Του Ρούντι Ρινάλντι
Για όποιον θέλει να βλέπει την πραγματικότητα και να μην κρύβεται από αυτήν, είναι ολοφάνερο ότι η κυριαρχία της χώρας μας (εθνική και λαϊκή), η ίδια η υπόσταση και η ισχύς της, αμφισβητούνται από δύο πλευρές. Όχι μόνο από τη δυτική, δηλαδή από την πολλαπλή, μεγεθυνόμενη και ποιοτικά εξελισσόμενη εξάρτηση από Ε.Ε. και ΗΠΑ, αλλά και από την ανατολική. Δηλαδή, από μια άκρως ισχυροποιούμενη Τουρκία που μέσα σε δύο δεκαετίες έχει αναβαθμίσει τον ρόλο της στη διεθνή σκηνή.
Ο τουρκικός επεκτατισμός αποτελεί μια ανοικτή εθνική απειλή, και οποιαδήποτε πορεία διεξόδου και αναγέννησης της χώρας δεν μπορεί να γίνει χωρίς να συνυπολογιστεί σοβαρά η διπλή πίεση από Δύση και Τουρκία. Η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει στη ανάκτηση δεικτών κυριαρχίας (εσωτερικής, λαϊκής και εθνικής, σχέσεων με το διεθνές περίγυρο), χωρίς να αντιμετωπίσει το διπλό αυτό πρόβλημα. Δεν είναι μια εύκολη άσκηση. Ούτε γίνεται «μια και έξω», απέναντι είτε στη μια πλευρά είτε στην άλλη, και ακόμα χειρότερα ταυτόχρονα και στις δύο.
Το «παράδοξο» της φάσης στην οποία βρισκόμαστε, είναι ότι ανάμεσα στις δύο δαγκάνες της τανάλιας που μας πιέζει, ανάμεσα στη Δύση και την Τουρκία, διεξάγεται μια σύνθετη διαπραγμάτευση. Αυτή έχει ως επίδικο αν θα παραμείνει η Τουρκία σύμμαχος της Δύσης ή θα ακολουθήσει άλλη πορεία.
Όπως είναι φυσικό, στη σύνθετη αυτή διαπραγμάτευση υπεισέρχονται κι άλλες παγκόσμιες δυνάμεις (και κυρίως η Ρωσία). Από αυτή τη διαπραγμάτευση, κρίνονται οι δυνατότητες επιρροής σε μεγάλες και ευαίσθητες περιοχές (Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, αραβικός κόσμος, Κεντρική Ασία, Ιράν, Βαλκάνια). Επηρεάζονται, ακόμα, οι στρατηγικές άλλων δυνάμεων (Κίνα και δρόμος μεταξιού, Ε.Ε. και σχέσεις με την Άγκυρα κ.λπ.).
Η διατήρηση της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο μοιάζει δύσκολη (ο Ερντογάν όμως δεν το έχει αποκλείσει) και όλοι οι τρόποι που δοκιμάστηκαν έως τώρα δεν πέτυχαν. Ακόμα και οι αμερικανόφιλες πτέρυγες στην Τουρκία και οι μηχανισμοί τους, δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την πορεία του Ερντογάν.
Στη σύνθετη διαπραγμάτευση, δεν τίθεται βέβαια μόνο το θέμα των γεωτρήσεων ή του Κυπριακού. Συρία και Κουρδικό, οπλικά συστήματα, ενεργειακό, ΝΑ Μεσόγειος, Βαλκάνια, αραβικός κόσμος, είναι μερικά από τα φλέγοντα θέματα και όλα τα μέσα επιστρατεύονται από όλες τις πλευρές.
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα προορίζεται για «ορεκτικό» στο παζάρι που γίνεται. Ο Ερντογάν δεν δείχνει να τη φοβάται και διεκδικεί τμήματα της ελληνικής κυριαρχίας σε θάλασσα, έδαφος, υπέδαφος και αέρα. Έχει κατακτήσει μισή Κύπρο και τη θέλει όλη. Δεν βιάζεται για τα πάντα. Οι ισχυροί «φίλοι μας», δεν έχουν κανένα πρόβλημα αν το παζάρι οδηγήσει στην ικανοποίηση μέρους των αξιώσεων Ερντογάν σε βάρος της Ελλάδας (που δεν τη μετράνε και το δείχνουν καθαρά). Οι Τούρκοι βέβαια δεν περιμένουν πότε θα τους τα δώσουν. Ξέρουν ότι πρέπει να κινηθούν οι ίδιοι, και γι αυτό έχουν ενεργητική διπλωματία, ενισχύουν συνέχεια τον στρατό τους και προβάλλουν συνεχώς αξιώσεις.
Υπερπροβάλλονται κάθε τόσο τα προβλήματα που έχει η Τουρκία και ο Ερντογάν. Ξεχνιέται το γεγονός ότι αυτός ενδυναμώνεται διατρέχοντας πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Διεξάγει πολέμους, διώκει αντιπάλους, χλευάζει τους Ευρωπαίους, απειλεί την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας κι αυτός όλα τα μέσα. Στη φαρέτρα του έχει διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά και κανονικά όπλα, το προσφυγικό, και την πολιτική πληθυσμών που ασκεί στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον χώρο του σουνιτικού ισλαμισμού.
Το πώς ανέβηκε στην εξουσία ο Ερντογάν, από πού άντλησε πολιτική ισχύ, πώς τα έβαλε με το κεμαλικό κατεστημένο και επικράτησε, πώς απέκτησε δύναμη μέσα σε ανερχόμενα τμήματα της τουρκικής αστικής τάξης, πώς διαμόρφωσε τον νέο-οθωμανισμό ως κινητήρια δύναμη, πώς απέκτησε δείκτες κυριαρχίας εντός της Τουρκίας καθώς και διεθνείς συμμαχίες και δύναμη, μπορούν να μελετηθούν και σαν «ο δάσκαλος από την ανάποδη» (κινέζικη έκφραση για το πώς μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα μελετώντας έναν δηλωμένο εχθρό ή να διδαχθείς ακόμα κι από τα δικά σου λάθη).
Ο ίδιος ο Ερντογάν και η τουρκική πολιτική υπό τον Ερντογάν, διαμόρφωσαν και άλλαξαν την Τουρκία. Αυτό το εγχείρημα θέλει μελέτη γιατί δείχνει έναν «τρόπο». Όποιος νομίζει ότι τα παραπάνω είναι «θαυμασμός» προς τον Ερντογάν, κάνει προφανώς λάθος: Ο Ερντογάν είναι επικίνδυνος, η στρατηγική του είναι αντιδημοκρατική και αντιδραστική, και θέτει μεγάλα ζητήματα απώλειας κυριαρχίας Ελλάδας και Κύπρου. Είναι όμως ενδιαφέροντα από την πλευρά της δυνατότητας και των όρων να κινηθεί κανείς διαφορετικά αν στοχεύει να ανακτήσει βαθμούς κυριαρχίας και αυτονόμησης από διεθνή κέντρα σε μια αντίληψη ρήξεων και διαρκών εκδημοκρατισμών σε όλους τους τομείς (άρα ουδεμία σχέση με τον πυρήνα του ερντογανισμού…).
Για παράδειγμα, ο Ερντογάν δεν βροντοφώναξε ποτέ «Έξω το ΝΑΤΟ από την Τουρκία». Ούτε έφυγε από το ΝΑΤΟ. Έχει όμως τον έλεγχο του στρατού και μπορεί να έχει δικαιοδοσίες πάνω στη βάση του Ιντσιρλίκ ή να απαγορεύσει δραστηριότητες της βάσης αυτής. Αν συγκριθούν αυτά με τα του «οίκου μας», βγαίνουν πολλά συμπεράσματα.
Η σύγχρονη Τουρκία δεν έχει αποδεχθεί τις διεθνείς συμφωνίες και δεν έχει εγκαταλείψει τα όνειρα να αναβιώσει κάτι ανάλογο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν αποδέχθηκε τα σύνορα που διαμορφώθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα και πρόβαλλε επεκτατικές βλέψεις απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το δόγμα του κεμαλικού τουρκικού κράτους «Ένα έθνος, ένα κράτος» εφαρμόστηκε με στυγνό τρόπο απέναντι σε όλους του πληθυσμούς.
Μιλούν μόνα τους τα ιστορικά γεγονότα: Οι γενοκτονίες Αρμενίων, Ελλήνων και Κούρδων, τα γεγονότα σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη ενάντια στο ελληνικό στοιχείο κατά τη δεκαετία του 50, η εισβολή στην Κύπρο το 1974 (που δεν ήταν ένα «ατύχημα» ή ένα «θερμό επεισόδιο» αλλά εισβολή και κατοχή, άρα και σχεδιασμένη από καιρό στα στρατιωτικά επιτελεία). Κατακαλόκαιρο τότε.
Η κατοχή στη μισή Κύπρο «κατεύνασε» την τουρκική προκλητικότητα για χρόνια, χωρίς να σταματήσει η επιθετικότητα. Το 1983 ανακηρύσσεται ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό «κράτος». Το 1987, η πρόθεση για έρευνες στο Αιγαίο απαντιέται με επιστράτευση στην Ελλάδα. Το 1995, casus belli για επέκταση χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Το 1996, τα Ίμια. Παραβιάσεις, εμπλοκές και διεκδίκηση του μισού Αιγαίου, μέχρι τον 25ο μεσημβρινό. Navtex και προσπάθειες «παράκαμψης» του προβλήματος «Καστελλόριζο». Τώρα, γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και έντονες απειλές πολέμου προς την Ελλάδα.
Από όσα συμβαίνουν τούτη την ώρα, και από όλη την ιστορική πείρα, πρέπει να εξαχθούν αναγκαία συμπεράσματα. Τόσο για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής (ας αφήσουμε στην ησυχία τους όσους φαντασιώνονται ότι αυτή είναι ανύπαρκτη ή σκέτα κατασκευασμένη –άρα ακίνδυνη;) όσο και για τη δυνατότητα της Ελλάδας να αποκτήσει πραγματικά στοιχεία κυριαρχίας και όχι να χάσει οποιαδήποτε δυνατότητα εθνικής υπόστασης. Δημιουργώντας μια πολιτική-πορεία διεξόδου και αναγέννησης της χώρας στις σύγχρονες συνθήκες.
Πηγή: e-dromos.gr
Ρούντι Ρινάλντι: Σχετικά με τον Συντάκτη
Για όποιον θέλει να βλέπει την πραγματικότητα και να μην κρύβεται από αυτήν, είναι ολοφάνερο ότι η κυριαρχία της χώρας μας (εθνική και λαϊκή), η ίδια η υπόσταση και η ισχύς της, αμφισβητούνται από δύο πλευρές. Όχι μόνο από τη δυτική, δηλαδή από την πολλαπλή, μεγεθυνόμενη και ποιοτικά εξελισσόμενη εξάρτηση από Ε.Ε. και ΗΠΑ, αλλά και από την ανατολική. Δηλαδή, από μια άκρως ισχυροποιούμενη Τουρκία που μέσα σε δύο δεκαετίες έχει αναβαθμίσει τον ρόλο της στη διεθνή σκηνή.
Ο τουρκικός επεκτατισμός αποτελεί μια ανοικτή εθνική απειλή, και οποιαδήποτε πορεία διεξόδου και αναγέννησης της χώρας δεν μπορεί να γίνει χωρίς να συνυπολογιστεί σοβαρά η διπλή πίεση από Δύση και Τουρκία. Η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει στη ανάκτηση δεικτών κυριαρχίας (εσωτερικής, λαϊκής και εθνικής, σχέσεων με το διεθνές περίγυρο), χωρίς να αντιμετωπίσει το διπλό αυτό πρόβλημα. Δεν είναι μια εύκολη άσκηση. Ούτε γίνεται «μια και έξω», απέναντι είτε στη μια πλευρά είτε στην άλλη, και ακόμα χειρότερα ταυτόχρονα και στις δύο.
Σύνθετη διαπραγμάτευση και μεγάλο παζάρι
Το «παράδοξο» της φάσης στην οποία βρισκόμαστε, είναι ότι ανάμεσα στις δύο δαγκάνες της τανάλιας που μας πιέζει, ανάμεσα στη Δύση και την Τουρκία, διεξάγεται μια σύνθετη διαπραγμάτευση. Αυτή έχει ως επίδικο αν θα παραμείνει η Τουρκία σύμμαχος της Δύσης ή θα ακολουθήσει άλλη πορεία.
Όπως είναι φυσικό, στη σύνθετη αυτή διαπραγμάτευση υπεισέρχονται κι άλλες παγκόσμιες δυνάμεις (και κυρίως η Ρωσία). Από αυτή τη διαπραγμάτευση, κρίνονται οι δυνατότητες επιρροής σε μεγάλες και ευαίσθητες περιοχές (Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, αραβικός κόσμος, Κεντρική Ασία, Ιράν, Βαλκάνια). Επηρεάζονται, ακόμα, οι στρατηγικές άλλων δυνάμεων (Κίνα και δρόμος μεταξιού, Ε.Ε. και σχέσεις με την Άγκυρα κ.λπ.).
Η διατήρηση της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο μοιάζει δύσκολη (ο Ερντογάν όμως δεν το έχει αποκλείσει) και όλοι οι τρόποι που δοκιμάστηκαν έως τώρα δεν πέτυχαν. Ακόμα και οι αμερικανόφιλες πτέρυγες στην Τουρκία και οι μηχανισμοί τους, δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την πορεία του Ερντογάν.
Στη σύνθετη διαπραγμάτευση, δεν τίθεται βέβαια μόνο το θέμα των γεωτρήσεων ή του Κυπριακού. Συρία και Κουρδικό, οπλικά συστήματα, ενεργειακό, ΝΑ Μεσόγειος, Βαλκάνια, αραβικός κόσμος, είναι μερικά από τα φλέγοντα θέματα και όλα τα μέσα επιστρατεύονται από όλες τις πλευρές.
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα προορίζεται για «ορεκτικό» στο παζάρι που γίνεται. Ο Ερντογάν δεν δείχνει να τη φοβάται και διεκδικεί τμήματα της ελληνικής κυριαρχίας σε θάλασσα, έδαφος, υπέδαφος και αέρα. Έχει κατακτήσει μισή Κύπρο και τη θέλει όλη. Δεν βιάζεται για τα πάντα. Οι ισχυροί «φίλοι μας», δεν έχουν κανένα πρόβλημα αν το παζάρι οδηγήσει στην ικανοποίηση μέρους των αξιώσεων Ερντογάν σε βάρος της Ελλάδας (που δεν τη μετράνε και το δείχνουν καθαρά). Οι Τούρκοι βέβαια δεν περιμένουν πότε θα τους τα δώσουν. Ξέρουν ότι πρέπει να κινηθούν οι ίδιοι, και γι αυτό έχουν ενεργητική διπλωματία, ενισχύουν συνέχεια τον στρατό τους και προβάλλουν συνεχώς αξιώσεις.
Πρόσφατη ιστορική πείρα
Υπερπροβάλλονται κάθε τόσο τα προβλήματα που έχει η Τουρκία και ο Ερντογάν. Ξεχνιέται το γεγονός ότι αυτός ενδυναμώνεται διατρέχοντας πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Διεξάγει πολέμους, διώκει αντιπάλους, χλευάζει τους Ευρωπαίους, απειλεί την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας κι αυτός όλα τα μέσα. Στη φαρέτρα του έχει διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά και κανονικά όπλα, το προσφυγικό, και την πολιτική πληθυσμών που ασκεί στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον χώρο του σουνιτικού ισλαμισμού.
Το πώς ανέβηκε στην εξουσία ο Ερντογάν, από πού άντλησε πολιτική ισχύ, πώς τα έβαλε με το κεμαλικό κατεστημένο και επικράτησε, πώς απέκτησε δύναμη μέσα σε ανερχόμενα τμήματα της τουρκικής αστικής τάξης, πώς διαμόρφωσε τον νέο-οθωμανισμό ως κινητήρια δύναμη, πώς απέκτησε δείκτες κυριαρχίας εντός της Τουρκίας καθώς και διεθνείς συμμαχίες και δύναμη, μπορούν να μελετηθούν και σαν «ο δάσκαλος από την ανάποδη» (κινέζικη έκφραση για το πώς μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα μελετώντας έναν δηλωμένο εχθρό ή να διδαχθείς ακόμα κι από τα δικά σου λάθη).
Ο ίδιος ο Ερντογάν και η τουρκική πολιτική υπό τον Ερντογάν, διαμόρφωσαν και άλλαξαν την Τουρκία. Αυτό το εγχείρημα θέλει μελέτη γιατί δείχνει έναν «τρόπο». Όποιος νομίζει ότι τα παραπάνω είναι «θαυμασμός» προς τον Ερντογάν, κάνει προφανώς λάθος: Ο Ερντογάν είναι επικίνδυνος, η στρατηγική του είναι αντιδημοκρατική και αντιδραστική, και θέτει μεγάλα ζητήματα απώλειας κυριαρχίας Ελλάδας και Κύπρου. Είναι όμως ενδιαφέροντα από την πλευρά της δυνατότητας και των όρων να κινηθεί κανείς διαφορετικά αν στοχεύει να ανακτήσει βαθμούς κυριαρχίας και αυτονόμησης από διεθνή κέντρα σε μια αντίληψη ρήξεων και διαρκών εκδημοκρατισμών σε όλους τους τομείς (άρα ουδεμία σχέση με τον πυρήνα του ερντογανισμού…).
Για παράδειγμα, ο Ερντογάν δεν βροντοφώναξε ποτέ «Έξω το ΝΑΤΟ από την Τουρκία». Ούτε έφυγε από το ΝΑΤΟ. Έχει όμως τον έλεγχο του στρατού και μπορεί να έχει δικαιοδοσίες πάνω στη βάση του Ιντσιρλίκ ή να απαγορεύσει δραστηριότητες της βάσης αυτής. Αν συγκριθούν αυτά με τα του «οίκου μας», βγαίνουν πολλά συμπεράσματα.
Γενικότερη ιστορική πείρα
Η σύγχρονη Τουρκία δεν έχει αποδεχθεί τις διεθνείς συμφωνίες και δεν έχει εγκαταλείψει τα όνειρα να αναβιώσει κάτι ανάλογο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν αποδέχθηκε τα σύνορα που διαμορφώθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα και πρόβαλλε επεκτατικές βλέψεις απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το δόγμα του κεμαλικού τουρκικού κράτους «Ένα έθνος, ένα κράτος» εφαρμόστηκε με στυγνό τρόπο απέναντι σε όλους του πληθυσμούς.
Μιλούν μόνα τους τα ιστορικά γεγονότα: Οι γενοκτονίες Αρμενίων, Ελλήνων και Κούρδων, τα γεγονότα σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη ενάντια στο ελληνικό στοιχείο κατά τη δεκαετία του 50, η εισβολή στην Κύπρο το 1974 (που δεν ήταν ένα «ατύχημα» ή ένα «θερμό επεισόδιο» αλλά εισβολή και κατοχή, άρα και σχεδιασμένη από καιρό στα στρατιωτικά επιτελεία). Κατακαλόκαιρο τότε.
Η κατοχή στη μισή Κύπρο «κατεύνασε» την τουρκική προκλητικότητα για χρόνια, χωρίς να σταματήσει η επιθετικότητα. Το 1983 ανακηρύσσεται ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό «κράτος». Το 1987, η πρόθεση για έρευνες στο Αιγαίο απαντιέται με επιστράτευση στην Ελλάδα. Το 1995, casus belli για επέκταση χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Το 1996, τα Ίμια. Παραβιάσεις, εμπλοκές και διεκδίκηση του μισού Αιγαίου, μέχρι τον 25ο μεσημβρινό. Navtex και προσπάθειες «παράκαμψης» του προβλήματος «Καστελλόριζο». Τώρα, γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και έντονες απειλές πολέμου προς την Ελλάδα.
Αναγκαία συμπεράσματα
Από όσα συμβαίνουν τούτη την ώρα, και από όλη την ιστορική πείρα, πρέπει να εξαχθούν αναγκαία συμπεράσματα. Τόσο για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής (ας αφήσουμε στην ησυχία τους όσους φαντασιώνονται ότι αυτή είναι ανύπαρκτη ή σκέτα κατασκευασμένη –άρα ακίνδυνη;) όσο και για τη δυνατότητα της Ελλάδας να αποκτήσει πραγματικά στοιχεία κυριαρχίας και όχι να χάσει οποιαδήποτε δυνατότητα εθνικής υπόστασης. Δημιουργώντας μια πολιτική-πορεία διεξόδου και αναγέννησης της χώρας στις σύγχρονες συνθήκες.
Πηγή: e-dromos.gr
Ρούντι Ρινάλντι: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου