γιατί είχε προηγηθεί πολλή δουλειά ώστε να αντεπεξέλθει. Είναι σημαντικό, γιατί μέχρι το 2006 ο βιασμός εντός γάμου δεν αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Ενίοτε είναι δύσκολο και για την ίδια τη γυναίκα να το συλλάβει ως βιασμό, πόσο μάλλον να το αναφέρει.

Τέτοιες αποφάσεις λειτουργούν ως υπόδειγμα και για άλλες γυναίκες, να πιστέψουν ότι μπορούν να ξεφύγουν από ένα κακοποιητικό περιβάλλον. Η στάση των αρχών παίζει σημαντικό ρόλο στο κατά πόσο τα θύματα θα νιώσουν ότι έχει νόημα αυτή η μάχη.Αυτή τη στιγμή στην αστυνομία δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό. Την καταγγελία μιας γυναίκας που έχει βιαστεί θα την εξετάσει ο αστυνομικός υπηρεσίας, ο οποίος πιθανότατα θα είναι άνδρας. Εμείς προτείνουμε διαρκώς την ανάγκη οι αρχές να λαμβάνουν μια θυματοκεντρική εκπαίδευση.

Το δικαστικό σώμα θα πρέπει να βλέπει τις υποθέσεις με μια φροντίδα. Να μην δίνει τη δυνατότητα να επιχειρηματολογεί η άλλη πλευρά με μισογυνικά επιχειρήματα. Όλοι δικαιούνται υπεράσπισης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τίθενται όρια.Συνήθως αφήνεται η πλευρά του κατηγορουμένου να αγορεύει με όσο υποτιμητικό ύφος θέλει. Το τι φόραγε ένα θύμα δεν θα έπρεπε από την έδρα να γίνεται δεκτό ως ερώτηση. Πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με το τι έκανε το θύμα. Δεν δικάζουμε τη γυναίκα. Χρειάζεται, λοιπόν, επιμόρφωση των αρχών, στελέχωση των υπηρεσιών –ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές έχουμε κρούσματα ακόμα και παραβίασης του πρωτοκόλλου εχεμύθειας με αποτέλεσμα να ειδοποιείται ο δράστης από την ίδια την αστυνομία– και να μην αυτοενοχοποιούνται οι ίδιες οι γυναίκες» υποστηρίζει η Μαρία Αποστολάκη.

Το όχι σημαίνει όχι, ακόμα κι όταν δεν λέγεται

Αν παραμερίσουμε τις μυθοπλαστικές κατασκευές και τα έμφυλα στερεότυπα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι το μοναδικό και ξεκάθαρο όριο για τον βιασμό είναι η συναίνεση. Οτιδήποτε στη σεξουαλική δραστηριότητα δεν εμπεριέχει τη συναίνεση του υποκειμένου, είναι βιασμός. Το ίδιο ισχύει και για πρακτικές που αν δεν υπάρχει συναίνεση μετατρέπουν μια σεξουαλική επαφή σε βιασμό, όπως η χρήση ναρκωτικών και ουσιών που μειώνουν τα αντανακλαστικά, η άρση μιας αρχικής συναίνεσης, η επιβολή μη χρήσης προφυλακτικού, η άρνηση συγκεκριμένων σεξουαλικών πρακτικών.

Δεν έχει καμία απολύτως σημασία τι φόραγε κάποια, αν φλέρταρε με τον δράστη, αν αρχικά είχε πει ναι και άλλαξε γνώμη, αν είχε έντονη σεξουαλική ζωή, αν πήγε βράδυ στο σπίτι του, αν περπατούσε μόνη της τη νύχτα. Τίποτα από αυτά δεν είναι απαγορευμένο. Είναι αναφαίρετα δικαιώματα. Το μοναδικό που έχει σημασία είναι ότι ΟΧΙ σημαίνει ΟΧΙ, είτε λέγεται ψιθυριστά, είτε λέγεται κραυγαλέα, είτε έχει αντίσταση, είτε μούδιασμα, είτε ακόμα κι αν δεν λέγεται γιατί έχουν ατονήσει οι όροι διαύγειας και αυτενέργειας, από συστολή, από φόβο, από οτιδήποτε. Αυτό πρέπει να εγχαραχθεί στην κοινωνική συνείδηση και στο νομοθετικό πλαίσιο.

Το 2014 τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) με στόχο τη διασφάλιση της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής των γυναικών χωρίς βία. Τα τελευταία πέντε χρόνια η αρμόδια επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών καλεί τα ευρωπαϊκά κράτη να εναρμονίσουν τη νομοθεσία τους για τον βιασμό με βάση τα διεθνή πρότυπα, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και να ορίσουν τον βιασμό με κριτήριο την απουσία συναίνεσης. Μόνο οκτώ ευρωπαϊκά κράτη το έχουν κάνει. Στην Ελλάδα, ενώ πρόσφατα κυρώθηκε η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ο ποινικός κώδικας παραμένει προσκολλημένος σε μια αναχρονιστική εννοιολόγηση που προϋποθέτει την άσκηση βίας ή απειλής.

Η Διεθνής Αμνηστία δημοσίευσε μία αναφορά που χαρτογραφεί τι συμβαίνει στα ευρωπαϊκά κράτη, όπου σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές εννέα εκατομμύρια γυναίκες έχουν υποστεί βιασμό. Η συντονίστρια εκστρατειών και δράσης του ελληνικού τμήματος, Ειρήνη Γαϊτάνου, συνοψίζει τα βασικότερα συμπεράσματα που προέκυψαν: «Η έκθεση αναδεικνύει την ατιμωρησία και την κουλτούρα κατηγορίας των θυμάτων βιασμού που επικρατεί […] μόλις 8 χώρες έχουν συμπεριλάβει στη νομοθεσία τους τον ορισμό του βιασμού με βάση τη συναίνεση.

Συγκεκριμένα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Γερμανία, η Κύπρος, το Βέλγιο, η Ισλανδία και η Σουηδία. Βιασμός δεν είναι μόνο όταν χρησιμοποιείται βία ή εξαναγκασμός. Βιασμός δεν είναι μόνο όταν η γυναίκα πει ΟΧΙ. Βιασμός είναι όταν η γυναίκα δεν έχει πει ΝΑΙ. Το πρόσφατο περιστατικό με τη δολοφονία της Ελένης στη Ρόδο, μετά από σεξουαλική επίθεση, μας επιβάλλει να αναμετρηθούμε και πάλι με την τραγική πραγματικότητα που επικρατεί σήμερα, σε κοινωνικό και νομικό επίπεδο.

Οι γυναίκες είναι αυτές που καλούνται να σηκώσουν το βάρος, τόσο της ίδιας της επίθεσης, όσο και των επακόλουθων, συμπεριλαμβανομένου του αγώνα για να γίνουν πιστευτές, της αναμέτρησης με σειρά προκαταλήψεων, και της ανάληψης του βάρους ενός πολλαπλού κοινωνικού στίγματος και περιθωριοποίησης. Αν μάλιστα αντισταθούν, συχνά καλούνται να το πληρώσουν με τη ζωή τους. Πρέπει επιτέλους να αλλάξει το άρθρο 336 του ελληνικού ποινικού κώδικα και να νομοθετηθεί ο ορισμός του βιασμού με βάση τη συναίνεση. Να ακουστούν οι φωνές και τα βιασμένα και δαρμένα σώματα των γυναικών σε όλη την Ευρώπη».

Σε ένα σύστημα πατριαρχίας που αντικειμενοποιεί τα σώματά μας και υποβαθμίζει την επιθυμία μας, είμαστε ρυθμισμένες από τα πρώτα μας βήματα να προσέχουμε, να μας δίνει συμβουλές η μητέρα μας να μην περπατάμε μόνες τα βράδια ή ο εναλλακτικός φίλος μας να μας προτρέπει να κάνουμε μαθήματα αυτοάμυνας. Όλο το πλέγμα νουθεσιών είναι προσανατολισμένο στο πώς θα οριοθετούμε την καθημερινότητά μας με τρόπους που δεν επιλέξαμε οι ίδιες.

Το αυτονόητο δικαίωμα στην ασφάλεια και τον σεβασμό της ύπαρξής μας, έχει κλαπεί. Θεωρείται υποχρέωσή μας να φροντίσουμε να μην βιαστούμε, να μην κακοποιηθούμε, να μην παρενοχληθούμε. Κι όσο και να προσέχουμε, η ανάσα τη βίας πάλι θα μας ακουμπήσει, γιατί ο κίνδυνος μπορεί να είναι μέσα στο σπίτι μας, στη δουλειά μας, στη σχολή μας, στην παρέα μας. Μπουχτίσαμε από τις συμβουλές. Δεν θέλουμε άλλες. Η κοινωνία πρέπει να εκπαιδεύσει αυτούς που κατέχουν το προνόμιο της ανδρικής επιβολής να μην βιάζουν, να μην κακοποιούν, να μην παρενοχλούν. Αυτό ζητούν οι γυναίκες που βγαίνουν μαζικά στους δρόμους. Να μην υπάρξει άλλη Ελένη. Δεν θέλουμε να είμαστε ούτε ήσυχες, ούτε βουβές, ούτε ηρωίδες. Θέλουμε να είμαστε ζωντανές και ελεύθερες.

*Οι γυναίκες που έχουν υποστεί βιασμό ή άλλες μορφές έμφυλης βίας μπορούν να καλούν στην τηλεφωνική γραμμή sos 15900 της Γενικής Γραμματείας Ισότητας για να λάβουν άμεσα συμβουλευτική υποστήριξη.


Πηγή:diotima.org.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου