Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Τι πήγε, τελικά, στραβά με την Εθνική μπάσκετ;

Βασίλης Μακρίδης


Η Δευτέρα που μας πέρασε (9/9) ήταν από αυτές που ξεκινούν δύσκολα και προμηνύουν ότι τίποτε, μέχρι το τέλος τους, δεν πρόκειται να πάει κατ’ ευχήν… Με πρώτη πρωινή είδηση τον πρόωρο και αδόκητο χαμό του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα μόλις στα 63 του χρόνια, το προαίσθημά μου ήταν αρνητικό εξαρχής…

Απέμενε ελάχιστη ώρα για την έναρξη της αναμέτρησης της Εθνικής μπάσκετ με την αντίστοιχη της Τσεχίας. Έλπιζα μέσα μου πως μια ενδεχόμενη επιτυχία απέναντι στους Τσέχους, δηλαδή μια νίκη με τουλάχιστον 12 πόντους διαφορά που θα μας έδινε την πρόκριση στους «8» του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος θα γλύκαινε κάπως την αίσθηση μιας ούτως ή άλλως πικρής μέρας.

Το τελικό αποτέλεσμα (84-77 υπέρ της Εθνικής μας) άφησε σ’ εμένα και σε όσους παρακολουθούμε και υποστηρίζουμε εδώ και χρόνια αυτή την ομάδα τη γλυκόπικρη γεύση που αφήνει το «παραλίγο». Κυριολεκτικά στο «παρά πέντε» (τόσοι πόντοι διαφοράς μας έλειψαν από την πρόκριση) η Εθνική δεν κατάφερε να πιάσει τον ελάχιστο στόχο της. Το τι έφταιξε στο συγκεκριμένο παιχνίδι και τι έφταιξε γενικότερα και το πράγμα «στράβωσε» για την Εθνική μας μπορεί να έχουν σχέση μεταξύ τους, ωστόσο δεν συμπίπτουν.

Αν δούμε το παιχνίδι αυτό μεμονωμένα και αναφερθούμε στα θετικά που παρουσίασε η Εθνική μας, θα πούμε ότι η ομάδα μας «διάβασε» σωστά τους αντιπάλους της και εξουδετέρωσε, εν πολλοίς, κάποια βασικά τους όπλα (κυρίως τους Σατοράνσκι και Μπάλβιν), ενώ και επιθετικά η συμπεριφορά της ήταν σαφώς καλύτερη απ’ ό,τι στα προηγούμενα παιχνίδια, κυρίως ως προς τη λογική της εκδήλωσης των επιθέσεων και δευτερευόντως ως προς την αποτελεσματικότητά της. Επίσης είχε την τύχη να δει τον Καλάθη να κάνει το καλύτερό του παιχνίδι με τη φανέλα της Εθνικής, ενώ παίκτες που ήρθαν από τον πάγκο (Θανάσης Αντετοκούμπο, Πρίντεζης) βοήθησαν σημαντικά σε κρίσιμες στιγμές.

Οι παράγοντες που, αντιθέτως, «στράβωσαν» και οδήγησαν την Εθνική μας στη «γλυκόπικρη» νίκη των 7 πόντων ήταν συνοπτικά οι παρακάτω:

  • α) Η φοβερή μέρα που βρέθηκε ο Μπόγατσικ, που μας «πλήγωσε» όσο δεν μας πλήγωσαν τα βασικά «ατού» των Τσέχων,
  • β) Το απίστευτο 21/22 στις ελεύθερες βολές, έναντι του δικού μας 10/18 (με 5 εύστοχες ελεύθερες βολές παραπάνω θα είχαμε την πρόκριση),
  • γ) Η κακή διαχείριση της διαφοράς στα σημεία όπου η Εθνική την έφτασε σε όριο πρόκρισης (ποιος, άραγε, ξεστόμισε την όποια μ@λ@κ1@ μας κόστισε την τεχνική ποινή στο 65-53 υπέρ μας;;;),
  • δ) Η κάκιστη διαιτησία και η αντίστοιχη αντιμετώπιση του Γιάννη Αντετοκούνμπο από διαιτητικό τρίο. Τα δύο επιθετικά φάουλ, 3ο και 5ο συνολικά, που του σφυρίχτηκαν (και τα δύο μάλιστα, απέναντι στον αργοκίνητο, για τα μέτρα του Γιάννη, Μπάλβιν) ήταν επιεικώς ανύπαρκτα (για την ακρίβεια ήταν αμυντικά φάουλ του Τσέχου σέντερ), όπως και το 4ο – αμυντικό, που κανονικά το έκανε ο Παπανικολάου.

Αυτά, ωστόσο, αφορούν στο συγκεκριμένο παιχνίδι και μόνο… Τα αίτια του αποκλεισμού της Εθνικής μπάσκετ από τη συνέχεια του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος και ο τερματισμός της στην 11η θέση, έχουν την απαρχή τους αφενός στα όσα είχαν συμβεί στους προηγούμενους αγώνες της μέσα στη διοργάνωση, αφετέρου σε όσα έχουν προηγηθεί όχι μόνο κατά την περίοδο της προετοιμασίας της ομάδας για το συγκεκριμένο Πρωτάθλημα, αλλά περίπου κατά την τελευταία δεκαετία.

Μεγάλο ρόλο έπαιξε, ασφαλώς, στη διαμόρφωση της πορείας της Εθνικής στα παρκέ της Κίνας το «ανάποδο» αποτέλεσμα με τη Βραζιλία. Η ήττα με 1, μόλις, πόντο από μια ομάδα που όλες οι ενδείξεις πριν τον αγώνα ήταν υπέρ του ότι «την είχαμε», πόνεσε τελικά πολύ περισσότερο απ’ όσο περιμέναμε… Πολύ περισσότερο όταν μέσα στον αγώνα η ομάδα μας «πέταξε στα σκουπίδια» μια διαφορά 17 πόντων που είχε πάρει λίγο πριν από τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου. Έχουν γραφτεί αναλύσεις επί αναλύσεων για τον συγκεκριμένο αγώνα στα έντυπα και στα ηλεκτρονικά Μέσα και δεν θα σταθώ περισσότερο στις λεπτομέρειες του πώς έγινε η ανατροπή σε βάρος μας. Θα σταθώ, ωστόσο, στην τελευταία φάση, δηλαδή στην περίφημη άστοχη βολή του Σλούκα, όχι τόσο επειδή υπήρξε, με βάση το ριπλέι, κατάφωρη παράβαση κανονισμών από τον Βαρεζάο (που τράβηξε το διχτάκι και, κατά συνέπεια και το στεφάνι προκειμένου να διώξει τη μπάλα, άρα κανονικά θα έπρεπε να μετρήσει δίποντο υπέρ της ομάδας μας και να νικήσουμε με 80-79), όσο επειδή, παρά το γεγονός ότι είχαμε ξεκάθαρη αλλοίωση αποτελέσματος από τους διαιτητές, η αντίδραση της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης ήταν από «χλιαρή» έως και περίπου δικαιολογητική προς τις διαιτητικές αποφάσεις!... Έπρεπε να γίνει η σχεδόν πανομοιότυπη παράβαση από τον Γκομπέρ στον αγώνα Γαλλίας – Λιθουανίας (που οι Λιθουανοί έχασαν μεν, αλλά πέτυχαν, τουλάχιστον, χάρη στην επιμονή της δικής τους Ομοσπονδίας, την αποπομπή των τριών «γκρίζων» από τη διοργάνωση) και να υποστεί η δική μας Εθνική άλλα δύο «χειρουργεία» στους αγώνες της β’ φάσης με τις ΗΠΑ και την Τσεχία, προκειμένου οι διοικητικοί «υπεύθυνοι» (;;;) του ελληνικού μπάσκετ να αποστείλουν επιστολή διαμαρτυρίας, όπου κάνουν λόγο για «ύποπτη διαμόρφωση αποτελεσμάτων»!... Θυμήθηκα, εδώ, το ανέκδοτο του αξέχαστου Γιάννη Αργύρη (των «Εσπερίδων» στην Πλάκα), με τον σφαγμένο με τα τρία μαχαίρια στην πλάτη, που πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του και είπε στους αστυνομικούς: «Συγγνώμη που σας απασχολώ για τρίτη φορά σήμερα»!...

Προφανώς με μια νίκη σε βάρος των Βραζιλιάνων και το 3 στα 3 στην α’ φάση των ομίλων θα ήμασταν άνετοι και θα μας αρκούσε μια απλή νίκη εναντίον των Τσέχων, ώστε να είμαστε σήμερα εμείς στη δική τους θέση στους «8». Όμως τα λάθη που κόστισαν το κακό αποτέλεσμα απέναντι στην παρέα του Βαρεζάο και του Μπαρμπόζα δεν έγιναν μόνο στο συγκεκριμένο παιχνίδι, ούτε έγιναν μόνο κατά τη διάρκεια αυτού του τουρνουά. Ας προσπαθήσουμε να τα δούμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη νηφαλιότητα και, κυρίως, χωρίς καμία διάθεση για εύκολη κριτική και αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων…

Έγιναν λάθη στο κοουτσάρισμα και στη διαχείριση του έμψυχου υλικού; Ασφαλώς ναι! Ο ίδιος ο Θανάσης Σκουρτόπουλος ανέλαβε δημόσια τις ευθύνες του και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για έλλειψη αυτοκριτικής. Ποια ήταν τα κυριότερα, κατά την άποψη του γράφοντος; Πρώτον, ότι το σχήμα με τα δύο γκαρντ (Καλάθης – Σλούκας) δεν χρησιμοποιήθηκε για περισσότερη ώρα, με το αντίστοιχο με τους τρεις φόργουορντ να λειτουργεί ως εναλλακτικό σχέδιο για ειδικές καταστάσεις. Δεύτερον, ότι οι παγκίτες της περιφέρειας χρησιμοποιήθηκαν πολύ λιγότερο απ’ όσο θα μπορούσαν, παρόλο που έδειξαν ότι μπορούσαν να δώσουν πολύτιμες ανάσες στους βασικούς. Ο μοναδικός καθαρόαιμος σουτέρ (Λαρεντζάκης) αναλώθηκε περισσότερο σε αμυντικές βοήθειες, την ώρα που ο τέταρτος γκαρντ του ρόστερ (Μάντζαρης), που τυχαίνει να είναι και ο καλύτερος, μαζί με τον Παπαπέτρου, spotshooter(στατικός σουτέρ) της ομάδας, παρακολούθησε το μεγαλύτερο μέρος της διοργάνωσης ζεσταίνοντας τον πάγκο… Τρίτον, ότι υπήρξε πολύ μικρή εμπιστοσύνη στους σέντερ της ομάδας, περισσότερο προς τον Παπαγιάννη. Ο τελευταίος μπορεί να μην ταίριαζε ιδιαίτερα απέναντι σε ομάδες με «ημίψηλους» παίκτες κοντά στο καλάθι (τύπου Ν. Ζηλανδίας), ωστόσο απέναντι σε ομάδες με «κανονικούς» σέντερ μπορούσε να παίξει περισσότερο και να φθείρει τους αντίπαλους ψηλούς. Στον αγώνα με την Τσεχία, όπου απέναντι στον Μπάλβιν είχαμε στο ρόστερ μας δύο περίπου ισοΰψείς και, τουλάχιστον, εξίσου ικανούς με αυτόν σέντερ, η τεχνική ηγεσία προτίμησε να χαραμίσει τον Παπαγιάννη για 2μιση, όλα κι όλα, λεπτά πάνω στον «ημίψηλο» (πλην πιο γρήγορο και εξαιρετικό επιθετικό) Άουντα και να χάσουμε τη διαφορά που είχαμε χτίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο είναι, βεβαίως, ο τρόπος αξιοποίησης από την ομάδα του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Με βάση αυτά που είδαμε στα παρκέ της Κίνας, ο MVP του τελευταίου πρωταθλήματος του NBA δεν αξιοποιήθηκε στο βαθμό που θα μπορούσε να γίνει και που όλοι οι Έλληνες μπασκετόφιλοι θα θέλαμε. Στους Μιλγουόκι Μπακς ο Γιάννης έχει μια ομάδα γεμάτη σουτέρ σε όλες τις θέσεις της πεντάδας. Αυτό σημαίνει πως, όταν οι διάδρομοι για το καλάθι κλείνουν για τον ίδιο, υπάρχει πάντα η επιλογή της πάσας στον ξεμαρκάριστο συμπαίκτη και το «χτύπημα» είτε εντός είτε εκτός ρακέτας. Έτσι οι αντίπαλες ομάδες δεν επικεντρώνουν την προσοχή τους μόνο επάνω του, καθώς οποιοσδήποτε άλλος παίκτης της πεντάδας μπορεί να σκοράρει σχεδόν εξίσου εύκολα κι εκείνος βρίσκει, συνήθως, τους απαραίτητους ελεύθερους χώρους για να σκοράρει ή να πασάρει.

Στις συνθήκες της Εθνικής μας ομάδας, όπου αφενός δεν υπάρχουν οι σουτέρ της ποιότητας αυτών των Μπακς, αφετέρου οι κανονισμοί της FIBA, σε αντίθεση με αυτούς του NBA, επιτρέπουν τις συνδυασμένες άμυνες, που κλείνουν τους ελεύθερους χώρους, θα έπρεπε να βρεθούν άλλα «τρικ» που θα απελευθέρωναν τον Γιάννη από την στενή επιτήρηση των αντιπάλων. Κάποια πράγματα φάνηκε ότι «δουλεύτηκαν» προς αυτήν την κατεύθυνση, ωστόσο στην πράξη δεν λειτούργησαν στον βαθμό που έπρεπε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το τελικό αποτέλεσμα της ομάδας…

Πλησιάζοντας στο κλείσιμο αυτού του άρθρου, ωστόσο, θα ήθελα να αναφερθώ, έστω και όχι εντελώς αναλυτικά, στα λάθη και τις συνολικότερες ευθύνες των διοικούντων το ελληνικό μπάσκετ. Εδώ και 10 χρόνια και μετά το χάλκινο μετάλλιο του Ευρωμπάσκετ του 2009, όταν μια σημαντική γενιά χαρισματικών Ελλήνων μπασκετμπολιστών ολοκλήρωσε, ουσιαστικά, τον κύκλο της στην Εθνική ομάδα, τόσο η επιλογή προσώπων για το τεχνικό τιμ, όσο και η γενικότερη αντιμετώπιση του εθνικού συγκροτήματος ήταν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, πρόχειρη και με χρονικό ορίζοντα μιας διοργάνωσης κάθε φορά. Πέντε προπονητές μέσα σε 10 χρόνια, όταν άλλες, ευθέως ανταγωνιστικές προς τη δική μας, εθνικές ομάδες διατηρούν για 6, 8 ή ακόμη και 10 και πλέον χρόνια τον ίδιο προπονητή, στελεχωμένο μάλιστα από υψηλής ποιότητας βοηθητικό τιμ, είναι ένα μόνο χαρακτηριστικό σημείο της τσαπατσουλιάς των ιθυνόντων της Ομοσπονδίας.

Βεβαίως, όταν μιλάμε για Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης μιλάμε πρώτα και κύρια για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, με συγκεκριμένο ονοματεπώνυμο: Γιώργος Βασιλακόπουλος. Ο γνωστός στους μπασκετικούς κύκλους και ως «σωλήνας» (λόγω του ψιλόλιγνου κορμιού που είχε όταν ακόμη έπαιζε μπάσκετ) έφτασε πλέον τα 80 και θα έπρεπε να έχει αποφασίσει εδώ και καιρό την απόσυρσή του από τα διοικητικά του μπάσκετ, ως «ευδοκίμως τερματίσας τη θητεία του», με όλες τις μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού μπάσκετ τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια να φέρουν, μεταξύ άλλων και τη δική του «σφραγίδα». Δυστυχώς ο συγκεκριμένος παράγοντας, ο οποίος –μεταξύ άλλων– ανέκαθεν διακρινόταν για τον αυταρχικό και συγκεντρωτικό τρόπο διοίκησής του, αλλά και για συγκεκριμένες εμμονές σε πρόσωπα που συμπαθεί ή, αντίθετα, αντιπαθεί, έχει πλέον ξεπεράσει τα όριά του και δεν έχει να προσφέρει τίποτε το θετικό με την περαιτέρω παρουσία του στα διοικητικά του ελληνικού μπάσκετ. Επιπλέον, σε διεθνές επίπεδο θεωρείται ήδη «ξεπερασμένος», καθώς η νέα γενιά στελεχών της FIBA και της FIBA Europe κινείται πλέον σε άλλες «συχνότητες» και τον θεωρεί περίπου «γραφικό»… Ο Βασιλακόπουλος θα έπρεπε να έχει πάρει εδώ και χρόνια το μάθημά του από τον άλλοτε παντοδύναμο Γενικό Γραμματέα της FIBA, τον εμβληματικό Σέρβο Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς, ο οποίος μόλις «πάτησε» τα 70 αποφάσισε να αποσυρθεί και να ανοίξει τον δρόμο στους νεότερους. Δεν το έχει πράξει μέχρι σήμερα, ωστόσο ποτέ δεν είναι αργά…

Τέλος, θα πρέπει κάποια στιγμή να απασχολήσει τους ιθύνοντες του ελληνικού μπάσκετ και κάτι που το είχαμε τα προηγούμενα χρόνια αλλά φαίνεται να έχει ατονήσει εδώ και περίπου 10 χρόνια, με τις συνέπειες να γίνονται ολοφάνερες για το συνολικό επίπεδο του αθλήματος στη χώρα μας. Η δουλειά που γινόταν για δεκαετίες ολόκληρες στα τμήματα υποδομής όχι μόνο των συλλόγων, αλλά και στις λεγόμενες «μικρές» (ηλικιακά) εθνικές ομάδες, η οποία παρήγαγε γενιές ολόκληρες ταλαντούχων και ικανών μπασκετμπολιστών, που στελέχωναν (και πολλοί στελεχώνουν ακόμη) τόσο τους συλλόγους, όσο και την «μεγάλη» Εθνική ομάδα, έχει ουσιαστικά ατονήσει. Το αποτέλεσμα είναι να βλέπουμε τις «μικρές» εθνικές ομάδες (που κάποτε μας έφερναν ένα σωρό μετάλλια και διακρίσεις στις δικές τους ηλικιακές κατηγορίες) να περιορίζονται σε θέσεις εκτός βάθρου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και σε τραγικά, ως προς τα αποτελέσματα, τουρνουά. Βλέπουμε επίσης στις ηλικίες των 16 και των 18 ετών παίκτες που θεωρούνται «ταλέντα» να υστερούν στα βασικά του αθλήματος (ντρίμπλα, πάσα, σουτ), την ίδια στιγμή που έχουν ξοδέψει ατελείωτες ώρες στην εκμάθηση τακτικών σχημάτων ή στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών της σωματοδομής τους. Όση ταχυδύναμη και να έχει ένας παίκτης και όσο καλή τακτική και να έχει μάθει (κυρίως στην άμυνα), χωρίς ανεπτυγμένα τα τρία βασικά στοιχεία του αθλήματος ποτέ δεν θα εκμεταλλευτεί στο έπακρο το όποιο ταλέντο διαθέτει, ούτε θα γίνει ο παίκτης που θα μπορούσε να γίνει…

Γράφω τα παραπάνω, έχοντας στο μυαλό μου την περίφημη διαπίστωση περί «έλλειψης αξιόπιστων μακρινών σουτέρ» στη «μεγάλη» Εθνική ομάδα. Μα, εάν δεν έχουν δουλέψει οι παίκτες από νεαρή ηλικία στο σουτ, τόσο από τεχνικής, όσο και από ταχυδυναμικής άποψης, περιμένουμε να αποκτήσουν αυτό το προσόν όταν είναι, πλέον, «φτασμένοι»;!... Ας δούμε πώς δουλεύουν στις μικρές ηλικίες, ειδικά στον τομέα του σουτ, χώρες όπως η Ισπανία, η Σερβία, η Λιθουανία κ.ά. Νομίζει κανείς ότι τυχαία ή μόνο χάρη σε κάποιο έμφυτο ταλέντο ή χαρακτηριστικό αυτών των λαών γεννιούνται σε αυτές τις χώρες σουτέρ-«εξολοθρευτές» τύπου Ναβάρο, Μπογκντάνοβιτς ή (για να θυμούνται κι οι παλιότεροι) Μαρτσουλιόνις;;; Ασφαλώς και δεν ισχύει κάτι τέτοιο!...

Στο «δια ταύτα»: Το ελληνικό μπάσκετ, εάν θέλουμε να το δούμε να μας φέρνει και νέες επιτυχίες σε όλα τα ηλικιακά επίπεδα θα πρέπει να δουλέψει με σύστημα και, κυρίως, με εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που διαθέτουν γνώσεις περί το άθλημα, αλλά και αγάπη γι’ αυτό και για τις Εθνικές ομάδες. Τα «κλειδιά» της «μεγάλης» Εθνικής θα πρέπει να παραδοθούν σε έναν προπονητή με βασικό προσόν τη «σύνθεση υλικών», αφού ειδικά στα εθνικά συγκροτήματα είναι πολύ σημαντικό να μπορεί κανείς να επιλέξει όχι τόσο τους 12 καλύτερους, κατά τεκμήριο, παίκτες, όσο εκείνους τους 12 που αγωνίζονται καλύτερα μεταξύ τους ως σύνολο. Το τεχνικό τιμ θα πρέπει να στελεχώνεται από άτομα με υψηλή εξειδίκευση ο καθένας στον τομέα του και, φυσικά, όχι σε πρόσκαιρη, αλλά σε μακρόπνοη προοπτική. Οι μικρές ηλικίες πρέπει να «δουλεύονται» πρώτα και κύρια πάνω στα βασικά του αθλήματος και όχι με αυτοσκοπό τις όποιες αγωνιστικές επιτυχίες (αυτές θα έρθουν νομοτελειακά, ως αποτέλεσμα της σωστής δουλειάς). Και το διοικητικό του κομμάτι θα πρέπει να ανανεωθεί σε στελεχικό δυναμικό, ηλικιακά και ως προς τη νοοτροπία, ώστε να καθοδηγήσει σωστά όλα τα παραπάνω. Ειδάλλως θα βράζουμε μονίμως στο ζουμί της μιζέριας, της κριτικής «εξ αποστάσεως» και θα ψάχνουμε το εξιλαστήριο θύμα στο πρόσωπο του εκάστοτε Σκουρτόπουλου ή του διαιτητή που μας αδίκησε σε κάποιο συγκεκριμένο παιχνίδι…

ΥΓ: Οι ευθύνες των διοικήσεων του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου μπάσκετ, αλλά και οργανισμών όπως η Ευρωλίγκα, για μια σειρά αρνητικών φαινομένων και εξελίξεων τα τελευταία χρόνια αποτελούν αντικείμενο για ένα ξεχωριστό άρθρο, αφού έχουν να κάνουν με τη συνολική εικόνα του αθλήματος και όχι μόνο με τη χώρα μας. Ελπίζω να βρω το χρόνο και τη διάθεση να γράψω κάτι σχετικό, εν ευθέτω χρόνω…



Βασίλης Μακρίδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου