Αποτυπώσεις φωτός
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν κόσμο μαγικό, γεννήθηκε ένα μικρό, μαύρο κι ασήμαντο κοράκι. Κοντά στη φωλιά της οικογένειάς του υπήρχε μια άλλη, μεγαλοπρεπής φωλιά, μιας οικογένειας αετών. Κάθε πρωί, ο μπαμπάς αετός στοίχιζε τ’ αετόπουλα και τα μάθαινε πώς ν' ανοίγουν διάπλατα τα δυνατά φτερά τους και να σηκώνουν ψηλά το ράμφος κλαγγάζοντας με στόμφο, ώστε να τ’ ακούσουν όλα τ’ άλλα πουλιά και τα πλάσματα του δάσους εκεί γύρω.
Το κοράκι κοίταζε τα δικά του μικρά φτεράκια και το κυρίευε η ζήλια. Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε σ' εκείνη τη φωλιά και όχι στη διπλανή, με τ’ αετόπουλα. «Εγώ δεν θα γίνω ποτέ μεγάλος και τρανός, δεν θα γίνω ποτέ σπουδαίος» έκραζε σιγανά κι έσκυβε το φτερωτό κεφάλι του.
Μια μέρα, καθώς έψαχνε για νόστιμα σκουληκάκια και μικρά ζουζουνάκια, τυφλώθηκε από μια φωτεινή ακτίδα, κάτω χαμηλά στο έδαφος. Με μια επιδέξια μανούβρα κατέβηκε να περιεργαστεί το χώρο. Το αντικείμενο που αντανακλούσε τις ηλιαχτίδες και του τύφλωνε τα μάτια, ήταν ένα ξύλινο λουστραρισμένο κουτί. Στη μια του πλευρά είχε ένα γυάλινο παραθύρι και μέσα φαινόταν ένας ξύλινος κλόουν, μια μαριονέτα παιδική. Χτύπησε με το ράμφος του το κουτί, τακ-τακ, κι εκείνο άρχισε να παίζει μουσική, καθώς ο φανταχτερός κλόουν πηδούσε από το ένα πόδι στο άλλο και βροντοφώναζε:
«Μου δίνεις μια μέρα, σου δίνω μια ώρα.
Μου λες μια ευχή, στην κάνω αληθινή».
Το κοράκι τρόμαξε τόσο πολύ με τα καμώματα του κλόουν που πέταξε γρήγορα μακριά, μα δεν μπόρεσε να βγάλει το ξύλινο κουτί απ’ το μυαλό του έκτοτε. Κι όσο έβλεπε καθημερινά τ’ αετόπουλα να φουσκώνουν από περηφάνια, τόσο εκείνος μαζευόταν και ντρεπόταν για τον εαυτό του. Και το βράδυ που κούρνιαζε δίπλα στ’ αδέρφια του, σκεφτόταν τον ξύλινο κλόουν μέσα στο ξύλινο κουτί και την ευχή που έκρυβε μέσα του και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Τις επόμενες ημέρες, μάζεψε όσο κουράγιο μπόρεσε να βρει στο μικρό κορακίσιο στήθος του και τράβηξε κατά το δάσος, εκεί που είχε δει τελευταία φορά το κουτί.
Ήταν στη θέση του, νοτισμένο από την πρωινή πάχνη, γυαλίζοντας κάτω απ’ τον ήλιο. Στο σημείο εκείνο είχε δει κι άλλες φορές ανθρώπινα αντικείμενα, αφού το δάσος επισκέπτονταν συχνά οικογένειες αλλά και κυνηγοί.
Το κοράκι πλησίασε, χτύπησε με το ράμφος του το κουτί, και ο κλόουν επανέλαβε το τραγούδι του:
«Μου δίνεις μια μέρα, σου δίνω μια ώρα.
Μου λες μια ευχή, στην κάνω αληθινή».
«Έχω μια ευχή» είπε δειλά το κοράκι «θέλω να γίνω σπουδαίος σαν αετόπουλο».
Ο κλόουν στριφογύρισε τα μάτια του, κούνησε τα χρωματιστά χέρια του, ζάρωσε την κόκκινη στρογγυλή μύτη του κι είπε στο κοράκι: «Οι αετοί, τα κοράκια, κι όλα τα πλάσματα της φύσης είναι εξίσου σπουδαία! Θα έρθει η μέρα που θα το καταλάβεις, μα μέχρι τότε πάρε τούτο το συρματάκι, φύλαξέ το, κι όταν έρθει η ώρα... θα σε κάνει σπουδαίο!». Και του έδωσε ένα παλιό, λίγο σκουριασμένο, μικρό κι εύπλαστο σύρμα, που είχε κρυμμένο στη βάση του κουτιού του.
«Με κοροϊδεύεις; Πώς θα με κάνει σπουδαίο ένα κομμάτι σύρμα;» απόρησε το κοράκι, μα ο κλόουν δεν κουνιόταν πια. Στεκόταν ακίνητος, με βλέμμα απλανές, και ατένιζε το κενό σα να μην είχε ζωντανέψει ποτέ. Μάταια το κοράκι προσπαθούσε να τον ξυπνήσει με το ράμφος του. Ο κλόουν δεν αντιδρούσε άλλο.
Δυσαρεστημένος και βαθιά προδομένος, ο κόρακας γύρισε στη φωλιά του. Είχε θυμώσει με τον εαυτό του για την αποκοτιά του, να πιστέψει ένα ανόητο ξύλινο παιχνίδι.
Γρήγορα ξέχασε και το κουτί και τον κλόουν και το συρματάκι, που το είχε πετάξει πια εκεί κοντά στη φωλιά του, κι αφιερώθηκε στην καθημερινότητα και στη συλλογή τροφής.
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα και μια μέρα, νωρίς το πρωί, σπαρακτικά κλαγγίσματα γέμισαν το δάσος! Ήταν ο μπαμπάς αετός που μοιρολογούσε και χτύπαγε απελπισμένος τις φτερούγες του κι από κοντά η μάνα αετίνα που έκλαιγε γοερά.
«Συμφορά που μας βρήκε, το μεγάλο μας το αετόπουλο πιάστηκε σε παγίδα. Μάταια προσπαθώ να τη σπάσω, είναι γερά καμωμένη κι έχει απάνω ένα σιδερένιο μάνταλο που μόνο ανθρώπινα χέρια μπορούν ν' ανοίξουν!».
Το μικρό κοράκι δεν στάθηκε ν' ακούσει περισσότερα. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος μάστορας, ξακουστός σ’ ολόκληρο το δάσος και του είχε μάθει την τέχνη, από τα πρώτα του φτερουγίσματα. Αφού έψαξε στα γρήγορα και βρήκε το πεταμένο συρματάκι, πέταξε γοργά προς την παγίδα. Με τη βοήθεια μιας μεγάλης πέτρας, το λύγισε με τρόπο που να σχηματίζει άγκιστρο και χωρίς χασομέρι το έβαλε στην τρύπα του μάνταλου και το τράβηξε απαλά, ώσπου ακούστηκε ένα «κλικ».
«Σκέψου να είχα γεννηθεί στη φωλιά των αετών» σκεφτόταν τώρα το κοράκι. «Το αετόπουλο θα ήταν καταδικασμένο».
Το πορτόνι της παγίδας άνοιξε χωρίς κόπο κι από μέσα ξεπρόβαλε δειλά το φοβισμένο αετόπουλο.
«Εσύ λοιπόν μ’ έσωσες; Σ' ευχαριστώ ολόψυχα». Και υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στον κόρακα.
«Έλα, άστα τώρα αυτά και πάμε γρήγορα πίσω στις φωλιές μας, να σε δουν οι γονείς σου και τ' αδέρφια σου και να χαρούν».
Έτσι κι έγινε. Τα δυο πουλιά, αγαπημένα, πέταξαν πίσω στις φωλιές τους, όπου τα υποδέχτηκαν με χαρά κι ανακούφιση ο αετός, η αετίνα κι όλα τ' άλλα τα πλάσματα του δάσους.
«Μικρό κοράκι, εσύ είσαι στ' αλήθεια σπουδαίο!» παραδέχτηκε ο αετός, κι όλα τα πλάσματα χειροκρότησαν εκστασιασμένα. Και το μικρό κοράκι, τότε μόνο κατάλαβε τα λόγια του κλόουν και πόσο σημαντικό ήταν το ασήμαντο δώρο του.
Την άλλη μέρα, που το κοράκι πήγε να ευχαριστήσει τον κλόουν, δεν βρήκε το κουτί στη θέση του. Φαίνεται πως κάποιος το πήρε, ή πως... πως ίσως το κουτί δεν υπήρξε ποτέ! Το κοράκι όμως, έστεκε καμαρωτό κι είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Ήξερε τώρα ότι ήταν σπουδαίο, όσο κι όλα τ’ άλλα ζώα του δάσους, και δεν αμφισβητούσε πια τον εαυτό του.
Κι ήμουνα κι εγώ εκεί, κι άκουγα το καθετί.
Η ιστορία προέκυψε στο σεμινάριο Αφήγησης Παραμυθιού, με την Κατερίνα Κλεάρχου,
Αποτυπώσεις φωτός
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν κόσμο μαγικό, γεννήθηκε ένα μικρό, μαύρο κι ασήμαντο κοράκι. Κοντά στη φωλιά της οικογένειάς του υπήρχε μια άλλη, μεγαλοπρεπής φωλιά, μιας οικογένειας αετών. Κάθε πρωί, ο μπαμπάς αετός στοίχιζε τ’ αετόπουλα και τα μάθαινε πώς ν' ανοίγουν διάπλατα τα δυνατά φτερά τους και να σηκώνουν ψηλά το ράμφος κλαγγάζοντας με στόμφο, ώστε να τ’ ακούσουν όλα τ’ άλλα πουλιά και τα πλάσματα του δάσους εκεί γύρω.
Το κοράκι κοίταζε τα δικά του μικρά φτεράκια και το κυρίευε η ζήλια. Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε σ' εκείνη τη φωλιά και όχι στη διπλανή, με τ’ αετόπουλα. «Εγώ δεν θα γίνω ποτέ μεγάλος και τρανός, δεν θα γίνω ποτέ σπουδαίος» έκραζε σιγανά κι έσκυβε το φτερωτό κεφάλι του.
Μια μέρα, καθώς έψαχνε για νόστιμα σκουληκάκια και μικρά ζουζουνάκια, τυφλώθηκε από μια φωτεινή ακτίδα, κάτω χαμηλά στο έδαφος. Με μια επιδέξια μανούβρα κατέβηκε να περιεργαστεί το χώρο. Το αντικείμενο που αντανακλούσε τις ηλιαχτίδες και του τύφλωνε τα μάτια, ήταν ένα ξύλινο λουστραρισμένο κουτί. Στη μια του πλευρά είχε ένα γυάλινο παραθύρι και μέσα φαινόταν ένας ξύλινος κλόουν, μια μαριονέτα παιδική. Χτύπησε με το ράμφος του το κουτί, τακ-τακ, κι εκείνο άρχισε να παίζει μουσική, καθώς ο φανταχτερός κλόουν πηδούσε από το ένα πόδι στο άλλο και βροντοφώναζε:
«Μου δίνεις μια μέρα, σου δίνω μια ώρα.
Μου λες μια ευχή, στην κάνω αληθινή».
Το κοράκι τρόμαξε τόσο πολύ με τα καμώματα του κλόουν που πέταξε γρήγορα μακριά, μα δεν μπόρεσε να βγάλει το ξύλινο κουτί απ’ το μυαλό του έκτοτε. Κι όσο έβλεπε καθημερινά τ’ αετόπουλα να φουσκώνουν από περηφάνια, τόσο εκείνος μαζευόταν και ντρεπόταν για τον εαυτό του. Και το βράδυ που κούρνιαζε δίπλα στ’ αδέρφια του, σκεφτόταν τον ξύλινο κλόουν μέσα στο ξύλινο κουτί και την ευχή που έκρυβε μέσα του και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Τις επόμενες ημέρες, μάζεψε όσο κουράγιο μπόρεσε να βρει στο μικρό κορακίσιο στήθος του και τράβηξε κατά το δάσος, εκεί που είχε δει τελευταία φορά το κουτί.
Ήταν στη θέση του, νοτισμένο από την πρωινή πάχνη, γυαλίζοντας κάτω απ’ τον ήλιο. Στο σημείο εκείνο είχε δει κι άλλες φορές ανθρώπινα αντικείμενα, αφού το δάσος επισκέπτονταν συχνά οικογένειες αλλά και κυνηγοί.
Το κοράκι πλησίασε, χτύπησε με το ράμφος του το κουτί, και ο κλόουν επανέλαβε το τραγούδι του:
«Μου δίνεις μια μέρα, σου δίνω μια ώρα.
Μου λες μια ευχή, στην κάνω αληθινή».
«Έχω μια ευχή» είπε δειλά το κοράκι «θέλω να γίνω σπουδαίος σαν αετόπουλο».
Ο κλόουν στριφογύρισε τα μάτια του, κούνησε τα χρωματιστά χέρια του, ζάρωσε την κόκκινη στρογγυλή μύτη του κι είπε στο κοράκι: «Οι αετοί, τα κοράκια, κι όλα τα πλάσματα της φύσης είναι εξίσου σπουδαία! Θα έρθει η μέρα που θα το καταλάβεις, μα μέχρι τότε πάρε τούτο το συρματάκι, φύλαξέ το, κι όταν έρθει η ώρα... θα σε κάνει σπουδαίο!». Και του έδωσε ένα παλιό, λίγο σκουριασμένο, μικρό κι εύπλαστο σύρμα, που είχε κρυμμένο στη βάση του κουτιού του.
«Με κοροϊδεύεις; Πώς θα με κάνει σπουδαίο ένα κομμάτι σύρμα;» απόρησε το κοράκι, μα ο κλόουν δεν κουνιόταν πια. Στεκόταν ακίνητος, με βλέμμα απλανές, και ατένιζε το κενό σα να μην είχε ζωντανέψει ποτέ. Μάταια το κοράκι προσπαθούσε να τον ξυπνήσει με το ράμφος του. Ο κλόουν δεν αντιδρούσε άλλο.
Δυσαρεστημένος και βαθιά προδομένος, ο κόρακας γύρισε στη φωλιά του. Είχε θυμώσει με τον εαυτό του για την αποκοτιά του, να πιστέψει ένα ανόητο ξύλινο παιχνίδι.
Γρήγορα ξέχασε και το κουτί και τον κλόουν και το συρματάκι, που το είχε πετάξει πια εκεί κοντά στη φωλιά του, κι αφιερώθηκε στην καθημερινότητα και στη συλλογή τροφής.
Μα έχει ο καιρός γυρίσματα και μια μέρα, νωρίς το πρωί, σπαρακτικά κλαγγίσματα γέμισαν το δάσος! Ήταν ο μπαμπάς αετός που μοιρολογούσε και χτύπαγε απελπισμένος τις φτερούγες του κι από κοντά η μάνα αετίνα που έκλαιγε γοερά.
«Συμφορά που μας βρήκε, το μεγάλο μας το αετόπουλο πιάστηκε σε παγίδα. Μάταια προσπαθώ να τη σπάσω, είναι γερά καμωμένη κι έχει απάνω ένα σιδερένιο μάνταλο που μόνο ανθρώπινα χέρια μπορούν ν' ανοίξουν!».
Το μικρό κοράκι δεν στάθηκε ν' ακούσει περισσότερα. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος μάστορας, ξακουστός σ’ ολόκληρο το δάσος και του είχε μάθει την τέχνη, από τα πρώτα του φτερουγίσματα. Αφού έψαξε στα γρήγορα και βρήκε το πεταμένο συρματάκι, πέταξε γοργά προς την παγίδα. Με τη βοήθεια μιας μεγάλης πέτρας, το λύγισε με τρόπο που να σχηματίζει άγκιστρο και χωρίς χασομέρι το έβαλε στην τρύπα του μάνταλου και το τράβηξε απαλά, ώσπου ακούστηκε ένα «κλικ».
«Σκέψου να είχα γεννηθεί στη φωλιά των αετών» σκεφτόταν τώρα το κοράκι. «Το αετόπουλο θα ήταν καταδικασμένο».
Το πορτόνι της παγίδας άνοιξε χωρίς κόπο κι από μέσα ξεπρόβαλε δειλά το φοβισμένο αετόπουλο.
«Εσύ λοιπόν μ’ έσωσες; Σ' ευχαριστώ ολόψυχα». Και υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στον κόρακα.
«Έλα, άστα τώρα αυτά και πάμε γρήγορα πίσω στις φωλιές μας, να σε δουν οι γονείς σου και τ' αδέρφια σου και να χαρούν».
Έτσι κι έγινε. Τα δυο πουλιά, αγαπημένα, πέταξαν πίσω στις φωλιές τους, όπου τα υποδέχτηκαν με χαρά κι ανακούφιση ο αετός, η αετίνα κι όλα τ' άλλα τα πλάσματα του δάσους.
«Μικρό κοράκι, εσύ είσαι στ' αλήθεια σπουδαίο!» παραδέχτηκε ο αετός, κι όλα τα πλάσματα χειροκρότησαν εκστασιασμένα. Και το μικρό κοράκι, τότε μόνο κατάλαβε τα λόγια του κλόουν και πόσο σημαντικό ήταν το ασήμαντο δώρο του.
Την άλλη μέρα, που το κοράκι πήγε να ευχαριστήσει τον κλόουν, δεν βρήκε το κουτί στη θέση του. Φαίνεται πως κάποιος το πήρε, ή πως... πως ίσως το κουτί δεν υπήρξε ποτέ! Το κοράκι όμως, έστεκε καμαρωτό κι είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Ήξερε τώρα ότι ήταν σπουδαίο, όσο κι όλα τ’ άλλα ζώα του δάσους, και δεν αμφισβητούσε πια τον εαυτό του.
Κι ήμουνα κι εγώ εκεί, κι άκουγα το καθετί.
Η ιστορία προέκυψε στο σεμινάριο Αφήγησης Παραμυθιού, με την Κατερίνα Κλεάρχου,
Αποτυπώσεις φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου