Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Φτώχεια και Αστεγία (Μέρος I)

Γιάννης Περάκης


Μήπως Ξεχάσαμε το Αύριο γιατί μας Μπέρδεψε το Σήμερα;


Η φτώχεια είναι ο γονιός της επανάστασης και του εγκλήματος (Αριστοτέλης)

Η ιδέα για την γραφή του κειμένου αυτού, ήταν το φυσικό επακόλουθο ενός τυχαίου συμβάντος. Μια τυχαία συζήτηση με ένα νέο παιδί με θέμα την αλληλεγγύη. Ηταν εθελόντρια στον «άλλον άνθρωπο». Υπήρξε κατά συνέπεια βάσιμος λόγος για να διαβάσει και να μάθει κάποιος περισσότερα εμβαθύνοντας τις γνώσεις του, επι του συγκεκριμμένου κοινωνικού προβλήματος.

Λόγω της σπουδαιότητας αλλά και της επικαιρότητας του προβλήματος, επιλέχθηκε να αναπτυχθεί σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά την «θεωρητική» προσέγγιση και ερμηνεία του κοινωνικού φαινομένου της φτώχειας,για τους μέν και τους δε και το δεύτερο μέρος την ακραία μορφή της, την αστεγία με τις αντίστοιχες προτάσεις.

Ο ορισμός της φτώχιας


Το 1995, στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης για την κοινωνική ανάπτυξη που διοργανώθηκε από τον ΟΗΕ υιοθετήθηκε ο εξής ορισμός: «φτώχεια είναι μία κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από οξεία στέρηση βασικών ανθρώπινων αναγκών όπως φαγητό, πόσιμο νερό, βασικές παροχές υγιεινής, υγείας, στέγης, μόρφωσης και πληροφόρησης. Εξαρτάται δε τόσο από το εισόδημα όσο και από την πρόσβαση στις υπηρεσίες» (UnitedNations, 1995).

Αποσαφήνιση των όρων της φτώχειας:

  • α)ως απόλυτη φτώχεια ορίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερο από ένα καθορισμένο ποσό δολαρίων την ημέρα και
  • β) ως σχετική φτώχεια ορίζεται το ποσοστό των ατόμων σε μια χώρα που ζουν με εισόδημα κατώτερο ενός συγκεκριμένου ποσοστού του διάμεσου εισοδήματος (συνήθως 60%) στην χώρα. Δηλαδή αν το ποσοστό είναι 60% και το διάμεσο εισόδημα 10.000 δολάρια, ο δείκτης φτώχειας είναι ο αριθμός ατόμων που ζουν με λιγότερο από 6.000 δολάρια ετησίως.

Η απάντηση στο τι είναι φτώχεια εξαρτάται από το ποιος ρωτάει και το ποιος απαντάει. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων διακρίνει:

  • Τη φτώχεια λόγω έλλειψης εισοδηματικών πόρων (εισοδηματική φτώχεια).
  • Τη φτώχεια λόγω στέρησης άλλων εκτός του εισοδήματος υλικών πόρων όπως είναι π.χ. η αξιοπρεπής κατοικία, η αδυναμία απόκτησης συνηθισμένων ή και διαρκών καταναλωτικών αγαθών (αυτοκίνητο, τηλεόραση, κ.λπ.) καθώς και η ανεπαρκής πρόσβαση σε υπηρεσίες.
  • Την πολυδιάστατη στέρηση, με την υλική έλλειψη να συνιστά μία μεταξύ πολλών αμοιβαία ενισχυόμενων διαστάσεων, σε διάφορες πτυχές της ανθρώπινης ζωής.
  • Τη φτώχεια ως έλλειψη ικανοτήτων.

Φτώχεια και ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση«των Λαών»


Το φαινόμενο της φτώχειας μας απασχολούσε τα προηγούμενα χρόνια κυρίως τις αναπτυσσόμενες χώρες, όμως από το 2008 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έχει επηρεάσει δραστικά το επίπεδο διαβίωσης και στην Ε.Ε. Τα μέτρα λιτότητας, η μεταφορά των βιομηχανικών και των εν γένει οικονομικών δραστηριοτήτων σε «φθηνότερες» χώρες και η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο της οικονομικής ύφεσης επιδείνωσαν την κατάσταση με αποτέλεσμα να απασχολεί ιδιαίτερα το φαινόμενο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο κίνδυνος φτώχειας αφορούσε 78 εκ. πολίτες πριν την κρίση, ενώ το 2017 ο αριθμός αυτός ανέρχεται στα 118,7 εκ., ήτοι 25% πολίτες ενώ η ανεργία από το 7%, βρίσκεται στο 9%.

Η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε με 21,7%, ενώ στους νέους 15-24 ετών είναι 44% με 18,7% στην Ε.Ε. Δεύτερη είναι η Ισπανία με 17% ανεργία και 36% στους νέους.

Εν αντιθέσει με την ακραία φτώχεια στον αναπτυσσόμενο Νότο, στην Ε.Ε. εξετάζεται η σχετική φτώχεια στο πλαίσιο του βιοτικού επιπέδου της εκάστοτε κοινωνίας, ο δείκτης AROPE (At Risk of Poverty or Social Exclusion) μτφ σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, είναι το βασικό εργαλείο αξιολόγησης της φτώχειας. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα βρίσκονται στον ευρωπαϊκό Νότο, στην Βαλτική και στις Βαλκανικές χώρες, με την κατηγορία των νέων ανθρώπων να επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος.

Ποια είναι η κατάσταση; Το 22,4% του πληθυσμού βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας, με την πλειοψηφία να είναι σε αγροτικές ή απομακρυσμένες περιοχές. Από την κρίση και μετά 14 χώρες βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από αυτή του 2008, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 3η θέση καθώς από το 28,1% πλέον το 36% του πληθυσμού μαστίζεται από τον κίνδυνο της φτώχειας. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορά βρίσκονται σε καλύτερη θέση κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε, με αποτέλεσμα να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ Βορά-Νότου.

Ο δείκτης AROPEλαμβάνει υπόψη 3 διαστάσεις (το εισόδημα, την εργασιακή συχνότητα και την υλική στέρηση) δίνοντας μία συνολική εκτίμηση της φτώχειας στην Ε.Ε.

Η πρώτη διάσταση είναι η εισοδηματική που έχει ως κατώτατο κριτήριο το 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος, αφαιρώντας τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Στον συνολικό πληθυσμό της Ε.Ε το 17,3% βρίσκεται κάτω από το συγκεκριμένο όριο. Οι υψηλότεροι δείκτες εισοδηματικής φτώχειας καταγράφονται στον ευρωπαϊκό Νότο, με την Ελλάδα να έχει το 21,3% του πληθυσμού της κάτω από το ευρωπαϊκό μέσο όρο ενώ συνολικά αφορά 86,7 εκ. πολίτες της Ε.Ε.

Η δεύτερη διάσταση είναι η υλική στέρηση που εξετάζει 9 μεταβλητές όπως:

  • η αδυναμία να πληρωθούν εγκαίρως οι λογαριασμοί
  • να διατηρηθεί το σπίτι ζεστό,
  • να αντιμετωπισθούν απροσδόκητα έξοδα,
  • να φάνε ψάρι, κρέας, λαχανικά κάθε 2η μέρα,
  • να πάνε διακοπές 1 εβδομάδα μακριά από το σπίτι,
  • να έχουν 1 αυτοκίνητο,πλυντήριο,έγχρωμη τηλεόραση,τηλέφωνο-κινητό.

Σε δυσμενή θέση είναι όσοι βρίσκονται σε τουλάχιστον 3 από αυτές τις κατηγορίες.Το 9% του πληθυσμού της Ε.Ε., περίπου 40,3 εκ., βιώνει αυτή την κατάσταση που σημαίνει ότι έχουν περιορισμένες συνθήκες διαβίωσης λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά πάνω από το μέσο όρο με 21,5%.

Η τρίτη διάσταση του AROPE αφορά την εργασιακή συχνότητα των δυνητικά εργαζομένων κατοίκων στην Ε.Ε και σχετίζεται με τα νοικοκυριά που τα μέλη τους εργάζονται λιγότερο από το 20% του ετήσιου χρόνου. Οι ηλικίες που αφορούν ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη διάσταση είναι 18 έως 64 ετών. To ποσοστό του πληθυσμού έχει αυξηθεί από το 8% το 2008 στο 11% το 2015, το 16% ξεπερνούν Ισπανία και Ελλάδα.

Δύο νέα φαινόμενα, 1) Working Poor και 2) NEETs: Απόρροια της οικονομικής ύφεσης στην Ε.Ε. άμεσα συνδεδεμένη με τη φτώχεια, είναι η εμφάνιση του όρου «workingpoor» (εργαζόμενος φτωχός). Αυτός ο όρος αναφέρεται στους εργαζόμενους που αμείβονται κάτω από το 60% του διάμεσου εθνικού εισοδήματος και εργάζονται σε ασταθείς δουλειές. Το 2008 το ποσοστό workingpoor ήταν 8%, ενώ το 2017 έχει ανέλθει στο 10% του εργατικού δυναμικού.

Η κατάσταση των workingpoor σε Ε.Ε και Ελλάδα: Τα ποσοστά ανεργίας από την κρίση και μετά είχαν αυξηθεί ραγδαία με το 2012 να σημειώνεται ανεργία 10,8% στην Ευρωζώνη και 9,3% στην Ε.Ε.Η κατηγορία workingpoor συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τόσο στην Ε.Ε όσο και στην Ελλάδα, όντας ευάλωτη σε μία σειρά αλλαγών που αφορούν τον εργασιακό τομέα και την καθημερινή ζωή. Το 2008 το ποσοστό workingpoor στην Ε.Ε ήταν 8%, ενώ το 2017 έχει ανέλθει στο 9,6% του εργατικού δυναμικού. Οι χώρες του Νότου και των Βαλκανίων διαθέτουν τα μεγαλύτερα ποσοστά εργαζομένων-φτωχών με την Ρουμανία να ξεπερνάει το 18%, την Ελλάδα να βρίσκεται στο 13%, την Ισπανία στο 12,5% ενώ το μικρότερο ποσοστό καταγράφεται στην Φινλανδία καθώς φθάνει μόλις το 2,8%.

Η επεξήγηση του όρου NEETs: Είναι οι 20άρηδες που έχουν χάσει τον μπούσουλα NEETs (εκ του Νeitherin Educationnorin Employmentor Training), δηλαδή οι εκτός απασχόλησης εκπαίδευσης ή κατάρτισης). Είναι η δημογραφική ομάδα των νέων του «δεν ελπίζω σε τίποτα», «δεν έχω drive για τίποτα», «δεν με ενδιαφέρει να προσφέρω τίποτα».

Όσον αφορά την κατηγορία NEETs κυρίως αφορά τους νέους και την αποφυγή περιθωριοποίησής τους. Στην Ε.Ε. παρατηρείται ότι 7 εκ. νέοι άνθρωποι παραμένουν εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης. To 2015 το 12% των νέων ανθρώπων ήταν στην κατηγορία NEET, με αποκορύφωμα το 2013 που ανήλθε στο 13%. Προτού αρχίσει η οικονομική κρίση το 2008 το ποσοστό ήταν στο 10%. Οι χώρες του Βορά έχουν μικρότερο ποσοστό πληθυσμού ως NEET, με το χαμηλότερο να το έχει η Ολλανδία, ενώ οι χώρες του Νότου αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Η Ιταλία και Ελλάδα έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό NEETs, που ξεπερνά το 23%.Το 48% εξ αυτών έχει φθάσει μέχρι ένα σημείο της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 43% έως ένα σημείο της κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης μετά την οικονομική κρίση, εμφανής είναι η συμμετοχή και των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε αυτή την ομάδα. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 12%, ενώ στην Ελλάδα αντιστοιχούσε σε 43% όσων είχαν τελειώσει τριτοβάθμια εκπαίδευση.Πρέπει να σημειωθεί ότι το 28% δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική κατάσταση έναντι του 40% των non-NEET, ενώ έχουν μικρή εμπιστοσύνη στους θεσμούς.

Τα αίτια της φτώχιας


α) Σύμφωνα με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος(ΟΚΕ) (2009), τα κυριότερα αίτια που οδηγούν στην φτώχεια είναι:

  • Ανεργία
  • Χαμηλό εισόδημα
  • Ανισοκατανομή του εισοδήματος
  • Ανεπάρκεια Δημόσιας Εκπαίδευσης και Επαγγελματικής Κατάρτισης
  • Πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας

β) Κοινωνικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην φτώχεια (ΟΚΕ, 2009):

  • Ηλικία: οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας.
  • Φύλο: οι γυναίκες παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας σε σχέση με τους άνδρες
  • Εκπαιδευτικό επίπεδο: συνδέεται άμεσα με τις παραγωγικές δυνατότητες του ατόμου.
  • Δομή οικογένειας: συνήθως οι μονογονεϊκές οικογένειες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά.
  • Μέγεθος νοικοκυριού: οι πολυμελής οικογένειες εμφανίζουν υψηλά ποσοστά φτώχειας σε σχέση με άλλες με λιγότερα μέλη.
  • Κοινωνικές προκαταλήψεις-Ρατσισμός: οι μετανάστες πλήττονται περισσότερο.
  • Γεωγραφικοί παράγοντες: οι δυσπρόσιτες περιοχές αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο φτώχειας καθώς έχουν περισσότερες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη υποδομών και την περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες/αγαθά.

Οι συνέπειες της κρίσης, ανεργία-φτώχια και οι επιπτώσεις της στην ψυχολογία


Οι Stuckleretal, (2009) μελέτησαν σε 26 χώρες της Ευρώπης, για το διάστημα 1970-2006 τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές μεταβολές μπορεί να επηρεάσουν τα ποσοστά θνησιμότητας στην Ευρώπη. Τα ευρήματά τους ήταν πως για κάθε αύξηση 1% στην ανεργία υπήρχε αύξηση 0,8% στις αυτοκτονίες, στις ηλικίες κάτω των 65 ετών.

Στη συνέχεια, μια λεπτομερής μελέτη της βιβλιογραφίας από τους Paul και Moser (2009) σχετικά με τις επιδράσεις της ανεργίας στην ψυχική υγεία, ανέδειξε πως ο μέσος όρος των ατόμων που είχαν ψυχολογικά προβλήματα ήταν υπερδιπλάσιος για τους ανέργους (34%) σε σύγκριση με τα άτομα που εργάζονταν (16%).

Στην Ελλάδα απο τα στοιχεία που έχει συλλέξει η ΕΛΣΤΑΤκαι διαβιβάστηκαν στηΒουλή(13-05-2019) από το υπουργείο Υγείας, αναφέρει:Από τα διαθέσιμα στοιχεία που δεν περιλαμβάνουν τις μη θανατηφόρες απόπειρες, προκύπτει ότι μέσα σε οκτώ χρόνια (2008-2016) αυτοκτόνησαν 4.237 συμπολίτες μας (3.487 άνδρες και 750 γυναίκες). Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι αυτοκτονίες σημειώνονται πιο συχνά στις ηλικίες από 40 έως 59 ετών, ενώ η ηλικιακή ομάδα με τις περισσότερες καταγεγραμμένες αυτοκτονίες είναι η ηλικία 45-49 ετών σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, αναλυτικότερα:

Οι αυτοκτονίες στην Ελλάδα απο το 2008 έως το 2016
Ανά έτος
2008 2009 2010 2011 2012 2013 2014 2015 2016
373 391 377 411 508 533 565 529 464
Ανά ηλικιακή ομάδα, την περίοδο 2008 έως 2016, έχουν καταγραφεί
10-14 ετών 15-19 ετών 20-24 ετών 25-29 ετών 30-34 ετών 35-39 ετών 40-44 ετών 45-49 ετών 50-54 ετών 55-59 ετών 60-64 ετών 65-69 ετών 70-74 ετών 75-79 ετών 80-84 ετών 85 και άνω
3 60 161 224 320 308 375 463 420 413 337 248 227 256 211 170

Η μέτρηση της φτώχειας: Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας τόσο το χειρότερο για αυτήν... ή αλλιώς «η τράπουλα είναι σημαδεμένη»


Έχουν προταθεί δεκάδες μαθηματικοί τρόποι για να υπολογίζεται αυτό το όριο και, φυσικά κάθε φορά επιλέγεται εκείνος ο οποίος οδηγεί στο αποτέλεσμα που συμφέρει περισσότερο αυτόν ο οποίος το χρησιμοποιεί. Πάντως, γενικά γίνεται «παραδεκτό;» ότι ως «όριο φτώχειας» ορίζεται το 60% του μέσου εισοδήματος μιας χώρας.

Προσοχή:Το όριο φτώχειας αλλάζει από χρόνο σε χρόνο(μειώνεται). Το 2011 ήταν 6.591 ευρώ, το 2012 έπεσε στα 5708, το 2013 πήγε στα 5.023 και το 2014 στα 4.608 ευρώ, το 2015 στα 4.512 ευρώ, το 2016 στα 4.560 ευρώ (βάσει της ΕΛΣΤΑΤ). Η φτώχεια όμως αυξάνεται.

Δηλαδή, ενώ το 2011 υπολογίζαμε ως «φτωχούς» όσους είχαν μηνιαίο εισόδημα μέχρι 549,25 ευρώ, το 2014 για να σε πουν «φτωχό» δεν έπρεπε να βγάζεις πάνω από 384 ευρώ τον μήνα. Με απλά λόγια: η στατιστική φτώχεια μειώθηκε επειδή μειώσαμε το όριο φτώχειας...

Συνεχίζουμε. Μπορεί το μηνιαίο όριο φτώχειας να έχει οριστεί σε 384 ευρώ αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μια τετραμελής οικογένεια έχει όριο 4 Χ 384. Αυτό είναι το όριο του εργένη. Μέσα σε μια οικογένεια, μόνο ένας ενήλικος «γράφει» 384. Οι υπόλοιποι ενήλικοι υπολογίζονται με συντελεστή 0,5 και οι ανήλικοι με 0,3. Δηλαδή, το όριο φτώχειας για μια τετραμελή οικογένεια είναι 384 Χ (1 + 0,5 + 0,3 + 0,3) = 806,40 ευρώ.

Η ερμηνεία της φτώχειας και της εξαθλίωσης απο μια... άλλη σκοπιά


Τα προαναφερθέντα κοινωνικο-οικονομικά στοιχεία δεν ανιχνεύουν τις γενεσιουργές αιτίες της φτώχειας πολύ δε περισσότερο δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο και της εξαθλίωσης στη σημερινή εποχή.

Με δεδομένη την πολιτική άποψη ο αγώνας για την εξάλειψη της φτώχειας και του αποκλεισμού ξεκίνησε απο χθές, παλεύουμε για το αύριο από ...τώρα.

Η θεωρία της εξαθλίωσης μας επιτρέπει να μετατοπίσουμε το ζήτημα της φτώχειας εντός του μαρξιστικού θεωρητικού πεδίου. Ο ίδιος ο Μαρξ και αργότερα πολλοί μαρξιστές υποστήριξαν ότι η κατάσταση της εργατικής τάξης γίνεται ολοένα και χειρότερη με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ενώ οι εργάτες εξαθλιώνονται περαιτέρω και γίνονται πιο φτωχοί. Η έννοια της εξαθλίωσης του προλεταριάτου ήταν στο λεξιλόγιο των πρώτων μαρξιστών απολύτως κυριολεκτική και αντιστοιχούσε σε αυτό που οι κοινωνιολόγοι ονομάζουν απόλυτη φτώχεια. Αυτή η αντίληψη ανταποκρινόταν ίσως στην πραγματικότητα της ζωής της εργατικής τάξης κατά τον 19ο αιώνα, όμως η ανάπτυξη του καπιταλισμού κατά τον 20ό αιώνα έθεσε σε αμφισβήτηση αυτή τη «χυδαιομαρξιστική»εκδοχή της εξαθλίωσης και την κατέστησε ευάλωτη στην κριτική.

Κατά τον 20ό αιώνα, ιδίως κατά το δεύτερο μισό του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συγκροτήθηκαν οι ισχυροί θεσμοί του κράτους πρόνοιας, ανέβηκε σημαντικά το επίπεδο ζωής των εργατών και εμφανίστηκε ο καταναλωτισμός, καθώς η αύξηση της παραγωγικότητας και η γενικότερη οικονομική ανάπτυξη έφεραν υψηλότερους μισθούς και φτηνότερα καταναλωτικά αγαθά. Υπό τις συνθήκες ενός καπιταλισμού του κοινωνικού κράτους ή του κράτους πρόνοιας του 20ού αιώνα, η θεωρία της εξαθλίωσης δεν αντιστοιχούσε πια στην πραγματικότητα καθώς οι εργαζόμενοι δεν βυθίζονταν στην απόλυτη φτώχεια ή την υλική στέρηση, ενώ και οι άνεργοι μπορούσαν πλέον να στηριχτούν στα βοηθήματα και τις παροχές του κράτους πρόνοιας.

Η περίοδος της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης των καπιταλιστικών οικονομιών από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι και την πρόσφατη κρίση, η οποία μπορεί να αποδειχθεί εφάμιλλη της Μεγάλης Ύφεσης (Roberts, 2009), προσέδωσε ξανά στην απλοϊκή έννοια της εξαθλίωσης μια εμπειρική βάση, καθώς στις ΗΠΑ εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους εξαιτίας των κατασχέσεων, η ανεργία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες άγγιξε το 20%, και η φτώχεια αυξήθηκε παντού. Παρ’ όλα αυτά αν εξακολουθήσουμε να υπερασπιζόμαστε τη θεωρία της εξαθλίωσης μόνο με αναφορά στην απόλυτη φτώχεια, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι αυτή εξαρτάται από τις διάφορες φάσεις του καπιταλιστικού κύκλου εργασιών, αφού κατά την περίοδο της ανάπτυξης η απόλυτη φτώχεια μοιάζει να περιορίζεται τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Όμως μια τέτοια προσέγγιση δεν κομίζει κάτι περισσότερο από ό,τι οι κυρίαρχες οικονομικές θεωρίες ακόμα και οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι κατά τις υφεσιακές φάσεις του οικονομικού κύκλου η απόλυτη φτώχεια αυξάνεται, καθώς οι εργαζόμενοι χάνουν τη δουλειά τους, ενώ οι κοινωνικές παροχές περικόπτονται από τα μέτρα λιτότητας. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί τον καπιταλισμό υποστηρίζοντας ότι, ακόμα και αν ληφθούν υπόψη οι περιοδικές κρίσεις, οι υλικές συνθήκες της εργατικής τάξης έχουν γενικά βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου, και ότι ο καπιταλισμός παραμένει, ακόμα και κατά τις περιόδους της ύφεσης, ασύγκριτα ανώτερος από οποιαδήποτε προκαπιταλιστική κοινωνική μορφή.

Για να το πούμε απλά: όσον αφορά τους θεμελιώδεις υλικούς όρους, είναι καλύτερο να διαθέτει κανείς ηλεκτρικό φως, πλυντήριο, συγκοινωνίες και κεντρική θέρμανση όπως συμβαίνει ακόμα και στις εποχές της κρίσης του καπιταλισμού, από το να ζει ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές της φεουδαρχίας. Παρότι η ανάπτυξή του χαρακτηρίζεται από αιφνίδιες εκρήξεις και περιοδικές καταρρεύσεις, ο καπιταλισμός, στους μέσους όρους της ιστορικής του πορείας, τείνει να βελτιώνει τις υλικές συνθήκες διαβίωσης και να μειώνει την απόλυτη φτώχεια.

Όμως η θεωρία της εξαθλίωσης, αν εξαιρέσουμε τις πιο απλοϊκές της εκδοχές, δεν αναφέρεται στην απόλυτη φτώχεια. Ο Μαρξ δεν αμφισβήτησε ποτέ ούτε την ικανότητα του καπιταλισμού να βελτιώνει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο ούτε τον απίστευτο τεχνολογικό δυναμισμό του, χάρη στον οποίο πέτυχε μια αλματώδη ανάπτυξη της παραγωγικότητας, σε επίπεδα αδιανόητα για το παρελθόν, και κατάφερε να παράγει ολοένα και φτηνότερα αγαθά. Ενόψει αυτής της πραγματικότητας, μια επιχειρηματολογία που υπερασπίζεται τη θεωρία της εξαθλίωσης μόνο με αναφορά στην απόλυτη φτώχεια δεν έχει βάση, παρά μόνο σε εποχές οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής ανέχειας.

Η μαρξική κριτική στον καπιταλισμό και την πολιτική του οικονομία θεμελιώνεται αλλού:

Σε μια προσεκτική εξέταση δύο αντιφατικών τάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι οποίες οφείλονται ακριβώς στον αδιαμφισβήτητο τεχνολογικό δυναμισμό του και στην ικανότητά του να αυξάνει το επίπεδο κατανάλωσης (μακροπρόθεσμα ή σε ένα ιδεατό ιστορικό μέσο όρο).

Όπως έχουν δείξει πολλοί μεταγενέστεροι σχολιαστές, από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ώς τον Μάικλ Λέμποβιτς, στον πυρήνα της προοδευτικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό δεν βρίσκεται τόσο (ή μάλλον καθόλου) η αύξηση της απόλυτης φτώχειας, αλλά η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην πραγματική και τη μέγιστη δυνατή κατανάλωση της εργατικής τάξης. Παρότι η πραγματική κατανάλωση είναι πιθανό να αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς π.χ. οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν ολοένα και φτηνότερα αγαθά με το μισθό τους, η παραγωγικότητα και το μέγιστο επίπεδο κατανάλωσης αυξάνονται ακόμη περισσότερο. Η τάξη των καπιταλιστών είναι εκείνη που θέτει το ανώτατο όριο της κατανάλωσης, και παρότι σταδιακά αυξάνεται η αγοραστική ισχύς και η καταναλωτική δυνατότητα τόσο της εργατικής τάξης όσο και της αστικής τάξης, η τελευταία αυξάνεται ταχύτερα, διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ του πραγματικού και του δυνητικού επιπέδου κατανάλωσης. Επιπλέον η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να επιφέρει μια ταυτόχρονη αύξηση των ονομαστικών μισθών αλλά και της εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να αμείβονται μεν ολοένα και καλύτερα αλλά να υφίστανται επίσης ολοένα και μεγαλύτερηεκμετάλλευση, δηλαδή να στερούνται τους ακόμη μεγαλύτερους μισθούς και την αγοραστική δύναμη που επιτρέπει η αύξηση της παραγωγικότητας.

Εξάλλου, όπως έχει καταδείξει ο Λέμποβιτς σε μια ριζοσπαστική αναδιατύπωση της θεωρίας της εξαθλίωσης, τα τεράστια ποιοτικά άλματα στην τεχνολογική εξέλιξη και η αύξηση της παραγωγικότητας που έχει επιτύχει ο καπιταλισμός οδηγούν σε μια αντίστοιχη διεύρυνση των ανθρώπινων αναγκών, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να ικανοποιηθούν από την πρωτόλεια και αρχαϊκή μορφή του εμπορεύματος. Καθώς στον καπιταλισμό οι παραγωγοί μένουν διαχωρισμένοι μεταξύ τους ο ένας από τον άλλο και, ως σύνολο, από τους καταναλωτές, και καθώς το βασικό κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών αλλά η μεγιστοποίηση του κέρδους, η κατανάλωση εντός του καπιταλισμού αφήνει πάντοτε κάτι ανικανοποίητο, παρά τη βελτίωση της ποιότητας, την πτώση των τιμών των εμπορευμάτων ή την ταχύτητα της παραγωγής τους.

Ο Λέμποβιτς ονομάζει εξαθλίωση αυτό το διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην εξέλιξη των ανθρώπινων αναγκών και στα μέσα για την ικανοποίησή τους, εντός των περιορισμών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η εξαθλίωση πρέπει να διακρίνεται από την έννοια της σχετικής φτώχειας των κοινωνιολογικών θεωριών. Ενώ η σχετική φτώχεια υπολογίζεται με βάση το διαθέσιμο εισόδημα ενός ατόμου ή ενός νοικοκυριού σε σύγκριση με το διάμεσο κοινωνικό εισόδημα, η εξαθλίωση δεν είναι (μόνο) η (σχετική) έλλειψη αγοραστικής δύναμης αλλά (επίσης), πολύ περισσότερο, η απόκλιση ανάμεσα στην εξέλιξη των ανθρώπινων αναγκών και την αδυναμία πλήρους ικανοποίησής τους μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής.

Η εξαθλίωση ως έννοια αποφεύγει επίσης τη διάκριση μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής φτώχειας που είναι γνωστή από τις τυποποιημένες εμπειρικές έρευνες για τη φτώχεια. Η αντικειμενική φτώχεια ορίζεται ως η υλική και κοινωνική στέρηση (που μαρτυρείται από τις κακές συνθήκες στέγασης, την αδυναμία αγοράς βασικών καταναλωτικών αγαθών, το χαμηλό εισόδημα ή την πλήρη απουσία εισοδήματος), ενώ η υποκειμενική φτώχεια, έννοια που σχετίζεται με την προηγούμενη δεν είναι όμως ακριβώς παράλληλη με αυτήν, συνδέεται με την αντίληψη των υποκειμένων (αποτυπώνει δηλαδή το πώς αντιλαμβάνονται τη φτώχεια τους και τι νοιώθουν για αυτήν όσοι είναι αντικειμενικά φτωχοί). Σε αντίθεση με τις παραπάνω έννοιες, η εξαθλίωση είναι συγχρόνως αντικειμενική, παράγεται δηλαδή από την ίδια τη δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά και άυλη, δεν μπορεί δηλαδή να ποσοτικοποιηθεί πλήρως ή να αποτυπωθεί με συγκεκριμένα εμπειρικά δεδομένα.

Κι αυτό γιατί η εξέλιξη των ανθρώπινων αναγκών, σε αντιδιαστολή προς τους εύκολα ποσοτικοποιήσιμους δείκτες της υλικής ευημερίας όπως το μηνιαίο εισόδημα, δεν μπορεί να καταμετρηθεί ή να ποσοτικοποιηθεί, ή τουλάχιστον δεν μπορεί να μετρηθεί με την ίδια ακρίβεια που μετρώνται η παραγωγή και η κατανάλωση, οι οποίες στον καπιταλισμό είναι δομικά αποσυνδεδεμένες από τις ανθρώπινες ανάγκες. Όταν το βασικό κίνητρο της παραγωγής είναι το κέρδος, οι πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες περνούν σε δεύτερο πλάνο και αντί να αντιμετωπίζονται ως αυτοσκοπός θεωρούνται αναγκαίο κακό (αφού τίποτα δεν μπορεί να πουληθεί αν δεν το χρειάζεται κάποιος, ο κύριος στόχος όμως είναι η πώληση). Επιπλέον ο δομικός διαχωρισμός των παραγωγών από τους καταναλωτές σημαίνει ότι ακόμα και αν υπήρχε η ειλικρινής πρόθεση να παράγει κανείς για να ικανοποιήσει τις ανθρώπινες ανάγκες, κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο λόγω του χάσματος που χωρίζει την παραγωγή από την κατανάλωση αυτή είναι η αιτία της καταναλωτικής αλλοτρίωσης (του καταναλωτισμού), που αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού.

Η μαρξιστική θεωρία της φτώχειας/εξαθλίωσης παραμένει παρ’ όλα αυτά εξαιρετικά αφηρημένη και δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια μεθοδολογία για την εμπειρική έρευνα. Οι παραπάνω παρατηρήσεις επομένως έχουν ως στόχο να προβληματίσουν τον αναγνώστη και να τον καταστήσουν πιο σκεπτικό απέναντι στα στοιχεία που ακολουθούν για τη φτώχεια στη Σλοβενία και αλλού, στοιχεία που έχουν προκύψει από την κλασική κοινωνιολογική μεθοδολογία.

Διαβάστε: Το δεύτερο μέρος (ΕΔΩ)

Πληροφορίες:

1) Primož Krašovec: Φτώχεια και ανισότητα στη Σλοβενία, 2005-2011.

2) Ηρακλής Κακαβάνης: Ατέχνως 17/11/2015, γράφει οCogitoergosum

3) Ο Γιώργος Κουλούρης είναι Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας.

Πηγή: sxedio-b.gr



Γιάννης Περάκης: Σχετικά με το Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου