Ελένη Μπέλλου
Ο ΟΗΕ έχει παραδεχτεί ότι η ανθρωπιστική κρίση στην Υεμένη είναι η χειρότερη στον κόσμο. Ήταν πάντα μια από τις φτωχότερες χώρες του αραβικού κόσμου, τα τελευταία χρόνια όμως οι καταστροφικές συνέπειες του πολέμου ανάμεσα στη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του Προέδρου Αμπντ Ραμπ Μανσούρ Χαντί και όσων έχουν συμμαχήσει τους αντάρτες, την έχουν γονατίσει. Οι ένοχοι του πολέμου στην Υεμένη είναι σε μεγάλο βαθμό η Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Συνένοχή τους είναι η Ευρώπη...
Η τρέχουσα φάση του πολέμου ξεκίνησε το 2014, όταν οι αντάρτες Χούθι εισήλθαν στην πρωτεύουσα, Σαναά. Το σιιτικό κίνημα υποστηρίζεται από το Ιράν ξεκίνησε τη δράση του το 2004 και μάχεται κατά της κυβέρνησης της Υεμένης και εναντίον του διεθνούς συνασπισμού στον οποίο μετέχουν πολλές αραβικές χώρες με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία. Τον Φεβρουάριο του 2015, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε ψήφισμά του εξέφρασε τη «λύπη» του για τις μονομερείς ενέργειες που έγιναν από τους Χούθι και ζήτησε τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Επανέλαβε την καταδίκη αυτή αρκετές φορές, ακόμα και μετά τις 26 Μαρτίου του 2015, όταν ξεκίνησε η πρώτη στρατιωτική επιχείρηση του διεθνούς συνασπισμού στον οποίο πέραν της Σαουδικής Αραβίας, συμμετέχουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος, το Σουδάν και το Μαρόκο.
Ο ΟΗΕ ανησυχεί επίσης για τον αυξανόμενο αριθμό των πολιτών της Υεμένης που χρειάζονται βοήθεια και αυτοί αριθμούν σε 24,1 εκατ. σε έναν συνολικό πληθυσμό 28,5 εκατ. ανθρώπων. Μέχρι το τέλος του 2018 οι μάχες είχαν εκτοπίσει 4,8 εκατομμύρια ανθρώπους, είχαν αφήσει πίσω τους σχεδόν 10.000 νεκρούς και 60.000 τραυματίες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Ορισμένες ΜΚΟ, μεταξύ των οποίων η ACLED, υποστηρίζουν ότι περισσότεροι από 90.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, 11.700 από τους οποίους ήταν άμαχοι.
Πολλές ΜΚΟ πιστεύουν ότι ο συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας δίνει ελάχιστη σημασία στη ζωή των πολιτών. Ο συνασπισμός δεν δίστασε να βομβαρδίσει μια κηδεία τον Οκτώβριο του 2016, σκοτώνοντας 140 ανθρώπους, έναν γάμο τον Απρίλιο του 2018 σκοτώνοντας 30 και ένα λεωφορείο τον Αύγουστο του 2018 σκοτώνοντας 51 ανθρώπους, εκ των οποίων μάλιστα οι 40 ήταν παιδιά. Η Σαουδική Αραβία χαρακτήρισε τα περιστατικά αυτά «ατυχή». Την ίδια στιγμή όμως επέβαλε έναν ναυτικό αποκλεισμό στη χώρα «για την πρόληψη διακίνησης όπλων» που όμως μοιραία μπλόκαρε και τις μεταφορές τροφίμων οδηγώντας τους ανθρώπους της Υεμένης στο λιμό και αφήνοντας ελάχιστες αμφιβολίες ως προς τις αληθινές προθέσεις της Σαουδικής Αραβίας.
Ευρωπαϊκές οργανώσεις που ασχολούνται με τον έλεγχο των εξοπλισμών και των βασανιστηρίων - όπως η Διεθνής Αμνηστία, η ASER, η ACAT, η CAAT και η Human Rights Watch - έχουν επισημάνει ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη προμηθεύουν με όπλα τον πόλεμο της Υεμένης. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προΐστανται στις αγορές όπλων από τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Βουλγαρία και τη Σουηδία. Πολλές ΜΚΟ έχουν κινήσει μονομερώς νομικές διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ελπίζοντας να αποδείξουν την ποινική ευθύνη των χωρών εξαγωγής όπλων, αλλά ο νόμος παραμένει δύσκολο να ερμηνευθεί.
Στη Γαλλία, η προσφυγή της ASER απορρίφθηκε από το διοικητικό δικαστήριο τον περασμένο Ιούλιο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Εφετείο του Λονδίνου συμφώνησε με την CAAT τον Ιούνιο, αναφέροντας ότι η κυβερνητική χορήγηση αδειών εξαγωγής για πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία ήταν «λάθος από νομικής άποψης». Η απόφαση αυτή δεν είναι δεσμευτική και ο τότε υφυπουργός Διεθνούς Εμπορίου Liam Fox ζήτησε την άδεια να ασκήσει έφεση εναντίον της. Ήταν όμως μια πρώτη νίκη.
Η Συνθήκη για το Εμπόριο Όπλων που τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2014 και η Κοινή Θέση της ΕΕ για τους ελέγχους εξαγωγών όπλων του 2008 απαιτούν από τις χώρες παραγωγής όπλων να μην εξάγουν όπλα όταν υπάρχει σαφής κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν παραβιάζοντας το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Ωστόσο, οι ΜΚΟ και οι κυβερνήσεις ερμηνεύουν σαφώς διαφορετικά τους κινδύνους. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις λαμβάνουν ως απόδειξη κάθε θάνατο πολιτών, ενώ οι κυβερνήσεις χαρακτηρίζουν τις απώλειες ως παράπλευρες, τις οποίες μεν τις επικρίνουν, αλλά δεν καταδικάζουν ολόκληρη τη στρατιωτική επιχείρηση. Μέχρι στιγμής, οι ΜΚΟ δεν κατάφεραν να πείσουν κανένα δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου για τη συμπαιγνία των κατασκευαστών όπλων πάντως.
Οι περισσότερες κυβερνήσεις είχαν επικρίνει τη σφαγή στην Υεμένη, αλλά ήταν η δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο του Ριάντ στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 2018 που προκάλεσε μια πρώτη σοβαρή πολιτική δράση για το θέμα. Η Αυστρία, η Δανία, η Νορβηγία, η Ολλανδία και η Φινλανδία επέβαλαν εξοπλιστικό εμπάργκο, με τις δύο τελευταίες χώρες να σπάνε και σημαντικά επικερδείς συμφωνίες που είχαν υπογράψει. Δεν υπήρξε, ωστόσο, συντονισμένη δράση μεταξύ των ηγετών της εξοπλιστικής αγοράς.
Στη Γαλλία, η δημοσίευση διαβαθμισμένων εγγράφων από τη συλλογικότητα ερευνητικής δημοσιογραφίας Disclose τον περασμένο Απρίλιο, αποκάλυψε την πολιτική ευθύνη της Γαλλίας για το τι συμβαίνει στην Υεμένη. Το βασικό έγγραφο που διέρρευσε ήταν ένα εμπιστευτικό υπόμνημα από τη Διεύθυνση Στρατιωτικών Πληροφοριών (DRM) προς τον Πρόεδρο Emanuel Macron, τον πρωθυπουργό Edouard Philippe, τον υπουργό των ενόπλων δυνάμεων Florence Parly και τον υπουργό Εξωτερικών Jean-Yves Le Drian. Σε αυτό καταγραφόταν οι γαλλικοί στρατιωτικοί εξοπλισμοί που χρησιμοποιούν τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στην Υεμένη. Οι δημοσιογράφοι που έφεραν στο φως το διαφωτιστικό έγγραφο κλήθηκαν να παρουσιαστούν προς απολογία ενώπιον της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Ασφάλειας (DGSI) με την κατηγορία της παραβίασης του εθνικού αμυντικού απορρήτου.
Σύμφωνα με τις μυστικές υπηρεσίες του στρατού της Γαλλίας 48 πυροβόλα Caesar τα οποία έχει παράξει η γαλλική εταιρεία Nexter και έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος των συνόρων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Υεμένης «στηρίζουν τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις, που έχουν τη βοήθεια των σαουδαραβικών ενόπλων δυνάμεων, στην προέλασή τους στην Υεμένη». Τα όπλα αυτά έχουν εύρος βολής σε μία τεράστια περιοχή όπου ζουν 436.370 πολίτες της Υεμένης και μέχρι τότε 35 άνθρωποι φέρονται να είχαν σκοτωθεί εξαιτίας τους. Μάλιστα η παράδοση των συγκεκριμένων όπλων ξεκίνησε μετά το 2010, επομένως κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ήξερε...
Το στρατιωτικό υπόμνημα έκανε επίσης λόγο για ιταλικά, βρετανικά, γερμανικά και σουηδικά όπλα και πλοία ή οχήματα που χρησιμοποιούνται από το Άμπου – Ντάμπι στον πόλεμο της Υεμένης.
Οι επίσημες εκθέσεις δεν κρατούν μυστικό το ότι οι πωλήσεις όπλων συνεχίστηκαν καθ'όλη τη διάρκεια του πολέμου. Το 2017, οι χώρες της ΕΕ χορήγησαν άδειες για εξαγωγές προς τη Σαουδική Αραβία αξίας 17 δισ. ευρώ και για τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αξίας 5 δισ. ευρώ. Από τις εξαγωγές το Ηνωμένο Βασίλειο κέρδισε 1,572 δισ., η Γερμανία 477 εκατ. και το Βέλγιο 152 εκατ. ευρώ. Οι αποστολές όπλων όπλων απέφεραν στη Βουλγαρία κέρδος 484 εκατ. και στην Ισπανία 174 εκατ. ευρώ. Σε έκθεση της 4ης Ιουνίου του 2019, η Γαλλία δήλωσε ότι είχε παραδώσει όπλα αξίας 1,398 δισ. ευρώ προς τους Σαουδάραβες και 237 εκατ. προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μέσα στο 2018. Κι ενώ μεγάλοι πάιχτες των εξοπλιστικών στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο προμηθεύουν τη Σαουδική Αραβία τα Εμιράτα ψάχνουν τώρα στην Ανατολική Ευρώπη για λιγότερο περίπλοκα όπλα.
Πώς δικαιολογούνται αυτές οι πωλήσεις; Το υπουργείο Ενόπλων Δυνάμεων της Γαλλίας δεν έχει σχολιάσει επισήμως το θέμα, αλλά η υπουργός Άμυνας Florence Parly δήλωσε στους βουλευτές της Εθνικής Επιτροπής Άμυνας τον περασμένο Μάιο το εξής: «Είναι ζωτικής σημασίας για την κυριαρχία μας... Πρέπει να διατηρήσουμε τη βιωσιμότητα και την ανεξαρτησία της αμυντικής βιομηχανίας μας, για να έχουμε πρόσβαση σε στρατιωτικό εξοπλισμό που μας επιτρέπει να παρέμβουμε για να διασφαλίσουμε τη θεμελιώδη μας αποστολή να προστατεύουμε την επικράτειά μας και τους πολίτες μας, καθώς και να αποτρέψουμε τον πυρηνικό εξοπλισμό».
Η θέση της ακροβατεί μεταξύ δυσπιστίας και ψέματος. Η ίδια είχε αρνηθεί πως γνωρίζε ότι στον πόλεμο της Υεμένης χρησιμοποιούνται γαλλικά όπλα. Ωστόσο μετά τις αποκαλύψεις αναγκάστηκε να ανασκευάσει, δηλώνοντας πως δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι δεν χρησιμοποιούνται γαλλικά όπλα στον πόλεμο της Υεμένης, αλλά ότι δεν χρησιμοποιούνται κατά αμάχων.
Ο αντιπρόεδρος του κόμματος του Macron και νομικός σύμβουλος του γαλλικού υπουργείου Άμυνας, Fabien Gouttefarde, έδωσε μια πιο ευφάνταστη εξήγηση. «Υπάρχει στρατηγική συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε το Charlie Hebdo. Η Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (AQAP) ήταν αυτή που πραγματοποίησε τις θανάσιμες τρομοκρατικές επιθέσεις, έχοντας βάσεις στήριξης στην Υεμένη. Υπήρξε μια πραγματική τρομοκρατική απειλή, στην εξάλειψη της οποίας συμβάλλει ο εν λόγω συνασπισμός υπό τη Σαουδική Αραβία», είπε. Πολλά δημοσιεύματα όμως έχουν καταδείξει ότι ο συνασπισμός διεξάγει κοινές επιχειρήσεις με την Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο κατά των Χούθι...
Παρά τη μεγάλη συζήτηση για το θέμα, κανένα σημαντικό κράτος – εξαγωγέας οπλικών συστημάτων δεν τήρησε μια σταθερή στάση μέχρι τον Οκτώβριο του 2018, όταν μετά τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε: «Εφόσον δεν έχει ξεκαθαριστεί η υπόθεση, δεν θα υπάρξουν εξαγωγές όπλων στη Σαουδική Αραβία. Σας διαβεβαιώνω».
Αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ για την ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων, ιδίως στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Καθώς οι γερμανικές εταιρείες προμηθεύουν εξαρτήματα για μια σειρά αμυντικών συστημάτων, οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές όπλων είχαν ουσιαστικά αποκλειστεί από την εκπλήρωση των συμβάσεων που είχαν συνάψει.
Πολλοί προσπάθησαν να πιέσουν τους Γερμανούς παρασκηνιακά, αλλά δεν τα κατάφεραν,σημειώνει η Le Monde Diplomatique. Ο Thomas Enders, εκτελεστικός πρόεδρος της Airbus (που θέλει να παραδώσει 48 αεροσκάφη Eurofighter στους Σαουδάραβες), δήλωσε δημοσίως στις 16 Φεβρουαρίου, «μας οδηγεί στην τρελά εδώ και χρόνια το γεγονός ότι όταν μια κατασκευή ενέχει έστω κι ένα μικρό γερμανικό εξάρτημα, μπορεί να μπλοκάρει η πώλησή της. Έτσι για παράδειγμα η Γερμανία μπορεί να εμποδίσει την πώληση ενός γαλλικού ελικοπτέρου».
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η γερμανική βιομηχανία όπλων ήταν πολύ περιορισμένη. Έτσι για δεκαετίες ειδικεύτηκε στην ανάπτυξη εξαρτημάτων που διοχετεύονται σε άλλες χώρες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα βρίσκει κανείς σήμερα σε Eurofighters που προορίζονται για τη Σαουδική Αραβία, ακόμη και αν το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ο εξαγωγέας. Από το 1972, οι εταίροι της Γερμανίας κατάφεραν να παρακάμψουν μια αυτή την παρεμπόδιση βάσει της συμφωνίας Debré-Schmidt, η οποία επιτρέπει στις εταιρείες να απευθύνονται σε υπεργολάβους εάν η αρχική δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τη σύμβασή της. Αλλά ενώ αυτό λειτουργεί θεωρητικά, στην πράξη είναι συχνά δύσκολο να βρεθούν γρήγορα εναλλακτικοί προμηθευτές.
Οι Γερμανοί κατασκευαστές βρήκαν όμως ήδη τρόπους για να σπάσουν το εμπάργκο της Μέρκελ. Η Rheinmetall συνέχισε τις αποστολές πυρομαχικών μέσω θυγατρικών της στην Ιταλία και τη Νότια Αφρική. Οι γίγαντες της βιομηχανίας δημιουργούν τοπικές εγκαταστάσεις στη Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Και οι δύο χώρες (υπό την αιγίδα της Σαουδικής Αραβικής Στρατιωτικής Βιομηχανίας (SAMI) και της Emirates Defense Industries Company (EDIC) έχουν ανακοινώσει τους τελευταίους μήνες νέες κοινοπραξίες και εργοστάσια σε συνεργασία με ευρωπαϊκούς ομίλους, συμπεριλαμβανομένων των Thales, Naval Group, Leonardo, CMI, Navantia, Airbus και MBDA. Στόχος τους είναι να καταστεί δυνατή η κατασκευή και η συντήρηση του εξοπλισμού σε τοπικό επίπεδο, πράγμα που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια στις χώρες εταίρους δεν θα μπορούν να έχουν λόγο.
Υπενθυμίζεται πως η Σαουδική Αραβία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο.
Πώς λοιπόν να της αρνηθούν αυτό που ζητάει;
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Ο ΟΗΕ έχει παραδεχτεί ότι η ανθρωπιστική κρίση στην Υεμένη είναι η χειρότερη στον κόσμο. Ήταν πάντα μια από τις φτωχότερες χώρες του αραβικού κόσμου, τα τελευταία χρόνια όμως οι καταστροφικές συνέπειες του πολέμου ανάμεσα στη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του Προέδρου Αμπντ Ραμπ Μανσούρ Χαντί και όσων έχουν συμμαχήσει τους αντάρτες, την έχουν γονατίσει. Οι ένοχοι του πολέμου στην Υεμένη είναι σε μεγάλο βαθμό η Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Συνένοχή τους είναι η Ευρώπη...
Η τρέχουσα φάση του πολέμου ξεκίνησε το 2014, όταν οι αντάρτες Χούθι εισήλθαν στην πρωτεύουσα, Σαναά. Το σιιτικό κίνημα υποστηρίζεται από το Ιράν ξεκίνησε τη δράση του το 2004 και μάχεται κατά της κυβέρνησης της Υεμένης και εναντίον του διεθνούς συνασπισμού στον οποίο μετέχουν πολλές αραβικές χώρες με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία. Τον Φεβρουάριο του 2015, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε ψήφισμά του εξέφρασε τη «λύπη» του για τις μονομερείς ενέργειες που έγιναν από τους Χούθι και ζήτησε τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Επανέλαβε την καταδίκη αυτή αρκετές φορές, ακόμα και μετά τις 26 Μαρτίου του 2015, όταν ξεκίνησε η πρώτη στρατιωτική επιχείρηση του διεθνούς συνασπισμού στον οποίο πέραν της Σαουδικής Αραβίας, συμμετέχουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος, το Σουδάν και το Μαρόκο.
Ο ΟΗΕ ανησυχεί επίσης για τον αυξανόμενο αριθμό των πολιτών της Υεμένης που χρειάζονται βοήθεια και αυτοί αριθμούν σε 24,1 εκατ. σε έναν συνολικό πληθυσμό 28,5 εκατ. ανθρώπων. Μέχρι το τέλος του 2018 οι μάχες είχαν εκτοπίσει 4,8 εκατομμύρια ανθρώπους, είχαν αφήσει πίσω τους σχεδόν 10.000 νεκρούς και 60.000 τραυματίες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Ορισμένες ΜΚΟ, μεταξύ των οποίων η ACLED, υποστηρίζουν ότι περισσότεροι από 90.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, 11.700 από τους οποίους ήταν άμαχοι.
Πολλές ΜΚΟ πιστεύουν ότι ο συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας δίνει ελάχιστη σημασία στη ζωή των πολιτών. Ο συνασπισμός δεν δίστασε να βομβαρδίσει μια κηδεία τον Οκτώβριο του 2016, σκοτώνοντας 140 ανθρώπους, έναν γάμο τον Απρίλιο του 2018 σκοτώνοντας 30 και ένα λεωφορείο τον Αύγουστο του 2018 σκοτώνοντας 51 ανθρώπους, εκ των οποίων μάλιστα οι 40 ήταν παιδιά. Η Σαουδική Αραβία χαρακτήρισε τα περιστατικά αυτά «ατυχή». Την ίδια στιγμή όμως επέβαλε έναν ναυτικό αποκλεισμό στη χώρα «για την πρόληψη διακίνησης όπλων» που όμως μοιραία μπλόκαρε και τις μεταφορές τροφίμων οδηγώντας τους ανθρώπους της Υεμένης στο λιμό και αφήνοντας ελάχιστες αμφιβολίες ως προς τις αληθινές προθέσεις της Σαουδικής Αραβίας.
Ευρωπαϊκές οργανώσεις που ασχολούνται με τον έλεγχο των εξοπλισμών και των βασανιστηρίων - όπως η Διεθνής Αμνηστία, η ASER, η ACAT, η CAAT και η Human Rights Watch - έχουν επισημάνει ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη προμηθεύουν με όπλα τον πόλεμο της Υεμένης. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προΐστανται στις αγορές όπλων από τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Βουλγαρία και τη Σουηδία. Πολλές ΜΚΟ έχουν κινήσει μονομερώς νομικές διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ελπίζοντας να αποδείξουν την ποινική ευθύνη των χωρών εξαγωγής όπλων, αλλά ο νόμος παραμένει δύσκολο να ερμηνευθεί.
Ένας λάθος νόμος
Στη Γαλλία, η προσφυγή της ASER απορρίφθηκε από το διοικητικό δικαστήριο τον περασμένο Ιούλιο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Εφετείο του Λονδίνου συμφώνησε με την CAAT τον Ιούνιο, αναφέροντας ότι η κυβερνητική χορήγηση αδειών εξαγωγής για πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία ήταν «λάθος από νομικής άποψης». Η απόφαση αυτή δεν είναι δεσμευτική και ο τότε υφυπουργός Διεθνούς Εμπορίου Liam Fox ζήτησε την άδεια να ασκήσει έφεση εναντίον της. Ήταν όμως μια πρώτη νίκη.
Η Συνθήκη για το Εμπόριο Όπλων που τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2014 και η Κοινή Θέση της ΕΕ για τους ελέγχους εξαγωγών όπλων του 2008 απαιτούν από τις χώρες παραγωγής όπλων να μην εξάγουν όπλα όταν υπάρχει σαφής κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν παραβιάζοντας το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Ωστόσο, οι ΜΚΟ και οι κυβερνήσεις ερμηνεύουν σαφώς διαφορετικά τους κινδύνους. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις λαμβάνουν ως απόδειξη κάθε θάνατο πολιτών, ενώ οι κυβερνήσεις χαρακτηρίζουν τις απώλειες ως παράπλευρες, τις οποίες μεν τις επικρίνουν, αλλά δεν καταδικάζουν ολόκληρη τη στρατιωτική επιχείρηση. Μέχρι στιγμής, οι ΜΚΟ δεν κατάφεραν να πείσουν κανένα δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου για τη συμπαιγνία των κατασκευαστών όπλων πάντως.
Οι περισσότερες κυβερνήσεις είχαν επικρίνει τη σφαγή στην Υεμένη, αλλά ήταν η δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο του Ριάντ στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 2018 που προκάλεσε μια πρώτη σοβαρή πολιτική δράση για το θέμα. Η Αυστρία, η Δανία, η Νορβηγία, η Ολλανδία και η Φινλανδία επέβαλαν εξοπλιστικό εμπάργκο, με τις δύο τελευταίες χώρες να σπάνε και σημαντικά επικερδείς συμφωνίες που είχαν υπογράψει. Δεν υπήρξε, ωστόσο, συντονισμένη δράση μεταξύ των ηγετών της εξοπλιστικής αγοράς.
Δεν υπάρχουν δικαιολογίες
Στη Γαλλία, η δημοσίευση διαβαθμισμένων εγγράφων από τη συλλογικότητα ερευνητικής δημοσιογραφίας Disclose τον περασμένο Απρίλιο, αποκάλυψε την πολιτική ευθύνη της Γαλλίας για το τι συμβαίνει στην Υεμένη. Το βασικό έγγραφο που διέρρευσε ήταν ένα εμπιστευτικό υπόμνημα από τη Διεύθυνση Στρατιωτικών Πληροφοριών (DRM) προς τον Πρόεδρο Emanuel Macron, τον πρωθυπουργό Edouard Philippe, τον υπουργό των ενόπλων δυνάμεων Florence Parly και τον υπουργό Εξωτερικών Jean-Yves Le Drian. Σε αυτό καταγραφόταν οι γαλλικοί στρατιωτικοί εξοπλισμοί που χρησιμοποιούν τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στην Υεμένη. Οι δημοσιογράφοι που έφεραν στο φως το διαφωτιστικό έγγραφο κλήθηκαν να παρουσιαστούν προς απολογία ενώπιον της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Ασφάλειας (DGSI) με την κατηγορία της παραβίασης του εθνικού αμυντικού απορρήτου.
Σύμφωνα με τις μυστικές υπηρεσίες του στρατού της Γαλλίας 48 πυροβόλα Caesar τα οποία έχει παράξει η γαλλική εταιρεία Nexter και έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος των συνόρων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Υεμένης «στηρίζουν τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις, που έχουν τη βοήθεια των σαουδαραβικών ενόπλων δυνάμεων, στην προέλασή τους στην Υεμένη». Τα όπλα αυτά έχουν εύρος βολής σε μία τεράστια περιοχή όπου ζουν 436.370 πολίτες της Υεμένης και μέχρι τότε 35 άνθρωποι φέρονται να είχαν σκοτωθεί εξαιτίας τους. Μάλιστα η παράδοση των συγκεκριμένων όπλων ξεκίνησε μετά το 2010, επομένως κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ήξερε...
Το στρατιωτικό υπόμνημα έκανε επίσης λόγο για ιταλικά, βρετανικά, γερμανικά και σουηδικά όπλα και πλοία ή οχήματα που χρησιμοποιούνται από το Άμπου – Ντάμπι στον πόλεμο της Υεμένης.
Οι επίσημες εκθέσεις δεν κρατούν μυστικό το ότι οι πωλήσεις όπλων συνεχίστηκαν καθ'όλη τη διάρκεια του πολέμου. Το 2017, οι χώρες της ΕΕ χορήγησαν άδειες για εξαγωγές προς τη Σαουδική Αραβία αξίας 17 δισ. ευρώ και για τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αξίας 5 δισ. ευρώ. Από τις εξαγωγές το Ηνωμένο Βασίλειο κέρδισε 1,572 δισ., η Γερμανία 477 εκατ. και το Βέλγιο 152 εκατ. ευρώ. Οι αποστολές όπλων όπλων απέφεραν στη Βουλγαρία κέρδος 484 εκατ. και στην Ισπανία 174 εκατ. ευρώ. Σε έκθεση της 4ης Ιουνίου του 2019, η Γαλλία δήλωσε ότι είχε παραδώσει όπλα αξίας 1,398 δισ. ευρώ προς τους Σαουδάραβες και 237 εκατ. προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μέσα στο 2018. Κι ενώ μεγάλοι πάιχτες των εξοπλιστικών στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο προμηθεύουν τη Σαουδική Αραβία τα Εμιράτα ψάχνουν τώρα στην Ανατολική Ευρώπη για λιγότερο περίπλοκα όπλα.
Λένε όμως δικαιολογίες...
Πώς δικαιολογούνται αυτές οι πωλήσεις; Το υπουργείο Ενόπλων Δυνάμεων της Γαλλίας δεν έχει σχολιάσει επισήμως το θέμα, αλλά η υπουργός Άμυνας Florence Parly δήλωσε στους βουλευτές της Εθνικής Επιτροπής Άμυνας τον περασμένο Μάιο το εξής: «Είναι ζωτικής σημασίας για την κυριαρχία μας... Πρέπει να διατηρήσουμε τη βιωσιμότητα και την ανεξαρτησία της αμυντικής βιομηχανίας μας, για να έχουμε πρόσβαση σε στρατιωτικό εξοπλισμό που μας επιτρέπει να παρέμβουμε για να διασφαλίσουμε τη θεμελιώδη μας αποστολή να προστατεύουμε την επικράτειά μας και τους πολίτες μας, καθώς και να αποτρέψουμε τον πυρηνικό εξοπλισμό».
Η θέση της ακροβατεί μεταξύ δυσπιστίας και ψέματος. Η ίδια είχε αρνηθεί πως γνωρίζε ότι στον πόλεμο της Υεμένης χρησιμοποιούνται γαλλικά όπλα. Ωστόσο μετά τις αποκαλύψεις αναγκάστηκε να ανασκευάσει, δηλώνοντας πως δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι δεν χρησιμοποιούνται γαλλικά όπλα στον πόλεμο της Υεμένης, αλλά ότι δεν χρησιμοποιούνται κατά αμάχων.
Ο αντιπρόεδρος του κόμματος του Macron και νομικός σύμβουλος του γαλλικού υπουργείου Άμυνας, Fabien Gouttefarde, έδωσε μια πιο ευφάνταστη εξήγηση. «Υπάρχει στρατηγική συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε το Charlie Hebdo. Η Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (AQAP) ήταν αυτή που πραγματοποίησε τις θανάσιμες τρομοκρατικές επιθέσεις, έχοντας βάσεις στήριξης στην Υεμένη. Υπήρξε μια πραγματική τρομοκρατική απειλή, στην εξάλειψη της οποίας συμβάλλει ο εν λόγω συνασπισμός υπό τη Σαουδική Αραβία», είπε. Πολλά δημοσιεύματα όμως έχουν καταδείξει ότι ο συνασπισμός διεξάγει κοινές επιχειρήσεις με την Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο κατά των Χούθι...
Ο ρόλος της δολοφονίας Κασόγκι
Παρά τη μεγάλη συζήτηση για το θέμα, κανένα σημαντικό κράτος – εξαγωγέας οπλικών συστημάτων δεν τήρησε μια σταθερή στάση μέχρι τον Οκτώβριο του 2018, όταν μετά τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε: «Εφόσον δεν έχει ξεκαθαριστεί η υπόθεση, δεν θα υπάρξουν εξαγωγές όπλων στη Σαουδική Αραβία. Σας διαβεβαιώνω».
Αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ για την ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων, ιδίως στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Καθώς οι γερμανικές εταιρείες προμηθεύουν εξαρτήματα για μια σειρά αμυντικών συστημάτων, οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές όπλων είχαν ουσιαστικά αποκλειστεί από την εκπλήρωση των συμβάσεων που είχαν συνάψει.
Πωλήσεις από το παράθυρο...
Πολλοί προσπάθησαν να πιέσουν τους Γερμανούς παρασκηνιακά, αλλά δεν τα κατάφεραν,σημειώνει η Le Monde Diplomatique. Ο Thomas Enders, εκτελεστικός πρόεδρος της Airbus (που θέλει να παραδώσει 48 αεροσκάφη Eurofighter στους Σαουδάραβες), δήλωσε δημοσίως στις 16 Φεβρουαρίου, «μας οδηγεί στην τρελά εδώ και χρόνια το γεγονός ότι όταν μια κατασκευή ενέχει έστω κι ένα μικρό γερμανικό εξάρτημα, μπορεί να μπλοκάρει η πώλησή της. Έτσι για παράδειγμα η Γερμανία μπορεί να εμποδίσει την πώληση ενός γαλλικού ελικοπτέρου».
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η γερμανική βιομηχανία όπλων ήταν πολύ περιορισμένη. Έτσι για δεκαετίες ειδικεύτηκε στην ανάπτυξη εξαρτημάτων που διοχετεύονται σε άλλες χώρες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα βρίσκει κανείς σήμερα σε Eurofighters που προορίζονται για τη Σαουδική Αραβία, ακόμη και αν το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ο εξαγωγέας. Από το 1972, οι εταίροι της Γερμανίας κατάφεραν να παρακάμψουν μια αυτή την παρεμπόδιση βάσει της συμφωνίας Debré-Schmidt, η οποία επιτρέπει στις εταιρείες να απευθύνονται σε υπεργολάβους εάν η αρχική δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τη σύμβασή της. Αλλά ενώ αυτό λειτουργεί θεωρητικά, στην πράξη είναι συχνά δύσκολο να βρεθούν γρήγορα εναλλακτικοί προμηθευτές.
Οι Γερμανοί κατασκευαστές βρήκαν όμως ήδη τρόπους για να σπάσουν το εμπάργκο της Μέρκελ. Η Rheinmetall συνέχισε τις αποστολές πυρομαχικών μέσω θυγατρικών της στην Ιταλία και τη Νότια Αφρική. Οι γίγαντες της βιομηχανίας δημιουργούν τοπικές εγκαταστάσεις στη Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Και οι δύο χώρες (υπό την αιγίδα της Σαουδικής Αραβικής Στρατιωτικής Βιομηχανίας (SAMI) και της Emirates Defense Industries Company (EDIC) έχουν ανακοινώσει τους τελευταίους μήνες νέες κοινοπραξίες και εργοστάσια σε συνεργασία με ευρωπαϊκούς ομίλους, συμπεριλαμβανομένων των Thales, Naval Group, Leonardo, CMI, Navantia, Airbus και MBDA. Στόχος τους είναι να καταστεί δυνατή η κατασκευή και η συντήρηση του εξοπλισμού σε τοπικό επίπεδο, πράγμα που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια στις χώρες εταίρους δεν θα μπορούν να έχουν λόγο.
Υπενθυμίζεται πως η Σαουδική Αραβία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο.
Πώς λοιπόν να της αρνηθούν αυτό που ζητάει;
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου