Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Ο παπά Γιώργης

Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου


Τον παπά Γιώργη δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω. Τον αγάπησα όμως μέσα από τις διηγήσεις των γεροντότερων. Κάθε που μου δινόταν η ευκαιρία, ρωτούσα άπληστα σαν μικρό παιδί, ζητούσα πάλι και πάλι να ακούσω περιστατικά που πρωτοστατούσε ο ασυμβίβαστος γέροντας με τον τραχύ χαρακτήρα.

Παπάς ενός γειτονικού χωριού ήταν που έμεινε ζωντανή η θύμηση του ακόμη και σήμερα σε όλη την περιοχή. Ένας παπάς αλέγρος, αθυρόστομος, μα δίκαιος, που όπου δεν έπιπτε ο λόγος του, έπιπτε επικουρικά ο πυροβολισμός.

Ήξερε τα λόγια τα εκκλησιαστικά απ’ έξω κι ανακατωτά. Ίσα που κρατούσε το Ευαγγέλιο στα χέρια. Τις λειτουργίες και τα μυστήρια τα έκανε χωρίς να κοιτάζει καν μέσα. Το μάτι του καρφωνόταν στο εκκλησίασμα και ουαί κι αλίμονο αν έβλεπε κάτι το μεμπτό γι’ αυτόν. Ανάμεσα σε ύμνους δοξαστικούς και παρακλητικούς, σε αμήν και αλληλούια, εκσφενδόνιζε γαμοσταυρίδια στα αρβανίτικα. Το πιστόλι πάντα μαζί του κάτω από το ράσο να ενισχύει τα ρηθέντα περί αγάπης.

Έχουν να διηγούνται, πώς ‘’έπεισε’’ κάποιους μαστόρους που τον κορόιδευαν καιρό και δεν έρχονταν να τελειώσουν τη δουλειά στο νεόχτιστο της κόρης του. Ξεγελάστηκαν μια μέρα και πέρασαν να τον καθησυχάσουν, λέγοντας του πως την …Δευτέρα θα έρθουν. Ο παπάς δεν μίλησε. Απηυδισμένος απ’ τις ψευτιές τους, σηκώνει το ράσο και προτάσσει το κουμπούρι. «Τώρα θα τελειώσετε», τους είπε. Ο αρχιμάστορας προσπάθησε να κερδίσει χρόνο. «Ναι, τώρα παππούλη, αλλά να πάμε να φέρουμε εργαλεία». Αρπάζει ο παπάς τον έναν απ’ αυτούς, του κολλάει στον κρόταφο το πιστόλι και λέει στον άλλον. «Εσύ θα πας! Αν δεν γυρίσεις, τούτος θα την φάει κατακούτελα». Το μέτρο απέδωσε. Για πότε βρέθηκαν εργαλεία, για πότε τέλειωσαν, ούτε λόγος! Μετά τους τραπέζωσε βαρβάτα, τους καλοπλήρωσε και τους έστειλε στην ευχή. Αυτός ήταν ο παπά Γιώργης. Ένας διαρκής πονοκέφαλος για τον Δεσπότη, που όσο και να ήθελε, δεν μπόρεσε να τον πάψει των καθηκόντων του, φοβούμενος κι αυτός ..τα αντίμετρα, τα αντίποινα, όπως θες πες το.

Οι μνήμες, ανακατεμένες με την υπερβολή των γεγονότων κάποιες φορές, τον ήθελαν να κάθεται πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, επιτηρώντας τις εργασίες που γίνονταν για την ανέγερση ενός μοναστηριού, στο οποίο οι φήμες έλεγαν πως υπήρχε ένα κιούπι με λίρες. Το όπλο προτεταμένο στους εργάτες, το βλέμμα να χτενίζει κάθε μύχια σκέψη τους, και τα γαλλικά με αρβανίτικο αξάν σε πρώτο πλάνο. Μετά από καιρό έμαθε πως ο θησαυρός βρισκόταν κάτω απ’ την μεγάλη πέτρα που …ξαπόσταινε. Τότε όμως τα βρισίδια είχαν αποδέκτη τον ίδιο.

Όταν ερχόταν να ψάλλει σε γειτονικά χωριά (εκτός έδρας δηλαδή), και δεν έπαιρνε το ανάλογο της αξίας του, ω, τότε, πού σε πονεί και πού σε σφάζει.

«Ου γιαμ ισα με παπά ..τάδε;», βροντοφώναζε και σήκωνε το όπλο. «Σι θοτ νε λειτουργιε ρακα κα ρακα κα;». (Είμαι εγώ ίσαμε τον παπά που συλλαβίζει;) Και να δεις τότε, για πότε χώνονταν στην τσέπη το πρέπον τίμημα!

Α, όλα κι όλα! Είχε την δική του εκτίμηση των πραγμάτων ο γέροντας. Είχε το δικό του άγραφο δίκαιο.

Και τα παπαδοπαίδια όταν φωνασκούσαν στο ιερό, να τα αφήσει έτσι; Α, όχι!

Μάταια προσπαθούσε ο ψάλτης να καλύψει τους ήχους από τις αγριοφωνάρες του…. ‘’ντο τε κι κριστι’’ (Θα σας @#****@ το Χριστό).

Ίσως κάποιοι δυσφορήσουν ή αγανακτήσουν από τον χαρακτήρα του παπά Γιώργη.

Εγώ όμως θα πω, με όλη αυτή την ‘’ανωμαλία’’ που με ελκύει λυσσασμένα σε τέτοιες ιδιόμορφες συμπεριφορές, πως η στάση ζωής του ήταν ενός ακραίου, μα κατά βάση καθαρού ατόμου. Γιατί, βλέποντας τις βρωμιές που με/μας περιτριγυρίζουν, τις ψευτιές και τις απάτες, ο παπά Γιώργης σου έλεγε κατάμουτρα το τι ήθελε. Κι αν δεν γινόταν κατανοητό, τότε… έπαιρνε αντισταθμιστικά μέτρα.
.
Πού είσαι τώρα παπά Γιώργη με τα κουμπούρια σου;

Και θα κάναμε μια παρέα… Μπορεί να έβαζες και μένα σε μια τάξη.



Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου