Άρης Χατζηστεφάνου
Μια φράση που αποδίδεται στον Ζαν-Ζακ Ρουσό αποκτά νέα χρήση και σημασία στην εποχή του καπιταλισμού του Τραμπ. Είμαστε όμως πραγματικά έτοιμοι να... γευτούμε την αλλαγή;
«Ο Μπέρνι παρουσιάζει το δικό του σχέδιο για το πώς να φάμε τους πλούσιους», τιτλοφορούσε μακροσκελές ρεπορτάζ του το περιοδικό Vanity Fair, στις αρχές του 2019. Ουσιαστικά ήταν μια συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στα διαφορετικά σχέδια για τη φορολόγηση των πλουσιότερων Αμερικανών πολιτών, που την είχε παρουσιάσει ο υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών, Μπέρνι Σάντερς, και το μέλος του Κογκρέσου Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, από την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το σύνθημα «Μπέρνι Σάντερς – φάτε τους πλούσιους» είχε ήδη κυκλοφορήσει σαν στάμπα σε T-shirt, ενώ όλο και περισσότεροι αρθρογράφοι το χρησιμοποιούσαν σε αναλύσεις σχετικά με τη διεύρυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των ΗΠΑ και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μια φράση, η οποία τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχε μόνο σαν στίχος σε τραγούδια των Aerosmith και των Motorhead, εισερχόταν στο καθημερινό λεξιλόγιο των Αμερικανών πολιτών.
Προφανώς έχει περάσει πολύς καιρός από την εποχή που ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Ζακ Ρουσό φέρεται να προειδοποιούσε πως «όταν πλέον οι άνθρωποι δεν θα έχουν τίποτα να φάνε, θα φάνε τους πλούσιους». Το ενδεχόμενο να φάει κάποιος έναν πλούσιο έχει μειωθεί δραστικά, δεδομένου ότι ακόμη και στα πιο ριζοσπαστικά χρόνια της Γαλλική Επανάστασης χρησιμοποιούσαν την πολύ πιο ανθρωπιστική μέθοδο του αποκεφαλισμού με γκιλοτίνες.
Παρ' όλα αυτά η επιστροφή της φράσης στην επικαιρότητα ίσως υποκρύπτει μια πολύ σημαντική αλλαγή για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται εκατομμύρια άνθρωποι τους μηχανισμούς αναδιανομής πλούτου. Η παλαιότερη, ψευδής αντίληψη, ότι οι δισεκατομμυριούχοι μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά με τα φτωχότερα στρώματα (αφού η γιγάντωση της περιουσίας τους οδηγεί σε συνολική άνοδο της οικονομικής ανάπτυξης και του βιοτικού επιπέδου για ολόκληρο τον πληθυσμό), καταρρίπτεται με πάταγο.
Το σύστημα αντιμετωπίζεται και πάλι σαν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου τα κέρδη των δισεκατομμυριούχων αποτελούν ζημιά (για την ακρίβεια κλοπή) για τα εισοδήματα των φτωχών. Πιο απλά, η συζήτηση περί του πολέμου των τάξεων επανέρχεται στην πολιτική επικαιρότητα.
H σύγχρονη πεποίθηση, ότι πρέπει να «φάμε τους πλούσιους», στηρίζεται συνήθως σε σειρά στατιστικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι τις τελευταίες δεκαετίες το εισόδημα των πλουσιότερων ανθρώπων των ΗΠΑ (και ολόκληρου του κόσμου) εκτινάχθηκε στα ύψη, τη στιγμή που το πραγματικό εισόδημα των υπόλοιπων πολιτών είτε παρέμεινε σταθερό είτε υποχώρησε σημαντικά.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Διανεμητικού Οικονομικού Λογαριασμού, με τον οποίο η αμερικανική κεντρική τράπεζα εξετάζει τη διανομή του πλούτου, από το 1989 έως το 2018 η καθαρή περιουσία του περίφημου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 21 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το κατώτερο 50% του πληθυσμού είδε τα καθαρά εισοδήματά του να μειώνονται κατά 900 δισεκατομμύρια δολάρια.
Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η οργή των πολλών για τον πλούτο των λίγων προσωποποιείται με συγκεκριμένα παραδείγματα. Χάρη στον Μπέρνι Σάντερς, παραδείγματος χάριν, ο οποίος κήρυξε μια σταυροφορία εναντίον του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου, Τζεφ Μπέζος, χιλιάδες άνθρωποι έμαθαν ότι ο ιδιοκτήτη της Amazon κερδίζει κάθε 12 δευτερόλεπτα όσα ο μέσος Αμερικανός φορολογούμενος σε διάστημα ενός χρόνου.
Αυτού του είδους οι παρατηρήσεις καταρρίπτουν και τον κυρίαρχο μύθο του φιλελευθερισμού, ότι οι σύγχρονοι δισεκατομμυριούχοι κέρδισαν επάξια τις περιουσίες τους χάρη σε καινοτομίες που τους έδωσαν κάποιου είδους προβάδισμα στην παγκόσμια αγορά. Είναι πλέον προφανές ότι δεν υπάρχει καμία ιδέα και καμία καινοτομία που να μπορεί να συγκριθεί με την καθημερινή χειρωνακτική και πνευματική εργασία δισεκατομμυρίων πολιτών, οι οποίοι αθροιστικά κερδίζουν λιγότερα από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη.
Θα μπορούσε μήπως η σημερινή κατάσταση να συγκριθεί με την προ-επαναστατική Γαλλία και συνεπώς να επικαιροποιήσει την πρόταση του Ρουσό – πάντα σε συμβολικό επίπεδο;
Αν και κορυφαίοι οικονομολόγοι που εξετάζουν την ανισότητα του πλούτου, όπως ο Τομά Πικετί, προειδοποιούν ότι τα ιστορικά στοιχεία δεν επαρκούν για ακριβείς συγκρίσεις, όλο και περισσότεροι αναλυτές βρίσκουν ομοιότητες στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από το 1789 με τα σημερινά επίπεδα ανισότητας. Αν υπάρχει όμως ένα πραγματικά συγκρίσιμο στοιχείο, είναι η αδιαλλαξία με την οποία αντιμετώπιζαν οι έχοντες τα αιτήματα ακόμη και για τη μικρότερη αναδιανομή πλούτου προς τους ασθενέστερους.
Αφού λοιπόν συνειδητοποιήσαμε την ανάγκη να «φάμε τους πλούσιους» και τις ομοιότητες με την εποχή της προεπαναστατικής Γαλλίας, είμαστε έτοιμοι να εφορμήσουμε προς τη σύγχρονη Βαστίλη; Πριν βιαστούμε να γιορτάσουμε για την επιστροφή μιας επαναστατικής φράσης στο καθημερινό λεξιλόγιο, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε την τρομακτική ικανότητα του κυρίαρχου συστήματος να εκτονώνει, να αποπροσανατολίζει ή απλώς να εμπορευματοποιεί την οργή μας.
Πριν από μερικές εβδομάδες, όταν η τραγουδίστρια Σερ δήλωσε ότι έχασε το αγαπημένο της μπλουζάκι με το σύνθημα Eat The Rich, το οποίο φορούσε για σχεδόν «30 με 40 χρόνια», ο οίκος Σβαρόφσκι έσπευσε να της χαρίσει ένα καινούργιο, στο οποίο οι λέξεις φάτε τους πλούσιους είναι γραμμένες με μικρούς κρυστάλλους που τοποθετήθηκαν ένας ένας με το χέρι. Και η Σερ απάντησε: «Είστε τόσο γλυκοί».
Πηγή: efsyn.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Μια φράση που αποδίδεται στον Ζαν-Ζακ Ρουσό αποκτά νέα χρήση και σημασία στην εποχή του καπιταλισμού του Τραμπ. Είμαστε όμως πραγματικά έτοιμοι να... γευτούμε την αλλαγή;
«Ο Μπέρνι παρουσιάζει το δικό του σχέδιο για το πώς να φάμε τους πλούσιους», τιτλοφορούσε μακροσκελές ρεπορτάζ του το περιοδικό Vanity Fair, στις αρχές του 2019. Ουσιαστικά ήταν μια συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στα διαφορετικά σχέδια για τη φορολόγηση των πλουσιότερων Αμερικανών πολιτών, που την είχε παρουσιάσει ο υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών, Μπέρνι Σάντερς, και το μέλος του Κογκρέσου Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, από την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το σύνθημα «Μπέρνι Σάντερς – φάτε τους πλούσιους» είχε ήδη κυκλοφορήσει σαν στάμπα σε T-shirt, ενώ όλο και περισσότεροι αρθρογράφοι το χρησιμοποιούσαν σε αναλύσεις σχετικά με τη διεύρυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των ΗΠΑ και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μια φράση, η οποία τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχε μόνο σαν στίχος σε τραγούδια των Aerosmith και των Motorhead, εισερχόταν στο καθημερινό λεξιλόγιο των Αμερικανών πολιτών.
Προφανώς έχει περάσει πολύς καιρός από την εποχή που ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Ζακ Ρουσό φέρεται να προειδοποιούσε πως «όταν πλέον οι άνθρωποι δεν θα έχουν τίποτα να φάνε, θα φάνε τους πλούσιους». Το ενδεχόμενο να φάει κάποιος έναν πλούσιο έχει μειωθεί δραστικά, δεδομένου ότι ακόμη και στα πιο ριζοσπαστικά χρόνια της Γαλλική Επανάστασης χρησιμοποιούσαν την πολύ πιο ανθρωπιστική μέθοδο του αποκεφαλισμού με γκιλοτίνες.
Παρ' όλα αυτά η επιστροφή της φράσης στην επικαιρότητα ίσως υποκρύπτει μια πολύ σημαντική αλλαγή για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται εκατομμύρια άνθρωποι τους μηχανισμούς αναδιανομής πλούτου. Η παλαιότερη, ψευδής αντίληψη, ότι οι δισεκατομμυριούχοι μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά με τα φτωχότερα στρώματα (αφού η γιγάντωση της περιουσίας τους οδηγεί σε συνολική άνοδο της οικονομικής ανάπτυξης και του βιοτικού επιπέδου για ολόκληρο τον πληθυσμό), καταρρίπτεται με πάταγο.
Το σύστημα αντιμετωπίζεται και πάλι σαν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου τα κέρδη των δισεκατομμυριούχων αποτελούν ζημιά (για την ακρίβεια κλοπή) για τα εισοδήματα των φτωχών. Πιο απλά, η συζήτηση περί του πολέμου των τάξεων επανέρχεται στην πολιτική επικαιρότητα.
H σύγχρονη πεποίθηση, ότι πρέπει να «φάμε τους πλούσιους», στηρίζεται συνήθως σε σειρά στατιστικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι τις τελευταίες δεκαετίες το εισόδημα των πλουσιότερων ανθρώπων των ΗΠΑ (και ολόκληρου του κόσμου) εκτινάχθηκε στα ύψη, τη στιγμή που το πραγματικό εισόδημα των υπόλοιπων πολιτών είτε παρέμεινε σταθερό είτε υποχώρησε σημαντικά.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Διανεμητικού Οικονομικού Λογαριασμού, με τον οποίο η αμερικανική κεντρική τράπεζα εξετάζει τη διανομή του πλούτου, από το 1989 έως το 2018 η καθαρή περιουσία του περίφημου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 21 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το κατώτερο 50% του πληθυσμού είδε τα καθαρά εισοδήματά του να μειώνονται κατά 900 δισεκατομμύρια δολάρια.
Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η οργή των πολλών για τον πλούτο των λίγων προσωποποιείται με συγκεκριμένα παραδείγματα. Χάρη στον Μπέρνι Σάντερς, παραδείγματος χάριν, ο οποίος κήρυξε μια σταυροφορία εναντίον του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου, Τζεφ Μπέζος, χιλιάδες άνθρωποι έμαθαν ότι ο ιδιοκτήτη της Amazon κερδίζει κάθε 12 δευτερόλεπτα όσα ο μέσος Αμερικανός φορολογούμενος σε διάστημα ενός χρόνου.
Αυτού του είδους οι παρατηρήσεις καταρρίπτουν και τον κυρίαρχο μύθο του φιλελευθερισμού, ότι οι σύγχρονοι δισεκατομμυριούχοι κέρδισαν επάξια τις περιουσίες τους χάρη σε καινοτομίες που τους έδωσαν κάποιου είδους προβάδισμα στην παγκόσμια αγορά. Είναι πλέον προφανές ότι δεν υπάρχει καμία ιδέα και καμία καινοτομία που να μπορεί να συγκριθεί με την καθημερινή χειρωνακτική και πνευματική εργασία δισεκατομμυρίων πολιτών, οι οποίοι αθροιστικά κερδίζουν λιγότερα από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη.
Θα μπορούσε μήπως η σημερινή κατάσταση να συγκριθεί με την προ-επαναστατική Γαλλία και συνεπώς να επικαιροποιήσει την πρόταση του Ρουσό – πάντα σε συμβολικό επίπεδο;
Αν και κορυφαίοι οικονομολόγοι που εξετάζουν την ανισότητα του πλούτου, όπως ο Τομά Πικετί, προειδοποιούν ότι τα ιστορικά στοιχεία δεν επαρκούν για ακριβείς συγκρίσεις, όλο και περισσότεροι αναλυτές βρίσκουν ομοιότητες στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από το 1789 με τα σημερινά επίπεδα ανισότητας. Αν υπάρχει όμως ένα πραγματικά συγκρίσιμο στοιχείο, είναι η αδιαλλαξία με την οποία αντιμετώπιζαν οι έχοντες τα αιτήματα ακόμη και για τη μικρότερη αναδιανομή πλούτου προς τους ασθενέστερους.
Αφού λοιπόν συνειδητοποιήσαμε την ανάγκη να «φάμε τους πλούσιους» και τις ομοιότητες με την εποχή της προεπαναστατικής Γαλλίας, είμαστε έτοιμοι να εφορμήσουμε προς τη σύγχρονη Βαστίλη; Πριν βιαστούμε να γιορτάσουμε για την επιστροφή μιας επαναστατικής φράσης στο καθημερινό λεξιλόγιο, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε την τρομακτική ικανότητα του κυρίαρχου συστήματος να εκτονώνει, να αποπροσανατολίζει ή απλώς να εμπορευματοποιεί την οργή μας.
Πριν από μερικές εβδομάδες, όταν η τραγουδίστρια Σερ δήλωσε ότι έχασε το αγαπημένο της μπλουζάκι με το σύνθημα Eat The Rich, το οποίο φορούσε για σχεδόν «30 με 40 χρόνια», ο οίκος Σβαρόφσκι έσπευσε να της χαρίσει ένα καινούργιο, στο οποίο οι λέξεις φάτε τους πλούσιους είναι γραμμένες με μικρούς κρυστάλλους που τοποθετήθηκαν ένας ένας με το χέρι. Και η Σερ απάντησε: «Είστε τόσο γλυκοί».
Πηγή: efsyn.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου