Αναστασία Βούλγαρη
Το μικρό τούτο αφιέρωμα στην Πνευματική Αντίσταση στα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής, αφιερώνεται σ' εκείνους τους καλλιτέχνες, τους δημιουργούς και τους διανοούμενους, οι οποίοι επιμένουν να αντιστέκονται στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό και στα πρότυπα τα οποία, σήμερα, επιβάλλει. Σε όποιους υπηρετούν την ελληνική Τέχνη και Σκέψη, καθώς και τα πανανθρώπινα ιδανικά της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας και της ειρήνης.
Αφιερώνεται σ' εκείνους τους καλλιτέχνες που παραμένουν ραγισμένοι μέσα τους και αφουγκράζονται την ψυχή τού αιώνιου ανθρώπου.
Ο πνευματικός σκοταδισμός που είχε επιβάλει στη χώρα μας ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς δεν στάθηκε ικανός να κάμψει το πνεύμα ελευθερίας των Ελλήνων καλλιτεχνών και διανοουμένων. Γι αυτό, αμέσως μετά την εισβολή από τον ιταλικό φασιστικό στρατό στις 28 Οκτωβρίου 1940, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων συγγραφέων, των διανοουμένων και των καλλιτεχνών εντάχθηκαν στην Εθνική Αντίσταση[1].
Οι πρώτες αυθόρμητες αντιστασιακές πράξεις πραγματοποιούνται από τους καθηγητές Νίκο Βέη, καθηγητή της Βυζαντινής και Νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) και από τον Χ. Θεοδωρίδη, καθηγητή της φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη. Ο Βέης μετατρέπει το φροντιστήριο του σε αντιστασιακό «κρυφό σχολειό» και ο Θεοδωρίδης σε μια φοιτητική διαδήλωση πετά από το μπαλκόνι του την ελληνική σημαία στους φοιτητές, οι οποίοι την αναπετούν στον επικεφαλής της διαδήλωσης καθηγητή Κωνσταντίνο Τσάτσο κι εκείνος, με υψωμένη τη σημαία, εκφωνεί λόγο προς τους φοιτητές του και τους καλεί σε αντίσταση.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι ο αντιστασιακός λόγος που εκφώνησε ο καθηγητής Ανατομίας και ακαδημαϊκός Γεώργιος Σκλαβούνος, όταν οι Γερμανοί ναζί πρότειναν στην Ακαδημία Αθηνών να ιδρύσουν ένα Υδροβιολογικό Ινστιτούτο στον Πειραιά. Μαζί με τον Σκλαβούνο αντιτάχθηκαν στην πρόταση των Γερμανών οι ακαδημαϊκοί Ιωακείμογλου και Δοντάς.
Από τον κύκλο των συγγραφέων της εποχής δεν έλειψε σχεδόν κανένας. Η συντριπτική πλειοψηφία εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Ακόμα και οι ελάχιστοι που δεν συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση, συμπαραστάθηκαν στους αγωνιζόμενους συγγραφείς και ποιητές. Είναι γεγονός ότι από τους Έλληνες συγγραφείς ούτε ένας δεν συνεργάστηκε με τους Ιταλούς ή τους Γερμανούς κατακτητές.
Πολύτιμες πληροφορίες μας δίνει η πεζογράφος Έλλη Αλεξίου, μέλος της –ηρωικής τότε- Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ) και μέλος του ΕΑΜ.
Το 1941 η Ε.Ε.Λ. αριθμούσε περίπου 110 μέλη. Πρόεδρος της ήταν ο Άγγελος Σικελιανός. Σχεδόν όλοι οργανώθηκαν στην Αντίσταση εκτός από τους πολύ ηλικιωμένους ή τους βαριά ασθενείς, όπως οι Γρυπάρης, Δροσίνης, Μαλακάσης, Ξενόπουλος, Παλαμάς και Τραυλαντώνης, οι οποίοι όμως στήριζαν το ΕΑΜ.
Πλάι στους συγγραφείς της ΕΕΛ στρατεύτηκαν και οι νέοι συγγραφείς της εποχής. Η ενότητα και η ομοψυχία των συγγραφέων διατηρήθηκε ακέραιη καθ’ όλη τη διάρκεια του αντιστασιακού αγώνα.
Λειτουργούσαν κατά ομάδες. Υπήρχε η ομάδα των Ακρίτα Λουκή, Ηλία Βενέζη, Κ.Θ .Δημαρά, Θεοτοκά και Σικελιανού ( οποίος εγκαινιάζει την αντιστασιακή ποίηση) . Η ομάδα «Αμπελοκήπων» με τους Τάσο Αθανασιάδη, Έλλη Αλεξίου, Όμηρο Μπεκέ κ.ά. Η ομάδα της «Καλλιθέας» με τους Κορδάτο, Σκίπη, Χατζίνη, Βαλέτα, Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Λουντέμη κ.ά. Ο Λουντέμης έφτιαξε κι άλλη ομάδα στην οποία συμμετείχε και ο Καραγάτσης. Υπήρχαν ακόμα η ομάδα «Παλαιού Φαλήρου» και η ομάδα «Κρητικών».
Ανάμεσα στους αντιστασιακούς συγγραφείς ήταν οι: Κώστας Βάρναλης, Μέλπω Αξιώτη, Μάρκος Αυγέρης, Δημήτρης Γληνός, Γιώργης Λαμπρίνης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Διδώ Σωτηρίου, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Καζαντάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Θέμος Κορνάρος, Νικηφόρος Βρεττάκος και πάρα πολλοί άλλοι.
Οι αντιστασιακοί συγγραφείς παρήγαγαν τεράστιο πνευματικό έργο. Έγραφαν στον παράνομο τύπο, όπως η «Ελευθερία», ο παράνομος «Ριζοσπάστης», τα «Σοβιετικά Νέα», (στη συντακτική ομάδα συμμετείχε και η Ηλέκτρα Αποστόλου) και ο «Πρωτοπόρος». Έγραφαν και στον μη παράνομο τύπο, όπως τα «Καλλιτεχνικά Νέα», τα «Γράμματα», τη «Νέα Εστία», τα «Φιλολογικά Χρονικά», η «Πρωία».
Εξέδιδαν ποιήματα εμπνευσμένα από την αντιστασιακή δράση του λαού, έγραφαν θεατρικά έργα, τα οποία έστελναν στις απελευθερωμένες περιοχές, όπου οι χωρικοί οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις. Συνέγραφαν ποιήματα, ύμνους και θούριους, που τα μελοποιούσαν οι αντιστασιακοί συνθέτες και κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και τραγουδιόντουσαν μυστικά.
Κατά την περίοδο της Αντίστασης παρατηρείται μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα, αλλά γίνονται και μεταφράσεις ξένων συγγραφέων.
Εκτός από τη συγγραφική τους δραστηριότητα οι συγγραφείς συμμετείχαν στις πανελλήνιες και κλαδικές απεργίες και στις διαδηλώσεις. Συνέγραφαν τα παράνομα φυλλάδια και τις προκηρύξεις και τα πετούσαν κάτω από τις πόρτες των σπιτιών. Διατηρούσαν παράνομο ραδιόφωνο και διέδιδαν τις απαγορευμένες ειδήσεις.
Επίσης οι συγγραφείς οργάνωναν τα περίφημα «πάρτυ», όπου οι καλεσμένοι αντί εισιτηρίου έδιναν οικονομική ενίσχυση για τον ένοπλο αγώνα. Οι συγγραφείς οργάνωναν εράνους. Συνέγραφαν σκετς για κουκλοθέατρο και καραγκιόζη που παίζονταν στα σπίτια, στα παιδικά συσσίτια και στα νοσοκομεία. Ο Βασίλης Ρώτας είχε φτιάξει δικό του κουκλοθέατρο όπου παίζονταν δικά του σκετς.
Στα τέσσερα χρόνια της κατοχής, ο λαός πλησίασε τους συγγραφείς και οι συγγραφείς, για πρώτη φορά, εγκατέλειψαν τον κλειστό τους κύκλο, επικοινώνησαν με τον λαό και στρατεύθηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Τα συνθήματα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης είναι ενδεικτικά αυτής της μοναδικής σχέσης λαού-καλλιτεχνών που είχε δημιουργηθεί: «Οι συγγραφείς στην υπηρεσία του λαού» και «η Τέχνη για το λαό και από το λαό».
Πολλοί συγγραφείς φυλακίστηκαν ή έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Από τις στερήσεις και την πείνα χάθηκαν ο νεαρός ποιητής Αηδονόπουλος Γιάννης, ο Αντώνης Γιαλούρης, ο Γρίβας Αναστάσιος και ο Ιωάννης Γρυπάρης. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε όταν έφτασε στο τελευταίο στάδιο της κατάρρευσης και της απόγνωσης από την πείνα.
Φυλακίστηκαν οι: Βενέζης Ηλίας, ο Χρυσόστομος Γανιάρης. Η γυναίκα του Ευφημία Γανιάρη εκτελέστηκε. Συνελήφθησαν ακόμα οι: Φώτος Γιοφύλλης, Άγγελος Δόξας, Θέμος Κορνάρος, Γιώργης Λαμπρινός, Πανσέληνος Ασημάκης, Ζήσης Σκάρος, Σωτήρης Σκίπης, Μανόλης Δερμιτζάκης κ.ά.
Εκτελέστηκαν οι Πασχαλινός Φώτης-ποιητής, Μάστορας Στάθης-συνθέτης και καθηγητής μαθηματικών, καθώς και η φιλότεχνη Μάστρακα Μάρω, η οποία διέθετε το σπίτι της για τις συνεδριάσεις των αντιστασιακών καλλιτεχνών.
Αλλά το μαρτυρολόγιο, των εκτελεσμένων και των βασανισμένων δημιουργών στα στρατόπεδα και στις φυλακές, δεν τελειώνει εδώ…
«Καθήκον της Τέχνης είναι να ριχτούν οι ιεροφάντες της στον αγώνα με πάθος άδολο, με πίστη και αγάπη φλογερή προς την Ελλάδα και το λαό της. Μπροστά στα μάτια μας δημιουργεί τη ζωή του, τη ζωή μας, ζυμώνει με το αίμα του τη λευτεριά και τον πολιτισμό τής Ελλάδας. Ας πάρουμε μέρος στον αγώνα του για την εθνική λευτεριά, για τη λαοκρατία. Είναι το γόνιμο έδαφος όπου θα βλαστήσει και θα λουλουδίσει η Τέχνη και ο νεοελληνικός πολιτισμός», γράφει στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Πρωτοπόρος» με τίτλο «Πρωτοπόροι στον Αγώνα», όπου αναλύονται τα ιδανικά των λογοτεχνών της Αντίστασης.
Σημαντική ήταν οι αρθογραφία ενάντια στους αδιάφορους καλλιτέχνες της εποχής. Παράδειγμα το κείμενο του Νίκου Παππά στα «Φιλολογικά Χρονικά», όπου ο αρθογράφος επιτίθεται ενάντια σ’ εκείνους «που γράφουν "ανάερα, φωτεινά, γαλάζια, επιδερμικά", δίχως ν’ ακούν "άλλους ήχους, κανένα βογγητό, καμμιά φωνή που να μοιάζει με ανθρώπινη"». (Βουρνάς σ. 223).
Ο Βάρναλης, επίσης, είχε δημοσιεύσει πύρινα κείμενα ενάντια «στη φυγή στο "Εγώ"».
Σημαντικά σ’ αυτή την κατεύθυνση ήταν τα θεατρικά κείμενα –κυρίως μονόλογοι- που δημοσιεύονταν στον αντιστασιακό Τύπο και τα οποία σατίριζαν τους ατομιστές και τους φυγόπονους, οι οποίοι απουσίαζαν από τον πανελλήνιο αντιστασιακό αγώνα.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στην καθημερινή εφημερίδα «Πρωία», της οποία αρχισυντάκτης ήταν ο Καραντζάς και μέλη της συντακτικής της ομάδας οι: Κ. Βάρναλης, Ν. Βέης, Γ. Θεοτοκάς, Ν. Βρεττάκος, Μ. Λουντέμης, Ναπ. Λαπαθιώτης και πολλοί άλλοι.
Η «Πρωία» ήταν ο πνευματικός καθοδηγητής του αγωνιζόμενου έθνους. Οι στήλες της εφημερίδας συμπεριελάμβαναν πλούσια αρθρογραφία, επιφυλλίδες, συζητήσεις και χρονογραφήματα. Επίσης κείμενα και μικρές μελέτες για την τέχνη, την πεζογραφία, την αρχιτεκτονική, ακόμα και την πολεοδομία. Ακόμα συμπεριελάμβαναν αναλύσεις και στοχασμούς για θέματα όπως «η τέχνη για τον Λαό», «Τέχνη και κοινωνία» και άρθρα για τον κινηματογράφο, τη μουσική, τον χορό, τη γλώσσα, την παιδεία κ.ά.
Παράλληλα με τα εμψυχωτικά, καλλιτεχνικά και θεωρητικά κείμενα, συγγράφονται και δημοσιεύονται επιστημονικές μελέτες και στοχασμοί, όπως οι μελέτες των Λίνου Πολίτη, Π. Λεκατσά, Γ. Ζώρα κ.ά, για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Όμηρο, αντιστοίχως.
Στη «Νέα Εστία» εκδίδεται ένα μικρό ανθολόγιο από προοδευτικούς εκκλησιαστικούς ρήτορες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι με τα κείμενά τους εμψύχωναν το σκλαβωμένο γένος.
Ο Μυτιληνιός, ιστορικός τέχνης , τεχνοκριτικός και μέλος του ΕΑΜ, Γιώργος Πετρής μας δίνει τις πληροφορίες για τους αντιστασιακούς εικαστικούς καλλιτέχνες.
Η πιο σημαντική δουλειά των καλλιτεχνών ήταν η χάραξη και η εκτύπωση της αντιστασιακής αφίσας. Σύμφωνα με τον Πετρή, ήταν η ζωγραφική της εποχής. Παράδειγμα οι αφίσες του χαράκτη Α. Τάσου.
Οι ζωγράφοι, με κίνδυνο της ζωής τους, σκαρφάλωναν σε τοίχους και ζωγράφιζαν μεγάλες παραστάσεις κι έγραφαν συνθήματα. Στην ουσία εικονογραφούσαν τα συνθήματα της στιγμής, λειτουργώντας καθοδηγητικά προς τις οργανώσεις αλλά και εμψυχωτικά ως προς το φρόνημα του αγωνιζόμενου λαού.
Στην Καισαριανή, στην οδό Συγγρού αλλά και σε κάποια σημεία του Κουκακίου υπήρχε πλήθος τέτοιων εικονογραφήσεων και ζωγραφιών.
Ο Σπύρος Βασιλείου, εμπνεόμενος από την Αντίσταση δημοσιεύει στη «Νέα Εστία» ξυλογραφίες του με θέματα από δημοτικά τραγούδια.
Οι Γιώργος Φαρσακίδης, Δημήτρης Γιολδάσης, Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη, Μέμος Μακρής, Γιάννης Κεφαλληνός, Λουκία Μαγγιώρου, Βάσω Κατράκη, Χρήστος Δαγκλής, Βάλιας Σεμερτζίδης, Χρήστος Καπράλος, Α. Τάσσος, Κώστας Γραμματόπουλος, Αννα Κινδύνη, Γιάννης Στεφανίδης, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Γιώργος Σικελιώτης, Γ. Βελισσαρίδης, Θανάσης Απάρτης, Ορέστης Κανέλλης και πολλοί άλλοι ακόμα εικαστικοί καλλιτέχνες, δημιούργησαν αντιστασιακά -λαϊκά έργα τέχνης υψηλής αισθητικής και τα έθεσαν στην υπηρεσία του αγώνα.
Πληροφορίες μας δίνει ο Θαλής Δίζελος.
Το αντιστασιακό θέατρο ξεκινά με την αντιφασιστική σάτιρα εναντίον των Ιταλών κατακτητών με θεατρικά κείμενα που γελοιοποιούν τους Ιταλούς φασίστες. Στη συνέχεια δημιουργείται το θέατρο της πόλης, των φυλακών, του στρατοπέδων και το θέατρο του Βουνού στις μαχόμενες και στις απελευθερωμένες περιοχές.
α) Το θέατρο της πόλης
Οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν μέλη της Αντίστασης και κάποιοι είχαν ενταχθεί στον ένοπλο αγώνα. Ακολούθησαν την ίδια τακτική με τους συγγραφείς: Συμμετοχή στις θεατρικές παραστάσεις, συμμετοχή στις διαδηλώσεις, στο μοίρασμα προκηρύξεων και στην κοινωνική αλληλεγγύη.
Παρέκαμπταν τη γερμανική λογοκρισία, συχνά με κίνδυνο της ζωής τους, ενώ οι παραστάσεις της Επιθεώρησης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση του αντιστασιακού φρονήματος του λαού.
Το βασικό πρόβλημα των ηθοποιών ήταν η επιβίωση, ειδικά κατά τις περιόδους που η επιτροπή λογοκρισίας έκλεινε όποιο θέατρο είχε παραβεί τους κανόνες της λογοκρισίας. (Η επιτροπή αποτελούνταν από Ιταλούς, Γερμανούς και Έλληνες φασίστες και διατηρούσε το όνομα που της είχε δώσει ο Μεταξάς: «Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως»). Οι χρηματικές ποινές που επέβαλλαν οι Γερμανοί στα θέατρα γονάτιζαν τους θιάσους. Τότε οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου ίδρυσαν την Επιτροπή Συσσιτίου για τους ηθοποιούς που έμεναν άνεργοι.
Οι Γερμανοί τρομοκρατούσαν τους ηθοποιούς με συχνές συλλήψεις.
Ένας ακόμα κίνδυνος για τους ηθοποιούς, αλλά και για το κοινό, ήταν οι βομβαρδισμοί καθώς ελάχιστα θέατρα είχαν καταφύγια, γι αυτό οι θίασοι προσπαθούσαν να παρουσιάζουν τα έργα τους σε χώρους όπου υπήρχαν καταφύγια.
Ένα μεγάλο πρόβλημα επίσης ήταν ότι οι συγγραφείς των χωρών που πολεμούσαν τον Άξονα ήταν απαγορευμένοι από τη λογοκρισία και οι θίασοι είχαν έλλειμμα ρεπερτορίου, καθώς το ελληνικό δραματολόγιο ήταν σχετικά φτωχό. Οι θίασοι αντιμετώπισαν αυτό το πρόβλημα αλλάζοντας το όνομα του συγγραφέα (π.χ. από αγγλικό σε γαλλικό ή ιταλικό), και τα ονόματα των ηρώων. Διατηρούσαν όμως το κείμενο αυτούσιο.
Στον αγώνα μπήκε και το Θέατρο Τέχνης και μάλιστα είχε το θάρρος να ανεβάσει το απαγορευμένο έργο του Μαξίμ Γκόρκυ «Βυθός».
Οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου έδειξαν αξιόλογη αντιστασιακή δράση μέσα από τον «Συνεταιρισμό ηθοποιών και τεχνικού προσωπικού Εθνικού Θεάτρου». Το 1943 έγινε το γνωστό μπλόκο του Εθνικού, όπου συνελήφθησαν ο Πέλος Κατσέλης, ο Γιάννης Βεάκης και ο Γ. Γληνός.
Επίσης το Θέατρο Πάνθεον είχε μεγάλη αντιστασιακή δράση με τον θίασο Βεάκη-Μανωλίδου-Παπά-Δενδραμή.
Από τους Γερμανούς εκτελέστηκαν ο ηθοποιός Λέανδρος Καβαφάκης και η χορεύτρια Μανταλένα.
β) Το θέατρο του Βουνού
Πληροφορίες μας δίνει ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου.
Ο χώρος του θεάτρου: Σε μια σχολική αίθουσα ή στην πλατεία του χωριού στηνόταν ένα ξύλινο θεατρικό πατάρι. Η σκηνή φωτιζόταν από λυχνάρια ή γκαζόλαμπες που κουβαλούσαν οι χωρικοί από τα σπίτια τους. Για αυλαία χρησιμοποιούσαν ένα κομμάτι πανί, συνήθως, από συμμαχικό αλεξίπτωτο. Στο θέατρο μαζευόταν όλο το χωριό και οι περαστικοί αντάρτες.
Είναι γνωστό, ότι οι Γερμανοί συχνά εφορμούσαν στα χωριά και τα μακέλευαν. Μόλις τελείωνε το κακό ,οι χωρικοί έβγαιναν από τις γύρω κρυψώνες τους κι εκεί στο ρημαγμένο τους χωριό έστηναν αμέσως μια θεατρική παράσταση. Τόσο μεγάλη σημασία έδιναν στον ρόλο που έπαιζε το θέατρο στη ζωή τού αγωνιζόμενου λαού.
Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη ρεπερτορίου. Τότε οι χωρικοί είτε έγραφαν μόνοι τους τα έργα (όσα αγόρια και κορίτσια είχαν έφεση προς τη λογοτεχνία) ή παράγγελναν έργα στους αντιστασιακούς συγγραφείς. Συχνά υπήρχε ομαδική συγγραφή θεατρικών έργων από τους νέους των χωριών. Στη συνέχεια, οι τοπικές οργανώσεις αντάλλασαν τα έργα κι έτσι παίζονταν σε όλες τις απελευθερωμένες περιοχές.
Ο κύριος εμψυχωτής του θεάτρου του Βουνού ήταν ο Βασίλης Ρώτας, ο οποίος ανέβηκε σε όλα τα βουνά για να δώσει παραστάσεις με δικά του έργα σε μουσική και σκηνοθεσία από τον ίδιο. Ο Ρώτας ίδρυσε τον «Θεατρικό όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας» και ο φιλόλογος και ποιητής Γ. Κοτζιούλας ίδρυσε στα βουνά της Ηπείρου, με την υποστήριξη του ΕΛΑΣ, τη «Λαϊκή Σκηνή».
Το κουκλοθέατρο του Βουνού είχε αναλάβει ο Γ. Ακίλογλου.
Τα λαϊκά τραγούδια της αντίστασης, τα δημοτικά, τα κλέφτικα και τα επαναστατικά τραγούδια εμψυχώνουν τον αγωνιζόμενο λαό και τους αντάρτες των βουνών.
Τραγούδια της κατοχής γράφτηκαν από λαϊκούς συνθέτες όπως οι: Βασίλης Τσιτσάνης, Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, Μιχάλης Γενίτσαρης, Σπύρος Καλφόπουλος, Οδυσσέας Μοσχονάς, Μαρίνος Γαβριήλ, Στέλιος Κερομύτης.
Ακόμα και συνθέτες του λεγόμενου αστικού τραγουδιού συνέθεσαν τραγούδια αντιστασιακά, όπως ο Νίκος Γούναρης –συνέθεσε κυρίως τα τραγούδια που τραγούδησε η Βέμπο κατά την περίοδο των μαχών στην Αλβανία- και ο Αττίκ.
Ο Αλέκος Ξένος συνέθεσε αντιστασιακά τραγούδια και συμφωνικά έργα.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν μέλος της ΕΠΟΝ Αθήνας.
Ο ΕΠΟΝίτης και στη συνέχεια μέλος της ένοπλης πολιτοφυλακής Αθήνας, Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε έργα μουσικής δωματίου, συμφωνικά έργα, σονατίνες και αντιστασιακά τραγούδια[2], όπως οι «Πέντε ναύτες» σε ποίηση Φώτη Αγγουλέ, ο «Ύμνος της ΕΠΟΝ», και ο «’Ύμνος του ΕΛΑΝ» (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό), αλλά και κύκλους αντιστασιακών τραγουδιών, όπως το «Εξορία Α’», σε ποίηση Πάνου Λαμψίδη-ψευδώνυμο Φ. Φωτεινός.
Η Πνευματική Αντίσταση στη φάση της ανάπτυξης του απελευθερωτικού αγώνα ενέπνευσε στον λαό την πίστη στον εαυτό του. Όταν το ΕΑΜ αγκάλιασε τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού και μεγαλούργησε, η Πνευματική Αντίσταση διαπαιδαγώγησε τον λαό και σήκωσε μαζί του την Ελλάδα, δημιουργώντας έτσι το μεγάλο θαύμα της νέας ελληνικής αναγέννησης.
Η ελληνική πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, κατά την περίοδο της κατοχής, ήταν και παραμένει μοναδική στην Ευρώπη, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Σήμερα, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι οι Έλληνες δημιουργοί της Εθνικής Αντίστασης δημιούργησαν μια νέα ευρωπαϊκή καλλιτεχνική πρωτοπορία.
[1] Πηγές για το παρόν αφιέρωμα στάθηκαν η «Επιθεώρηση Τέχνης»,τ.87-88/1962, το βιβλίο του Τάσου Βουρνά Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Γ΄, καθώς και άρθρα από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
[2] Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη Μίκης Θεοδωράκης-Κινηματογραφική αυτοβιογραφία, ντοκουμέντα της ζωής και του έργου του, «Αρχείο Κρήτης»-Αθήνα 2005, σ.145-149
Αναστασία Βούλγαρη: Σχετικά με τον συντάκτη
Αντί εισαγωγής
Το μικρό τούτο αφιέρωμα στην Πνευματική Αντίσταση στα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής, αφιερώνεται σ' εκείνους τους καλλιτέχνες, τους δημιουργούς και τους διανοούμενους, οι οποίοι επιμένουν να αντιστέκονται στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό και στα πρότυπα τα οποία, σήμερα, επιβάλλει. Σε όποιους υπηρετούν την ελληνική Τέχνη και Σκέψη, καθώς και τα πανανθρώπινα ιδανικά της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας και της ειρήνης.
Αφιερώνεται σ' εκείνους τους καλλιτέχνες που παραμένουν ραγισμένοι μέσα τους και αφουγκράζονται την ψυχή τού αιώνιου ανθρώπου.
Οι πρώτες αυθόρμητες αντιστασιακές πράξεις
Ο πνευματικός σκοταδισμός που είχε επιβάλει στη χώρα μας ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς δεν στάθηκε ικανός να κάμψει το πνεύμα ελευθερίας των Ελλήνων καλλιτεχνών και διανοουμένων. Γι αυτό, αμέσως μετά την εισβολή από τον ιταλικό φασιστικό στρατό στις 28 Οκτωβρίου 1940, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων συγγραφέων, των διανοουμένων και των καλλιτεχνών εντάχθηκαν στην Εθνική Αντίσταση[1].
Οι πρώτες αυθόρμητες αντιστασιακές πράξεις πραγματοποιούνται από τους καθηγητές Νίκο Βέη, καθηγητή της Βυζαντινής και Νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) και από τον Χ. Θεοδωρίδη, καθηγητή της φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη. Ο Βέης μετατρέπει το φροντιστήριο του σε αντιστασιακό «κρυφό σχολειό» και ο Θεοδωρίδης σε μια φοιτητική διαδήλωση πετά από το μπαλκόνι του την ελληνική σημαία στους φοιτητές, οι οποίοι την αναπετούν στον επικεφαλής της διαδήλωσης καθηγητή Κωνσταντίνο Τσάτσο κι εκείνος, με υψωμένη τη σημαία, εκφωνεί λόγο προς τους φοιτητές του και τους καλεί σε αντίσταση.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι ο αντιστασιακός λόγος που εκφώνησε ο καθηγητής Ανατομίας και ακαδημαϊκός Γεώργιος Σκλαβούνος, όταν οι Γερμανοί ναζί πρότειναν στην Ακαδημία Αθηνών να ιδρύσουν ένα Υδροβιολογικό Ινστιτούτο στον Πειραιά. Μαζί με τον Σκλαβούνο αντιτάχθηκαν στην πρόταση των Γερμανών οι ακαδημαϊκοί Ιωακείμογλου και Δοντάς.
Συγγραφείς και ποιητές της Αντίστασης. Η παραγωγή πνευματικού και καλλιτεχνικού έργου στα χρόνια της κατοχής
Από τον κύκλο των συγγραφέων της εποχής δεν έλειψε σχεδόν κανένας. Η συντριπτική πλειοψηφία εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Ακόμα και οι ελάχιστοι που δεν συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση, συμπαραστάθηκαν στους αγωνιζόμενους συγγραφείς και ποιητές. Είναι γεγονός ότι από τους Έλληνες συγγραφείς ούτε ένας δεν συνεργάστηκε με τους Ιταλούς ή τους Γερμανούς κατακτητές.
Πολύτιμες πληροφορίες μας δίνει η πεζογράφος Έλλη Αλεξίου, μέλος της –ηρωικής τότε- Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ) και μέλος του ΕΑΜ.
Το 1941 η Ε.Ε.Λ. αριθμούσε περίπου 110 μέλη. Πρόεδρος της ήταν ο Άγγελος Σικελιανός. Σχεδόν όλοι οργανώθηκαν στην Αντίσταση εκτός από τους πολύ ηλικιωμένους ή τους βαριά ασθενείς, όπως οι Γρυπάρης, Δροσίνης, Μαλακάσης, Ξενόπουλος, Παλαμάς και Τραυλαντώνης, οι οποίοι όμως στήριζαν το ΕΑΜ.
Πλάι στους συγγραφείς της ΕΕΛ στρατεύτηκαν και οι νέοι συγγραφείς της εποχής. Η ενότητα και η ομοψυχία των συγγραφέων διατηρήθηκε ακέραιη καθ’ όλη τη διάρκεια του αντιστασιακού αγώνα.
Λειτουργούσαν κατά ομάδες. Υπήρχε η ομάδα των Ακρίτα Λουκή, Ηλία Βενέζη, Κ.Θ .Δημαρά, Θεοτοκά και Σικελιανού ( οποίος εγκαινιάζει την αντιστασιακή ποίηση) . Η ομάδα «Αμπελοκήπων» με τους Τάσο Αθανασιάδη, Έλλη Αλεξίου, Όμηρο Μπεκέ κ.ά. Η ομάδα της «Καλλιθέας» με τους Κορδάτο, Σκίπη, Χατζίνη, Βαλέτα, Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Λουντέμη κ.ά. Ο Λουντέμης έφτιαξε κι άλλη ομάδα στην οποία συμμετείχε και ο Καραγάτσης. Υπήρχαν ακόμα η ομάδα «Παλαιού Φαλήρου» και η ομάδα «Κρητικών».
Ανάμεσα στους αντιστασιακούς συγγραφείς ήταν οι: Κώστας Βάρναλης, Μέλπω Αξιώτη, Μάρκος Αυγέρης, Δημήτρης Γληνός, Γιώργης Λαμπρίνης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Διδώ Σωτηρίου, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Καζαντάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Θέμος Κορνάρος, Νικηφόρος Βρεττάκος και πάρα πολλοί άλλοι.
Οι αντιστασιακοί συγγραφείς παρήγαγαν τεράστιο πνευματικό έργο. Έγραφαν στον παράνομο τύπο, όπως η «Ελευθερία», ο παράνομος «Ριζοσπάστης», τα «Σοβιετικά Νέα», (στη συντακτική ομάδα συμμετείχε και η Ηλέκτρα Αποστόλου) και ο «Πρωτοπόρος». Έγραφαν και στον μη παράνομο τύπο, όπως τα «Καλλιτεχνικά Νέα», τα «Γράμματα», τη «Νέα Εστία», τα «Φιλολογικά Χρονικά», η «Πρωία».
Εξέδιδαν ποιήματα εμπνευσμένα από την αντιστασιακή δράση του λαού, έγραφαν θεατρικά έργα, τα οποία έστελναν στις απελευθερωμένες περιοχές, όπου οι χωρικοί οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις. Συνέγραφαν ποιήματα, ύμνους και θούριους, που τα μελοποιούσαν οι αντιστασιακοί συνθέτες και κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και τραγουδιόντουσαν μυστικά.
Κατά την περίοδο της Αντίστασης παρατηρείται μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα, αλλά γίνονται και μεταφράσεις ξένων συγγραφέων.
Εκτός από τη συγγραφική τους δραστηριότητα οι συγγραφείς συμμετείχαν στις πανελλήνιες και κλαδικές απεργίες και στις διαδηλώσεις. Συνέγραφαν τα παράνομα φυλλάδια και τις προκηρύξεις και τα πετούσαν κάτω από τις πόρτες των σπιτιών. Διατηρούσαν παράνομο ραδιόφωνο και διέδιδαν τις απαγορευμένες ειδήσεις.
Επίσης οι συγγραφείς οργάνωναν τα περίφημα «πάρτυ», όπου οι καλεσμένοι αντί εισιτηρίου έδιναν οικονομική ενίσχυση για τον ένοπλο αγώνα. Οι συγγραφείς οργάνωναν εράνους. Συνέγραφαν σκετς για κουκλοθέατρο και καραγκιόζη που παίζονταν στα σπίτια, στα παιδικά συσσίτια και στα νοσοκομεία. Ο Βασίλης Ρώτας είχε φτιάξει δικό του κουκλοθέατρο όπου παίζονταν δικά του σκετς.
Στα τέσσερα χρόνια της κατοχής, ο λαός πλησίασε τους συγγραφείς και οι συγγραφείς, για πρώτη φορά, εγκατέλειψαν τον κλειστό τους κύκλο, επικοινώνησαν με τον λαό και στρατεύθηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Τα συνθήματα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης είναι ενδεικτικά αυτής της μοναδικής σχέσης λαού-καλλιτεχνών που είχε δημιουργηθεί: «Οι συγγραφείς στην υπηρεσία του λαού» και «η Τέχνη για το λαό και από το λαό».
Πολλοί συγγραφείς φυλακίστηκαν ή έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Από τις στερήσεις και την πείνα χάθηκαν ο νεαρός ποιητής Αηδονόπουλος Γιάννης, ο Αντώνης Γιαλούρης, ο Γρίβας Αναστάσιος και ο Ιωάννης Γρυπάρης. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε όταν έφτασε στο τελευταίο στάδιο της κατάρρευσης και της απόγνωσης από την πείνα.
Φυλακίστηκαν οι: Βενέζης Ηλίας, ο Χρυσόστομος Γανιάρης. Η γυναίκα του Ευφημία Γανιάρη εκτελέστηκε. Συνελήφθησαν ακόμα οι: Φώτος Γιοφύλλης, Άγγελος Δόξας, Θέμος Κορνάρος, Γιώργης Λαμπρινός, Πανσέληνος Ασημάκης, Ζήσης Σκάρος, Σωτήρης Σκίπης, Μανόλης Δερμιτζάκης κ.ά.
Εκτελέστηκαν οι Πασχαλινός Φώτης-ποιητής, Μάστορας Στάθης-συνθέτης και καθηγητής μαθηματικών, καθώς και η φιλότεχνη Μάστρακα Μάρω, η οποία διέθετε το σπίτι της για τις συνεδριάσεις των αντιστασιακών καλλιτεχνών.
Αλλά το μαρτυρολόγιο, των εκτελεσμένων και των βασανισμένων δημιουργών στα στρατόπεδα και στις φυλακές, δεν τελειώνει εδώ…
Ο Τύπος στην Αντίσταση
«Καθήκον της Τέχνης είναι να ριχτούν οι ιεροφάντες της στον αγώνα με πάθος άδολο, με πίστη και αγάπη φλογερή προς την Ελλάδα και το λαό της. Μπροστά στα μάτια μας δημιουργεί τη ζωή του, τη ζωή μας, ζυμώνει με το αίμα του τη λευτεριά και τον πολιτισμό τής Ελλάδας. Ας πάρουμε μέρος στον αγώνα του για την εθνική λευτεριά, για τη λαοκρατία. Είναι το γόνιμο έδαφος όπου θα βλαστήσει και θα λουλουδίσει η Τέχνη και ο νεοελληνικός πολιτισμός», γράφει στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Πρωτοπόρος» με τίτλο «Πρωτοπόροι στον Αγώνα», όπου αναλύονται τα ιδανικά των λογοτεχνών της Αντίστασης.
Σημαντική ήταν οι αρθογραφία ενάντια στους αδιάφορους καλλιτέχνες της εποχής. Παράδειγμα το κείμενο του Νίκου Παππά στα «Φιλολογικά Χρονικά», όπου ο αρθογράφος επιτίθεται ενάντια σ’ εκείνους «που γράφουν "ανάερα, φωτεινά, γαλάζια, επιδερμικά", δίχως ν’ ακούν "άλλους ήχους, κανένα βογγητό, καμμιά φωνή που να μοιάζει με ανθρώπινη"». (Βουρνάς σ. 223).
Ο Βάρναλης, επίσης, είχε δημοσιεύσει πύρινα κείμενα ενάντια «στη φυγή στο "Εγώ"».
Σημαντικά σ’ αυτή την κατεύθυνση ήταν τα θεατρικά κείμενα –κυρίως μονόλογοι- που δημοσιεύονταν στον αντιστασιακό Τύπο και τα οποία σατίριζαν τους ατομιστές και τους φυγόπονους, οι οποίοι απουσίαζαν από τον πανελλήνιο αντιστασιακό αγώνα.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στην καθημερινή εφημερίδα «Πρωία», της οποία αρχισυντάκτης ήταν ο Καραντζάς και μέλη της συντακτικής της ομάδας οι: Κ. Βάρναλης, Ν. Βέης, Γ. Θεοτοκάς, Ν. Βρεττάκος, Μ. Λουντέμης, Ναπ. Λαπαθιώτης και πολλοί άλλοι.
Η «Πρωία» ήταν ο πνευματικός καθοδηγητής του αγωνιζόμενου έθνους. Οι στήλες της εφημερίδας συμπεριελάμβαναν πλούσια αρθρογραφία, επιφυλλίδες, συζητήσεις και χρονογραφήματα. Επίσης κείμενα και μικρές μελέτες για την τέχνη, την πεζογραφία, την αρχιτεκτονική, ακόμα και την πολεοδομία. Ακόμα συμπεριελάμβαναν αναλύσεις και στοχασμούς για θέματα όπως «η τέχνη για τον Λαό», «Τέχνη και κοινωνία» και άρθρα για τον κινηματογράφο, τη μουσική, τον χορό, τη γλώσσα, την παιδεία κ.ά.
Παράλληλα με τα εμψυχωτικά, καλλιτεχνικά και θεωρητικά κείμενα, συγγράφονται και δημοσιεύονται επιστημονικές μελέτες και στοχασμοί, όπως οι μελέτες των Λίνου Πολίτη, Π. Λεκατσά, Γ. Ζώρα κ.ά, για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Όμηρο, αντιστοίχως.
Στη «Νέα Εστία» εκδίδεται ένα μικρό ανθολόγιο από προοδευτικούς εκκλησιαστικούς ρήτορες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι με τα κείμενά τους εμψύχωναν το σκλαβωμένο γένος.
Οι ζωγράφοι της Αντίστασης
Ο Μυτιληνιός, ιστορικός τέχνης , τεχνοκριτικός και μέλος του ΕΑΜ, Γιώργος Πετρής μας δίνει τις πληροφορίες για τους αντιστασιακούς εικαστικούς καλλιτέχνες.
Η πιο σημαντική δουλειά των καλλιτεχνών ήταν η χάραξη και η εκτύπωση της αντιστασιακής αφίσας. Σύμφωνα με τον Πετρή, ήταν η ζωγραφική της εποχής. Παράδειγμα οι αφίσες του χαράκτη Α. Τάσου.
Οι ζωγράφοι, με κίνδυνο της ζωής τους, σκαρφάλωναν σε τοίχους και ζωγράφιζαν μεγάλες παραστάσεις κι έγραφαν συνθήματα. Στην ουσία εικονογραφούσαν τα συνθήματα της στιγμής, λειτουργώντας καθοδηγητικά προς τις οργανώσεις αλλά και εμψυχωτικά ως προς το φρόνημα του αγωνιζόμενου λαού.
Στην Καισαριανή, στην οδό Συγγρού αλλά και σε κάποια σημεία του Κουκακίου υπήρχε πλήθος τέτοιων εικονογραφήσεων και ζωγραφιών.
Ο Σπύρος Βασιλείου, εμπνεόμενος από την Αντίσταση δημοσιεύει στη «Νέα Εστία» ξυλογραφίες του με θέματα από δημοτικά τραγούδια.
Οι Γιώργος Φαρσακίδης, Δημήτρης Γιολδάσης, Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη, Μέμος Μακρής, Γιάννης Κεφαλληνός, Λουκία Μαγγιώρου, Βάσω Κατράκη, Χρήστος Δαγκλής, Βάλιας Σεμερτζίδης, Χρήστος Καπράλος, Α. Τάσσος, Κώστας Γραμματόπουλος, Αννα Κινδύνη, Γιάννης Στεφανίδης, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Γιώργος Σικελιώτης, Γ. Βελισσαρίδης, Θανάσης Απάρτης, Ορέστης Κανέλλης και πολλοί άλλοι ακόμα εικαστικοί καλλιτέχνες, δημιούργησαν αντιστασιακά -λαϊκά έργα τέχνης υψηλής αισθητικής και τα έθεσαν στην υπηρεσία του αγώνα.
Το θέατρο στην Αντίσταση
Πληροφορίες μας δίνει ο Θαλής Δίζελος.
Το αντιστασιακό θέατρο ξεκινά με την αντιφασιστική σάτιρα εναντίον των Ιταλών κατακτητών με θεατρικά κείμενα που γελοιοποιούν τους Ιταλούς φασίστες. Στη συνέχεια δημιουργείται το θέατρο της πόλης, των φυλακών, του στρατοπέδων και το θέατρο του Βουνού στις μαχόμενες και στις απελευθερωμένες περιοχές.
α) Το θέατρο της πόλης
Οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν μέλη της Αντίστασης και κάποιοι είχαν ενταχθεί στον ένοπλο αγώνα. Ακολούθησαν την ίδια τακτική με τους συγγραφείς: Συμμετοχή στις θεατρικές παραστάσεις, συμμετοχή στις διαδηλώσεις, στο μοίρασμα προκηρύξεων και στην κοινωνική αλληλεγγύη.
Παρέκαμπταν τη γερμανική λογοκρισία, συχνά με κίνδυνο της ζωής τους, ενώ οι παραστάσεις της Επιθεώρησης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση του αντιστασιακού φρονήματος του λαού.
Το βασικό πρόβλημα των ηθοποιών ήταν η επιβίωση, ειδικά κατά τις περιόδους που η επιτροπή λογοκρισίας έκλεινε όποιο θέατρο είχε παραβεί τους κανόνες της λογοκρισίας. (Η επιτροπή αποτελούνταν από Ιταλούς, Γερμανούς και Έλληνες φασίστες και διατηρούσε το όνομα που της είχε δώσει ο Μεταξάς: «Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως»). Οι χρηματικές ποινές που επέβαλλαν οι Γερμανοί στα θέατρα γονάτιζαν τους θιάσους. Τότε οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου ίδρυσαν την Επιτροπή Συσσιτίου για τους ηθοποιούς που έμεναν άνεργοι.
Οι Γερμανοί τρομοκρατούσαν τους ηθοποιούς με συχνές συλλήψεις.
Ένας ακόμα κίνδυνος για τους ηθοποιούς, αλλά και για το κοινό, ήταν οι βομβαρδισμοί καθώς ελάχιστα θέατρα είχαν καταφύγια, γι αυτό οι θίασοι προσπαθούσαν να παρουσιάζουν τα έργα τους σε χώρους όπου υπήρχαν καταφύγια.
Ένα μεγάλο πρόβλημα επίσης ήταν ότι οι συγγραφείς των χωρών που πολεμούσαν τον Άξονα ήταν απαγορευμένοι από τη λογοκρισία και οι θίασοι είχαν έλλειμμα ρεπερτορίου, καθώς το ελληνικό δραματολόγιο ήταν σχετικά φτωχό. Οι θίασοι αντιμετώπισαν αυτό το πρόβλημα αλλάζοντας το όνομα του συγγραφέα (π.χ. από αγγλικό σε γαλλικό ή ιταλικό), και τα ονόματα των ηρώων. Διατηρούσαν όμως το κείμενο αυτούσιο.
Στον αγώνα μπήκε και το Θέατρο Τέχνης και μάλιστα είχε το θάρρος να ανεβάσει το απαγορευμένο έργο του Μαξίμ Γκόρκυ «Βυθός».
Οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου έδειξαν αξιόλογη αντιστασιακή δράση μέσα από τον «Συνεταιρισμό ηθοποιών και τεχνικού προσωπικού Εθνικού Θεάτρου». Το 1943 έγινε το γνωστό μπλόκο του Εθνικού, όπου συνελήφθησαν ο Πέλος Κατσέλης, ο Γιάννης Βεάκης και ο Γ. Γληνός.
Επίσης το Θέατρο Πάνθεον είχε μεγάλη αντιστασιακή δράση με τον θίασο Βεάκη-Μανωλίδου-Παπά-Δενδραμή.
Από τους Γερμανούς εκτελέστηκαν ο ηθοποιός Λέανδρος Καβαφάκης και η χορεύτρια Μανταλένα.
β) Το θέατρο του Βουνού
Πληροφορίες μας δίνει ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου.
Ο χώρος του θεάτρου: Σε μια σχολική αίθουσα ή στην πλατεία του χωριού στηνόταν ένα ξύλινο θεατρικό πατάρι. Η σκηνή φωτιζόταν από λυχνάρια ή γκαζόλαμπες που κουβαλούσαν οι χωρικοί από τα σπίτια τους. Για αυλαία χρησιμοποιούσαν ένα κομμάτι πανί, συνήθως, από συμμαχικό αλεξίπτωτο. Στο θέατρο μαζευόταν όλο το χωριό και οι περαστικοί αντάρτες.
Είναι γνωστό, ότι οι Γερμανοί συχνά εφορμούσαν στα χωριά και τα μακέλευαν. Μόλις τελείωνε το κακό ,οι χωρικοί έβγαιναν από τις γύρω κρυψώνες τους κι εκεί στο ρημαγμένο τους χωριό έστηναν αμέσως μια θεατρική παράσταση. Τόσο μεγάλη σημασία έδιναν στον ρόλο που έπαιζε το θέατρο στη ζωή τού αγωνιζόμενου λαού.
Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη ρεπερτορίου. Τότε οι χωρικοί είτε έγραφαν μόνοι τους τα έργα (όσα αγόρια και κορίτσια είχαν έφεση προς τη λογοτεχνία) ή παράγγελναν έργα στους αντιστασιακούς συγγραφείς. Συχνά υπήρχε ομαδική συγγραφή θεατρικών έργων από τους νέους των χωριών. Στη συνέχεια, οι τοπικές οργανώσεις αντάλλασαν τα έργα κι έτσι παίζονταν σε όλες τις απελευθερωμένες περιοχές.
Ο κύριος εμψυχωτής του θεάτρου του Βουνού ήταν ο Βασίλης Ρώτας, ο οποίος ανέβηκε σε όλα τα βουνά για να δώσει παραστάσεις με δικά του έργα σε μουσική και σκηνοθεσία από τον ίδιο. Ο Ρώτας ίδρυσε τον «Θεατρικό όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας» και ο φιλόλογος και ποιητής Γ. Κοτζιούλας ίδρυσε στα βουνά της Ηπείρου, με την υποστήριξη του ΕΛΑΣ, τη «Λαϊκή Σκηνή».
Το κουκλοθέατρο του Βουνού είχε αναλάβει ο Γ. Ακίλογλου.
«Πολεμάμε και τραγουδάμε»
Τα λαϊκά τραγούδια της αντίστασης, τα δημοτικά, τα κλέφτικα και τα επαναστατικά τραγούδια εμψυχώνουν τον αγωνιζόμενο λαό και τους αντάρτες των βουνών.
Τραγούδια της κατοχής γράφτηκαν από λαϊκούς συνθέτες όπως οι: Βασίλης Τσιτσάνης, Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, Μιχάλης Γενίτσαρης, Σπύρος Καλφόπουλος, Οδυσσέας Μοσχονάς, Μαρίνος Γαβριήλ, Στέλιος Κερομύτης.
Ακόμα και συνθέτες του λεγόμενου αστικού τραγουδιού συνέθεσαν τραγούδια αντιστασιακά, όπως ο Νίκος Γούναρης –συνέθεσε κυρίως τα τραγούδια που τραγούδησε η Βέμπο κατά την περίοδο των μαχών στην Αλβανία- και ο Αττίκ.
Ο Αλέκος Ξένος συνέθεσε αντιστασιακά τραγούδια και συμφωνικά έργα.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν μέλος της ΕΠΟΝ Αθήνας.
Ο ΕΠΟΝίτης και στη συνέχεια μέλος της ένοπλης πολιτοφυλακής Αθήνας, Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε έργα μουσικής δωματίου, συμφωνικά έργα, σονατίνες και αντιστασιακά τραγούδια[2], όπως οι «Πέντε ναύτες» σε ποίηση Φώτη Αγγουλέ, ο «Ύμνος της ΕΠΟΝ», και ο «’Ύμνος του ΕΛΑΝ» (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό), αλλά και κύκλους αντιστασιακών τραγουδιών, όπως το «Εξορία Α’», σε ποίηση Πάνου Λαμψίδη-ψευδώνυμο Φ. Φωτεινός.
Επίλογος
Η Πνευματική Αντίσταση στη φάση της ανάπτυξης του απελευθερωτικού αγώνα ενέπνευσε στον λαό την πίστη στον εαυτό του. Όταν το ΕΑΜ αγκάλιασε τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού και μεγαλούργησε, η Πνευματική Αντίσταση διαπαιδαγώγησε τον λαό και σήκωσε μαζί του την Ελλάδα, δημιουργώντας έτσι το μεγάλο θαύμα της νέας ελληνικής αναγέννησης.
Η ελληνική πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, κατά την περίοδο της κατοχής, ήταν και παραμένει μοναδική στην Ευρώπη, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Σήμερα, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι οι Έλληνες δημιουργοί της Εθνικής Αντίστασης δημιούργησαν μια νέα ευρωπαϊκή καλλιτεχνική πρωτοπορία.
[1] Πηγές για το παρόν αφιέρωμα στάθηκαν η «Επιθεώρηση Τέχνης»,τ.87-88/1962, το βιβλίο του Τάσου Βουρνά Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Γ΄, καθώς και άρθρα από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
[2] Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη Μίκης Θεοδωράκης-Κινηματογραφική αυτοβιογραφία, ντοκουμέντα της ζωής και του έργου του, «Αρχείο Κρήτης»-Αθήνα 2005, σ.145-149
Αναστασία Βούλγαρη: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου