Μενέλαος Λουντέμης
Η ψυχή τρέμει μες στη θήκη της – ανώριμη ακόμα να πετάξει. Μα μια και δεν είμαστε από κερί και μια και πρέπει να πετάξουμε, ας πετάξουμε. Αν περίμενε ο άνθρωπος να γίνει πουλί για να πετάξει, τότε δεν θα πετούσε ποτέ. Μπορεί να γίνει υπεράνθρωπος ή λύκος – είναι δυνατά και τα δύο – μα πουλί, όχι, δε θα γίνει ποτέ.
Η ζωή είναι μεγαλύτερη από έναν τάφο.
Η ναζιστική νεολαία, που η πρώτη φιλοδοξία του οδηγητή της ήταν να την αποθηριώσει, είχε πια ωριμάσει. Είχε φτάσει στην απόλυτη βαρβαρότητα. Και το πρώτο χαρακτηριστικό της απόλυτης βαρβαρότητας είναι η ανανδρία, η κατασπάραξη του αδύνατου ανθρώπου, η περιφρόνηση της ξένης ζωής. Πρέπει λοιπόν να τα αφήσουμε όλα και να σώσουμε τις ζωές μας. Μα είμαστε πολύ σκόρπιοι και δεν φαίνεται από πουθενά καμία σωτηρία. Ο πόλεμος άρχισε κιόλας να βράζει μες στις σκοτεινές συνειδήσεις εκείνων που τον ετοιμάζουνε.
Ποιο θα ήταν το παντοδύναμο εκείνο κίνητρο που θα κάνει τον ταπεινό υπαλληλάκο, τον ονειροπαρμένο φοιτητή, τον ερμητικό επιστήμονα, τον απλοϊκό ζευγολάτη… να τ’ αφήσει όλα… όλα -το αλέτρι, το μυστρί, τα βιβλία – και να κάνει επάγγελμά του την καταστροφή; Για να μπορέσει να το κάνει αυτό θα ‘πρεπε να φωλιάσει στη συνείδησή του κάτι πιο πολύ απ’ όλα… Πιο μεγάλο απ’ τη ζωή, πιο τίμιο απ’ τη δουλειά, πιο γλυκό απ’ την αγάπη. Ποιό μπορεί να είναι αυτό;
Ο σοφός του το είπε με δυο λόγια.
– Το κήρυγμα της φυλετικής υπεροχής.
Γιατί κάθε καινούργια λάμψη μιας τουφεκιάς έσβηνε και λίγο απ’ το φως του κόσμου.
Σ’αυτές τις στιγμές δεν υπάρχει το «όλοι εκτός από μένα…». Γιατί το «εκτός από μένα» σημαίνει κανένας. Αν ο καθένας χωριστά πει «ας λιποτακτήσουν όλοι, εγώ θα πάω…» τότε θα πάμε όλοι. Ρηχά μαθηματικά… μα χρήσιμα.
Τέτοιοι θυμοί, τόσο γερά μπολιασμένοι, δεν τελειώνουν ούτε με τη νίκη. Τελειώνουν μόνο με την αυτοκαταστροφή του θυμωμένου, όπως συμβαίνει και με τη λύσσα.
Να είσαι όμως βέβαιος ότι θα νικήσουμε αργότερα. Πρέπει οπωσδήποτε η μάχη αυτή να χαθεί. Δε θα είναι καταστροφή… Καταστροφή τελειωτική θα ήταν να νικηθούμε χωρίς μάχη. Πρέπει να δώσουμε αυτή την πρώτη μάχη για να εξασφαλίσουμε τις επόμενες. Αν δεν δώσουμε τώρα ούτε μία… δεν θα δώσουμε ποτέ καμία.
Όποιος φκιάνει πλούτο για τον εαυτό του φτιάχνει φτώχεια για τους άλλους. Έτσι είναι.
Ευχαριστώ σε, ομορφιά… είπε μέσα του. Και μην ανήκεις πρόσεξε να μην ανήκεις σε κανένανε… Γιατί μόλις η ομορφιά γίνει ιδιοκτήτρια ενός, τη χάνει ολόκληρος ο κόσμος.
Ψέμα… ψέμα!… Είναι ένας «λαδόνε», ένας χωρίς τιμή, χωρίς καρδιά, χωρίς τίποτα, μα τίποτα… τίποτα… θα το ξετρελάνει καλά – καλά κείνο το κορίτσι του βιβλίου, θα του πάρει την καρδιά του, τον ύπνο του, την εμπιστοσύνη του, κι ύστερα θα το βάλει να περιμένει σε μία κολόνα στο Σαν Φρανσίσκο, και δε θα ‘ρθει! Δε θα ‘ρθει σαν τον τελευταίο ληστή…
"Ωστόσο πού ακούστηκε να σου δείχνουν τους εχθρούς σου οι άλλοι; Άνθρωποι που ποτέ δε γνώρισες, δεν έβλαψες, πώς τα κατάφεραν να γίνουν εχθροί σου; Ναι, αλλά... βλάπτουν τον Πολιτισμό...σου λένε. Και τι είναι ο Πολιτισμός; Παππούς μας, για να προσβληθώ και να πάω να τους τιμωρήσω; Όποιος το πήρε για... προσωπική του προσβολή ας πάει να τους ζητήσει το λόγο. Όσο για μένα καμιά διάθεση δεν έχω να πάω να γαζώσω με το πολυβόλο μου άγνωστα κορμιά...μόνο και μόνο γιατί είναι Βόρειοι! Μα κι εμείς Βόρειοι δεν είμαστε - έτσι δε μας λένε; Βορειοαμερικάνους. Έτσι δε μας λένε;...Λοιπόν;...Θα θέλαμε να 'ρθούνε σε μας και να μας σκοτώσουν;..............
Η ζωή είναι μεγαλύτερη από έναν τάφο.
Η ναζιστική νεολαία, που η πρώτη φιλοδοξία του οδηγητή της ήταν να την αποθηριώσει, είχε πια ωριμάσει. Είχε φτάσει στην απόλυτη βαρβαρότητα. Και το πρώτο χαρακτηριστικό της απόλυτης βαρβαρότητας είναι η ανανδρία, η κατασπάραξη του αδύνατου ανθρώπου, η περιφρόνηση της ξένης ζωής. Πρέπει λοιπόν να τα αφήσουμε όλα και να σώσουμε τις ζωές μας. Μα είμαστε πολύ σκόρπιοι και δεν φαίνεται από πουθενά καμία σωτηρία. Ο πόλεμος άρχισε κιόλας να βράζει μες στις σκοτεινές συνειδήσεις εκείνων που τον ετοιμάζουνε.
Ποιο θα ήταν το παντοδύναμο εκείνο κίνητρο που θα κάνει τον ταπεινό υπαλληλάκο, τον ονειροπαρμένο φοιτητή, τον ερμητικό επιστήμονα, τον απλοϊκό ζευγολάτη… να τ’ αφήσει όλα… όλα -το αλέτρι, το μυστρί, τα βιβλία – και να κάνει επάγγελμά του την καταστροφή; Για να μπορέσει να το κάνει αυτό θα ‘πρεπε να φωλιάσει στη συνείδησή του κάτι πιο πολύ απ’ όλα… Πιο μεγάλο απ’ τη ζωή, πιο τίμιο απ’ τη δουλειά, πιο γλυκό απ’ την αγάπη. Ποιό μπορεί να είναι αυτό;
Ο σοφός του το είπε με δυο λόγια.
– Το κήρυγμα της φυλετικής υπεροχής.
Γιατί κάθε καινούργια λάμψη μιας τουφεκιάς έσβηνε και λίγο απ’ το φως του κόσμου.
Σ’αυτές τις στιγμές δεν υπάρχει το «όλοι εκτός από μένα…». Γιατί το «εκτός από μένα» σημαίνει κανένας. Αν ο καθένας χωριστά πει «ας λιποτακτήσουν όλοι, εγώ θα πάω…» τότε θα πάμε όλοι. Ρηχά μαθηματικά… μα χρήσιμα.
Τέτοιοι θυμοί, τόσο γερά μπολιασμένοι, δεν τελειώνουν ούτε με τη νίκη. Τελειώνουν μόνο με την αυτοκαταστροφή του θυμωμένου, όπως συμβαίνει και με τη λύσσα.
Να είσαι όμως βέβαιος ότι θα νικήσουμε αργότερα. Πρέπει οπωσδήποτε η μάχη αυτή να χαθεί. Δε θα είναι καταστροφή… Καταστροφή τελειωτική θα ήταν να νικηθούμε χωρίς μάχη. Πρέπει να δώσουμε αυτή την πρώτη μάχη για να εξασφαλίσουμε τις επόμενες. Αν δεν δώσουμε τώρα ούτε μία… δεν θα δώσουμε ποτέ καμία.
Όποιος φκιάνει πλούτο για τον εαυτό του φτιάχνει φτώχεια για τους άλλους. Έτσι είναι.
Ευχαριστώ σε, ομορφιά… είπε μέσα του. Και μην ανήκεις πρόσεξε να μην ανήκεις σε κανένανε… Γιατί μόλις η ομορφιά γίνει ιδιοκτήτρια ενός, τη χάνει ολόκληρος ο κόσμος.
Ψέμα… ψέμα!… Είναι ένας «λαδόνε», ένας χωρίς τιμή, χωρίς καρδιά, χωρίς τίποτα, μα τίποτα… τίποτα… θα το ξετρελάνει καλά – καλά κείνο το κορίτσι του βιβλίου, θα του πάρει την καρδιά του, τον ύπνο του, την εμπιστοσύνη του, κι ύστερα θα το βάλει να περιμένει σε μία κολόνα στο Σαν Φρανσίσκο, και δε θα ‘ρθει! Δε θα ‘ρθει σαν τον τελευταίο ληστή…
"Ωστόσο πού ακούστηκε να σου δείχνουν τους εχθρούς σου οι άλλοι; Άνθρωποι που ποτέ δε γνώρισες, δεν έβλαψες, πώς τα κατάφεραν να γίνουν εχθροί σου; Ναι, αλλά... βλάπτουν τον Πολιτισμό...σου λένε. Και τι είναι ο Πολιτισμός; Παππούς μας, για να προσβληθώ και να πάω να τους τιμωρήσω; Όποιος το πήρε για... προσωπική του προσβολή ας πάει να τους ζητήσει το λόγο. Όσο για μένα καμιά διάθεση δεν έχω να πάω να γαζώσω με το πολυβόλο μου άγνωστα κορμιά...μόνο και μόνο γιατί είναι Βόρειοι! Μα κι εμείς Βόρειοι δεν είμαστε - έτσι δε μας λένε; Βορειοαμερικάνους. Έτσι δε μας λένε;...Λοιπόν;...Θα θέλαμε να 'ρθούνε σε μας και να μας σκοτώσουν;..............
«Ο πόλεμος τελείωσε μιαν άνοιξη που τα λουλούδια φοβήθηκαν να ξεμυτίσουν στην ώρα τους. Καπνοί ανέβαιναν από παντού και μουντζούρωναν τον ουρανό. Οι κακούργοι που άρχισαν τη σφαγή δεν έβρισκαν όρθιο σπίτι ούτε και για να κρυφτούν. Το αίμα που χύθηκε φώναζε σ' όλες τις γλώσσες, ζητούσε εκδίκηση. Να τιμωρηθούν οι ένοχοι, και σκληρά –μα ποιο το κέρδος για τους ζωντανούς; Οι δώδεκα αγχόνες της Νυρεμβέργης ήταν μια μινιατούρα μπροστά στα δάση από αγχόνες που σκόρπισαν κείνοι σ' όλη τη γη.
Η έκταση της καταστροφής αποκαλύφθηκε σαν σώπασε και η τελευταία τουφεκιά. Μόνο τότε μπόρεσε να ακουστεί ο μεγάλος θρήνος. Οι δρόμοι που άνθιζαν οι δεντροστοιχίες γέμισαν αίμα και καπνό. Στην αρχή σκότωναν από μίσος, ύστερα από καθήκον, πιο ύστερα από συνήθεια και στο τέλος από τρέλα. Σκότωναν από ιερή υποχρέωση, με αταραξία και φλέγμα. Σταματούσαν μόνο από κούραση ή από αφηρημάδα. Όταν λοιπόν σηκώθηκε ο καπνός και αποκαλύφθηκε σ' όλη του την έκταση το δράμα, οι φρένες πέρασαν την πιο μεγάλη τους δοκιμασία και χρειάστηκε πολλή πάλη για να μη λυθούν και σκορπίσουν...."
Η έκταση της καταστροφής αποκαλύφθηκε σαν σώπασε και η τελευταία τουφεκιά. Μόνο τότε μπόρεσε να ακουστεί ο μεγάλος θρήνος. Οι δρόμοι που άνθιζαν οι δεντροστοιχίες γέμισαν αίμα και καπνό. Στην αρχή σκότωναν από μίσος, ύστερα από καθήκον, πιο ύστερα από συνήθεια και στο τέλος από τρέλα. Σκότωναν από ιερή υποχρέωση, με αταραξία και φλέγμα. Σταματούσαν μόνο από κούραση ή από αφηρημάδα. Όταν λοιπόν σηκώθηκε ο καπνός και αποκαλύφθηκε σ' όλη του την έκταση το δράμα, οι φρένες πέρασαν την πιο μεγάλη τους δοκιμασία και χρειάστηκε πολλή πάλη για να μη λυθούν και σκορπίσουν...."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου