Εισαγωγή
Ο Φ. Γ. Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898 στο μικρό χωριό της ‘Ανδαλουσίας Φουέντε Βακέρος, κοντά στη Γρανάδα και πέθανε το καλοκαίρι του 1936 (19 Αυγούστου) στις αρχές του εμφυλίου πολέμου της Ισπανίας, δολοφονημένος από τους φασίστες του Φράνκο στα περίχωρα της Γρανάδας. Ο θάνατος του είναι μπορούμε να πούμε συμβολικός, γιατί οί εγκληματίες που γνώρισε αργότερα όλη η Ευρώπη με την επικράτηση του ναζισμού, εγκαινιάζουν το έργο της καταπίεσης και του τρόμου με την δολοφονία ενός ποιητή που ακριβώς ενσάρκωνε το πνεύμα της ελευθερίας και που η ποίησή του ήταν μια συνεχής και φανατική άρνηση κάθε είδους τυραννίας.
Ό Λόρκα τόσο ένοιωθε συνδεδεμένος με τον τόπο της γέννησης του, ώστε σε κάτι σημειώσεις του αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά! «Αν μια μέρα χάρη στο Θεό δοξαστώ, η μισή δόξα μου θα οφείλεται στη Γρανάδα, που μ’ έκανε να γίνω το πλάσμα που είμαι: αμετάκλητα ποιητής από την γέννησή μου».
Και σε μια συνέντευξη του εξομολογείται: «αγαπώ περισσότερο απ’ όλα την απλότητα γιατί κατάγομαι από ένα χωριό πού ονομάζεται Φουέντε Βακέρος».
Τάκης Βαρβιτσιώτης
Σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Το απόβραδο λέει: Διψώ για σκοτάδι!
Κι εγώ, γι’ αστροφεγγιά, λέει το φεγγάρι.
Η κρουσταλλένια βρύση χείλη αποζητάει
και στεναγμούς ο άνεμος.
Μα εγώ διψώ γι’ αρώματα και γέλια,
διψώ για καινούρια τραγούδια
χωρίς φεγγάρια και κρίνους,
και χωρίς πεθαμένες αγάπες.
Για ένα τραγούδι αυγινό που να ταράξει
του μελλούμενου καιρού
τα βαλτονέρια. Και να γεμίσει μ’ ελπίδα
τα κύματα και το βούρκο τους.
Για ένα ολόφωτο γαληνεμένο τραγούδι
πλούσιο από στοχασμούς,
παρθένο από λύπες κι αγωνίες,
παρθένο κι από ονειροφαντασίες.
Τραγούδι ανάλαφρο που να πλημμύριζε
με γέλια τη σιωπή.
(Ωσάν κοπάδι από τυφλά περιστέρια
απολυμένα μέσ’ στο μυστήριο).
Τραγούδι που να ‘φτάνε ως την ψυχή των πραγμάτων,
ως την ψυχή των ανέμων
και να συγχωνευθεί στο τέλος με της αμνημόνευτης
καρδίας την ευφροσύνη.
«Βιβλίο ποιημάτων» 1921
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Το απόβραδο λέει: Διψώ για σκοτάδι!
Κι εγώ, γι’ αστροφεγγιά, λέει το φεγγάρι.
Η κρουσταλλένια βρύση χείλη αποζητάει
και στεναγμούς ο άνεμος.
Μα εγώ διψώ γι’ αρώματα και γέλια,
διψώ για καινούρια τραγούδια
χωρίς φεγγάρια και κρίνους,
και χωρίς πεθαμένες αγάπες.
Για ένα τραγούδι αυγινό που να ταράξει
του μελλούμενου καιρού
τα βαλτονέρια. Και να γεμίσει μ’ ελπίδα
τα κύματα και το βούρκο τους.
Για ένα ολόφωτο γαληνεμένο τραγούδι
πλούσιο από στοχασμούς,
παρθένο από λύπες κι αγωνίες,
παρθένο κι από ονειροφαντασίες.
Τραγούδι ανάλαφρο που να πλημμύριζε
με γέλια τη σιωπή.
(Ωσάν κοπάδι από τυφλά περιστέρια
απολυμένα μέσ’ στο μυστήριο).
Τραγούδι που να ‘φτάνε ως την ψυχή των πραγμάτων,
ως την ψυχή των ανέμων
και να συγχωνευθεί στο τέλος με της αμνημόνευτης
καρδίας την ευφροσύνη.
«Βιβλίο ποιημάτων» 1921
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ ΝΕΡΟΥ
Η θάλασσα
χαμογελάει μακρυάθε.
Κι είναι τα δόντια της αφρός,
τα χείλη της ουρανός.
-Μα τί πουλάς, εσύ θολή κοπέλλα,
με τα γυμνά σου στήθια στον αγέρα;
-Νερό της θάλασσας, αφέντη,
εγώ πουλώ.
-Τί κουβαλάς, αγόρι μελαψό,
με το αίμα σου ανακατωμένο;
-Νερό της θάλασσας, αφέντη,
κουβαλώ.
-Κι αυτά τα δάκρυα τ’ αρμυρά
πούθε έρχονται, μητέρα;
-Νερό της θάλασσας, αφέντη,
κλαίω εγώ.
-Και τούτη η πίκρα η βαρειά,
καρδιά μου πούθε να γεννιέται;
-Έχει πικράδα το νερό της θάλασσας,
περίσσια!
Η θάλασσα
χαμογελάει μακρυάθε.
Τα δόντια της αφρός,
τα χείλη της ουρανός.
«Βιβλίο ποιημάτων» 1921
Η θάλασσα
χαμογελάει μακρυάθε.
Κι είναι τα δόντια της αφρός,
τα χείλη της ουρανός.
-Μα τί πουλάς, εσύ θολή κοπέλλα,
με τα γυμνά σου στήθια στον αγέρα;
-Νερό της θάλασσας, αφέντη,
εγώ πουλώ.
-Τί κουβαλάς, αγόρι μελαψό,
με το αίμα σου ανακατωμένο;
-Νερό της θάλασσας, αφέντη,
κουβαλώ.
-Κι αυτά τα δάκρυα τ’ αρμυρά
πούθε έρχονται, μητέρα;
-Νερό της θάλασσας, αφέντη,
κλαίω εγώ.
-Και τούτη η πίκρα η βαρειά,
καρδιά μου πούθε να γεννιέται;
-Έχει πικράδα το νερό της θάλασσας,
περίσσια!
Η θάλασσα
χαμογελάει μακρυάθε.
Τα δόντια της αφρός,
τα χείλη της ουρανός.
«Βιβλίο ποιημάτων» 1921
ΓΗ
Προχωρούμε
πάνω σ’
έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ’ ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ’ αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε
τα μάτια
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.
«Σουίτα των καθρεφτών» 1921
Προχωρούμε
πάνω σ’
έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ’ ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ’ αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε
τα μάτια
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.
«Σουίτα των καθρεφτών» 1921
ΚΑΠΡΙΤΣΙΟ
Πίσω από κάθε καθρέφτη
είν’ ένα αστέρι νεκρό
κι ένα ουράνιο τόξο βρέφος
που κοιμάται.
Πίσω από κάθε καθρέφτη
είναι μια αιώνια γαλήνη
και μια φωλιά από σιωπές
που ποτέ δεν έφυγαν.
Ό καθρέφτης είναι η μούμια
της πηγής κλείνει
σαν όστρακο από φως
τη νύχτα.
Ό καθρέφτης
είναι μάνα-δροσιά
το βιβλίο που ανατέμνει
το λυκόφως, η ηχώ που έγινε σάρκα.
«Σουίτα των καθρεφτών» 1921
Πίσω από κάθε καθρέφτη
είν’ ένα αστέρι νεκρό
κι ένα ουράνιο τόξο βρέφος
που κοιμάται.
Πίσω από κάθε καθρέφτη
είναι μια αιώνια γαλήνη
και μια φωλιά από σιωπές
που ποτέ δεν έφυγαν.
Ό καθρέφτης είναι η μούμια
της πηγής κλείνει
σαν όστρακο από φως
τη νύχτα.
Ό καθρέφτης
είναι μάνα-δροσιά
το βιβλίο που ανατέμνει
το λυκόφως, η ηχώ που έγινε σάρκα.
«Σουίτα των καθρεφτών» 1921
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΡΟΛΟΓΙΩΝ
Έμπαινα στο δάσος
ιών ρολογιών,
φυλλώματα από τικ-τακ
τσαμπιά από καμπανούλες
και, κάτω από την πολλαπλή ώρα,
αστερισμοί εκκρεμών.
Οι μαύρες ίριδες
των νεκρών ωρών
οι μαύρες ίριδες
των ωρών παιδιών:
όλα είναι όμοια!
Και το χρυσάφι του έρωτα;
Εκεί δεν σημαίνει παρά μία ώρα.
Μια ώρα μονάχα!
Η ψυχρή ώρα!
«Το δάσος των ρολογιών» 1921
Έμπαινα στο δάσος
ιών ρολογιών,
φυλλώματα από τικ-τακ
τσαμπιά από καμπανούλες
και, κάτω από την πολλαπλή ώρα,
αστερισμοί εκκρεμών.
Οι μαύρες ίριδες
των νεκρών ωρών
οι μαύρες ίριδες
των ωρών παιδιών:
όλα είναι όμοια!
Και το χρυσάφι του έρωτα;
Εκεί δεν σημαίνει παρά μία ώρα.
Μια ώρα μονάχα!
Η ψυχρή ώρα!
«Το δάσος των ρολογιών» 1921
Η ΚΙΘΑΡΑ
Της κιθάρας το κλάμα
Αρχινάει.
Της χαραυγής οι κούπες
γίνονται κομμάτια.
Της κιθάρας το κλάμα
αρχινάει.
Ανώφελο
να την κάνεις να πάψει.
Αδύνατο
να την κάνεις να πάψει.
Κλαίει μονότονα
όπως κλαίει το νερό,
όπως κλαίει ο αγέρας
στο χιόνι που πέφτει.
Αδύνατο
να την κάνεις να πάψει.
Κλαίει για πράγματα
απόμακρα.
Άνεμος του Νότου καυτερός
που αποζητάει άσπρες καμέλιες.
Την άστοχη κλαίει σαΐτα,
το βράδυ που αύριο δεν έχει,
και το πρώτο πουλί πού πεθαίνει
στο κλωνάρι επάνω.
Ώ! κιθάρα!
Καρδιά βαρειά λαβωμένη
από πέντε σπαθιά.
«Βαθύ τραγούδι» 1921-1922
Της κιθάρας το κλάμα
Αρχινάει.
Της χαραυγής οι κούπες
γίνονται κομμάτια.
Της κιθάρας το κλάμα
αρχινάει.
Ανώφελο
να την κάνεις να πάψει.
Αδύνατο
να την κάνεις να πάψει.
Κλαίει μονότονα
όπως κλαίει το νερό,
όπως κλαίει ο αγέρας
στο χιόνι που πέφτει.
Αδύνατο
να την κάνεις να πάψει.
Κλαίει για πράγματα
απόμακρα.
Άνεμος του Νότου καυτερός
που αποζητάει άσπρες καμέλιες.
Την άστοχη κλαίει σαΐτα,
το βράδυ που αύριο δεν έχει,
και το πρώτο πουλί πού πεθαίνει
στο κλωνάρι επάνω.
Ώ! κιθάρα!
Καρδιά βαρειά λαβωμένη
από πέντε σπαθιά.
«Βαθύ τραγούδι» 1921-1922
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου