Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ιάκωβος Καμπανέλης – Μαουτχάουζεν (απόσπασμα)

Ιάκωβος Καμπανέλης

«Εδώ μέσα, για να γλιτώσεις, χρειάζεται μια κρούστα τρέλας γύρω στο μυαλό. Μπορείς να το πετύχεις αυτό;»

«Τι εννοείς;»

«Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω. Κοντολογίς, πρέπει να φροντίσεις να τρελαθείς λιγάκι. Μην πάθεις ό,τι πάθαμε εμείς όταν πρωτοήρθαμε».

«Τι πάθατε;»

«Σκεφτόμασταν συνέχεια με το «γιατί;». Γιατί να δουλεύω έτσι; Γιατί να με δέρνουν έτσι; Γιατί να με ταΐζουν έτσι; Γιατί να με ορίζουν έτσι; Κατάλαβες; Αν σου ‘χει κολλήσει αυτό το «γιατί», πιάσ’ το, καρύδωσέ το και ρίξ’ το στον καμπινέ, αλλιώς θα σε καρυδώσει αυτό! Ξέρεις πόσους συντρόφους χάσαμε; […] Βρισκόμαστε στα χέρια παντοδύναμων τρελών… […] Άρχισε, λοιπόν, να βάζεις την κρούστα γύρω στο μυαλό σου… Πρέπει να τρελαθείς λιγάκι! Πρέπει να εναρμονιστείς… Δεν είναι δύσκολο… Ο φόβος, η πείνα, οι πεθαμένοι θα σε βοηθήσουν».

[…] Ήταν Νοέμβρης, ο καιρός βροχερός, ο πρωινός αέρας κρύος. Διασχίσαμε τον περιφερειακό δρόμο και πήραμε τον κατήφορο προς την εξωτερική πύλη. Άλλα συνεργεία πήγαιναν μπρος, άλλα έρχονταν πίσω, άλλα στρίβανε προς το λατομείο, άλλα προς τα εργαστήρια, άλλα προς το δάσος.

Απ’ το νοσοκομείο ανέβαιναν τα μακριά καρότσια του κρεματόριουμ φορτωμένα με τους πεθαμένους της νύχτας. Στα δεξιά του κατηφορικού δρόμου ήταν σωροί αποκαΐδια που είχαν αδειάσει τ’ αυτοκίνητα. Τ’ αποκαΐδια ήταν καλύτερο υλικό για επίστρωση δρόμων απ’ το ψιλό χαλίκι. Ειδικά τώρα που θ’ αρχίζανε οι βροχές. Δεν λασπώνει τ’ αποκαΐδι. Όπως και να το κάνουμε, ο άνθρωπος είναι πάντα το καλύτερο υλικό. Σχεδόν αναντικατάστατο. […]

[…] «Σκέφτομαι όσα γίνανε… Έλα δω, πως σε λένε;… Κερένσκυ!… Ώστε και μπολσεβίκος και Κερένσκυ!… Ο Κερένσκυ δεν ήταν μπολσεβίκος!…Όλοι οι μπολσεβίκοι αιχμάλωτοι πολέμου να ‘ρθουν αμέσως εδώ!… Χτύπα τον!… Χτύπα τον εσύ… Χτύπα τον! … Χτύπα τον!… Και τότε… Μ’ ένα βήμα, με το ίδιο βήμα, όλοι οι Ρώσοι πήγαν μπροστά… Ο Ες-Ες λάκισε έντρομος στο πλάι κι έβγαλε το πιστόλι του. Σκότωσε τους δυο κι έμεινε όλο τ΄απόγευμα με το πιστόλι έτοιμο, στο χέρι… Όλο τ’ απόγευμα.

«Λινκς τσβο… λινκς τσβο… λινκσ τσβο…»

[…] Όπως κάθομαι στη γωνιά μου και κουταλάω απ’ την κούραση, τη μοναξιά και τη νύστα, ακούω έναν Σέρβο, που ήρθε απ’ έξω, να διηγιέται γαλλικά σε μια παρέα Ισπανούς τι έγινε σήμερα στο ποτάμι, στο συνεργείο που φόρτωνε άμμο… «Ο Ες-Ες του λέει: Πόσους Γερμανούς στρατιώτες σκότωσες; … Ο Ρώσος δεν του απαντά… Ο Ες-Ες πιάνει μια χούφτα άμμο και ξαναλέει… Για κάθε Γερμανό στρατιώτη αναλογούν τόσοι μπολσεβίκοι… Τι πιστεύεις για την τελική νίκη; Ο Ρώσος γυρίζει το κεφάλι μια δεξιά, μια αριστερά και του δείχνει με τα μάτια πως η άμμος είναι ατελείωτη… Ο Ες-Ες λυσσάει, φωνάζει να μπούνε στη γραμμή όλοι οι μπολσεβίκοι αιχμάλωτοι πολέμου. Ύστερα ετοιμάζει το περίστροφό του και διατάζει να βγαίνουν ένας ένας τρία βήματα μπροστά… Οι σύντροφοι πάνε όλοι μαζί τρία βήματα μπροστά… Ένας-ένας είπα, ουρλιάζει ο Ες-Ες. Οι σύντροφοι ξαναπάνε όλοι μαζί τρία βήματα μπροστά… Αυτουνού πάει να του στρίψει, οι στρατιώτες του έχουν χεστεί απ΄το φόβο… Ένας-ένας, κοπρόσκυλα, βρομογούρουνα, ξαναουρλιάζει… Οι σύντροφοι, σαν τη Ρωσία που κατεβαίνει σύσσωμη, πάνε πάλι τρία βήματα καταπάνω του… Ο Ες-Ες τρέχει να γλιτώσει, πυροβολεί από μακριά και σκοτώνει δύο… […]

[…] Δυο βδομάδες πιο ύστερα, η ίδια ιστορία είχε αλλάξει δέκα μορφές κι είχε γίνει αγνώριστη. Και τη διηγόμουν κι εγώ έτσι αγνώριστη, κι ας ήμουν μάρτυρας της αληθινής. Όμως είχα πια καταλάβει πως στο Μαουτχάουζεν μόλις καταβροχθίζαμε το βραδινό ψωμί κι άρχιζε η μαρτυρική πείνα, μόνο με τέτοιες ιστορίες χορταίναμε.

Χορταίναμε. Αλλά οι ήρωες των παραμυθιών μας σκοτώνονταν στις σκάλες του λατομείου, ταΐζανε την τιναχτή φλόγα στην καμινάδα του κρεματορίουμ, προμηθεύανε μ’ αποκαΐδια τους χωματόδρομους, για να μη λασπώνουν άμα βρέχει. […]

[…] Κι ο Μπαλλίνα μου’ δινε καμιά στο σβέρκο… «Πώς πάει η κρούστα;…» 

Πηγή: mikresdiafyges


Βιογραφία: Γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921[1]. Το 1935 η οικογένειά του έρχεται για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Εργάζεται το πρωί και το βράδυ σπουδάζει τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο Τεχνική Σχολή. Το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν μέχρι το 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.

Όταν γυρίζει στην Ελλάδα, οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, το χειμώνα του 1945-46, τον συναρπάζουν… «εκεί ανακάλυψα τον εαυτό μου και τον προορισμό μου». Θα προσπαθήσει να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως γυμνασιακού απολυτηρίου δεν θα γίνει αποδεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώνεται στο γράψιμο. Τον Καμπανέλλη ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν ο Χορός πάνω στα στάχυα, που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο 1950 από τον θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.

Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ.

Από τα θεατρικά του έργα τα πλέον γνωστά είναι Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια, Έβδομη μέρα της δημιουργίας, Η Αυλή των θαυμάτων, Ηλικία της νύχτας, Παραμύθι χωρίς όνομα, Γειτονιά των Αγγέλων, Βίβα Ασπασία, Οδυσσέα γύρισε σπίτι, Αποικία των τιμωρημένων, Το μεγάλο μας τσίρκο, Ο εχθρός λαός και Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα.

Έγινε ακαδημαϊκός το 1999, στη νέα έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.

Βρισκόταν νοσηλευόμενος σε μονάδα εντατικής θεραπείας μετά από επιπλοκή λόγω της νεφροπάθειας από την οποία έπασχε.

Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2011, λίγες μέρες μετά το θάνατο της γυναίκας του Νίκης.



Πηγή: iasmo




Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου