Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

ΝΙΚΟΣ ΓΙΟΥΤΣΟΣ Εβαλε τη σφραγίδα του σε μια ολόκληρη εποχή

Ελλάδα



Η ζωή του θρύλου των γηπέδων, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή πριν λίγες μέρες, σε ηλικία 81 ετών | Από το χωριό των ανταρτών στην Καστοριά και τη ΛΔ Ουγγαρίας ...στις επελάσεις του στα ελληνικά γήπεδα

«Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Ολοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι, γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες, όπως "παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις" και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν!».

Με αυτά τα λόγια, σε συνέντευξή του, ο Νίκος Γιούτσος είχε περιγράψει ένα μέρος της αντιμετώπισης που δεχόταν όταν με τις γνωστές επελάσεις του διέπρεπε στα ελληνικά γήπεδα, φτάνοντας να αναδειχθεί σε μία από τις σπουδαιότερες μορφές που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο σπουδαίος παλαίμαχος παίκτης πέρασε στην Ιστορία την περασμένη Τρίτη, 8 Νοέμβρη, σε ηλικία 81 ετών. Τον τελευταίο καιρό νοσηλευόταν σε ΜΕΘ, εξαιτίας προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και τα οποία είχαν επιδεινωθεί εδώ και περίπου έναν μήνα.

Μαζί με τον Νίκο Γιούτσο «έφυγε» και μια ολόκληρη εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου, στην οποία ο ίδιος φρόντισε να βάλει τη δική του σφραγίδα σε αγωνιστικό επίπεδο, φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού για μια δεκαετία, από το 1964 μέχρι το 1974 (μέχρι να κλείσει την καριέρα του στον Εθνικό) αλλά και αυτή της Εθνικής Ελλάδας. Αφησε άλλωστε το αποτύπωμά του με τις επελάσεις του στις αντίπαλες άμυνες, που τον έκαναν σύνθημα στα στόματα των φιλάθλων, με τη φράση «Εμπαινε Γιούτσο». Αυτή η ορμή χαρακτήρισε τον Νίκο Γιούτσο στη ζωή του και στην πορεία του μέχρι την καταξίωση στην ελληνική πραγματικότητα, απέναντι σε μια σειρά από δυσκολίες.

Από τις αντάρτικες κορυφές ...στην κορυφή


Η πορεία της ζωής του Νίκου Γιούτσου έμελλε να είναι παράλληλη με την κορυφαία στιγμή του ταξικού αγώνα στην Ελλάδα, τη συγκρότηση του ΔΣΕ και την τρίχρονη εποποιία του, καθώς και όσα την ακολούθησαν για τους μαχητές του, τους οπαδούς του και τις οικογένειές τους μετά το 1949. Ο ίδιος γεννήθηκε στις 16/4/1941 στο Μακροχώρι Καστοριάς, ένα αντάρτικο χωριό που βομβαρδίστηκε ανελέητα από τις δυνάμεις του αστικού στρατού και των Αμερικανών συμμάχων του. Γι' αυτό οι αντάρτες του ΔΣΕ, σε συνεννόηση με γονείς, πήραν 219 παιδιά από το χωριό και τα μετακίνησαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, όπου θα ήταν ασφαλή. Ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά ήταν και ο Νίκος Γιούτσος με την αδερφή του.

Σε δηλώσεις του στην εφημερίδα «Φως των Σπορ», χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα και θυμούμενος τη ζωή του στη ΛΔ Ουγγαρίας, έδωσε τη δική του απάντηση για τη μετάβαση εκεί και τη λάσπη του αστικού μύθου περί «παιδομαζώματος», τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Το χωριό μου ήταν έξω από την Καστοριά, το Μακροχώρι. Ηταν ανταρτοκρατούμενα μέρη αυτά. Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί! Μας πήρανε για να μη σκοτωθούμε, γιατί μας βομβαρδίζανε. Και είπαν ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα γυρίζαμε πίσω... (χαμογελάει). Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός».

Παράλληλα εκθείαζε τις συνθήκες που συνάντησε, αρχικά ως μικρό παιδί και αργότερα σε μεγαλύτερη ηλικία στη ΛΔ Ουγγαρίας, όσον αφορά την περίθαλψη, τη μόρφωση, τις παροχές. «Μέναμε σε κάτι σαν ορφανοτροφείο, αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρ. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στην μπάλα. Στην Εκπαίδευση, στον Αθλητισμό, έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά!», είχε πει.

Στις συνθήκες στην Ουγγαρία αναφέρθηκε και σε άλλες δηλώσεις, μιλώντας για τις τάσεις επιστροφής στη ΛΔ Ουγγαρίας που του προκάλεσαν οι δυσκολίες που συνάντησε στην Ελλάδα. Μεγάλη σημασία είχαν παίξει οι συνθήκες που συνάντησε στο ποδόσφαιρο και στον αθλητισμό, οι οποίες του προκάλεσαν σοκ: «Είχα μάθει άλλο ποδόσφαιρο, έπαιζα άλλο ποδόσφαιρο. Οταν πρωτοήρθα εδώ, έπαθα σοκ... Είδα ένα χάλι και ήθελα να φύγω! Δεν είχε νορμάλ γήπεδα εδώ. Δεν είχαμε σοβαρό χορτάρι. Δεν είχαμε, καλά - καλά, νορμάλ ποδοσφαιρικά παπούτσια. Υπήρχαν μεγάλες διαφορές με την Ουγγαρία τότε».

Το «ουγγρικό άτι»

Οι επελάσεις του Ν. Γιούτσου προς την αντίπαλη άμυνα έγιναν σύνθημα στις τάξεις των φιλάθλων


Ο Νίκος Γιούτσος ή Μικλς Γιούτσοφ (Mikls Jucsov) όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία - έχει βρεθεί καταγεγραμμένος και ως Νικολάι Γιουτσόφ (Nikolay Jucsov) στα αρχεία της Ουγγρικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας - ξεχώρισε από νωρίς για τις ποδοσφαιρικές του αρετές, στις αλάνες του χωριού Μπελογιάννης, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες από την Ελλάδα, και αργότερα με την προσφυγική ομάδα «Ολυμπος». Το ταλέντο του τράβηξε τα βλέμματα των Ούγγρων υπεύθυνων, κάτι που έφερε τη μεταγραφή του στην Τσέπελ, ομάδα δεύτερης κατηγορίας του ουγγρικού ποδοσφαίρου, την οποία οδήγησε στην άνοδο και μετέπειτα σε σημαντικές επιτυχίες στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας, πετυχαίνοντας 11 γκολ τη διετία 1963 - 1964. Εχοντας αρχίσει να βάζει τη σφραγίδα του στα του ουγγρικού ποδοσφαίρου, κέντρισε το ενδιαφέρον του Ελληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη, ο οποίος γνώριζε την καταγωγή του. Ακολούθησε μια σειρά επαφών και τελικά το 1964 πραγματοποιήθηκε η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό, με μεσολαβητή τον Μανώλη Γλέζο, προλαβαίνοντας την ΑΕΚ, που επίσης είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτησή του.

Τα προβλήματα και η καταξίωση

Ωστόσο ο δρόμος της επιστροφής του στην Ελλάδα είχε αρκετές δυσκολίες και εμπόδια. Το ελληνικό ΥΠΕΞ δυσκολευόταν να δώσει βίζα στον Γιούτσοφ, καθώς βρισκόταν σε ισχύ η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων, και ιδιαίτερα σλαβομακεδονικής καταγωγής. Γι' αυτόν τον λόγο ο Ολυμπιακός τον έφερε με διαβατήριο μίας χρήσης, με το όνομα Γιούτσος, κάτι που του έδωσε και το δικαίωμα να αγωνιστεί στην Εθνική. Από την άλλη, ο ίδιος θεώρησε ότι από πλευράς παραγόντων του Ολυμπιακού δεν τηρήθηκαν κάποιες σημαντικές υποσχέσεις που του είχαν δοθεί και προσπάθησε να φύγει, χωρίς επιτυχία, αφού υπήρχε πρόβλημα με το διαβατήριο. Ετσι έμεινε αναγκαστικά στην Ελλάδα, χωρίς να μπορεί να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό, καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπηκοότητάς του, και είχε περιοριστεί στη συμμετοχή σε φιλικές αναμετρήσεις.

Μιλώντας για τα γεγονότα εκείνων των ημερών του 1964, ο Γιούτσος απέρριψε κατηγορηματικά τη φημολογία ότι η κίνησή του αυτή είχε να κάνει με οικονομικά κίνητρα - ξεκαθάρισε ότι οι υποσχέσεις προς το πρόσωπό του που δεν είχαν τηρηθεί αφορούσαν το να έχει το δικαίωμα να μεταβεί ξανά στην Ουγγαρία, για οικογενειακούς λόγους αλλά και για να αποχαιρετήσει τους συμπαίκτες του στην Τσέπελ κατ' ιδίαν, καθώς επίσης για να λύσει όπως άρμοζε ηθικά τη συνεργασία του με την Τσέπελ. Ειδικά το τελευταίο το θεωρούσε προσωπική του υποχρέωση με βάση τη στάση που κράτησαν οι Ούγγροι ιθύνοντες της ομάδας σε σχέση με το ταξίδι του Γιούτσου στην Ελλάδα, παρότι η Τσέπελ βρισκόταν σε περίοδο προετοιμασίας.

Τελικά παρέμεινε στον Ολυμπιακό και μόλις τα προβλήματα λύθηκαν έκανε το ντεμπούτο του σε επίσημο παιχνίδι στις 10/1/1965, και μάλιστα σε ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό (1-1). Η σπουδαία καριέρα του Γιούτσου στα ελληνικά γήπεδα μόλις είχε ξεκινήσει... Με τη φανέλα του Ολυμπιακού κατέκτησε 4 πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974) και ισάριθμα Κύπελλα (1964, 1968, 1971, 1973), ενώ συνολικά αγωνίστηκε σε 330 αγώνες σημειώνοντας 128 γκολ.

10 χρόνια αργότερα, το 1974, «μετακόμισε» στον Εθνικό Πειραιώς, όπου και αγωνίστηκε για δύο χρόνια, πριν «κρεμάσει τα παπούτσια του». Παράλληλα ήταν 15 φορές διεθνής με την Εθνική Ελλάδας, πετυχαίνοντας 6 γκολ.



Μπ. Τσ.


Πηγή: rizospastis.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου