Γελωτοποιός
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ: Φοβού τους γονείς (1.Πατέρας)
Ήμουν δεκαπέντε όταν σκοτώθηκε ο γέρος.
Την είχα κάνει κοπάνα για να πιούμε μπύρες και μπάφους. Γύρισα σπίτι φτιαγμένος. Και βρήκα τη μάνα μου να κλαίει.
«Τι έγινε πάλι;» της λέω.
«Ο πατέρας σου.»
«Τι έκανε το καθίκι;»
«Μην τον λες έτσι.»
«Εντάξει. Τι έκανε τ’ αρχίδι;»
«Μην τον λες…»
Άνοιξα το ψυγείο να βρω κάτι γλυκό να φάω. Ονειρευόμουν τούρτες και ραβανί, όπως ο Μακ Γκρέγκορ φανταζόταν ρωμαϊκά λουτρά στο Trainspotting. Βρήκα μια φέτα κέικ μπαγιάτικο. Η μάνα μου ήρθε και στάθηκε πίσω μου, κλαίγοντας.
«Ο πατέρας σου… Σκοτώθηκε…»
Μου ‘πεσε το κέικ απ’ το χέρι.
«Έγινε ένα δυστύχημα… Όπως πήγαινε…»
Δεν την άφησα να τελειώσει. Ντινγκ ντονγκ, ο μάγισσος είναι νεκρός. Ξεκίνησα να χορεύω έναν ιρλανδέζικο χορό. Δεν ξέρω από χορούς, αλλά έχω δει όλες τις ταινίες του Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Χόρευα και γελούσα και φώναζα: «Ψόφησε, ψόφησε».
Τι έκανε η μάνα μου; Ήρθε και με χαστούκισε.
«Σταμάτα. Όπως και να ήταν, ήταν ο πατέρας σου.»
Νομίζω ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξεκίνησε η αναπόφευκτη πορεία της μάνας μου προς τη δολοφονία της -απ’ τον υποφαινόμενο.
Ωραία. Ας τα δούμε απ’ την αρχή. Πες, γλυκιά μου μανούλα, ότι έκανες το λάθος να παντρευτείς έναν μαλάκα. Όχι, ας της δώσω ελαφρυντικά.
Έστω ότι τότε που γνωρίστηκαν ήταν ερωτευμένοι, φιλιά και λουλούδια, η Γουίνσλετ με τον Κάπριο στην πλώρη, κι η καρακάξα η Ντιόν να τραγουδάει my heart will go on.
Έστω ότι δεν την πείραξε όταν έμαθε ότι ξενοπηδούσε στα αμπάρια κι ότι ήταν τζογαδόρος και ρεμάλι ολκής. Οκέι, το δέχομαι, αγάπα τον άνθρωπο σου με τα ελαττώματα του, η αγάπη όλα τα νικά και οι συναφείς παπαρολογίες.
Αλλά μετά; Μετά έσκασε το στομάχι του Κάπριο και πετάχτηκε από μέσα το Alien. Τι κάνει η Σίγκουρνι; «Α, εγώ δεν είμαι σπισίστρια. Αγαπώ το ίδιο τους πάντες.» Πάει να το αγκαλιάσει και την κάνει κομματάκια.
Την πρώτη σφαλιάρα που της έδωσε δεν τη θυμάμαι. Άσε που σίγουρα θα ξεκίνησε πριν να γεννηθώ. Αλλά να σας πω την πρώτη μου ανάμνηση; Και πείτε μου μετά εσείς ότι το αίμα νερό δεν γίνεται, αν τολμάτε.
Θυμάμαι να κοιμάμαι στο διπλό κρεβάτι με τη μάνα μου. Το τέρας, που ακόμα δεν είχα καταλάβει ότι είναι τέρας, έλειπε.
Ήμουν πέντε χρονών, μπορεί και τέσσερα. Κι ακούω τη φωνή της μάνας μου μες στον ύπνο, το θυμάμαι ακριβώς.
«Άργησες», λέει η Κέιτ Γούινσλετ, χωρίς να σηκωθεί.
«Λογαριασμό θα σου δώσω;»
Κοιτάζω. Ο Χάρντι Ντι Κάπριο στέκεται στην πόρτα του δωματίου, πιο γιγάντιος κι από γίγαντα. Κόκκινα μάτια, πρησμένα μούτρα.
Και τότε ρίχνει η μάνα μου το παγόβουνο στον Τιτανικό. Ανοίγει το όμορφο στοματάκι της και λέει μόνο δυο λέξεις: «Πού ήσουν;»
Αυτό το πού-ήσουν είναι για μένα κάτι σαν επίκληση στον δαίμονα. Σαν να καλείς τον Φρέντι Κρούγκερ και τον Pinhead μαζί.
Απ’ το στόμα του γίγαντα βγαίνει η φωνή του Σατανά:
«ΟΠΟΥ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΗΜΟΥΝΑ!»
Και βλέπω τη μάνα μου να κάνει τι; Τον θεό της, δηλαδή. Τη βλέπω να σκεπάζεται ολόκληρη, και το κεφάλι, με την κουβέρτα. Ο εφιάλτης όμως ήταν αληθινός, το τέρας δεν έφυγε.
Ο δαίμονας ορμάει, δυο δρασκελιές έκανε, τραβάει την κουβέρτα και την αρχίζει στις γροθιές.
Δεν έκλαψα, μη νομίζετε ότι έκλαψα. Μόνο κοιτούσα. Ένα τετράχρονο παιδί να βλέπει τον πατέρα του να κάνει σμπαράλια τη μάνα του.
Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από τη γαμημένη μου ζωή. Ακόμα αναρωτιέστε γιατί χόρευα όταν ψόφησε;
Δεν πιστεύω στον Θεό, αλλά πιστεύω στην Κόλαση. Γιατί θέλω το τέρας να βασανίζεται εκεί αιώνια.
Λοιπόν, παρασύρθηκα… Ο Τιτανικός βυθίζεται, το Άλιεν κόβει βόλτες στο κατάστρωμα, ο Τζακ Νίκολσον σπάει την πόρτα με το τσεκούρι.
Τι κάνεις εσύ; Υπομένεις. Το δέχεσαι. Γιατί; Επειδή είσαι γυναίκα; Όχι, επειδή είσαι θύμα. Και τα θύματα δεν πρέπει να μιλάνε, δεν επιτρέπεται να αντιδρούν, δεν μπορούν να τα γαμήσουν όλα.
Ξέρετε κάτι, κύριε δικαστά και ένορκοι κι όλοι εσείς που διαβάζετε την ιστορία μου στην οθόνη σας μασουλώντας κουλουράκια βρώμης.
Μπορώ να το κατανοήσω κι αυτό. Ναι, μπορώ. Όχι να το δικαιολογήσω ούτε να το καλύψω.
Αλλά, οκέι, δεν σε πειράζει να τρως ξύλο. Δικό σου είναι το σώμα σου το διαθέτεις όπως νομίζεις, σ’ ελεύθερο γαμημένο κόσμο ζούμε.
Άλλοι καπνίζουν, άλλοι παίρνουν ψυχοφάρμακα και ναρκωτικά, άλλοι πηδάνε απ’ το μπαλκόνι, άλλοι πηγαίνουν στο Άγιο Όρος. Δεν θα σου πω εγώ πώς θα ζήσεις τη ζωή σου.
Αλλά… Αλλά, καλή μου μητέρα, που σε σκότωσα ένα πρωινό του Μάη. Γιατί με γέννησες;
«Γιατί έμεινα έγκυος», λέει η Ντιβάλ, ψηλά στον ουρανό, σαν τη μάνα του Γούντι Άλεν.
«Ευχαριστώ πολύ», λέει ο Τζέιμς Ντιν απ’ τους δρόμους της Νέας Υόρκης.
(Αυτός θέλω να με παίξει τελικά στην ταινία. Έστω ο διάδοχος του, ποιος είναι; Όχι εκείνος απ’ το Λυκόφως. Ας ψάξει ο υπεύθυνος κάστινγκ να τον βρει.)
«Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν αρκεί αυτό, μαμά.»
Δεν γίνεσαι γονιός επειδή γαμήθηκες μια μέρα χωρίς προφυλακτικό. Γονιός γίνεσαι όταν αναλαμβάνεις ΤΗ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ! Συγνώμη για την ένταση. Τη γαμημένη ευθύνη για τον άνθρωπο που έφερες στον κόσμο.
Τι θέλει αυτός ο άνθρωπος, το παιδί σου; Φαΐ και μια στέγη; Όχι, θέλει να μην αφήνεις να το δέρνει ένας μαλάκας σαν τον Τομ Χάρντι.
Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε μ’ έδειρε για πρώτη φορά. Μεγάλωσα τρώγοντας πολύ ξύλο, έτσι μου φαινόταν φυσιολογική κατάσταση.
Όταν έκανα την πρώτη ζωγραφιά στο νηπιαγωγείο, η δασκάλα μίλησε με τη μάνα μου στο γραφείο της.
«Ζωγραφίστε την οικογένεια σας», μας είχε πει. Είχα φτιάξει έναν γίγαντα που χτυπούσε με το ένα χέρι μια γυναικούλα, ενώ πατούσε ένα κουτάβι. Και τα βαψα όλα κόκκινα σαν να ‘τανε ταινία του Γουόνγκ Καρ Γουάι. Εξήγησα στη δασκάλα τι έβλεπε κι έφριξε.
Στο γυρισμό για το σπίτι η μάνα μου είπε ότι δεν πρέπει να μιλάω στους ξένους για όσα κάνουμε στο σπίτι. Μάλλον τα ίδια θα έλεγε αν με βίαζε ο Χάρντι. Ευτυχώς δεν του άρεσαν τ’ αγοράκια.
Όταν άρχισα να μιλάω με τ’ άλλα παιδιά, κατάλαβα ότι η αγία οικογένεια δεν περιλαμβάνει και συχνούς ξυλοδαρμούς της μάνας, περιστασιακούς του παιδιού.
Ταινία animation του Γουές Άντερσον:
«Εσένα κάθε πότε σε βαράει ο πατέρας σου;» λέει το αλεπουδάκι.
«Δεν με βαράει», λέει ο μικρός ασβός.
«Και πώς ξέρεις ότι έκανες κάτι κακό;»
«Αλλάζει τη φωνή του.»
«Πονάει αυτό;» ρωτάει το αλεπουδάκι.
«Λίγο.»
«Βγάζεις και αίμα;»
«Όχι, μόνο λίγο πονάει.»
Την πρώτη φορά που του πήγα κόντρα, σας το ‘χω πει, τότε με τα μακαρόνια, μ’ έκανε τόπι στο ξύλο. Και συνέχισε. Η μάνα έμπαινε στη μέση, για να φάει εκείνη τις πιο πολλές. Αλλά πάντα περίσσευαν και μερικές για μένα.
Σιγά σιγά έμαθα. Τον απέφευγα όσο μπορούσα, έκλεινα τ’ αυτιά με το μαξιλάρι όταν άκουγα τη φωνή του τέρατος και τη φωνή του θύματος.
Σας είπα ποια ήταν η πρώτη ανάμνηση, έτσι δεν είναι; Η τελευταία ανάμνηση που έχω απ’ το καθίκι ήταν δυο μέρες πριν σκοτωθεί.
Ήμουν δεκαπέντε και τρελαμένος. Στο μπόι ίσος μ’ εκείνον πια. Και ήμουν σκληρός. Ποδόσφαιρο και μπάσκετ και λοιπά ομαδικά δεν τα γούσταρα. Αλλά ήμουν πρώτος στο Fight Club. Κάπως σαν τον Μπραντ Πιτ και τον Έντουαρντ Νόρτον.
Είχα παίξει ξύλο με τους πάντες. Κι όλοι είχαν να λένε για την αντοχή μου και την επιμονή μου. Όσες και να ‘τρωγα πάντα σηκωνόμουν.
«Κάτσε κάτω», μου ‘λεγε ο δίμετρος Ρωσοπόντιος, σαν τον Ντράγκο στο Ρόκι 4.
Εγώ σηκωνόμουν.
«Αυτό έχεις μόνο;» λέει ο Μπαλμπόα με σκισμένο φρύδι.
Κι άλλη μπουνιά, πέφτω οριζόντια στις πλάκες. Σηκώνομαι και φτιάχνω το μαλλί.
«Αυτός έχεις μόνο;» λέει ο Νίο.
«Δεν μπορείς να με νικήσεις», λέει ο πράκτορας Σμιθ.
«Δοκίμασε με.»
Δεν το ένιωθα το ξύλο, όπως ο Αλ Πατσίνο δεν ένιωθε τις σφαίρες στον Σημαδεμένο. Εκείνος είχε ρουφήξει μισό κιλό κόκα. Εγώ έτρωγα ξύλο απ’ τα πέντε. Τι να νιώσω;
Δυο μέρες πριν σκοτωθεί γύρισα σπίτι σ’ ένα σύννεφο. Βάζαμε βενζίνη σε μια σακούλα και ρουφούσαμε. Ένα εκατομμύριο καμμένα κύτταρα στη ρουφηξιά. Λιώσιμο κανονικά.
Μπήκα μέσα κι άκουσα το καθίκι να φωνάζει. Η μάνα μου μυξόκλαιγε, ως συνήθως. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου, να κρυφτώ και να τα γράψω όλα στ’ αρχίδια μου. Δεν το έκανα. Μπορεί επειδή πεινούσα, μπορεί επειδή δεν άντεχα ν’ ακούω τον ήχο της γροθιάς του στο πρόσωπο της μάνας μου.
Πήγα στην κουζίνα. Αυτός ήταν εκεί -κι οι μύγες του θανάτου είχαν αρχίσει να πετάνε γύρω του. Η Ντιβάλ στο πάτωμα, να κλαίει.
«Τι θες εσύ;» μου ‘πε ο Χάρντι.
«Κοψ’ το», του είπα.
«Τι έγινε; Μεγάλωσε το μπασταρδάκι;»
Και τότε, ναι, του έδωσα την καλύτερη απάντηση που έχω δώσει στη ζωή μου. Κανείς σεναριογράφος δεν θα το σκεφτόταν.
Του είπα: «Άμα δεν σου σηκώνεται, τη γυναίκα σου τη γαμάνε άλλοι.»
Με χτύπησε, εννοείται, δεν πιάσαμε την κουβέντα, ανάπτυξη χαρακτήρων και τέτοια. Μπουνιά μέσα στη μάπα κανονικά.
Έκανα ένα βήμα πίσω, συνήλθα και χαμογέλασα.
«Μόνο αυτό μπορείς να κάνεις, γέρο;»
Με χτύπησε ξανά, πιο δυνατά, αλλά έμεινα όρθιος. Η μάνα μίλησε από πίσω. Κάτι είπε, κανείς δεν της έδωσε σημασία.
Θέλετε και κατάλληλη μουσική για τη σκηνή; Οι καταιγίδες ηλεκτρικής κιθάρας του Νηλ Γιανγκ, στον Νεκρό του Τζάρμους.
Έκατσα να φάω και τρίτη, χωρίς καν να σηκώσω χέρια να καλυφτώ. Έτρεχε αίμα, όχι σάλτσα ντομάτας, αλλά στεκόμουν και χαμογελούσα. Ο Χάρντι φάνηκε να διστάζει.
«Μεγάλωσε το κουτάβι», είπε.
Αλλά έβλεπα στο πρόσωπο του τον φόβο.
«Σειρά μου τώρα», είπε ο Σούπερμαν στον Μπράντο.
Ο βλάκας σήκωσε τα χέρια να προφυλάξει το κεφάλι. Δεν ήξερε από street fighting. Του ‘δωσα μια κλωτσιά στ’ αρχίδια με τις Ντοκ Μάρτινς. Ξέρετε, μέταλλο μπροστά.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για ένα έφηβο αγόρι απ’ το να κλωτσάει τον πατέρα του στ’ αρχίδια. Το έκανε κι ο Δίας.
Ο Χάρντι έπεσε στα γόνατα. Τότε βρήκα την ευκαιρία ν’ ανταποδώσω δέκα χρόνια ξυλοδαρμού. Αλλά μπήκε στη μέση η μάνα μου.
«Σταματήστε», είπε η Ντιβάλ. «Μην τσακώνεστε.»
Μην τσακώνεστε! Αυτό είναι σαν να κρατάς ίσες αποστάσεις από τον βιαστή και τον βιασμένο.
Δεν πειράζει, καλά έκανε. Γιατί απόλαυσα το πιο όμορφο θέαμα που έχω δει στη ζωή μου. Τον είδα ταπεινωμένο. Τον είδα νικημένο. Τον είδα να φοβάται.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Μετά σκοτώθηκε κι έριξα έναν ωραίο ιρλανδέζικο χορό για να το γιορτάσω.
Αλλά τότε άλλαξαν όλα. Εννοώ τη μάνα μου.
Για κάποιον παράξενο λόγο το τέρας έγινε σύζυγος και πατέρας ξανά, μετά τον θάνατο του. Δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για κείνον. Της έλεγα για το ξύλο που είχαμε φάει κι εκείνη απαντούσε: «Υπερβολές.»
Την πρώτη φορά που τ’ άκουσα (υπερβολές) είδα κόκκινα πραγματάκια ν’ αναβοσβήνουν στα μάτια μου μέσα.
Και μετά ξεκίνησε να κανονίζει για την κηδεία του, που ήθελε να την κάνει «αντάξια της προσφοράς του». (κόκκινα πραγματάκια αναβοσβήνουν)
«Ας δωρίσουμε το σώμα του στο πανεπιστήμιο», της είπα, «μήπως ανακαλύψουν τι κάνει κάποιον να γίνεται καθίκι.»
«Του αξίζει να ταφεί σωστά», είπε η Λιζ Τέιλορ. (Τώρα ο Νόλαν πρέπει ν’ αλλάξει ηθοποιό. Τέλος το θύμα, αρχίζει η υποκρισία.)
«Αυτό που του αξίζει πραγματικά, είναι να τον ρίξουμε στα σκυλιά», της είπα.
«Ντροπή σου.»
(κόκκινα πραγματάκια αναβοσβήνουν)
Η Λιζ σηκώθηκε και με κοίταξε στα μάτια.
«Αυτός ο άνθρωπος είναι ο πατέρας σου. Χάρη σ’ εκείνον είσαι ζωντανός. Σου πρόσφερε τόσα.»
Ένιωσα κάτι να βαράει μες στο κεφάλι μου. Σκέφτηκα μήπως μιλούσε ειρωνικά, μήπως θ’ άρχιζε να γελάει μετά, και να χορεύαμε μαζί έναν χορό. Τίποτα.
Της είπα ότι αυτό που μου πρόσφερε ήταν ο φόβος, κάθε φορά που άκουγα το κλειδί στην εξώπορτα. Οι προσβολές. Το ξύλο.
«Υπερβολές», είπε η Λιζ. «Όλοι οι πατεράδες είναι λίγο απότομοι. Δεν σημαίνει ότι δεν μας αγαπούσε.»
Δεν πίστευα αυτό που άκουγα. Ήταν λες κι ήμουν τρελός, λες και ζούσαμε σε διαφορετικό κόσμο. Αλλά τα καλύτερα τα είδα στην κηδεία.
Εκεί έδωσε σώου κανονικό, Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου, μπορεί και δεύτερου μαζί. Νομίζω ότι εκείνη τη μέρα το είχα αποφασίσει ότι θα τη σκοτώσω. Έκλαιγε, σπάραζε πάνω στο φέρετρο, σαν να είχε χάσει τον Τομ Χανκς.
Να το πίστευε; Δεν νομίζω. Όσο τρελή και να ‘ταν δεν μπορεί να είχε ξεχάσει τις μπουνιές που είχε φάει. Όχι, έπαιζε -πολύ καλά, μάλιστα- το ρόλο της χήρας. Γιατί πάνω απ’ όλα είναι η οικογένεια, η εικόνα της οικογένειας. Όπου μου ‘χε πει κι εμένα στο νηπιαγωγείο, δεν έπρεπε κανείς να καταλάβει ότι η οικογένεια μας ήταν σκουληκιασμένη σαν τη Δανιμαρκία του σερ Λώρενς Ολίβιε.
Πήγαμε στο εστιατόριο, όπου θα γινόταν το γεύμα. Δεν είχε αρκεστεί σε καφεδάκι-παξιμαδάκι, ήθελε και γεύμα για να τον τιμήσει.
Πιάσαμε τη μισή μεριά της αίθουσας. Συγγενείς και φίλοι που δεν ήξερα ότι υπήρχαν. Κι η μάνα μου να κλαίει.
«Έλα, ηρέμησε», έλεγε η αδελφή της. «Φάε κάτι.»
«Δεν μπορώ», έκανε η Λιζ. «Δεν κατεβαίνει τίποτα. Νιώθω να πνίγομαι.»
«Μεγάλη απώλεια», είπε ένας γκριζομάλλης απ’ την άλλη. Δεν ξέρω τι σκατά ήταν. Ξάδελφος του πατέρα μου, θείος, κάτι τέτοιο.
«Θα μας λείψει το χαμόγελο του», είπε κάποιος άλλος, μπουκωμένος με κοτόπουλο.
«Ήταν γλυκός άνθρωπος.»
Ανέπνεα με το ζόρι μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλά όταν άκουσα κι αυτή την ατάκα, ένιωσα σα να μου ρίχναν’ έναν βόθρο στα πνευμόνια.
«Ήταν γλυκός άνθρωπος.»
Κοίταξα να δω ποια είχε μιλήσει.
Ήταν μια τύπισσα που δεν ήξερα, και σίγουρα δεν ήταν συγγενής μας. Ήταν μαυριδερή, κάπως σαν Βραζιλιάνα. Κι ενώ φορούσε μαύρα, τα παπούτσια της φώναζαν από μακριά: Κωλόμπαρο και Σία.
«Ναι, σίγουρα», ήθελα να της πω. «Γλυκός, ήρεμος, οικογενειάρχης, μας έσπαγε τα μούτρα κάθε βράδυ.»
Αλλά μίλησε η μάνα μου, η σκύλα Λιζ Τέιλορ.
«Σας ευχαριστώ», της είπε. «Μας τιμάτε με την παρουσία σας. Ήταν, πράγματι, γλυκός άνθρωπος.»
Θα το άντεχα κι αυτό. Αλλά τότε η Λιζ Τέιλορ άπλωσε το χέρι της και μ’ έπιασε απ’ τον ώμο. Και είπε:
«Θα μας λείψει. Ήταν καλός σύζυγος και πατέρας, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν άνθρωπος.»
Ακόμα και τώρα, που το γράφω, νιώθω ότι θέλω να σπάσω κάτι. Γιατί είναι άλλο πράγμα να παλεύεις με το τέρας, άλλο να το υπομένεις έστω, κι άλλο να το στολίζεις με την κουρτίνα της υποτιθέμενης μεγαλοψυχίας σου.
Μόνο τότε κατάλαβα γιατί δεν τον παράτησε η μάνα μου, παρά το ξύλο. Μόνο τότε κατάλαβα γιατί δεχόταν να δέρνουν το παιδί της. Γιατί…
«Τι θα πει ο κόσμος;»
Φοβόταν τον πατέρα, αλλά πιο πολύ φοβόταν μην της σπιλώσουν το μικροαστικό της ηθικό μητρώο.
«Θα μας λείψει. Ήταν καλός σύζυγος και πατέρας, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν άνθρωπος.»
Ο Τζέιμς Ντιν τους ακούει να τσουγκρίζουν ποτήρια και προσπαθεί να συγκρατηθεί, αλλά ακούει ένα να-ζήσετε-να-τον-θυμόσαστε και μεταμορφώνεται σε πράσινο Χαλκ.
Σηκώνεται όρθιος και αναποδογυρίζει το τραπέζι. Κάποιοι προσπαθούν να τον συγκρατήσουν. Τους πετάει στην άκρη και πάει προς την έξοδο.
«Στεναχωρήθηκε πολύ», ακούει κάπου πίσω τη φωνή της Λιζ Τέιλορ.
Ο Ντιν βγαίνει έξω. Βάζει τ’ ακουστικά στ’ αυτιά. Ακούγεται το Seven Nation Army. Φοράει την κουκούλα και φεύγει στη βροχή.
I’m going to Wichita
Far from this opera for evermore
Η συνέχεια και το τέλος: Φοβού τους γονείς (3. Μητέρα)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ: Φοβού τους γονείς (1.Πατέρας)
Ήμουν δεκαπέντε όταν σκοτώθηκε ο γέρος.
Την είχα κάνει κοπάνα για να πιούμε μπύρες και μπάφους. Γύρισα σπίτι φτιαγμένος. Και βρήκα τη μάνα μου να κλαίει.
«Τι έγινε πάλι;» της λέω.
«Ο πατέρας σου.»
«Τι έκανε το καθίκι;»
«Μην τον λες έτσι.»
«Εντάξει. Τι έκανε τ’ αρχίδι;»
«Μην τον λες…»
Άνοιξα το ψυγείο να βρω κάτι γλυκό να φάω. Ονειρευόμουν τούρτες και ραβανί, όπως ο Μακ Γκρέγκορ φανταζόταν ρωμαϊκά λουτρά στο Trainspotting. Βρήκα μια φέτα κέικ μπαγιάτικο. Η μάνα μου ήρθε και στάθηκε πίσω μου, κλαίγοντας.
«Ο πατέρας σου… Σκοτώθηκε…»
Μου ‘πεσε το κέικ απ’ το χέρι.
«Έγινε ένα δυστύχημα… Όπως πήγαινε…»
Δεν την άφησα να τελειώσει. Ντινγκ ντονγκ, ο μάγισσος είναι νεκρός. Ξεκίνησα να χορεύω έναν ιρλανδέζικο χορό. Δεν ξέρω από χορούς, αλλά έχω δει όλες τις ταινίες του Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Χόρευα και γελούσα και φώναζα: «Ψόφησε, ψόφησε».
Τι έκανε η μάνα μου; Ήρθε και με χαστούκισε.
«Σταμάτα. Όπως και να ήταν, ήταν ο πατέρας σου.»
Νομίζω ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξεκίνησε η αναπόφευκτη πορεία της μάνας μου προς τη δολοφονία της -απ’ τον υποφαινόμενο.
~~
Ωραία. Ας τα δούμε απ’ την αρχή. Πες, γλυκιά μου μανούλα, ότι έκανες το λάθος να παντρευτείς έναν μαλάκα. Όχι, ας της δώσω ελαφρυντικά.
Έστω ότι τότε που γνωρίστηκαν ήταν ερωτευμένοι, φιλιά και λουλούδια, η Γουίνσλετ με τον Κάπριο στην πλώρη, κι η καρακάξα η Ντιόν να τραγουδάει my heart will go on.
Έστω ότι δεν την πείραξε όταν έμαθε ότι ξενοπηδούσε στα αμπάρια κι ότι ήταν τζογαδόρος και ρεμάλι ολκής. Οκέι, το δέχομαι, αγάπα τον άνθρωπο σου με τα ελαττώματα του, η αγάπη όλα τα νικά και οι συναφείς παπαρολογίες.
Αλλά μετά; Μετά έσκασε το στομάχι του Κάπριο και πετάχτηκε από μέσα το Alien. Τι κάνει η Σίγκουρνι; «Α, εγώ δεν είμαι σπισίστρια. Αγαπώ το ίδιο τους πάντες.» Πάει να το αγκαλιάσει και την κάνει κομματάκια.
Την πρώτη σφαλιάρα που της έδωσε δεν τη θυμάμαι. Άσε που σίγουρα θα ξεκίνησε πριν να γεννηθώ. Αλλά να σας πω την πρώτη μου ανάμνηση; Και πείτε μου μετά εσείς ότι το αίμα νερό δεν γίνεται, αν τολμάτε.
Θυμάμαι να κοιμάμαι στο διπλό κρεβάτι με τη μάνα μου. Το τέρας, που ακόμα δεν είχα καταλάβει ότι είναι τέρας, έλειπε.
Ήμουν πέντε χρονών, μπορεί και τέσσερα. Κι ακούω τη φωνή της μάνας μου μες στον ύπνο, το θυμάμαι ακριβώς.
«Άργησες», λέει η Κέιτ Γούινσλετ, χωρίς να σηκωθεί.
«Λογαριασμό θα σου δώσω;»
Κοιτάζω. Ο Χάρντι Ντι Κάπριο στέκεται στην πόρτα του δωματίου, πιο γιγάντιος κι από γίγαντα. Κόκκινα μάτια, πρησμένα μούτρα.
Και τότε ρίχνει η μάνα μου το παγόβουνο στον Τιτανικό. Ανοίγει το όμορφο στοματάκι της και λέει μόνο δυο λέξεις: «Πού ήσουν;»
Αυτό το πού-ήσουν είναι για μένα κάτι σαν επίκληση στον δαίμονα. Σαν να καλείς τον Φρέντι Κρούγκερ και τον Pinhead μαζί.
Απ’ το στόμα του γίγαντα βγαίνει η φωνή του Σατανά:
«ΟΠΟΥ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΗΜΟΥΝΑ!»
Και βλέπω τη μάνα μου να κάνει τι; Τον θεό της, δηλαδή. Τη βλέπω να σκεπάζεται ολόκληρη, και το κεφάλι, με την κουβέρτα. Ο εφιάλτης όμως ήταν αληθινός, το τέρας δεν έφυγε.
Ο δαίμονας ορμάει, δυο δρασκελιές έκανε, τραβάει την κουβέρτα και την αρχίζει στις γροθιές.
Δεν έκλαψα, μη νομίζετε ότι έκλαψα. Μόνο κοιτούσα. Ένα τετράχρονο παιδί να βλέπει τον πατέρα του να κάνει σμπαράλια τη μάνα του.
Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από τη γαμημένη μου ζωή. Ακόμα αναρωτιέστε γιατί χόρευα όταν ψόφησε;
Δεν πιστεύω στον Θεό, αλλά πιστεύω στην Κόλαση. Γιατί θέλω το τέρας να βασανίζεται εκεί αιώνια.
~~
Λοιπόν, παρασύρθηκα… Ο Τιτανικός βυθίζεται, το Άλιεν κόβει βόλτες στο κατάστρωμα, ο Τζακ Νίκολσον σπάει την πόρτα με το τσεκούρι.
Τι κάνεις εσύ; Υπομένεις. Το δέχεσαι. Γιατί; Επειδή είσαι γυναίκα; Όχι, επειδή είσαι θύμα. Και τα θύματα δεν πρέπει να μιλάνε, δεν επιτρέπεται να αντιδρούν, δεν μπορούν να τα γαμήσουν όλα.
Ξέρετε κάτι, κύριε δικαστά και ένορκοι κι όλοι εσείς που διαβάζετε την ιστορία μου στην οθόνη σας μασουλώντας κουλουράκια βρώμης.
Μπορώ να το κατανοήσω κι αυτό. Ναι, μπορώ. Όχι να το δικαιολογήσω ούτε να το καλύψω.
Αλλά, οκέι, δεν σε πειράζει να τρως ξύλο. Δικό σου είναι το σώμα σου το διαθέτεις όπως νομίζεις, σ’ ελεύθερο γαμημένο κόσμο ζούμε.
Άλλοι καπνίζουν, άλλοι παίρνουν ψυχοφάρμακα και ναρκωτικά, άλλοι πηδάνε απ’ το μπαλκόνι, άλλοι πηγαίνουν στο Άγιο Όρος. Δεν θα σου πω εγώ πώς θα ζήσεις τη ζωή σου.
Αλλά… Αλλά, καλή μου μητέρα, που σε σκότωσα ένα πρωινό του Μάη. Γιατί με γέννησες;
«Γιατί έμεινα έγκυος», λέει η Ντιβάλ, ψηλά στον ουρανό, σαν τη μάνα του Γούντι Άλεν.
«Ευχαριστώ πολύ», λέει ο Τζέιμς Ντιν απ’ τους δρόμους της Νέας Υόρκης.
(Αυτός θέλω να με παίξει τελικά στην ταινία. Έστω ο διάδοχος του, ποιος είναι; Όχι εκείνος απ’ το Λυκόφως. Ας ψάξει ο υπεύθυνος κάστινγκ να τον βρει.)
«Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν αρκεί αυτό, μαμά.»
Δεν γίνεσαι γονιός επειδή γαμήθηκες μια μέρα χωρίς προφυλακτικό. Γονιός γίνεσαι όταν αναλαμβάνεις ΤΗ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ! Συγνώμη για την ένταση. Τη γαμημένη ευθύνη για τον άνθρωπο που έφερες στον κόσμο.
Τι θέλει αυτός ο άνθρωπος, το παιδί σου; Φαΐ και μια στέγη; Όχι, θέλει να μην αφήνεις να το δέρνει ένας μαλάκας σαν τον Τομ Χάρντι.
~~
Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε μ’ έδειρε για πρώτη φορά. Μεγάλωσα τρώγοντας πολύ ξύλο, έτσι μου φαινόταν φυσιολογική κατάσταση.
Όταν έκανα την πρώτη ζωγραφιά στο νηπιαγωγείο, η δασκάλα μίλησε με τη μάνα μου στο γραφείο της.
«Ζωγραφίστε την οικογένεια σας», μας είχε πει. Είχα φτιάξει έναν γίγαντα που χτυπούσε με το ένα χέρι μια γυναικούλα, ενώ πατούσε ένα κουτάβι. Και τα βαψα όλα κόκκινα σαν να ‘τανε ταινία του Γουόνγκ Καρ Γουάι. Εξήγησα στη δασκάλα τι έβλεπε κι έφριξε.
Στο γυρισμό για το σπίτι η μάνα μου είπε ότι δεν πρέπει να μιλάω στους ξένους για όσα κάνουμε στο σπίτι. Μάλλον τα ίδια θα έλεγε αν με βίαζε ο Χάρντι. Ευτυχώς δεν του άρεσαν τ’ αγοράκια.
Όταν άρχισα να μιλάω με τ’ άλλα παιδιά, κατάλαβα ότι η αγία οικογένεια δεν περιλαμβάνει και συχνούς ξυλοδαρμούς της μάνας, περιστασιακούς του παιδιού.
Ταινία animation του Γουές Άντερσον:
«Εσένα κάθε πότε σε βαράει ο πατέρας σου;» λέει το αλεπουδάκι.
«Δεν με βαράει», λέει ο μικρός ασβός.
«Και πώς ξέρεις ότι έκανες κάτι κακό;»
«Αλλάζει τη φωνή του.»
«Πονάει αυτό;» ρωτάει το αλεπουδάκι.
«Λίγο.»
«Βγάζεις και αίμα;»
«Όχι, μόνο λίγο πονάει.»
Την πρώτη φορά που του πήγα κόντρα, σας το ‘χω πει, τότε με τα μακαρόνια, μ’ έκανε τόπι στο ξύλο. Και συνέχισε. Η μάνα έμπαινε στη μέση, για να φάει εκείνη τις πιο πολλές. Αλλά πάντα περίσσευαν και μερικές για μένα.
Σιγά σιγά έμαθα. Τον απέφευγα όσο μπορούσα, έκλεινα τ’ αυτιά με το μαξιλάρι όταν άκουγα τη φωνή του τέρατος και τη φωνή του θύματος.
~~
Σας είπα ποια ήταν η πρώτη ανάμνηση, έτσι δεν είναι; Η τελευταία ανάμνηση που έχω απ’ το καθίκι ήταν δυο μέρες πριν σκοτωθεί.
Ήμουν δεκαπέντε και τρελαμένος. Στο μπόι ίσος μ’ εκείνον πια. Και ήμουν σκληρός. Ποδόσφαιρο και μπάσκετ και λοιπά ομαδικά δεν τα γούσταρα. Αλλά ήμουν πρώτος στο Fight Club. Κάπως σαν τον Μπραντ Πιτ και τον Έντουαρντ Νόρτον.
Είχα παίξει ξύλο με τους πάντες. Κι όλοι είχαν να λένε για την αντοχή μου και την επιμονή μου. Όσες και να ‘τρωγα πάντα σηκωνόμουν.
«Κάτσε κάτω», μου ‘λεγε ο δίμετρος Ρωσοπόντιος, σαν τον Ντράγκο στο Ρόκι 4.
Εγώ σηκωνόμουν.
«Αυτό έχεις μόνο;» λέει ο Μπαλμπόα με σκισμένο φρύδι.
Κι άλλη μπουνιά, πέφτω οριζόντια στις πλάκες. Σηκώνομαι και φτιάχνω το μαλλί.
«Αυτός έχεις μόνο;» λέει ο Νίο.
«Δεν μπορείς να με νικήσεις», λέει ο πράκτορας Σμιθ.
«Δοκίμασε με.»
Δεν το ένιωθα το ξύλο, όπως ο Αλ Πατσίνο δεν ένιωθε τις σφαίρες στον Σημαδεμένο. Εκείνος είχε ρουφήξει μισό κιλό κόκα. Εγώ έτρωγα ξύλο απ’ τα πέντε. Τι να νιώσω;
~~
Δυο μέρες πριν σκοτωθεί γύρισα σπίτι σ’ ένα σύννεφο. Βάζαμε βενζίνη σε μια σακούλα και ρουφούσαμε. Ένα εκατομμύριο καμμένα κύτταρα στη ρουφηξιά. Λιώσιμο κανονικά.
Μπήκα μέσα κι άκουσα το καθίκι να φωνάζει. Η μάνα μου μυξόκλαιγε, ως συνήθως. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου, να κρυφτώ και να τα γράψω όλα στ’ αρχίδια μου. Δεν το έκανα. Μπορεί επειδή πεινούσα, μπορεί επειδή δεν άντεχα ν’ ακούω τον ήχο της γροθιάς του στο πρόσωπο της μάνας μου.
Πήγα στην κουζίνα. Αυτός ήταν εκεί -κι οι μύγες του θανάτου είχαν αρχίσει να πετάνε γύρω του. Η Ντιβάλ στο πάτωμα, να κλαίει.
«Τι θες εσύ;» μου ‘πε ο Χάρντι.
«Κοψ’ το», του είπα.
«Τι έγινε; Μεγάλωσε το μπασταρδάκι;»
Και τότε, ναι, του έδωσα την καλύτερη απάντηση που έχω δώσει στη ζωή μου. Κανείς σεναριογράφος δεν θα το σκεφτόταν.
Του είπα: «Άμα δεν σου σηκώνεται, τη γυναίκα σου τη γαμάνε άλλοι.»
Με χτύπησε, εννοείται, δεν πιάσαμε την κουβέντα, ανάπτυξη χαρακτήρων και τέτοια. Μπουνιά μέσα στη μάπα κανονικά.
Έκανα ένα βήμα πίσω, συνήλθα και χαμογέλασα.
«Μόνο αυτό μπορείς να κάνεις, γέρο;»
Με χτύπησε ξανά, πιο δυνατά, αλλά έμεινα όρθιος. Η μάνα μίλησε από πίσω. Κάτι είπε, κανείς δεν της έδωσε σημασία.
Θέλετε και κατάλληλη μουσική για τη σκηνή; Οι καταιγίδες ηλεκτρικής κιθάρας του Νηλ Γιανγκ, στον Νεκρό του Τζάρμους.
Έκατσα να φάω και τρίτη, χωρίς καν να σηκώσω χέρια να καλυφτώ. Έτρεχε αίμα, όχι σάλτσα ντομάτας, αλλά στεκόμουν και χαμογελούσα. Ο Χάρντι φάνηκε να διστάζει.
«Μεγάλωσε το κουτάβι», είπε.
Αλλά έβλεπα στο πρόσωπο του τον φόβο.
«Σειρά μου τώρα», είπε ο Σούπερμαν στον Μπράντο.
Ο βλάκας σήκωσε τα χέρια να προφυλάξει το κεφάλι. Δεν ήξερε από street fighting. Του ‘δωσα μια κλωτσιά στ’ αρχίδια με τις Ντοκ Μάρτινς. Ξέρετε, μέταλλο μπροστά.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για ένα έφηβο αγόρι απ’ το να κλωτσάει τον πατέρα του στ’ αρχίδια. Το έκανε κι ο Δίας.
Ο Χάρντι έπεσε στα γόνατα. Τότε βρήκα την ευκαιρία ν’ ανταποδώσω δέκα χρόνια ξυλοδαρμού. Αλλά μπήκε στη μέση η μάνα μου.
«Σταματήστε», είπε η Ντιβάλ. «Μην τσακώνεστε.»
Μην τσακώνεστε! Αυτό είναι σαν να κρατάς ίσες αποστάσεις από τον βιαστή και τον βιασμένο.
Δεν πειράζει, καλά έκανε. Γιατί απόλαυσα το πιο όμορφο θέαμα που έχω δει στη ζωή μου. Τον είδα ταπεινωμένο. Τον είδα νικημένο. Τον είδα να φοβάται.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Μετά σκοτώθηκε κι έριξα έναν ωραίο ιρλανδέζικο χορό για να το γιορτάσω.
Αλλά τότε άλλαξαν όλα. Εννοώ τη μάνα μου.
~~
Για κάποιον παράξενο λόγο το τέρας έγινε σύζυγος και πατέρας ξανά, μετά τον θάνατο του. Δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για κείνον. Της έλεγα για το ξύλο που είχαμε φάει κι εκείνη απαντούσε: «Υπερβολές.»
Την πρώτη φορά που τ’ άκουσα (υπερβολές) είδα κόκκινα πραγματάκια ν’ αναβοσβήνουν στα μάτια μου μέσα.
Και μετά ξεκίνησε να κανονίζει για την κηδεία του, που ήθελε να την κάνει «αντάξια της προσφοράς του». (κόκκινα πραγματάκια αναβοσβήνουν)
«Ας δωρίσουμε το σώμα του στο πανεπιστήμιο», της είπα, «μήπως ανακαλύψουν τι κάνει κάποιον να γίνεται καθίκι.»
«Του αξίζει να ταφεί σωστά», είπε η Λιζ Τέιλορ. (Τώρα ο Νόλαν πρέπει ν’ αλλάξει ηθοποιό. Τέλος το θύμα, αρχίζει η υποκρισία.)
«Αυτό που του αξίζει πραγματικά, είναι να τον ρίξουμε στα σκυλιά», της είπα.
«Ντροπή σου.»
(κόκκινα πραγματάκια αναβοσβήνουν)
Η Λιζ σηκώθηκε και με κοίταξε στα μάτια.
«Αυτός ο άνθρωπος είναι ο πατέρας σου. Χάρη σ’ εκείνον είσαι ζωντανός. Σου πρόσφερε τόσα.»
Ένιωσα κάτι να βαράει μες στο κεφάλι μου. Σκέφτηκα μήπως μιλούσε ειρωνικά, μήπως θ’ άρχιζε να γελάει μετά, και να χορεύαμε μαζί έναν χορό. Τίποτα.
Της είπα ότι αυτό που μου πρόσφερε ήταν ο φόβος, κάθε φορά που άκουγα το κλειδί στην εξώπορτα. Οι προσβολές. Το ξύλο.
«Υπερβολές», είπε η Λιζ. «Όλοι οι πατεράδες είναι λίγο απότομοι. Δεν σημαίνει ότι δεν μας αγαπούσε.»
Δεν πίστευα αυτό που άκουγα. Ήταν λες κι ήμουν τρελός, λες και ζούσαμε σε διαφορετικό κόσμο. Αλλά τα καλύτερα τα είδα στην κηδεία.
Εκεί έδωσε σώου κανονικό, Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου, μπορεί και δεύτερου μαζί. Νομίζω ότι εκείνη τη μέρα το είχα αποφασίσει ότι θα τη σκοτώσω. Έκλαιγε, σπάραζε πάνω στο φέρετρο, σαν να είχε χάσει τον Τομ Χανκς.
Να το πίστευε; Δεν νομίζω. Όσο τρελή και να ‘ταν δεν μπορεί να είχε ξεχάσει τις μπουνιές που είχε φάει. Όχι, έπαιζε -πολύ καλά, μάλιστα- το ρόλο της χήρας. Γιατί πάνω απ’ όλα είναι η οικογένεια, η εικόνα της οικογένειας. Όπου μου ‘χε πει κι εμένα στο νηπιαγωγείο, δεν έπρεπε κανείς να καταλάβει ότι η οικογένεια μας ήταν σκουληκιασμένη σαν τη Δανιμαρκία του σερ Λώρενς Ολίβιε.
Πήγαμε στο εστιατόριο, όπου θα γινόταν το γεύμα. Δεν είχε αρκεστεί σε καφεδάκι-παξιμαδάκι, ήθελε και γεύμα για να τον τιμήσει.
Πιάσαμε τη μισή μεριά της αίθουσας. Συγγενείς και φίλοι που δεν ήξερα ότι υπήρχαν. Κι η μάνα μου να κλαίει.
«Έλα, ηρέμησε», έλεγε η αδελφή της. «Φάε κάτι.»
«Δεν μπορώ», έκανε η Λιζ. «Δεν κατεβαίνει τίποτα. Νιώθω να πνίγομαι.»
«Μεγάλη απώλεια», είπε ένας γκριζομάλλης απ’ την άλλη. Δεν ξέρω τι σκατά ήταν. Ξάδελφος του πατέρα μου, θείος, κάτι τέτοιο.
«Θα μας λείψει το χαμόγελο του», είπε κάποιος άλλος, μπουκωμένος με κοτόπουλο.
«Ήταν γλυκός άνθρωπος.»
Ανέπνεα με το ζόρι μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλά όταν άκουσα κι αυτή την ατάκα, ένιωσα σα να μου ρίχναν’ έναν βόθρο στα πνευμόνια.
«Ήταν γλυκός άνθρωπος.»
Κοίταξα να δω ποια είχε μιλήσει.
Ήταν μια τύπισσα που δεν ήξερα, και σίγουρα δεν ήταν συγγενής μας. Ήταν μαυριδερή, κάπως σαν Βραζιλιάνα. Κι ενώ φορούσε μαύρα, τα παπούτσια της φώναζαν από μακριά: Κωλόμπαρο και Σία.
«Ναι, σίγουρα», ήθελα να της πω. «Γλυκός, ήρεμος, οικογενειάρχης, μας έσπαγε τα μούτρα κάθε βράδυ.»
Αλλά μίλησε η μάνα μου, η σκύλα Λιζ Τέιλορ.
«Σας ευχαριστώ», της είπε. «Μας τιμάτε με την παρουσία σας. Ήταν, πράγματι, γλυκός άνθρωπος.»
Θα το άντεχα κι αυτό. Αλλά τότε η Λιζ Τέιλορ άπλωσε το χέρι της και μ’ έπιασε απ’ τον ώμο. Και είπε:
«Θα μας λείψει. Ήταν καλός σύζυγος και πατέρας, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν άνθρωπος.»
Ακόμα και τώρα, που το γράφω, νιώθω ότι θέλω να σπάσω κάτι. Γιατί είναι άλλο πράγμα να παλεύεις με το τέρας, άλλο να το υπομένεις έστω, κι άλλο να το στολίζεις με την κουρτίνα της υποτιθέμενης μεγαλοψυχίας σου.
Μόνο τότε κατάλαβα γιατί δεν τον παράτησε η μάνα μου, παρά το ξύλο. Μόνο τότε κατάλαβα γιατί δεχόταν να δέρνουν το παιδί της. Γιατί…
«Τι θα πει ο κόσμος;»
Φοβόταν τον πατέρα, αλλά πιο πολύ φοβόταν μην της σπιλώσουν το μικροαστικό της ηθικό μητρώο.
«Θα μας λείψει. Ήταν καλός σύζυγος και πατέρας, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν άνθρωπος.»
Ο Τζέιμς Ντιν τους ακούει να τσουγκρίζουν ποτήρια και προσπαθεί να συγκρατηθεί, αλλά ακούει ένα να-ζήσετε-να-τον-θυμόσαστε και μεταμορφώνεται σε πράσινο Χαλκ.
Σηκώνεται όρθιος και αναποδογυρίζει το τραπέζι. Κάποιοι προσπαθούν να τον συγκρατήσουν. Τους πετάει στην άκρη και πάει προς την έξοδο.
«Στεναχωρήθηκε πολύ», ακούει κάπου πίσω τη φωνή της Λιζ Τέιλορ.
Ο Ντιν βγαίνει έξω. Βάζει τ’ ακουστικά στ’ αυτιά. Ακούγεται το Seven Nation Army. Φοράει την κουκούλα και φεύγει στη βροχή.
I’m going to Wichita
Far from this opera for evermore
Η συνέχεια και το τέλος: Φοβού τους γονείς (3. Μητέρα)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου