Κόσμος
Ο Τζόζεφ Μακάρθι υπήρξε ένας ασήμαντος αμερικανός πολιτικός, που θα παρέμενε στην ανωνυμία, αν δεν οργάνωνε το μεγαλύτερο κυνήγι μαγισσών του 20ού αιώνα, την δεκαετία του '50. Με τις εντυπωσιακές αλλά αναπόδεικτες κατηγορίες που διατύπωσε για υποτιθέμενη κομμουνιστική διείσδυση και υπονομευτική δραστηριότητα στις κρατικές δομές των ΗΠΑ, καλλιέργησε ένα κλίμα εκφοβισμού και κατασυκοφάντησης πολιτών απλά και μόνο για τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.
Το όνομά του έγινε πολιτικός όρος («μακαρθισμός») και λήμμα σε λεξικό κάθε γλώσσας και σημαίνει κάθε πρακτική πολιτικών διώξεων εις βάρος πολιτών και συγκεκριμένων πεποιθήσεων με την καλλιέργεια κλίματος εκφοβισμού και με την κατασυκοφάντησή τους . Ο ίδιος μάλιστα, στο πλαίσιο μιας ομιλίας στη γενέτειρά του το 1952, είχε πει ότι «ο μακαρθισμός είναι αμερικανισμός με τα μανίκια σηκωμένα» και κανείς από το ακροατήριό του δεν τόλμησε να του φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Ίσως γιατί όλοι φοβούνταν μήπως κατηγορηθούν «ως ένοχοι απείθειας προς το Κογκρέσο»,«ως μη συνεργάσιμοι» και γενικά «ως επικίνδυνα κομμουνιστικά στοιχεία».
Ο Τζόζεφ Ρέιμοντ Μακάρθι γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1908 στο Άπλτον της πολιτείας Ουισκόνσιν. Ήταν το πέμπτο από τα επτά παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας με ιρλανδικές ρίζες. Στα 14 του εγκατέλειψε το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένειά του. Επανήλθε όμως και αποφοίτησε σε ηλικία 20 ετών. Στην συνέχεια ξεκίνησε να σπουδάσει ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος, αλλά αρκετά γρήγορα άλλαξε κατεύθυνση σπουδάζοντας νομικά. Εργάστηκε για λίγο ως δικηγόρος και το 1940 εκλέχτηκε πολιτειακός δικαστής του Ουισκόνσιν με εξαετή θητεία.
Μετά την εμπλοκή των Αμερικανών στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, παραιτήθηκε από δικαστής το 1942 και κατατάχθηκε ως εθελοντής στο Σώμα των Πεζοναυτών. Μετά την αφυπηρέτηση τον Φεβρουάριο του 1945 αναμίχθηκε στην πολιτική με την σημαία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και στις προκριματικές εκλογές του επόμενου χρόνου για την Γερουσία επικράτησε ανέλπιστα του εσωκομματικού του αντιπάλου γερουσιαστή Ρόμπερτ Λα Φολέτ. Τον κατηγόρησε ότι δεν στρατεύτηκε (αν και ήταν 46 ετών) και ότι πλούτισε την στιγμή που αυτός πολεμούσε στα μέτωπα του πολέμου. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την εκλογή του, καθώς κέρδισε άνετα τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1946.
Ο Μακάρθι παρέμεινε αφανής μέχρι τον Φεβρουάριο του 1950, οπότε η κατηγορία που έκανε δημόσια ότι 205 κομμουνιστές είχαν διεισδύσει στο υπουργείο Εξωτερικών προκάλεσε θύελλα και τον έφερε στην πρώτη γραμμή τής δημοσιότητας σε ολόκληρη τη χώρα. Παρ’ όλο που κατά την κατάθεσή του ενώπιον τής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων τής Γερουσίας δεν κατόρθωσε να αναφέρει το όνομα ούτε ενός κομμουνιστή που να υπηρετούσε σε κυβερνητικό τομέα, εξασφάλισε την λαϊκή υποστήριξη για τις δημόσιες κατηγορίες του, καλλιεργώντας τους φόβους και τις ανησυχίες ενός λαού (το περιώνυμο «Great Red Scare»), που είχε κουραστεί από τον πόλεμο τής Κορέας και είχε τρομάξει από την κομμουνιστική επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα.
Ο Τζόζεφ Μακάρθι υπήρξε ένας ασήμαντος αμερικανός πολιτικός, που θα παρέμενε στην ανωνυμία, αν δεν οργάνωνε το μεγαλύτερο κυνήγι μαγισσών του 20ού αιώνα, την δεκαετία του '50. Με τις εντυπωσιακές αλλά αναπόδεικτες κατηγορίες που διατύπωσε για υποτιθέμενη κομμουνιστική διείσδυση και υπονομευτική δραστηριότητα στις κρατικές δομές των ΗΠΑ, καλλιέργησε ένα κλίμα εκφοβισμού και κατασυκοφάντησης πολιτών απλά και μόνο για τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.
Το όνομά του έγινε πολιτικός όρος («μακαρθισμός») και λήμμα σε λεξικό κάθε γλώσσας και σημαίνει κάθε πρακτική πολιτικών διώξεων εις βάρος πολιτών και συγκεκριμένων πεποιθήσεων με την καλλιέργεια κλίματος εκφοβισμού και με την κατασυκοφάντησή τους . Ο ίδιος μάλιστα, στο πλαίσιο μιας ομιλίας στη γενέτειρά του το 1952, είχε πει ότι «ο μακαρθισμός είναι αμερικανισμός με τα μανίκια σηκωμένα» και κανείς από το ακροατήριό του δεν τόλμησε να του φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Ίσως γιατί όλοι φοβούνταν μήπως κατηγορηθούν «ως ένοχοι απείθειας προς το Κογκρέσο»,«ως μη συνεργάσιμοι» και γενικά «ως επικίνδυνα κομμουνιστικά στοιχεία».
Ο Τζόζεφ Ρέιμοντ Μακάρθι γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1908 στο Άπλτον της πολιτείας Ουισκόνσιν. Ήταν το πέμπτο από τα επτά παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας με ιρλανδικές ρίζες. Στα 14 του εγκατέλειψε το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένειά του. Επανήλθε όμως και αποφοίτησε σε ηλικία 20 ετών. Στην συνέχεια ξεκίνησε να σπουδάσει ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος, αλλά αρκετά γρήγορα άλλαξε κατεύθυνση σπουδάζοντας νομικά. Εργάστηκε για λίγο ως δικηγόρος και το 1940 εκλέχτηκε πολιτειακός δικαστής του Ουισκόνσιν με εξαετή θητεία.
Μετά την εμπλοκή των Αμερικανών στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, παραιτήθηκε από δικαστής το 1942 και κατατάχθηκε ως εθελοντής στο Σώμα των Πεζοναυτών. Μετά την αφυπηρέτηση τον Φεβρουάριο του 1945 αναμίχθηκε στην πολιτική με την σημαία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και στις προκριματικές εκλογές του επόμενου χρόνου για την Γερουσία επικράτησε ανέλπιστα του εσωκομματικού του αντιπάλου γερουσιαστή Ρόμπερτ Λα Φολέτ. Τον κατηγόρησε ότι δεν στρατεύτηκε (αν και ήταν 46 ετών) και ότι πλούτισε την στιγμή που αυτός πολεμούσε στα μέτωπα του πολέμου. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την εκλογή του, καθώς κέρδισε άνετα τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1946.
Ο Μακάρθι παρέμεινε αφανής μέχρι τον Φεβρουάριο του 1950, οπότε η κατηγορία που έκανε δημόσια ότι 205 κομμουνιστές είχαν διεισδύσει στο υπουργείο Εξωτερικών προκάλεσε θύελλα και τον έφερε στην πρώτη γραμμή τής δημοσιότητας σε ολόκληρη τη χώρα. Παρ’ όλο που κατά την κατάθεσή του ενώπιον τής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων τής Γερουσίας δεν κατόρθωσε να αναφέρει το όνομα ούτε ενός κομμουνιστή που να υπηρετούσε σε κυβερνητικό τομέα, εξασφάλισε την λαϊκή υποστήριξη για τις δημόσιες κατηγορίες του, καλλιεργώντας τους φόβους και τις ανησυχίες ενός λαού (το περιώνυμο «Great Red Scare»), που είχε κουραστεί από τον πόλεμο τής Κορέας και είχε τρομάξει από την κομμουνιστική επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα.
Όταν επανεκλέχθηκε γερουσιαστής το 1952, εξασφάλισε την προεδρία της Επιτροπής Κυβερνητικών Ενεργειών τής Γερουσίας και της μόνιμης ανακριτικής υποεπιτροπής της. Κατά τα επόμενα δύο έτη, ενήργησε έρευνες σε διάφορα υπουργεία και ανέκρινε αναρίθμητους μάρτυρες, χωρίς όμως να κατορθώσει να αποδείξει τίποτε για οποιονδήποτε. Πάντως η πειστικά διατυπωμένες κατηγορίες οδήγησαν πολλούς ανθρώπους εκτός υπηρεσίας,ενώ για άλλους έμεινε η λαϊκή καταδίκη και το δημόσιο στίγμα.
Στο μεταξύ, κυβερνητικές υπηρεσίες με λιγότερο επιδεικτική δράση ανακάλυψαν πράγματι περιπτώσεις κομμουνιστικής διείσδυσης και άσκησαν διώξεις.
Οι επιθέσεις του Μακάρθι έφθασαν και σε κατηγορίες εναντίον του προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και άλλων Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών ηγετών. Η επιρροή του όμως μειώθηκε αισθητά το 1954 μετά τη θεαματική επί 36 ημέρες εξέταση Αμερικανών αξιωματικών και διοικητικών λειτουργών με βάση τις κατηγορίες που είχε εκτοξεύσει ο Μακάρθι εναντίον τους, εξέταση η οποία αποκάλυψε τη βάναυση και εξοργιστική τακτική ανακρίσεων που εφάρμοζε.
Όταν οι Ρεπουμπλικανοί έχασαν την πλειοψηφία στη Γερουσία, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου του 1954, ο Μακάρθι αντικαταστάθηκε στην προεδρία της ανακριτικής επιτροπής και λίγο αργότερα η Γερουσία προέβη στην επίσημη καταδίκη του.
Ο Τζόζεφ Μακάρθι πέθανε στις 2 Μαΐου 1957 στο Ναυτικό Νοσοκομείο Μπιθέσντα της Ουάσινγκτον, από οξεία ηπατίτιδα άγνωστης αιτιολογίας, σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν. Ο Τύπος έγραψε ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε αλκοολισμό, γεγονός που επιβεβαίωσαν αργότερα οι βιογράφοι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου