Μια σιωπηλή σκηνή στη Γάζα αντικατοπτρίζει τον αβάσταχτο πόνο των γυναικών που έχασαν τους άντρες τους στους πολέμους. Χωρίς προστάτη, χωρίς βοήθεια, παλεύουν μόνες με την πείνα και τη φτώχεια, στη σκιά της απώλειας. Η Σαλίμα, κοπέλα με κώφωση, σηκώνει μόνη της το βάρος της πείνας της οικογένειάς της. Κάθεται στο δρόμο με τη μητέρα και τις αδερφές της, ορφανές από πατέρα που σκοτώθηκε στον πόλεμο, αφήνοντας πίσω του μόνο σιωπή και δυστυχία – μια γλώσσα που μιλιέται μόνο με τα δάκρυα και τα χέρια.
Οκτώ ημέρες έχουν περάσει χωρίς φαγητό – μόνο πικρό τσάι έχει περάσει από τα χείλη τους. Η ζάχαρη κοστίζει πια 180 δολάρια το κιλό. Οι τσέπες άδειες. Η Χιντάγια Μπιλάλ, η μόνη που μπορεί να μιλήσει, λέει: «Πηγαίνω κάθε μέρα στα κέντρα διανομής και ικετεύω. Σέρνω τα πόδια μου ανάμεσα στους άντρες και τους παρακαλώ: βοηθήστε μας, η πείνα μάς κατασπαράζει». Δίπλα της, η κωφή αδελφή της κλαίει με καταπιεσμένη οργή. «Θέλω να πεθάνω», λέει μέσα από τα χέρια της. «Από τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μας, ζούμε χωρίς στήριγμα».
Οι γυναίκες της Γάζας παλεύουν χρόνια με πόλεμο και ξεριζωμό. Τώρα, αντιμετωπίζουν την πιο αργή, πιο ταπεινωτική μορφή θανάτου: την πείνα. Η Χιντάγια επιστρέφει κάθε μέρα στα κέντρα βοήθειας με άδεια χέρια. Τα παιδιά της χήρας Ουμ Μουχάμαντ απαγορεύουν στη μητέρα τους να πάει: «Μας στέρησαν τον πατέρα μας, δεν θέλουμε να χάσουμε και τη μάνα μας».
Η Ουμ Μουχάμαντ κάθεται μπροστά σε μια στοίβα από άπλυτα ρούχα, εξαντλημένη. Τα μάτια της χαμένα. «Τι να ταΐσω τα παιδιά μου σήμερα;» αναρωτιέται. Έχασε τον άντρα της σε προηγούμενο πόλεμο, ξεριζώθηκε από το σπίτι της και τώρα περπατά ξυπόλυτη με τα επτά παιδιά της – ανάμεσά τους κι ένα άρρωστο κοριτσάκι χωρίς φάρμακα. Ο μικρός Μπακρ, πέντε χρονών, κοιτάζει τις άδειες κατσαρόλες και λέει: «Μαμά, οι γείτονες φουρνίζουν… εμείς τι θα φάμε σήμερα;» Εκείνη του δίνει νερό και του ψιθυρίζει: «Κάνε υπομονή». Τον βλέπει να κόβει μισή μπουκιά ψωμί και να τη μοιράζει: «Φάε μαμά, να δυναμώσεις».
Η πείνα έχει γίνει καθημερινή σκιά. Τα παιδιά τους μαζεύουν ξύλα για να πουλήσουν ή να μαγειρέψουν λίγη μακαρονάδα με νερό. Η Ουμ Μουχάμαντ λέει: «Στέλνω τις κόρες μου στα σχολεία-σκηνές, να ξεχάσουν λίγο την πείνα». Παλεύει μόνη, κουβαλά νερό, καθαρίζει τη σκηνή της και προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυά της.
Η τραγωδία των γυναικών της Γάζας βαθαίνει. Παλεύουν με τη φτώχεια και τον θρήνο, μόνες. Η Ουμ Ομάρ έχασε τον άντρα και τα παιδιά της στον πόλεμο. Ζει από την ελεημοσύνη των συσσιτίων. Κλαίει κρατώντας τη μοναξιά της. «Γύρισα με άδεια χέρια και με ραγισμένη καρδιά». Από τότε μεγαλώνει τρία μικρά εγγόνια. Ζει σε μια άδεια σκηνή και αρνείται να στείλει τα παιδιά της στις εξευτελιστικές ουρές για βοήθεια. «Δεν θα τα αφήσω να ταπεινωθούν. Ας σηκώνω εγώ όλο το βάρος». Κι όμως, μέσα της κρατά ακόμα λίγη πίστη. Πίστη μουσκεμένη με δάκρυα. «Τίποτα δεν πονάει περισσότερο από το να σου λέει το παιδί σου “πεινάω” και να μην έχεις ούτε ψίχουλο να του δώσεις».
Η Ουμ Ζεϊνάμπ, ξεριζωμένη με τον άντρα της, γύρισε μόνη – με πιο βαθιά πληγή. «Αν είχα άντρα ή έναν μεγάλο γιο, δεν θα ζούσα τέτοια δυστυχία». Κουράστηκε να είναι η “ηρωίδα”. «Πεινάω… πεινάω για ξεκούραση. Πεινάω για μια μέρα χωρίς σκέψη αν αύριο θα έχουμε φαγητό».

Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου