Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Μιχάλης Γενίτσαρης – Ο τελευταίος ρεμπέτης

Ελλάδα


Ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης ή Γεννήτσαρης, όπως ήταν κανονικά το επίθετό του, γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1917 στην Αγια-Σοφιά του Πειραιά. Ο πατέρας του διατηρούσε μπιραρία στη γειτονιά, δουλειά που δεν ήταν αρκετή για την επιβίωση της οικογένειας.

Στους δρόμους από τα 10 του χρόνια, πρωτάκουσε μπουζούκι από το ταβερνείο που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του. Ήταν το μαγαζί του περίφημου Γιώργου Μπάτη. Γοητευμένος από τον ήχο του οργάνου, μια μέρα ανακάλυψε κρυμμένο σε μια κασέλα ένα παλιό μπαγλαμαδάκι του πατέρα του και αυτοδίδακτος άρχισε σιγά – σιγά να παίζει.

Σε ηλικία 17 ετών -κι ενώ δούλευε στις επισκευές καραβιών για να ζήσει- έγραψε το πρώτο του τραγούδι, το περίφημο «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», το οποίο γραμμοφωνήθηκε τρία χρόνια αργότερα στην Columbia. Το τραγούδι έκανε τεράστια επιτυχία και ο Γενίτσαρης βρέθηκε στο πάλκο του θρυλικού «Δάσους» του Α. Βλάχου στο Βοτανικό να συνεργάζεται με τον Βαμβακάρη, τον Παγιουμτζή, τον Τσιτσάνη, τον Κηρομύτη, τον Δελιά κ.ά.

Το μπουζούκι, ταυτισμένο εκείνη την εποχή με την αλητεία, ήταν υπό διωγμόν. Όταν ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον Γενίτσαρη και του έσπασε το μπουζούκι, εκείνος τον ξυλοφόρτωσε, με αποτέλεσμα να παραμείνει για έξι μήνες έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ. Αυτή ήταν η πρώτη καταδίκη του, καθώς ακολούθησαν πολλές ακόμα για παρόμοιους λόγους.

Στη διάρκεια της Κατοχής, «πολέμησα -θυμόταν ο ίδιος- τους Γερμανούς με τους σαλταδόρους». Η εμπειρία του αυτή έγινε τραγούδι και μάλιστα εμβληματικό: είναι ο θρυλικός «Σαλταδόρος»… «Εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τηνε σαλτάρω / σε κάνα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω. Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω».

Μετά την απελευθέρωση, ο Γενίτσαρης συνέχισε την πορεία του στα λαϊκά πάλκα. Έγραψε περί τα 700 τραγούδια, αλλά από αυτά πολύ λίγα γραμμοφωνήθηκαν. Τραγούδια του, βέβαια, ερμήνευσαν κατά καιρούς μερικοί από τους μεγαλύτερους του λαϊκού τραγουδιού: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Παγιουμτζής, Διονυσίου, Βιτάλη, Αλεξίου, Νταλάρας, Μητσιάς, Γλυκερία κ.ά.

Έχει γράψει, συνθέσει και ερμηνεύσει τραγούδια όπως: «Εγω μάγκας φαινόμουνα», «Σαλταδόρος», «Με `πιάσαν επί Μεταξά», «Στα όρη βγαίνει η κάπαρη», «Μαυραγορίτες», «Θα `ρθω νύχτα τοίχο-τοίχο» και άλλα.
Επίσης έχει συνθέσει και ερμηνεύσει το τραγούδι «Ένας λεβέντης έσβησε», που το έχει γράψει ο Νίκος Μάθεσης για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη, καθώς και το τραγούδι «Στέλιος Καρδάρας», προς τιμήν του μαχητή της ΟΠΛΑ, Στέλιου Σπανού.

Από το 1951 έως το 1972 ο Γενίτσαρης, ουσιαστικά, χάθηκε. Ένα διάστημα φυλακίσθηκε, μετά άνοιξε ένα μπουζουξίδικο στην Αίγινα αλλά έπεσε έξω οικονομικά και μετά έπιασε δουλειά στη λαχαναγορά.

Από την αφάνεια τον ανέσυρε ο Ηλίας Πετρόπουλος, που από το 1971 οργάνωσε στο «Κύτταρο» σειρά εμφανίσεων των βετεράνων του ρεμπέτικου. Με τις επανεκδόσεις των παλαιών εκτελέσεων των τραγουδιών του σε νέους δίσκους ή με νέες εκτελέσεις από τραγουδιστές όπως ο Νταλάρας, ο Γενίτσαρης άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

Το 1996 αποφάσισε ν’ αποσυρθεί. Προς τιμήν του διοργανώθηκε στο θέατρο του Λυκαβηττού μια μεγάλη, πολυσυμμετοχική συναυλία. Τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε σποραδικά, μέχρι να αποσυρθεί οριστικά. Πέθανε στις 11 Μαΐου του 2005.

Πηγή:sansimerawikipedia


Το 1943 ο Μιχάλης Γενίτσαρης γράφει τους στίχους και τη μουσική για το ζεϊμπέκικο «Οι λαδάδες».

Όσοι πουλάνε ακριβά οι παλιομασκαράδες
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς όπως τους δυο λαδάδες.

Που τους κρεμάσαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι περνάγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.

Προσέχτε οι υπόλοιποι μην το περνάτ’ αστεία
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία.

Ο συνθέτης, για το τραγούδι αυτό, αφηγείται: «Τα χρόνια της Κατοχής, θυμάμαι που δούλευα στην Αθήνα, στην οδό Ζήνωνος, σ’ ένα μαγαζί που είχε ανοίξει ο Βλάχος και μετά το πήρα εγώ. Δούλευα εκεί εγώ, ο Μπιρ-Αλλάχ, ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος και άλλοι. Στο μαγαζί αυτό, μαζευόντουσαν διάφορες φάτσες: μαυραγορίτες, σαλταδόροι, κι’ ό,τι θες. Εμείς είμαστε σε πολύ μεγάλη, να πούμε, αδιέξοδο, γιατί δεν μποράγαμε να μιλήσουμε. Δουλεύαμε να κονομήσουμε για να φάμε, στα χρόνια της δυστυχίας. Το κέντρο, όπως είπα, φιλοξενούσε και σαλταδόρους και μαυραγορίτες που τότες είχανε κάνει την εμφάνισή τους και κλέβανε ό,τι βρίσκανε από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.

Μια μέρα, μαθαίνω ότι στον Περαία, στα Ταμπούρια, πιάσανε κάτι μαυραγορίτες που παίρνανε λάδια από τα νησιά. Τούς μαρτυρήσανε κάτι ταγματασφαλίτες, γιατί δεν τους δίνανε μερτικό να φάνε κι αυτοί. Τούς πήρανε οι Γερμανοί και τους κρεμάσανε τους λαδάδες σε μια πλατεία, στην Αθήνα. Ήταν ο Κοιλάκος, ο Παναγιωτούρος, και οι δύο Μανιάτες. Τούς κρεμάσανε οι Γερμανοί και υποχρέωναν όποιον πέρναγε να τους φτύνει τα πτώματα. Αυτοί έκαναν αδικίες. Ο κόσμος πέθαινε από την πείνα κι αυτοί θησαυρίζανε. Μ’ ένα τενεκέ λάδι, σου αρπάγανε το σπίτι και σ’ αφήνανε στο δρόμο.

Τότες, έγινε ντόρος με τούς λαδάδες και εγώ αποφάσισα να τούς γράψω ένα τραγούδι, που χτύπαγε τους μαυραγορίτες — αυτούς τους λαδάδες…» (Κ. Χατζηδουλή, ό.π.).

Πληροφορίες από Κατιούσα






Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου