Του Φώτη Τερζάκη
Τελειώνοντας το προηγούμενο άρθρο μου (1) της 10ης Ιανουαρίου 2015 σε αυτή τη σελίδα, έθετα το ερώτημα, ενόψει της ακραίας συγχώνευσης που βιώνουμε παντού σήμερα της πολιτικής χειραγώγησης με την οικονομική εκμετάλλευση: ποιο είναι το νέο μοντέλο του καπιταλισμού και τί έρχεται να αντικαταστήσει;
Εμφανώς, το «νέο» αυτό μοντέλο δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και συνδέθηκε ονομαστικά με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των κυβερνήσεων Μπους και Θάτσερ, που υιοθετήθηκαν παγκοσμίως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Γεννήθηκε μέσ’ από μία οικονομική κρίση, την οποία τότε περιέγραφαν ως «πετρελαϊκή κρίση» (αλλά ήταν κάτι συνολικότερο), και το ίδιο δημιούργησε δύο τουλάχιστον αυξανόμενου μεγέθους παγκόσμιες κρίσεις, μία στα τέλη ακριβώς της δεκαετίας του’80 και μία το 2008 (στης οποίας τους κλονισμούς ζούμε ακόμα). Τα ορατά του χαρακτηριστικά ήταν
Ολοφάνερα, το μοντέλο αυτό δεν αρκεί να περιγραφεί ως «νεοφιλελευθερισμός», αν τουλάχιστον με τον όρο αντιλαμβανόμαστε τις θεωρίες του Milton Friedman και της Σχολή του Σικάγο, που ήταν η θεωρητική αντίδραση στα κεϋνσιανά μοντέλα τα οποία υιοθετήθηκαν ως οικονομική «ορθοδοξία» κατά το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού· διότι αν, στη θεωρία τουλάχιστον, τα χαρακτηριστικά (1) και (3) συμφωνούν προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το χαρακτηριστικό (4) είναι φαινομενικώς ασύμβατο και τα χαρακτηριστικά (2) και (5) αντιπροσωπεύουν διαστάσεις καινούργιες. (3) Θα πρέπει άρα να καταλήξουμε πως η νεοφιλελεύθερη θεωρία ήταν μόνο ένα ιδεολογικό όπλο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις οικονομικές σχολές (και από οικονομικούς συμβούλους της κρατικής πολιτικής, βεβαίως) προκειμένου ν’ απαξιώσει τις προηγούμενες υιοθετημένες στρατηγικές και να ανοίξει δρόμο για την εδραίωση του νέου μοντέλου, χωρίς να το εξηγεί ή έστω απλώς να το περιγράφει με επάρκεια.
Το χαρακτηριστικό (4) μοιάζει να περιγράφεται καλύτερα από αυτό που κάποιοι ονόμασαν «παγκοσμιοποίηση» ή και «αυτοκρατορία», οι κατασκευές τους όμως απέτυχαν να συνδέσουν ικανοποιητικά την πολιτική κυριαρχία με τις ιδιάζουσες οικονομικές λειτουργίες που τη διαμεσολαβούν (τον ρόλο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος ως μηχανισμού θεσμικής βίας και τον στραγγαλισμό των ελευθεριών, του αυτοκαθορισμού και της ικανότητας για δημιουργική δράση που μπορούν οι πολύπλοκες λειτουργίες του να επιφέρουν, σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο) – σύνδεση που τεκμηριώνει, δεν χρειάζεται να το πω, την ανησυχητική συνέχεια του παρόντος παγκόσμιου συστήματος με τις ολοκληρωτικές μορφές κρατικού (4) (ή «γραφειοκρατικού») καπιταλισμού της τρίτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα.
Αυτό το τελευταίο μοντέλο ολοκληρωτικής κυριαρχίας, στους βρόχους τού οποίου βρισκόμαστε πιασμένοι, πρέπει να ονομαστεί, ελλείψει ευστοχότερου όρου, χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός. Το όνομα δεν είναι καινούργιο βέβαια, ούτε οι περισσότερες λειτουργίες του μας είναι άγνωστες· δεν έχει ωστόσο αρθρωθεί και μελετηθεί ακόμα στην ολική του δομή, ως ιδεατός τύπος, κατά τρόπο που να μας επιτρέπει να επεξεργαστούμε, εν συνεχεία, ρεαλιστικές προοπτικές αχρήστευσής του. Είναι η τελευταία ιστορική μεταμόρφωση της κυριαρχίας, η τελευταία μετάλλαξη του καπιταλισμού ύστερ’ από την προηγηθείσα κρατικογραφειοκρατική εκδοχή του – και μένει ακόμη να σταθμίσουμε ποιες από τις λειτουργίες εκείνης διατηρούνται στη νέα μορφή, τι είναι ειδικώς νέο και σε ποιες ιστορικές περιστάσεις οφείλεται (οι οποίες ενδέχεται να εγκυμονούν, ταυτόχρονα, τον ίδιο τον θάνατό του).
1. Όπου, στην τελευταία στήλη, μια οδυνηρή παραδρομή μετέτρεψε τη Συνθήκη του Μπρέτον Γουντς σε «Συνθήκη του Μάαστριχτ»! Ζητώντας αναδρομικά συγγνώμη και αφού γίνει η απαραίτητη διόρθωση, αναρωτιέμαι τί θα αποκάλυπτε μια φροϋδική ερμηνεία του lapsus calami…
2. Το στοιχείο αυτό χαρακτήριζε ήδη το προηγούμενο μοντέλο του καπιταλισμού, αλλά κατ’ αντίστροφη φορά: εκεί ο κρατικός μηχανισμός αναλάβανε την οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής και της οικονομίας, εδώ οι επιχειρήσεις ελέγχουν και κατευθύνουν την κρατική πολιτική.
3. Ακριβέστερα, το (5) εμπεριέχεται μερικώς στη θεωρία κατά το ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αναβαθμίζει τον ρόλο του χρήματος και των νομισματικών χειρισμών έναντι των (κρατικά ελεγχόμενων) δημοσιονομικών εργαλείων, ωστόσο οι διαστάσεις και οι συνέπειές τους ήταν απρόβλεπτες.
4. Κρατικός καπιταλισμός είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Friedrich Pollock του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης για να περιγράψει τη νέα και απρόβλεπτη μεταμόρφωση του καπιταλισμού στα κρίσιμα χρόνια του μεσοπολέμου, μοντέλο στο οποίο συνέκλιναν το ναζιστικό γερμανικό κράτος, το σοβιετικό γραφειοκρατικό καθεστώς και το αμερικανικό New Deal (που στην «δημοκρατική» εκδοχή του έγινε το πρότυπο αναμόρφωσης όλων των μεταπολεμικών δυτικών κρατών).
Τελειώνοντας το προηγούμενο άρθρο μου (1) της 10ης Ιανουαρίου 2015 σε αυτή τη σελίδα, έθετα το ερώτημα, ενόψει της ακραίας συγχώνευσης που βιώνουμε παντού σήμερα της πολιτικής χειραγώγησης με την οικονομική εκμετάλλευση: ποιο είναι το νέο μοντέλο του καπιταλισμού και τί έρχεται να αντικαταστήσει;
Εμφανώς, το «νέο» αυτό μοντέλο δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και συνδέθηκε ονομαστικά με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των κυβερνήσεων Μπους και Θάτσερ, που υιοθετήθηκαν παγκοσμίως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Γεννήθηκε μέσ’ από μία οικονομική κρίση, την οποία τότε περιέγραφαν ως «πετρελαϊκή κρίση» (αλλά ήταν κάτι συνολικότερο), και το ίδιο δημιούργησε δύο τουλάχιστον αυξανόμενου μεγέθους παγκόσμιες κρίσεις, μία στα τέλη ακριβώς της δεκαετίας του’80 και μία το 2008 (στης οποίας τους κλονισμούς ζούμε ακόμα). Τα ορατά του χαρακτηριστικά ήταν
- (1) η κατεδάφιση του λεγόμενου «κράτους προνοίας» και η μετατροπή των «δικαιωμάτων» σε κόστος (και, σε δεύτερο χρόνο, σε χρέος) με την ιδιωτικοποίηση όλων των παροχών κοινής ωφελείας·
- (2) η δημιουργία «δομικής ανεργίας» με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, που παράγει έκτοτε ένα γεωμετρικώς αυξανόμενο ανθρώπινο «περίσσευμα» και, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, μιαν αυξανόμενη δυσκολία στην υλοποίηση του κέρδους·
- (3) η καταβύθιση του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου σε μιαν άβυσσο χρέους χάρη, πρώτον, στην αλλαγή πολιτικής των επιτοκίων της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (και όλων των ισχυρών πιστωτικών ιδρυμάτων εν συνεχεία), και δεύτερον, στην ένταξή του σε ένα ασύμμετρο διεθνές εμπόριο που συσσωρεύει αλλού πλεονάσματα και αλλού ελλείμματα – συνταγή η οποία μετά την κρίση του 2008 εφαρμόζεται σαν θανατηφόρο εμβόλιο σε ολοένα διευρυνόμενες ζώνες του «ανεπτυγμένου» κόσμου·
- (4) η δημιουργία ενός ενοποιούμενου (αν όχι ακόμη πραγματικά ενοποιημένου) παγκόσμιου μπλοκ εξουσίας, στα πλαίσια του οποίου διευθυντικό/εκτελεστικό ρόλο αναλαμβάνει ένας ηγεμονικός συνασπισμός ισχυρών κρατών (ο λεγόμενος Ατλαντικός άξονας) και νομοθετικό ρόλο μια συστάδα παγκόσμιων οργανισμών (ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ, κ.ά.). Στο ίδιο πλαίσιο εξελίσσεται μια βαθμιαία όσμωση αφενός της κρατικής εξουσίας με τις μεγάλες επιχειρήσεις (2) (πολυεθνικές εταιρείες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), αφετέρου των παραδοσιακών αρμοδιοτήτων της αστυνομίας και του στρατού (με ανάλογες, εννοείται, αναπροσαρμογές του διεθνούς νομικού πλαισίου)·
- (5) μια «φυγή προς εμπρός» του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου σε απεγνωσμένη προσπάθεια να υλοποιήσει με χρηματοπιστωτικούς χειρισμούς τα όλο και δυσκολότερα υλοποιήσιμα στην παραδοσιακή οικονομία κέρδη. Και αυτό έχει με τη σειρά του δύο συνέπειες: πρώτον, μια μεθοδευμένη εξώθηση σε δανεισμό και υπερχρέωση, σε κρατικό όσο και ατομικό επίπεδο, που οδηγεί ομάδες και άτομα σε κατάσταση ομηρείας με περαιτέρω συνέπεια έναν αδιανόητο βαθμό εντατικοποίησης της εργασίας (ενόσω η πληθυσμιακή της βάση μειώνεται) κι έναν γραφειοκρατικό έλεγχο της ζωής των ανθρώπων που μετατρέπουν κυριολεκτικά την κοινωνία σε αόρατο στρατόπεδο συγκεντρώσεως· και δεύτερον, μιαν αντεστραμμένη αναπαράσταση, σε θεωρητικό επίπεδο, των σχέσεων μεταξύ υλικής παραγωγής και «οικονομίας».
Ολοφάνερα, το μοντέλο αυτό δεν αρκεί να περιγραφεί ως «νεοφιλελευθερισμός», αν τουλάχιστον με τον όρο αντιλαμβανόμαστε τις θεωρίες του Milton Friedman και της Σχολή του Σικάγο, που ήταν η θεωρητική αντίδραση στα κεϋνσιανά μοντέλα τα οποία υιοθετήθηκαν ως οικονομική «ορθοδοξία» κατά το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού· διότι αν, στη θεωρία τουλάχιστον, τα χαρακτηριστικά (1) και (3) συμφωνούν προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το χαρακτηριστικό (4) είναι φαινομενικώς ασύμβατο και τα χαρακτηριστικά (2) και (5) αντιπροσωπεύουν διαστάσεις καινούργιες. (3) Θα πρέπει άρα να καταλήξουμε πως η νεοφιλελεύθερη θεωρία ήταν μόνο ένα ιδεολογικό όπλο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις οικονομικές σχολές (και από οικονομικούς συμβούλους της κρατικής πολιτικής, βεβαίως) προκειμένου ν’ απαξιώσει τις προηγούμενες υιοθετημένες στρατηγικές και να ανοίξει δρόμο για την εδραίωση του νέου μοντέλου, χωρίς να το εξηγεί ή έστω απλώς να το περιγράφει με επάρκεια.
Το χαρακτηριστικό (4) μοιάζει να περιγράφεται καλύτερα από αυτό που κάποιοι ονόμασαν «παγκοσμιοποίηση» ή και «αυτοκρατορία», οι κατασκευές τους όμως απέτυχαν να συνδέσουν ικανοποιητικά την πολιτική κυριαρχία με τις ιδιάζουσες οικονομικές λειτουργίες που τη διαμεσολαβούν (τον ρόλο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος ως μηχανισμού θεσμικής βίας και τον στραγγαλισμό των ελευθεριών, του αυτοκαθορισμού και της ικανότητας για δημιουργική δράση που μπορούν οι πολύπλοκες λειτουργίες του να επιφέρουν, σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο) – σύνδεση που τεκμηριώνει, δεν χρειάζεται να το πω, την ανησυχητική συνέχεια του παρόντος παγκόσμιου συστήματος με τις ολοκληρωτικές μορφές κρατικού (4) (ή «γραφειοκρατικού») καπιταλισμού της τρίτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα.
Αυτό το τελευταίο μοντέλο ολοκληρωτικής κυριαρχίας, στους βρόχους τού οποίου βρισκόμαστε πιασμένοι, πρέπει να ονομαστεί, ελλείψει ευστοχότερου όρου, χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός. Το όνομα δεν είναι καινούργιο βέβαια, ούτε οι περισσότερες λειτουργίες του μας είναι άγνωστες· δεν έχει ωστόσο αρθρωθεί και μελετηθεί ακόμα στην ολική του δομή, ως ιδεατός τύπος, κατά τρόπο που να μας επιτρέπει να επεξεργαστούμε, εν συνεχεία, ρεαλιστικές προοπτικές αχρήστευσής του. Είναι η τελευταία ιστορική μεταμόρφωση της κυριαρχίας, η τελευταία μετάλλαξη του καπιταλισμού ύστερ’ από την προηγηθείσα κρατικογραφειοκρατική εκδοχή του – και μένει ακόμη να σταθμίσουμε ποιες από τις λειτουργίες εκείνης διατηρούνται στη νέα μορφή, τι είναι ειδικώς νέο και σε ποιες ιστορικές περιστάσεις οφείλεται (οι οποίες ενδέχεται να εγκυμονούν, ταυτόχρονα, τον ίδιο τον θάνατό του).
1. Όπου, στην τελευταία στήλη, μια οδυνηρή παραδρομή μετέτρεψε τη Συνθήκη του Μπρέτον Γουντς σε «Συνθήκη του Μάαστριχτ»! Ζητώντας αναδρομικά συγγνώμη και αφού γίνει η απαραίτητη διόρθωση, αναρωτιέμαι τί θα αποκάλυπτε μια φροϋδική ερμηνεία του lapsus calami…
2. Το στοιχείο αυτό χαρακτήριζε ήδη το προηγούμενο μοντέλο του καπιταλισμού, αλλά κατ’ αντίστροφη φορά: εκεί ο κρατικός μηχανισμός αναλάβανε την οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής και της οικονομίας, εδώ οι επιχειρήσεις ελέγχουν και κατευθύνουν την κρατική πολιτική.
3. Ακριβέστερα, το (5) εμπεριέχεται μερικώς στη θεωρία κατά το ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αναβαθμίζει τον ρόλο του χρήματος και των νομισματικών χειρισμών έναντι των (κρατικά ελεγχόμενων) δημοσιονομικών εργαλείων, ωστόσο οι διαστάσεις και οι συνέπειές τους ήταν απρόβλεπτες.
4. Κρατικός καπιταλισμός είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Friedrich Pollock του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης για να περιγράψει τη νέα και απρόβλεπτη μεταμόρφωση του καπιταλισμού στα κρίσιμα χρόνια του μεσοπολέμου, μοντέλο στο οποίο συνέκλιναν το ναζιστικό γερμανικό κράτος, το σοβιετικό γραφειοκρατικό καθεστώς και το αμερικανικό New Deal (που στην «δημοκρατική» εκδοχή του έγινε το πρότυπο αναμόρφωσης όλων των μεταπολεμικών δυτικών κρατών).
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου