Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Ευρώπη 1918-1923: Δημοκράτες και μοναρχικοί καταπνίγουν τα κινήματα αλλαγής

Στέλιος Ελληνιάδης


Μέρος Γ΄ (Διαβάστε το μέρος Α μέρος Β)

Η νίκη των κομμουνιστών στη Ρωσία το 1917 προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στις τάξεις των εργαζομένων στην Ευρώπη και δημιούργησε τη βάσιμη ελπίδα ότι μπορούσαν να αποτινάξουν τα χρεοκοπημένα από τον δικό τους πόλεμο καθεστώτα και να εγκαθιδρύσουν σοβιετικού τύπου δημοκρατίες απαλλαγμένες από τη στρατοκρατία και τους μεγάλους γαιοκτήμονες με εθνικοποιημένες βιομηχανίες και κοινωνικά κράτη που δεν θα υπηρετούν την φιλοπόλεμη πλουτοκρατία. Εξ αυτού του λόγου, όμως, προκάλεσε και τον σε βαθμό υστερίας φόβο των ηγετικών τάξεων της Ευρώπης που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την απόλυτη εξουσία τους παρ’ όλο που ευθύνονταν εξ ολοκλήρου για τον «Μεγάλο Πόλεμο» που είχε ρημάξει την Ευρώπη και είχε στείλει στον άλλο κόσμο ή είχε αφήσει πληγωμένους και ακρωτηριασμένους πάνω από 30 εκατομμύρια ανθρώπους και ακόμα περισσότερους ξεριζωμένους από τις πατρικές τους εστίες, ενώ η φτώχεια μάστιζε τους ζωντανούς και το πεσμένο ηθικό και η μιζέρια κυριαρχούσαν στην ψυχολογία των ανθρώπων μεγάλου μέρους της ηπείρου. Οι ηγετικές τάξεις των περισσότερων χωρών είχαν χάσει τον πόλεμο που οι ίδιες είχαν προκαλέσει, είχαν διαλυθεί αυτοκρατορίες ολόκληρες, αλλά σε καμία περίπτωση οι ελίτ δεν ήθελαν να χάσουν την εξουσία τους, γι’ αυτό έκαναν –υποχωρώντας αλλά και παραπλανώντας- εσωτερικές αλλαγές προσώπων που κατά βάθος συμμερίζονταν τις ίδιες θέσεις και απόψεις και εκπροσωπούσαν με ελαφρές παραλλαγές τα ίδια συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων.

Τέσσερις αυτοκρατορίες είχαν αφανιστεί: Αυστροουγγρική, Γερμανική, Ρωσική και Οθωμανική. Τα πάντα είχαν ρευστοποιηθεί, τα σύνορα επαναχαράζονταν, νέα κράτη ιδρύονταν, νέες αντιθέσεις γεννιόνταν και νέες συγκρούσεις εκκολάπτονταν, αλλά οι βιομήχανοι, οι γαιοκτήμονες, οι μεγαλέμποροι και οι στρατιωτικοί που προσδοκούσαν κέρδη από τον πόλεμο και τις αναδιατάξεις σφαιρών επιρροής, κι αυτοί που οι στρατοί τους ηττήθηκαν κι αυτοί που οι στρατοί τους βγήκαν νικητές, μόνο μικρές παραχωρήσεις ήταν διατεθειμένοι να κάνουν προς όφελος των λαών των οποίων τα παιδιά είχαν πολτοποιηθεί από τα κανόνια ή είχαν δηλητηριαστεί από τα αέρια που χρησιμοποίησαν αφειδώς οι αντιμαχόμενες εξουσίες.

Αυτές οι ηγετικές τάξεις, τόσο των νικητών όσο και των ηττημένων, αισθάνθηκαν τη μεγάλη απειλή που αποτελούσε το παράδειγμα της ρώσικης επανάστασης. Στις καταξεσκισμένες από τον πόλεμο κοινωνίες, με την αφόρητη φτώχεια και τη σκληρή καταπίεση των απολυταρχικών καθεστώτων, αυτοκρατόρων, βασιλιάδων, δικτατόρων και αστικών ελίτ με δημοκρατικό ένδυμα, τα λαϊκά στρώματα ήταν έτοιμα να προσχωρήσουν στο αναβράζον επαναστατικό κίνημα αλλαγής.

Με αυτό το φόβο, ενεργοποιήθηκε ένας πανευρωπαϊκός μηχανισμός αντικομμουνιστικής προπαγάνδας ενώ ταυτόχρονα ενθαρρύνονταν και κινητοποιούνταν από τις μεταπολεμικές εξουσίες οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις, οι στρατοκρατικές και παραστρατιωτικές που ήταν κατάλοιπα του πολέμου και φυτώρια του ανερχόμενου φασισμού, για να καταπνίξουν με τον πιο άγριο τρόπο τους εργάτες και τους αγρότες που είχαν δώσει το περισσότερο αίμα στον άδικο και αντιλαϊκό πόλεμο και ζητούσαν μια καλύτερη ζωή μετά από τη μεγάλη συμφορά για την οποία υπεύθυνες ήταν μόνο οι άρχουσες τάξεις κάθε απόχρωσης και παραλλαγής.

Σε κατάσταση αμόκ, τα μεταπολεμικά καθεστώτα από τη Βουλγαρία μέχρι τη Φινλανδία και από τη Γερμανία ως την Αγγλία, επιδόθηκαν σε έναν αγώνα με τα πιο βάρβαρα μέσα για να συντρίψουν το εργατικό κίνημα και να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, ενώ ταυτόχρονα συνέχιζαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Όλες αυτές οι επιλογές, πέρα από τα δεινά που προκάλεσαν τότε, ήταν αυτές που συνέτειναν στην ανάδυση των φασιστικών ρευμάτων και την επικράτηση των φασιστικών καθεστώτων οδηγώντας στον δεύτερο ακόμα πιο καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο που επεκτάθηκε σε όλη την οικουμένη με ανυπολόγιστες έμψυχες και άψυχες απώλειες.

Υστερική προπαγάνδα


Στη Δύση, πολιτικοί, κόμματα και κυβερνήσεις, μεγιστάνες, εκκλησία και Τύπος επιδόθηκαν στο μάξιμουμ, στην πιο χυδαία προπαγάνδα, για να δυσφημίσουν την επανάσταση και να ενεργοποιήσουν τις πιο αντιδραστικές κοινωνικές δυνάμεις εναντίον κάθε κινήματος αλλαγής. Ιδού μερικά «δείγματα» που αναφέρει ο Robert Gertwarth στο βιβλίο του «Οι ηττημένοι» (μετάφραση Ελένης Αστερίου, εκδ. Αλεξάνδρεια):

1. «Μετά από σύντομη περίοδο σοκ και απάθειας από την πλευρά των συντηρητικών κομμάτων, το φθινόπωρο του 1918, τα αντικομμουνιστικά κινήματα είχαν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος, καθώς πολιτικοί και επιχειρηματίες φοβούνταν ότι κάτι παρόμοιο με τη Ρωσική Επανάσταση θα μπορούσε να επαναληφθεί στη χώρα τους… Ενώ πλησίαζε το τέλος του 1918, ο Βρετανός υπουργός Εφοδιασμού, Γουίνστον Τσώρτσιλ, έλεγε σε προεκλογική ομιλία στο Νταντή, την εκλογική περιφέρειά του, ότι τώρα στην Ανατολή τη θέση του ηττημένου κακού Ούννου πήρε μια νέα δύναμη ηθικής εξαχρείωσης, ένα φάσμα που απειλεί τις αξίες του ελεύθερου κόσμου.»

2. «Αρκετές αμερικανικές εφημερίδες έγραφαν ότι στο Πέτρογκραντ οι μπολσεβίκοι χρησιμοποιούσαν ηλεκτρική γκιλοτίνα προκειμένου να αποκεφαλίζουν 500 κρατούμενους την ώρα, ενώ στη Βρετανία ποικίλες εκδόσεις περιείχαν φρικιαστικές αφηγήσεις από αυτόπτες μάρτυρες οι οποίες τόνιζαν τη χωρίς όρια μοχθηρία για την οποία ήταν εμφανώς ικανοί οι μπολσεβίκοι. Σύμφωνα με αυτές τις αφηγήσεις, οι μπολσεβίκοι είχαν «εθνικοποιήσει» τις γυναίκες της μεσαίας και ανώτερης τάξης, τις οποίες τώρα μπορούσε να βιάζει κατά βούληση οποιοδήποτε μέλος του προλεταριάτου. Ορθόδοξες εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε οίκους ανοχής, στους οποίους αριστοκράτισσες εξαναγκάζονταν να προσφέρουν τις σεξουαλικές υπηρεσίες τους σε απλούς εργάτες. Οι μπολσεβίκοι είχαν προσλάβει Κινέζους δήμιους επειδή γνώριζαν αρχαίες ανατολικές πρακτικές βασανιστηρίων, ενώ στις φυλακές της Τσεκά έβαζαν το κεφάλι των κρατουμένων σε κλουβιά γεμάτα αρουραίους προκειμένου να τους αποσπούν πληροφορίες.»

3. «Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιο θα παρουσίαζε την πιο ζοφερή εικόνα της μπολσεβίκικης ηγεσίας και των υποστηρικτών της. Η εφημερίδα The New York Times αποκαλούσε τον Λένιν και τους οπαδούς του «ανθρώπινα αποβράσματα», ενώ στο Λονδίνο η συντηρητική εφημερίδα Morning Post περιέγραφε το καθεστώς των μπολσεβίκων ως καθεστώς στο οποίο «απελευθερωμένοι εγκληματίες, άγριοι ιδεαλιστές, Εβραίοι διεθνιστές, όλοι οι παλαβοί και οι περισσότεροι απατεώνες έχουν ενωθεί σε ένα όργιο πάθους και παράνοιας». Μια γερμανική εφημερίδα δημοσίευσε ένα μακροσκελές άρθρο για την «χωρίς όρια τρομοκρατία» των μπολσεβίκων ενάντια σε οτιδήποτε θεωρούνταν «μεσαία τάξη»… Τώρα αντί για τη φράση «κατάσταση που θυμίζει Αποκάλυψη» χρησιμοποιούνταν η φράση «ρωσικές συνθήκες» για να περιγράφει την ανατροπή όλων των ηθικών αξιών της “Δύσης”.»

4. «Παρουσίαζαν τον μπολσεβικισμό σαν φάντασμα ή σκελετό που κρατούσε με τα δόντια του ένα αιματοβαμμένο μαχαίρι. Παραλλαγές αυτής της αφίσας κυκλοφορούσαν όχι μόνο στη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Όπως στα τέλη του 18ου αιώνα οι τρομοκρατημένες ελίτ της Ευρώπης φοβούνταν έναν ιακωβίνικο πόλεμο που θα θύμιζε Αποκάλυψη. Μετά το 1917, πολλοί Ευρωπαίοι θεωρούσαν ότι ο μπολσεβικισμός θα εξαπλωνόταν και θα «μόλυνε» και τον υπόλοιπο παλιό κόσμο, ο φόβος ο οποίος παρακίνησε σε βίαιη κινητοποίηση και δράση εναντίον της υποτιθέμενης απειλής. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της απειλής εναντίον της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν σχεδόν παντού στην Ευρώπη, ήταν η απρόσωπη φύση της, την οποία εκπροσωπούσαν ανώνυμα πλήθη που εφορμούσαν εναντίον των αστικών εννοιών της ιδιοκτησίας μέχρι παγκόσμιες συνωμοσίες τις οποίες εξύφαινε ο εβραιομπολσεβικισμός.»

Σφαγές κομμουνιστών στη Γερμανία


Η ηττημένη Γερμανία από τις 28 Οκτωβρίου 1918 έγινε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όμως, ο αυτοκράτορας δεν είχε σκοπό να παραιτηθεί και ορισμένοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί δεν ήθελαν να σταματήσουν τον πόλεμο, παρ’ όλο που ήταν φανερό ότι οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν ηττηθεί. Η κατάσταση άλλαξε άρδην όταν ξεσηκώθηκαν οι ναύτες και όπως γράφει ο Robert Gerwarth «…σε μερικές ημέρες η ανταρσία είχε γίνει επανάσταση, καθώς εξαπλώθηκε και έφτασε στη Βρέμη, στη Λυββέκη, στο Βίσμαρ, στο Κούξχαβεν, στο Αμβούργο και στο Τίλζιτ, πόλεις με λιμάνι. Στις 7 Νοεμβρίου η επανάσταση εξαπλώθηκε στο εσωτερικό της χώρας. Στο Μόναχο χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε σοσιαλιστική διαδήλωση. Το επόμενο πρωί ο Κουρτ Άισνερ, μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ανακήρυξε τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Βαυαρίας. Οι επαναστάτες ναύτες και στρατιώτες έδρασαν ως ιεραπόστολοι της επανάστασης και σχηματίστηκαν συμβούλια εργατών και στρατιωτών… Οι πρώτες απώλειες της επανάστασης ήταν οι βασιλικοί οίκοι που κυβερνούσαν γερμανικά κράτη για πολύ καιρό. Αρχίζοντας από τον Βασιλιά Λουδοβίκο Γ΄ του Οίκου Βίτελσμπαχ, ο οποίος είχε την εξουσία στη Βαυαρία για πάνω από χίλια χρόνια, είκοσι δύο βασιλείς, ηγεμόνες και δούκες καθαιρέθηκαν χωρίς αντίσταση. Το μεσημέρι της 9ης Νοεμβρίου απέμενε μόνο ο βασιλιάς της Πρωσίας αυτοκράτορας της Γερμανίας Γουλιέλμος Β΄.»

Όμως, όχι μόνο οι ηγέτες των συντηρητικών παρατάξεων, αλλά και οι ηγέτες του Πλειοψηφικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (ΜSPD), που ασκούσαν την εξουσία με επικεφαλής τον μαρξιστή Φρίντριχ Έμπερτ, υποστηρικτή του «Μεγάλου Πολέμου» που έγινε αιτία για τη διάσπαση των σοσιαλιστών και πρώτο πρόεδρο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, φοβόντουσαν, πάνω απ’ όλα, μια σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (USPD) καλούσε τον κόσμο να πάρει την υπόθεση στα χέρια του.

Λούξεμπουργκ και Λήμπκνεχτ


Στο Βερολίνο, η «δημοκρατία» κατέσφαξε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λήμπκνεχτ. Τους μισούσαν γιατί είχαν αντιταχτεί στον «Μεγάλο Πόλεμο». Ο Λήμπκνεχτ ήταν ο μοναδικός βουλευτής που ψήφισε κατά του πολέμου το 1914. Στάλθηκε στο μέτωπο για τιμωρία και όταν αποστρατεύθηκε για λόγους υγείας συνελήφθη επειδή συμμετείχε σε αντιπολεμική διαδήλωση το 1916 και φυλακίστηκε με ποινή τεσσάρων ετών. Τελικά, το 1919, μαζί με τη Λούξεμπουργκ συνελήφθησαν από τους παραστρατιωτικούς που είχε στείλει η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υπό τον Φρίντριχ Έμπερτ και εκτελέστηκαν, εκείνος στο μεγαλύτερο πάρκο του Βερολίνου και εκείνη μέσα στο αυτοκίνητο που τη μετέφερε στο Κανάλι Λάντβερ όπου πέταξαν το πτώμα της οι στρατιωτικοί της επίλεκτης μονάδας του αυτοκρατορικού στρατού στην οποία είχαν παραδοθεί οι δύο ηγέτες από τους παραστρατιωτικούς. Αλλά η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπκνεχτ δεν ήταν τα μόνα θύματα της σύμπραξης της καθεστωτικής Σοσιαλδημοκρατίας με την αυτοκρατορική Δεξιά. Στη Γερμανία, όπως και σε άλλες χώρες που συμμετείχαν στον πόλεμο, γινόταν προσπάθεια να συγχωνευθούν ομαλά οι μοναρχικοί και οι ελίτ των αυτοκρατορικών καθεστώτων στις νέες δημοκρατίες, με οριοθετημένο ως κοινό εχθρό τους σοσιαλιστές και κομμουνιστές που ζητούσαν πιο ριζική αλλαγή στις κοινωνίες που είχαν υποστεί όλη τη φρίκη του «Μεγάλου Πολέμου» τον οποίο είχαν προκαλέσει οι πολεμοχαρείς και οι ενδοτικοί και συναινετικοί ηγέτες του προπολεμικού κόσμου, οι οποίοι και μετά τον πόλεμο δεν ήθελαν να ανατραπεί ή να διαταραχτεί το οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό στάτους κβο. Γι’ αυτό και στις κινητοποιήσεις και τις εξεγέρσεις στη βιομηχανική Ρουρ, στη Δρέσδη, στο Μόναχο κι αλλού, έστειλαν όχι μόνο τον αυτοκρατορικό στρατό, αλλά και τους «εθελοντές» των Freikorps που αποτελούνταν κυρίως από πρώην στρατιωτικούς που νοσταλγούσαν τους βασιλιάδες και δεν ήθελαν τη δημοκρατία, αλλά περισσότερο μισούσαν τον κομμουνισμό. Το 1919, σε ολόκληρη τη Γερμανία γίνονταν απεργίες, διαδηλώσεις και εξεγέρσεις με ριζοσπαστικά αιτήματα, αλλά το Πλειοψηφικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας ήταν αποφασισμένο να τα καταπνίξει στο αίμα χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα εναντίον των εξεγερμένων αντιφρονούντων. Με τανκς, πολυβόλα, ολμοβόλα και αεροπλάνα σκότωσαν πάνω από χίλια άτομα μόνο στο Βερολίνο!

Όπως γράφει ο Peter Gatrell στο «War after the War: Conflicts, 1919-1923», στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης «Ο γερμανικός στρατός αναδημιουργήθηκε για να συντρίψει τις εργατικές διαμαρτυρίες στο Ρουρ και αλλού».

Φασίστες εν δράσει


Στο Μόναχο, οι ριζοσπάστες σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές έχοντας καταργήσει τους βασιλιάδες και τους πρίγκιπες, ανακήρυξαν τη Δημοκρατία των Συμβουλίων του Μονάχου, αλλά η κυβέρνηση του Γιοχάνες Χόφμαν κινητοποίησε «ανθρώπους που θεώρησαν ότι αυτή ήταν η ευκαιρία για να ξεκαθαρίσουν λογαριασμούς με τις δυνάμεις του μπολσεβικισμού. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν υπηρετήσει πιστά το αυτοκρατορικό καθεστώς και επιθυμούσαν διακαώς την παλινόρθωσή του, όπως ο υποστράτηγος Φραντς Ρίτερ φον Επ, πρώην διοικητής της Σωματοφυλακής της Βαυαρίας και αρχηγός των Freikorps του Όμπερλαντ, και ο υπασπιστής του, ο παρασημοφορημένος ήρωας πολέμου στην ηλικία των τριάντα ετών και μελλοντικός ηγέτης των ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου, λογαχός Ερνστ Ραιμ». (R. Gerwarth)

«Κατά μία άποψη υπάρχει άμεση σύνδεση των κατώτερων αξιωματικών που στρατολογήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και εκείνων που συνέχισαν για να υπερασπιστούν την «τιμή» του στρατού και να πολεμήσουν τους Σπαρτακιστές. Βεβαίως, πολύ περισσότεροι από τους 400.000 άντρες που εντάχθηκαν στο Freikorps, στρατολογήθηκαν στον αντιπολεμικό κρατικό στρατό, αλλά το ζήτημα δεν αφορά μόνο τους αριθμούς. Ένας εθελοντής των Freikorps περιέγραψε την πολεμικότητα των συντρόφων του ως εξής: «Κάποιοι μας είπαν ότι ο πόλεμος τελείωσε. Αυτό μας έκανε να γελάμε. Εμείς οι ίδιοι είμαστε ο πόλεμος». Ήταν αυτοί οι άνδρες που αποδέχτηκαν την πρόσκληση για την «αποκατάσταση της τάξης» στο Βερολίνο και το Μόναχο στους πρώτους μήνες του 1919.» (P. Gatrell )

Εξολοθρεύοντας όλο το αντιπολεμικό και προοδευτικό κίνημα με την καθοριστική συμβολή των φιλομοναρχικών, εθνικιστικών και ρατσιστικών υπολειμμάτων, διευκόλυναν και επιτάχυναν τη φασιστικοποίηση της κοινωνίας. Το Μόναχο έγινε η κοιτίδα του ναζισμού.

«Συνολικά περίπου 15.000 άνδρες από τη Βαυαρία ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα στα όπλα του Χόφμαν. Εκτός από τις δυνάμεις που στρατολογήθηκαν στη Βαυαρία, η κυβέρνηση του Βερολίνου έστειλε δύναμη 15.000 ανδρών του τακτικού στρατού υπό τη διοίκηση του Πρώσου υποστράτηγου φον Όφεν για να βάλει τέλος στην κομμουνιστική εξουσία. […] Με την είσοδο του στρατού και των Freikorps στην πόλη, πάνω από 600 άνθρωποι σκοτώθηκαν στη διάρκεια των μαχών, πολλοί από τους οποίους ήταν άμαχοι περαστικοί… Τις επόμενες βδομάδες περίπου 2.200 υποστηρικτές της Δημοκρατίας των Συμβουλίων καταδικάστηκαν σε θάνατο ή σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης, ενώ συνολικά έγιναν 5.000 δίκες για αδικήματα που διαπράχτηκαν στη διάρκεια της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας».

«Από το Παρίσι και τις άλλες δυτικές πρωτεύουσες οι Σύμμαχοι παρατηρούσαν με αυξανόμενη ανησυχία τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν στην ανατολική και την κεντρική Ευρώπη. Στις 4 Απριλίου 1919, ο Ρόμπερτ Λάνσινγκ, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, δήλωνε ότι “η κεντρική Ευρώπη φλέγεται από την αναρχία. Οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά ελπίδα. Οι Κόκκινοι Στρατοί της Ρωσίας βαδίζουν προς τη Δύση. Η Ουγγαρία είναι στα χέρια των επαναστατών. Το Βερολίνο, η Βιέννη και το Μόναχο στρέφονται προς τους μπολσεβίκους. […] Ήρθε η ώρα να πάψουμε να σπαταλούμε το χρόνο μας με ασήμαντα πράγματα ενώ ο κόσμος φλέγεται”.» (R. Gerwarth)

Γραμμή εξόντωσης


Βέβαια, κανένας Κόκκινος Στρατός δεν βάδιζε προς τη Δύση, ούτε μπορούσε να βαδίσει, όπως κινδυνολογούσε και προπαγάνδιζε ο Αμερικάνος υπουργός. Ο νεοσύστατος Κόκκινος Στρατός τον Απρίλιο του 1919 πολεμούσε σε όλα τα μέτωπα για να αποκρούσει τα αμερικάνικα, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, καναδέζικα, ιαπωνικά, οθωμανικά, πολωνικά, ρουμάνικα, ουγγαρέζικα κ.λπ. στρατεύματα που είχαν εισβάλει ταυτόχρονα στη Ρωσία και ενίσχυαν τις δυνάμεις των στρατηγών και ναυάρχων του τσάρου που προσπαθούσαν με σφαγές και καταστροφές να νικήσουν την επανάσταση και να παλινορθώσουν τη μοναρχία. Πώς μπορούσε ο Κόκκινος Στρατός να βαδίζει προς τη Δύση την ώρα που έδινε μάχη ζωής και θανάτου μέσα στην ίδια του τη χώρα;

Αλλά κανένας ηγέτης της Δύσης δεν θα παραδεχόταν και δεν θα ομολογούσε ότι οι εξεγέρσεις και τα κινήματα για τη δημιουργία σοσιαλιστικών δημοκρατιών στην Ευρώπη είχαν γεννηθεί από αντίδραση στη θηριωδία των δυτικών καθεστώτων που είχαν αιματοκυλήσει την ανθρωπότητα. Και εμπνέονταν από την επιρροή που είχαν οι ιδέες του μαρξισμού-λενινισμού στα πιο δημοκρατικά και προοδευτικά ρεύματα των εργαζομένων και των διανοουμένων που αφενός αρνούνταν το συμβιβασμό των σοσιαλδημοκρατών με τους εκπροσώπους και τα κατάλοιπα των μοναρχιών και των αυτοκρατοριών που καταδυνάστευαν επί αιώνες την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο και αφετέρου οραματίζονταν μία κοινωνία νέα, διαφορετική, σοσιαλιστική.

Ο Λάνσινγκ είχε όμως δίκιο όταν έλεγε ότι «ο κόσμος φλέγεται» και καλούσε τους εταίρους του να δράσουν επικεντρωμένα και δυναμικά. Γιατί δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί ξεσηκωμένοι. Στην Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, την Ιταλία, τη Φινλανδία, στη Βαλτική, αλλά και στην Ιρλανδία, την Ισπανία, την Αυστρία κ.λπ. τα πιο προοδευτικά κοινωνικά ρεύματα αντιμάχονταν τα μεταπολεμικά καθεστώτα τα οποία ουσιαστικά ως βασική τους επιδίωξη δεν είχαν τη δημοκρατία, αλλά τη διάσωση του συστήματος στον πυρήνα του οποίου είναι ενθυλακωμένος ο πόλεμος και η κοινωνική ανισότητα.

Οι «σύμμαχοι», αυτό το ετερόκλητο συνονθύλευμα, συσπειρώθηκαν προσωρινά μόνο για να ανακόψουν τα επαναστατικά κινήματα στην Ευρώπη. Γι’ αυτό χτύπησαν άγρια τη Ρωσία, γι’ αυτό κατέπνιξαν κτηνωδώς όλες τις εξεγέρσεις στην Ευρώπη. Αυτοί οι πρόγονοι των σημερινών φαρισαίων που καταγγέλλουν τη Σοβιετική Ένωση και ταυτίζουν τον κομμουνισμό με το φασισμό ενώ δεν έχουν ούτε στιγμιαία σταματήσει να δολοφονούν μαζικά και να λεηλατούν ασύστολα επί γης, εμποδίζοντας κάθε λαό να διαχειριστεί χωρίς κηδεμόνες την πορεία του. 

(συνεχίζεται)

Πηγή: e-dromos.gr



Στέλιος Ελληνιάδης: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου